travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.968
- Likes
- 17.262
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Μια μέρα στη Μανίλα
- Palawan - ψάχνοντας το υπόγειο ποτάμι
- Palawan - El Nido κ χωριά με χρώμα
- 2 μέρες στο Cebu - Φαλαινοκαρχαρίες στο Oslob
- Bohol - Πυγολαμπίδες
- Bohol - Σοκολατένιοι λόγοι κ Tarsier
- Παραμονή Πρωτοχρονιάς κοντά στο Pinatubo
- Luzon - Στον κρατήρα του Pinatubo
- Απ'το Dagupan στην κορδιλιέρα του Luzon
- Hanging Coffins κ σπηλιές στη Σαγάδα
- Banaue - Rice Terraces κ φυλή Ifugao
- Πάλι στη Μανίλα
- Ηφαίστειο κ λίμνη Τάαλ
- Καταρράκτης Pagsanjan
- Επίλογος
Λουζόν. Στον κρατήρα του Πινατούμπο
Μετά την προηγούμενη επεισοδιακή ημέρα (βαλίτσα, αυτοκίνητο και αδιάφορη διαδρομή), δεν περιμέναμε κάτι πολύ καλύτερο την επόμενη, αφού ήδη ο ξενοδόχος στο χωριό Santa Juliana, που υπενθυμίζω είναι ό,τι πιο κοντινό στο Pinatubo, μας παρουσίαζε διάφορες δυσκολίες για την ανάβασή μας μέχρι τον κρατήρα. Δεν ξέρω αν είχε πρόβλημα με το να πάμε εκεί, δεν ήθελε δηλαδή να μας αφήσει να πάμε, αλλά εγώ του είχα πει ότι: ή θα πάμε εκεί πάνω ή θα φύγουμε πρωί-πρωί από το ξενοδοχείο, γιατί δεν έχουμε τίποτε άλλο να συζητήσουμε. Εκείνος μου πρότεινε (την προηγούμενη μέρα) να πηγαίναμε εκεί κοντά στον κρατήρα μία βόλτα και ότι θα είναι πολύ ωραία. Εγώ όμως του το ξέκοψα: ή κορυφή ή τίποτα. Τελικά κατάφερε και βρήκε μία νοσοκόμα η οποία θα μας συνόδευε μέχρι την κορφή, γιατί ήταν υποχρεωτικό: ή να έχουμε ασφάλιση ή να έχουμε νοσοκόμα, εφόσον ήμασταν πάνω από 60 ετών (παιδιά γεράσαμε, λίγα τα ψωμιά μας). Βέβαια η κοπέλα που μας έδωσε ως νοσοκόμα, πιστεύουμε ότι είχε τόση σχέση με τη νοσηλευτική, όση σχέση έχω και εγώ. Η ουσία είναι ότι η δουλειά μας έγινε. Τέλεια, γιατί δε γινόταν να χαθεί αυτό το μέρος!!!
Το πρωί είχαμε ξύπνημα στις 5:30 για να πάρουμε πρωινό στις 6:00 και στις 7:00 να φύγουμε με ένα τζιπ όλοι μαζί με συνοδεία την «νοσοκόμας» και έναν νεαρό ο οποίος θα μας βοηθούσε στο περπάτημα. Πήγαμε σε ένα σημείο μέσα στο χωριό που μας πήραν την πίεση για να δείξουμε ότι είμαστε πολύ καλά στην υγεία μας και τους παρουσίασαν οι αρμόδιοι και τα χαρτιά όπου φαινόταν τα στοιχεία μας.
Το «εξεταστήριο»:
Πράγματι όλοι ήμασταν εντάξει σε πολύ καλή υγεία και στις 7:10 ξεκινούσαμε την πορεία με το τζιπ, η οποία κράτησε μία ώρα και ήταν μέσα σε ένα πολύ όμορφο μέρος, όπου ο δρόμος ήταν σε ένα ποτάμι το οποίο ήταν πολύ φαρδύ. Σε 2-3 σημεία είχε κάποιους ανθρώπους από φυλές οι οποίοι ζούσαν σε εκείνο το μέρος. Κάναμε και δύο στάσεις για να βγάλουμε τις αντίστοιχες φωτογραφίες, αλλά σε όλη τη διαδρομή εγώ σηκωνόμουν όρθιος πάνω στην καρότσα του τζιπ και τραβούσα φωτογραφίες τριγύρω, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έβλεπα.
Καλύβες ντόπιων :
Μετά από μία ώρα λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής με το τζιπ και ξεκίνησε η πεζοπορία. Ευτυχώς είχαμε αγοράσει από ένα μπαμπού ξύλο για να τα χρησιμοποιούμε σαν μαγκούρες και έτσι το περπάτημα ήταν πιο εύκολο. Η διαδρομή και με το τζιπ αλλά και με το με τα πόδια ήταν πάρα πολύ όμορφη. Το τζιπ έπρεπε να περνάει μέσα από το ποτάμι πολλές φορές. Βασικά ήταν σαν μικρός χείμαρρος αλλά αν το τζιπ δεν ήταν ψηλό δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Είδαμε πολύ ωραίες σκηνές και με τους ντόπιους και με τα βουνά τα οποία είχαν ιδιαίτερους σχηματισμούς. Από το σημείο που πάρκαρε το αυτοκίνητο συνεχίσαμε με τα πόδια και σε 2 ώρες είχαμε φτάσει στον κρατήρα.
Και ο ποδαρόδρομος δεν ήταν τόσο εύκολος, αφού υπήρχαν σημεία που έπρεπε να μπουν τα πόδια μας μέσα στο νερό του ποταμού. Υπήρχαν πέτρες για να πατήσουμε επάνω και να περάσουμε χωρίς να βραχούμε, αλλά δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο. Σε αυτή την πεζοπορία εννοείται ότι οι περισσότεροι από μας, δηλαδή όλοι εκτός από τον Γιάννη, φορούσαμε αθλητικά παπούτσια. Ο Γιάννης φορούσε πέδιλα, τα οποία όμως συνεχώς κρατούσε στα χέρια του και προχωρούσε ξυπόλητος. Η διαδρομή είχε μεγάλο ενδιαφέρον και για την ομορφιά της αλλά και για κάποιες καλύβες που συναντήσαμε με κατοίκους του βουνού. Ανθρώπους σε ημιάγρια κατάσταση θα έλεγα, αλλά όχι με την κακή έννοια. Κατά διαστήματα έβλεπες και κάποια μικρά μαγαζάκια που πουλούσαν αναψυκτικά στους περαστικούς ή διάφορα χειροτεχνήματα.
Κάποιοι κάνουν τη διαδρομή με μηχανάκι:
Όταν φτάσαμε στην κορυφή του κρατήρα αντικρίσαμε μία πολύ μεγάλη λίμνη που μας θύμισε τον ισημερινό τη λίμνη Quilotoa, όμως τώρα το υψόμετρο ήταν σχετικά χαμηλό. Δεν νομίζω να ήταν πάνω από 1.000 μέτρα και ο καιρός ήταν θαυμάσιος, αφού δεν είχε ούτε ήλιο ούτε βροχή με μία θερμοκρασία περίπου 25 με 27 βαθμούς. Και νιώθαμε πάρα πολύ όμορφα από την κορυφή που βλέπαμε τον κρατήρα. Η λίμνη ήταν πέντε λεπτά περπάτημα προς τα κάτω και από την παρέα μας μόνο εγώ και η Ντίνα το κάναμε, για να βγάλουμε κάποιες διαφορετικές φωτογραφίες. Εκεί στην κορυφή υπήρχαν και άλλοι τουρίστες, όπως και στη διαδρομή. Επίσης είχε και εδώ μερικά μαγαζάκια για σουβενίρ, αλλά νομίζω κάποιος είχε κάτι σαν μαγειρευτό φαγητό για τους πεινασμένους.
Ανεβήκαμε από τη λίμνη να βρούμε τους υπόλοιπους και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για να κάνουμε περίπου μιάμιση ώρα περπάτημα επιστρέφοντας στο τζιπ και να πάρουμε την αντίστροφη διαδρομή. Στο βουνό επάνω πιστεύω ότι σήμερα δεν ανέβηκαν παραπάνω από 30 έως 40 άτομα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν κάποιες άλλες μέρες που να ανεβαίνει περισσότερος κόσμος. Όμως το όλο εγχείρημα ήταν πάρα πολύ όμορφο και άξιζε τα λεφτά του και ακόμα παραπάνω. Ήταν μία μοναδική εμπειρία και πιστεύω ότι όποιος έρθει στην περιοχή θα πρέπει να τη ζήσει.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο περίπου στις 13:45. Κάναμε στα γρήγορα ένα μπάνιο και στις 2:30 ξεκινούσαμε με το Toyota για να δούμε τον καινούργιο μας προορισμό, το Dagupan. H διαδρομή ήτανε περίπου πέντε ώρες. Όμως κάναμε πολλές στάσεις για φωτογραφίες. Κανονικά ήταν περίπου τρεις ώρες. Πήραμε μάλιστα ένα δρόμο λίγο πιο μακρινό για να μην είναι πολύ μεγάλος και έτσι να απολαύσουμε καλύτερα τη φύση της χώρας. Τελικά η φύση που είδαμε δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο ήταν τα χωριά και οι δραστηριότητες των κατοίκων των Φιλιππίνων. Και είδαμε ένα σωρό από αυτά. Εκείνο που μας έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν το ρύζι το οποίο απλώνουν στις άκρες του δρόμου για να στεγνώσει και να ξεραθεί. Πολλά αυτοκίνητα αναγκάζονται για να μη συγκρουστούν με τα αντίθετα διερχόμενα, να πατήσουν πάνω στο ρύζι χωρίς κανένα ενδοιασμό.
Το απόγευμα οι άνθρωποι τα μαζεύουν για να μη βραχούν το βράδυ:
Φτάσαμε το βράδυ στο Dagupan. Φοβηθήκαμε ότι το ξενοδοχείο, επειδή ήταν φτηνό, δεν θα ήταν τόσο καλό, αλλά τελικά φαίνεται αρκετά καλό, αν και τα δωμάτια που πήραμε εμείς είναι τρίτης κατηγορίας, αφού είναι εσωτερικά, χωρίς ίχνος μπαλκονιού ή άλλου παραθύρου. Το αστείο ήταν που ο πλοηγός μας έφερε από κάτι σοκάκια πολύ υποβαθμισμένα και μέχρι 500 μέτρα πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο σκεφτόμασταν ήδη να δούμε την τύχη μας κάπου αλλού. Δε μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ξαφνικά θα ξεπρόβαλε μπρός μας ένας ωραίος δρόμος με πλήθος κόσμου που γιόρταζε την πρωτοχρονιά. Και φυσικά ένα ξενοδοχείο με σεκιούριτι απ’ έξω και δικό του πάρκιν.
Αφού ξεκουραστήκαμε για μισή ώρα βγήκαμε όλη η παρέα και κάναμε για μία περίπου ώρα βόλτα. Πήγαμε εδώ γύρω, που είναι ουσιαστικά πιστεύω το κέντρο της πόλης. Η πόλη είναι παραθαλάσσια, αλλά εδώ η θάλασσα δεν είναι όπως είναι στην Ελλάδα: να έχει μία παραλία και να υπάρχουν διάφορα σημεία όπου σε οδηγούν σε αυτήν. Εδώ μοιάζει σαν να είναι το δέλτα ενός ποταμού. Ίσως βέβαια να υπάρχει και ένα ποτάμι το οποίο καταλήγει εδώ και όντως δημιουργεί ένα δέλτα.
Αυτή ήταν η ημέρα και νομίζω ότι αξιοποιήθηκε πλήρως. Πρώτον διότι κάναμε την επίσκεψη στον κρατήρα του Πινατούμπο και δεύτερον γιατί ανεβήκαμε πιο βόρεια και έτσι πλησιάσαμε την περιοχή την οποία θα πηγαίναμε την επομένη.
Και ένα μικρό βίντεο από την πορεία μας μέχρι τον κρατήρα του Πινατούμπο:
Μετά την προηγούμενη επεισοδιακή ημέρα (βαλίτσα, αυτοκίνητο και αδιάφορη διαδρομή), δεν περιμέναμε κάτι πολύ καλύτερο την επόμενη, αφού ήδη ο ξενοδόχος στο χωριό Santa Juliana, που υπενθυμίζω είναι ό,τι πιο κοντινό στο Pinatubo, μας παρουσίαζε διάφορες δυσκολίες για την ανάβασή μας μέχρι τον κρατήρα. Δεν ξέρω αν είχε πρόβλημα με το να πάμε εκεί, δεν ήθελε δηλαδή να μας αφήσει να πάμε, αλλά εγώ του είχα πει ότι: ή θα πάμε εκεί πάνω ή θα φύγουμε πρωί-πρωί από το ξενοδοχείο, γιατί δεν έχουμε τίποτε άλλο να συζητήσουμε. Εκείνος μου πρότεινε (την προηγούμενη μέρα) να πηγαίναμε εκεί κοντά στον κρατήρα μία βόλτα και ότι θα είναι πολύ ωραία. Εγώ όμως του το ξέκοψα: ή κορυφή ή τίποτα. Τελικά κατάφερε και βρήκε μία νοσοκόμα η οποία θα μας συνόδευε μέχρι την κορφή, γιατί ήταν υποχρεωτικό: ή να έχουμε ασφάλιση ή να έχουμε νοσοκόμα, εφόσον ήμασταν πάνω από 60 ετών (παιδιά γεράσαμε, λίγα τα ψωμιά μας). Βέβαια η κοπέλα που μας έδωσε ως νοσοκόμα, πιστεύουμε ότι είχε τόση σχέση με τη νοσηλευτική, όση σχέση έχω και εγώ. Η ουσία είναι ότι η δουλειά μας έγινε. Τέλεια, γιατί δε γινόταν να χαθεί αυτό το μέρος!!!
Το πρωί είχαμε ξύπνημα στις 5:30 για να πάρουμε πρωινό στις 6:00 και στις 7:00 να φύγουμε με ένα τζιπ όλοι μαζί με συνοδεία την «νοσοκόμας» και έναν νεαρό ο οποίος θα μας βοηθούσε στο περπάτημα. Πήγαμε σε ένα σημείο μέσα στο χωριό που μας πήραν την πίεση για να δείξουμε ότι είμαστε πολύ καλά στην υγεία μας και τους παρουσίασαν οι αρμόδιοι και τα χαρτιά όπου φαινόταν τα στοιχεία μας.
Το «εξεταστήριο»:

Πράγματι όλοι ήμασταν εντάξει σε πολύ καλή υγεία και στις 7:10 ξεκινούσαμε την πορεία με το τζιπ, η οποία κράτησε μία ώρα και ήταν μέσα σε ένα πολύ όμορφο μέρος, όπου ο δρόμος ήταν σε ένα ποτάμι το οποίο ήταν πολύ φαρδύ. Σε 2-3 σημεία είχε κάποιους ανθρώπους από φυλές οι οποίοι ζούσαν σε εκείνο το μέρος. Κάναμε και δύο στάσεις για να βγάλουμε τις αντίστοιχες φωτογραφίες, αλλά σε όλη τη διαδρομή εγώ σηκωνόμουν όρθιος πάνω στην καρότσα του τζιπ και τραβούσα φωτογραφίες τριγύρω, γιατί μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έβλεπα.


Καλύβες ντόπιων :




Μετά από μία ώρα λοιπόν, φτάσαμε στο τέλος της διαδρομής με το τζιπ και ξεκίνησε η πεζοπορία. Ευτυχώς είχαμε αγοράσει από ένα μπαμπού ξύλο για να τα χρησιμοποιούμε σαν μαγκούρες και έτσι το περπάτημα ήταν πιο εύκολο. Η διαδρομή και με το τζιπ αλλά και με το με τα πόδια ήταν πάρα πολύ όμορφη. Το τζιπ έπρεπε να περνάει μέσα από το ποτάμι πολλές φορές. Βασικά ήταν σαν μικρός χείμαρρος αλλά αν το τζιπ δεν ήταν ψηλό δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Είδαμε πολύ ωραίες σκηνές και με τους ντόπιους και με τα βουνά τα οποία είχαν ιδιαίτερους σχηματισμούς. Από το σημείο που πάρκαρε το αυτοκίνητο συνεχίσαμε με τα πόδια και σε 2 ώρες είχαμε φτάσει στον κρατήρα.
Και ο ποδαρόδρομος δεν ήταν τόσο εύκολος, αφού υπήρχαν σημεία που έπρεπε να μπουν τα πόδια μας μέσα στο νερό του ποταμού. Υπήρχαν πέτρες για να πατήσουμε επάνω και να περάσουμε χωρίς να βραχούμε, αλλά δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο. Σε αυτή την πεζοπορία εννοείται ότι οι περισσότεροι από μας, δηλαδή όλοι εκτός από τον Γιάννη, φορούσαμε αθλητικά παπούτσια. Ο Γιάννης φορούσε πέδιλα, τα οποία όμως συνεχώς κρατούσε στα χέρια του και προχωρούσε ξυπόλητος. Η διαδρομή είχε μεγάλο ενδιαφέρον και για την ομορφιά της αλλά και για κάποιες καλύβες που συναντήσαμε με κατοίκους του βουνού. Ανθρώπους σε ημιάγρια κατάσταση θα έλεγα, αλλά όχι με την κακή έννοια. Κατά διαστήματα έβλεπες και κάποια μικρά μαγαζάκια που πουλούσαν αναψυκτικά στους περαστικούς ή διάφορα χειροτεχνήματα.

Κάποιοι κάνουν τη διαδρομή με μηχανάκι:



Όταν φτάσαμε στην κορυφή του κρατήρα αντικρίσαμε μία πολύ μεγάλη λίμνη που μας θύμισε τον ισημερινό τη λίμνη Quilotoa, όμως τώρα το υψόμετρο ήταν σχετικά χαμηλό. Δεν νομίζω να ήταν πάνω από 1.000 μέτρα και ο καιρός ήταν θαυμάσιος, αφού δεν είχε ούτε ήλιο ούτε βροχή με μία θερμοκρασία περίπου 25 με 27 βαθμούς. Και νιώθαμε πάρα πολύ όμορφα από την κορυφή που βλέπαμε τον κρατήρα. Η λίμνη ήταν πέντε λεπτά περπάτημα προς τα κάτω και από την παρέα μας μόνο εγώ και η Ντίνα το κάναμε, για να βγάλουμε κάποιες διαφορετικές φωτογραφίες. Εκεί στην κορυφή υπήρχαν και άλλοι τουρίστες, όπως και στη διαδρομή. Επίσης είχε και εδώ μερικά μαγαζάκια για σουβενίρ, αλλά νομίζω κάποιος είχε κάτι σαν μαγειρευτό φαγητό για τους πεινασμένους.



Ανεβήκαμε από τη λίμνη να βρούμε τους υπόλοιπους και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για να κάνουμε περίπου μιάμιση ώρα περπάτημα επιστρέφοντας στο τζιπ και να πάρουμε την αντίστροφη διαδρομή. Στο βουνό επάνω πιστεύω ότι σήμερα δεν ανέβηκαν παραπάνω από 30 έως 40 άτομα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν κάποιες άλλες μέρες που να ανεβαίνει περισσότερος κόσμος. Όμως το όλο εγχείρημα ήταν πάρα πολύ όμορφο και άξιζε τα λεφτά του και ακόμα παραπάνω. Ήταν μία μοναδική εμπειρία και πιστεύω ότι όποιος έρθει στην περιοχή θα πρέπει να τη ζήσει.




Φτάσαμε στο ξενοδοχείο περίπου στις 13:45. Κάναμε στα γρήγορα ένα μπάνιο και στις 2:30 ξεκινούσαμε με το Toyota για να δούμε τον καινούργιο μας προορισμό, το Dagupan. H διαδρομή ήτανε περίπου πέντε ώρες. Όμως κάναμε πολλές στάσεις για φωτογραφίες. Κανονικά ήταν περίπου τρεις ώρες. Πήραμε μάλιστα ένα δρόμο λίγο πιο μακρινό για να μην είναι πολύ μεγάλος και έτσι να απολαύσουμε καλύτερα τη φύση της χώρας. Τελικά η φύση που είδαμε δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο ήταν τα χωριά και οι δραστηριότητες των κατοίκων των Φιλιππίνων. Και είδαμε ένα σωρό από αυτά. Εκείνο που μας έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν το ρύζι το οποίο απλώνουν στις άκρες του δρόμου για να στεγνώσει και να ξεραθεί. Πολλά αυτοκίνητα αναγκάζονται για να μη συγκρουστούν με τα αντίθετα διερχόμενα, να πατήσουν πάνω στο ρύζι χωρίς κανένα ενδοιασμό.

Το απόγευμα οι άνθρωποι τα μαζεύουν για να μη βραχούν το βράδυ:


Φτάσαμε το βράδυ στο Dagupan. Φοβηθήκαμε ότι το ξενοδοχείο, επειδή ήταν φτηνό, δεν θα ήταν τόσο καλό, αλλά τελικά φαίνεται αρκετά καλό, αν και τα δωμάτια που πήραμε εμείς είναι τρίτης κατηγορίας, αφού είναι εσωτερικά, χωρίς ίχνος μπαλκονιού ή άλλου παραθύρου. Το αστείο ήταν που ο πλοηγός μας έφερε από κάτι σοκάκια πολύ υποβαθμισμένα και μέχρι 500 μέτρα πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο σκεφτόμασταν ήδη να δούμε την τύχη μας κάπου αλλού. Δε μπορούσαμε να φανταστούμε ότι ξαφνικά θα ξεπρόβαλε μπρός μας ένας ωραίος δρόμος με πλήθος κόσμου που γιόρταζε την πρωτοχρονιά. Και φυσικά ένα ξενοδοχείο με σεκιούριτι απ’ έξω και δικό του πάρκιν.

Αφού ξεκουραστήκαμε για μισή ώρα βγήκαμε όλη η παρέα και κάναμε για μία περίπου ώρα βόλτα. Πήγαμε εδώ γύρω, που είναι ουσιαστικά πιστεύω το κέντρο της πόλης. Η πόλη είναι παραθαλάσσια, αλλά εδώ η θάλασσα δεν είναι όπως είναι στην Ελλάδα: να έχει μία παραλία και να υπάρχουν διάφορα σημεία όπου σε οδηγούν σε αυτήν. Εδώ μοιάζει σαν να είναι το δέλτα ενός ποταμού. Ίσως βέβαια να υπάρχει και ένα ποτάμι το οποίο καταλήγει εδώ και όντως δημιουργεί ένα δέλτα.
Αυτή ήταν η ημέρα και νομίζω ότι αξιοποιήθηκε πλήρως. Πρώτον διότι κάναμε την επίσκεψη στον κρατήρα του Πινατούμπο και δεύτερον γιατί ανεβήκαμε πιο βόρεια και έτσι πλησιάσαμε την περιοχή την οποία θα πηγαίναμε την επομένη.
Και ένα μικρό βίντεο από την πορεία μας μέχρι τον κρατήρα του Πινατούμπο:
Last edited by a moderator: