psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.049
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Ώρα Βαλκανίων
Η Παρασκευή 10 του Νοέμβρη ήταν κατά το ήμισυ εργάσιμη για μένα, φτάνοντας μετά κόπων στο ερείπιο που έχουμε για κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου στις 15:30 αναχωρούσε το δρομολόγιο για Σόφια.
Το πιο δύσκολο ήταν να ξεμπλέξουμε από το κέντρο της πόλης και στη συνέχεια το ανέκδοτο που όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι ονομάζουν κατσικόδρομο και οι Θεσσαλονικείς «περιφερειακό» φτάνοντας εν τέλει τάχιστα ως τα σύνορα του Προμαχώνα, όπου είχαμε το πρώτο σκάλωμα που πήγε πίσω το χρονοδιάγραμμα μας. Μια εκ των επιβατών που συνόδευε ανήλικο τέκνο δεν ήξερε ότι πρέπει να έχει μαζί της υπεύθυνη δήλωση και από τον άλλο γονέα. Η αστυνομία έκρινε ότι έπρεπε να περιμένει όλο το λεωφορείο μέχρι να σταλεί με email, αρχικά στο duty free κατάστημα κι έπειτα μέσα στο ίδιο το όχημα…
Μία ώρα μας κόστισε η όλη καθυστέρηση, με την αδιάφορη νυκτερινή διαδρομή να φτάνει τελικά γύρω στις εννιά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Σόφιας όπου κατέληγαν όλα τα λεωφορεία:
Το κόψαμε με τα πόδια ως το σπίτι μιας και ήταν κοντά, με τον Νίκο να ‘χει εφοδιάσει ήδη το ψυγείο με λαχταριστές μπυρίτσες για το καλωσόρισμα. Ίσα που ήπιαμε μια-δυο ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για βόλτα στους αισθητά πιο χειμωνιάτικους δρόμους και τις υπόγειες διαβάσεις της Βουλγάρικης πρωτεύουσας:
Είχαμε κιόλας βρεθεί απέναντι από το μνημείο της Σόφιας «Статуя София» και την εκκλησία «Nedelya» κάτι που έδειχνε πως είχαμε φτάσει στο κεντρικότερο ίσως σημείο:
Αφού αναζητήσαμε ανεπιτυχώς κάτι για γρήγορο φαγητό, προχωρήσαμε παράλληλα με το δικαστήριο «Софийски градски съд» της πόλης απ’ όπου ξεκινάει ο διάσημος πεζόδρομος Vitosha, που παρόλο το προχωρημένο της ώρας τον είχε τον κόσμο του:
Η έρευνα για μια μπύρα μας οδήγησε αρχικά στην «McCarthy's Irish Pub» σ’ έναν ημιώροφο απέναντι του πεζόδρομου:
και στη συνέχεια στην σαφώς καλύτερη μπάρα της «J.J. Murphy's» που έμελλε να γίνει και κάτι σαν στέκι για το τριήμερο:
Ο δικός μου όμως στόχος ήταν άλλος. Τόση ώρα έκανα απλά ένα ζέσταμα, καθώς είχα διαβάσει εκ των προτέρων για ένα μπαρ που ήθελα οπωσδήποτε να επισκεφτώ και μπαίνει πλέον στη μεγάλη λίστα από τα πιο χαρακτηριστικά μπαράκια που ‘χω δει. Ο αστικός μύθος βέβαια έλεγε ότι είναι δύσκολο σχετικά να το βρεις, κάτι που στην περίπτωση μας επιβεβαιώθηκε μερικώς.
Περιπλανηθήκαμε στα στενάκια, αναρωτηθήκαμε μήπως είναι το απέναντι εστιατόριο που κλείνει, μέχρι να βρούμε εν τέλει τον διάδρομο και να χτυπήσουμε το κουδούνι περιμένοντας να μας ανοίξουν, γεγονότα αλληλένδετα μάλλον με τη μυσταγωγία του μέρους:
Όλα αυτά για χάρη του «Хамбара», ενός μπαρ δίχως ρεύμα όπως λέγονταν (και ήταν), που ο μόνος φωτισμός του προέρχονταν αποκλειστικά από κεριά. Ένα Bluetooth ηχείο ήταν το παράταιρο αλλά απαραίτητο αν θέλετε του πράγματος, καθώς ατμοσφαιρικό μπαράκι χωρίς ατμοσφαιρική ροκ μουσική δε γίνεται:
Ήπιαμε τις IPA μας αρχικά σ’ ένα σταντ κι έπειτα στο μπαρ μόλις άδειασε χώρος, παρατηρώντας τους θαμώνες αλλά και τους περίεργους σαν εμάς επισκέπτες που θέλανε να δούνε τον ιδιαίτερο αυτό χώρο -μάλλον παλιά αποθήκη ή κάτι τέτοιο- που ’χε μετατραπεί σε μπαρ:
Απολύτως ευχαριστημένοι και σχετικά κουρασμένοι πληρώσαμε (με μετρητά όπως είναι λογικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις) και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, κάνοντας και μια στάση στο διπλανό γυράδικο που γινόταν προσκύνημα, τρώγοντας επιτέλους κάτι που εδώ και ώρα χρειαζόμασταν.
Εντάξει, όχι ακριβώς επιστροφής. Η νύχτα κρατούσε ακόμα και μια τοπική μπύρα ακόμη στο πρώτο μπαρ ήταν αναγκαία:
Όχι ότι μας είχε φτάσει…
Η Παρασκευή 10 του Νοέμβρη ήταν κατά το ήμισυ εργάσιμη για μένα, φτάνοντας μετά κόπων στο ερείπιο που έχουμε για κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό απ’ όπου στις 15:30 αναχωρούσε το δρομολόγιο για Σόφια.
Το πιο δύσκολο ήταν να ξεμπλέξουμε από το κέντρο της πόλης και στη συνέχεια το ανέκδοτο που όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι ονομάζουν κατσικόδρομο και οι Θεσσαλονικείς «περιφερειακό» φτάνοντας εν τέλει τάχιστα ως τα σύνορα του Προμαχώνα, όπου είχαμε το πρώτο σκάλωμα που πήγε πίσω το χρονοδιάγραμμα μας. Μια εκ των επιβατών που συνόδευε ανήλικο τέκνο δεν ήξερε ότι πρέπει να έχει μαζί της υπεύθυνη δήλωση και από τον άλλο γονέα. Η αστυνομία έκρινε ότι έπρεπε να περιμένει όλο το λεωφορείο μέχρι να σταλεί με email, αρχικά στο duty free κατάστημα κι έπειτα μέσα στο ίδιο το όχημα…

Μία ώρα μας κόστισε η όλη καθυστέρηση, με την αδιάφορη νυκτερινή διαδρομή να φτάνει τελικά γύρω στις εννιά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Σόφιας όπου κατέληγαν όλα τα λεωφορεία:

Το κόψαμε με τα πόδια ως το σπίτι μιας και ήταν κοντά, με τον Νίκο να ‘χει εφοδιάσει ήδη το ψυγείο με λαχταριστές μπυρίτσες για το καλωσόρισμα. Ίσα που ήπιαμε μια-δυο ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε για βόλτα στους αισθητά πιο χειμωνιάτικους δρόμους και τις υπόγειες διαβάσεις της Βουλγάρικης πρωτεύουσας:


Είχαμε κιόλας βρεθεί απέναντι από το μνημείο της Σόφιας «Статуя София» και την εκκλησία «Nedelya» κάτι που έδειχνε πως είχαμε φτάσει στο κεντρικότερο ίσως σημείο:


Αφού αναζητήσαμε ανεπιτυχώς κάτι για γρήγορο φαγητό, προχωρήσαμε παράλληλα με το δικαστήριο «Софийски градски съд» της πόλης απ’ όπου ξεκινάει ο διάσημος πεζόδρομος Vitosha, που παρόλο το προχωρημένο της ώρας τον είχε τον κόσμο του:


Η έρευνα για μια μπύρα μας οδήγησε αρχικά στην «McCarthy's Irish Pub» σ’ έναν ημιώροφο απέναντι του πεζόδρομου:

και στη συνέχεια στην σαφώς καλύτερη μπάρα της «J.J. Murphy's» που έμελλε να γίνει και κάτι σαν στέκι για το τριήμερο:

Ο δικός μου όμως στόχος ήταν άλλος. Τόση ώρα έκανα απλά ένα ζέσταμα, καθώς είχα διαβάσει εκ των προτέρων για ένα μπαρ που ήθελα οπωσδήποτε να επισκεφτώ και μπαίνει πλέον στη μεγάλη λίστα από τα πιο χαρακτηριστικά μπαράκια που ‘χω δει. Ο αστικός μύθος βέβαια έλεγε ότι είναι δύσκολο σχετικά να το βρεις, κάτι που στην περίπτωση μας επιβεβαιώθηκε μερικώς.
Περιπλανηθήκαμε στα στενάκια, αναρωτηθήκαμε μήπως είναι το απέναντι εστιατόριο που κλείνει, μέχρι να βρούμε εν τέλει τον διάδρομο και να χτυπήσουμε το κουδούνι περιμένοντας να μας ανοίξουν, γεγονότα αλληλένδετα μάλλον με τη μυσταγωγία του μέρους:

Όλα αυτά για χάρη του «Хамбара», ενός μπαρ δίχως ρεύμα όπως λέγονταν (και ήταν), που ο μόνος φωτισμός του προέρχονταν αποκλειστικά από κεριά. Ένα Bluetooth ηχείο ήταν το παράταιρο αλλά απαραίτητο αν θέλετε του πράγματος, καθώς ατμοσφαιρικό μπαράκι χωρίς ατμοσφαιρική ροκ μουσική δε γίνεται:

Ήπιαμε τις IPA μας αρχικά σ’ ένα σταντ κι έπειτα στο μπαρ μόλις άδειασε χώρος, παρατηρώντας τους θαμώνες αλλά και τους περίεργους σαν εμάς επισκέπτες που θέλανε να δούνε τον ιδιαίτερο αυτό χώρο -μάλλον παλιά αποθήκη ή κάτι τέτοιο- που ’χε μετατραπεί σε μπαρ:


Απολύτως ευχαριστημένοι και σχετικά κουρασμένοι πληρώσαμε (με μετρητά όπως είναι λογικό σ’ αυτές τις περιπτώσεις) και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, κάνοντας και μια στάση στο διπλανό γυράδικο που γινόταν προσκύνημα, τρώγοντας επιτέλους κάτι που εδώ και ώρα χρειαζόμασταν.

Εντάξει, όχι ακριβώς επιστροφής. Η νύχτα κρατούσε ακόμα και μια τοπική μπύρα ακόμη στο πρώτο μπαρ ήταν αναγκαία:


Όχι ότι μας είχε φτάσει…
Last edited: