maroulini
Member
- Μηνύματα
- 89
- Likes
- 152
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΚΙΝΑ
Καισάρεια
Το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας έλεγε Καισάρεια. Εδώ να κάνω μία μικρή παρένθεση για να αναφέρω τις πρώτες μου εντυπώσεις από αυτήν την πόλη, όταν είχαμε πάει πρώτη φορά το 2012. Τότε, χωρίς να γνωρίζω το γιατί, δεν μου άρεσε καθόλου. Λίγο η αφόρητη ζέστη που είχε, λίγο ότι (κακώς βέβαια) την είχα στο μυαλό μου συνυφασμένη με τον Άγιο Βασίλη και την περίμενα πιο παραμυθένια, λίγο γιατί ήμουν με τρομερό πονοκέφαλο, ο συνδυασμός όλων αυτών ίσως, με έκανε να τη θεωρώ από τις πιο άσχημες πόλεις της Τουρκίας. Αλλά επειδή πάντα θέλω να δίνω δεύτερες ευκαιρίες και για να είμαι ειλικρινής έπρεπε να αγοράσoυμε οπωσδήποτε κάποια πράγματα, που χρειαζόμασταν και δεν βρίσκαμε στο Goreme (διότι αν ξεχνάς το νεσεσέρ σπίτι με τα καλλυντικά σου, αυτά παθαίνεις) ήταν και η φίλη μας η οποία ήθελε να τη δει, ήταν και ο σύζυγος που τη λατρεύει και έτσι και αλλιώς θα πήγαινε και μόνος του, αποφασίσαμε να της αφιερώσουμε όλη τη μέρα. Αυτή τη φορά πήγαμε οργανωμένοι, από το να ψάχνουμε που θα αφήσουμε το αμάξι, από μία σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο βρήκαμε ένα εμπορικό στο κέντρο της πόλης με υπόγειο δωρεάν παρκινγκ. Το προσθέτουμε στο gps και ξεκινάμε.
Καισάρεια
Η απόσταση Goreme Καισάρεια είναι περίπου 70-80 Km και ο δρόμος αρκετά καλός. Ο καιρός συννεφιασμένος αρχικά αλλά όσο προχωράμε χαλάει με δυνατή βροχή, χαλάζι και αέρα. Ο Αργαίος (το βουνό των 4000 μέτρων) επιβλητικός με κάτασπρες τις κορυφές του από το χιόνι.
Βρίσκουμε το εμπορικό και είμαι έτοιμη να δω την Καισάρεια με άλλο μάτι αυτή τη φορά. Ο κύριος της παρέας και σύζυγος, δηλώνει ότι θα βγει για ένα τσιγάρο έξω, θα πάει να πιει ένα καφεδάκι και στο ενδιάμεσο εμείς θα έχουμε πάρει ήδη αυτά που θέλουμε (ένα-δυό πράγματα είναι άλλωστε και ξέρουμε από πού θα τα πάρουμε) για να πάμε στην κλειστή αγορά. Έκανε το λάθος όμως να εμπιστευτεί γυναίκες μόνες σε εμπορικό. Και το τσιγάρο έκανε και καφέ ήπιε και δεύτερο τσιγάρο έκανε και εμείς ακόμη ήμασταν στο πρώτο μαγαζί που μας άφησε και δεν είχαμε πάρει και αυτά για το οποία πήγαμε. Εκεί αρχίζει η μουρμούρα, λίγο το μα τι κάνετε τόσες ώρες και μπλα μπλα μπλα, λίγο να του λέμε εμείς πήγαινε πάνω που έχει mediamarkt να χαζέψεις κανένα γκατζετάκι και εμείς ερχόμαστε σε λίγο, αλλά δε πείστηκε (και ορθώς έκανε), οπότε άρον άρον πήραμε επιτέλους αυτά που θέλαμε και φύγαμε για την κλειστή αγορά. Εδώ ακολουθεί η δεύτερη μεγάλη στάση. Στάση για μαντήλια και πασμίνες. Πάρα πολύ φθηνά (4-10 λίρες το ένα) και ό,τι πρέπει για δωράκια. Κάποια στιγμή αφού είδε και αποείδε ότι δεν είχαμε σκοπό να ξεκολλήσουμε και αφού είχαμε κατεβάσει το μισό μαγαζί (μας θύμισα μια ελληνική ταινία με το Βουτσά που πουλούσε υφάσματα) άρχισε η γκρίνια, οπότε με μισή καρδιά αναγκαστήκαμε να διαλέξουμε τι θέλουμε απ ‘όλα όσα είχαμε κατεβάσει και να φεύγουμε. Πολύ αργότερα διαπιστώσαμε με τη φίλη μου ότι έπρεπε να παίρναμε κι άλλα μιας και δε μας έβγαιναν τα δωράκια που θέλαμε. Η κλειστή αγορά της Καισάρειας είναι πιο μικρή από εκείνη της Κωνσταντινούπολης και κυκλοφορούν κυρίως ντόπιοι, ίσως να ήμασταν και οι μόνοι ξένοι.
Μία αδυναμία, να φωτογραφίζω νυφικά και επίσημες τουαλέτες στην Τουρκία την έχω
Η περιοχή γύρω από την κλειστή αγορά βρίθει καταστημάτων με μπαχαρικά, παστουρμάδες, σουτζούκια, αποξηραμένα φρούτα κ.λπ. Είναι μία πραγματική πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων, που πολύ δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο. Οπότε, να μην τιμήσουμε και κάτι από αυτά?
Η φίλη μας ήθελε οπωσδήποτε αποξηραμένα βερίκοκα και αφού πήρε λίγα και τα δοκιμάσαμε, διαπιστώσαμε ότι τελικά μας αρέσουν και στάση στο επόμενο μαγαζί. Παίρνουμε βερίκοκα, λουκούμια, διάφορα μπαχαρικά κανέλλες κ.λπ (και πάντα σε συνεννόηση ό,τι να ‘ναι, μιας και το αγγλικό δεν το είχανε καθόλου εκεί) και με ένα σωρό τσάντες φορτωμένοι φεύγουμε. Να αναφέρω εδώ ότι ο κύριος Θέμης δεν γκρίνιαξε καθόλου, παρότι φάγαμε αρκετή ώρα εκεί, γιατί απλά αυτές οι αγορές με μπαχαρικά και τα σχετικά του αρέσουν πάρα πολύ, οπότε το καταχάρηκε.
Και σα να μην έφταναν αυτά τα ολίγα που είχαμε ψωνίσει, βλέπουμε σε άλλα μαγαζιά ότι είχε μεγάλες γυάλες με ταχίνι (το οποίο τρώμε πάρα πολύ), οπότε μεταξύ αστείου και σοβαρού και καθαρά από περιέργεια και μόνο λέω ας ρωτήσω τιμή. Τι το ΄θελα? Η απάντηση με εκπλήσσει: 1 κιλό 10 λίρες, δηλ. γύρω στα 3 ευρώ και χωρίς καν να το σκεφτούμε, απλά κοιταχτήκαμε και πήραμε και από αυτό.
Η εικόνα μας και μόνο με τόσες σακούλες να κουβαλάμε, μας είχε προκαλέσει ένα νευρικό γέλιο, όπου πραγματικά δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Κρατηθήκαμε να μην πάρουμε κάτι άλλο από εκεί, γιατί απλά είχαμε συνέχεια και αλλού.
Εκεί κοντά θυμόμουν ότι είχε ένα πολυκατάστημα, που είχε σε απίστευτα χαμηλές τιμές, σε σχέση με το μαγαζί στην Ιστικλάλ της Κωνσταντινούπολης, τα γυαλικά pasabahce. Οπότε έπρεπε οπωσδήποτε να το τιμήσουμε, μιας και σε κάτι τέτοια μπιχλιμπίδια είμαι επιρρεπής (σε πολλά είμαι, αλλά λέμε τώρα). Ευτυχώς, για καλή μας τύχη έπρεπε να αφήσουμε όλη την προίκα μας, σακούλες και σακουλάκια στην είσοδο, γιατί με τόση πραμάτεια ήταν αδύνατον να χαζέψω με την ησυχία μου τα αγαπημένα μου pasabahce, άσε που λόγω της ατσουμπαλίασης που με διακρίνει μπορεί να έκανα και καμία ζημιά. Και φυσικά όταν τα έχεις μπροστά σου όλα αυτά, δεν ξέρεις τι να πρωτοπάρεις και υπό το φόβο ότι στο τέλος δε θα χωράμε ούτε εμείς στο αμάξι, αρχίζουμε τις διαπραγματεύσεις ποιο αρέσει σε σένα περισσότερο, ποιο σε εμένα, ποιο και στους δυο, ποιο θα μας είναι πιο χρήσιμο και κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων και από τους δύο καταλήγουμε τι θα πάρουμε. Η δε φίλη μας χαμένη και μπερδεμένη και εκείνη δεν ξέρει τι να πρωτοπάρει. Και επειδή είχαμε αρκετή ώρα να γκρινιάξουμε, ο κύριος Θέμης αρχίζει το άντε τελειώνετε, προφανώς να μας προλάβει γιατί στο ισόγειο είχε φούρνο και ζαχαροπλαστείο, που σου΄σπαγε τημύτη και εγώ ήδη είχα πει ότι ήθελα να τα τιμήσω και αυτά. Και αφού λίγο έλειψε να τσακωθούμε μέσα στο μαγαζί, μας δηλώνει έτσι απλά εγώ φεύγω, ελάτε μόνες σας. Εμείς από τη μία τρέχαμε να τον προλάβουμε και από την άλλη να πάρουμε κάτι μπισκοτάκια, τα οποία ωστόσο τίμησε αργότερα. Φορτωθήκαμε πάλι όλες τις σακούλες και σακουλάκια και επιτέλους για εκείνον παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για το αμάξι, ενώ έχει ήδη φτάσει απόγευμα. Αλλά για κακή του τύχη, εμείς πεινούσαμε και μας έπιασε σώνει και καλά όχι να φάμε κάτι παραδοσιακό της Καισάρειας (έστω και στο χέρι) αλλά μας είχε κάτσει από το πρωί να φάμε balik ekmek (σάντουιτς με ψάρι). Είχαμε περάσει από την ψαραγορά και ήταν τόσο προκλητικά ωραία, που δηλώσαμε με τη φίλη μας από το πρωί ότι θέλουμε να το δοκιμάσουμε. Νόμιζε ότι το είχαμε ξεχάσει, αμ δε. Παρατάμε τις σακούλες μες τη μέση του δρόμου και τρέχουμε για το balik ekmek. Να πω εδώ ότι απεχθάνεται τα ψάρια και ειδικά τη μυρωδιά των ψαριών. Οπότε το να μας περιμένει έξω από τα ψαράδικα ήταν μαρτύριο και οφείλω να το αναγνωρίσω. Πάντως μας ξεκαθάρισε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το φάμε εκεί, η επιλογή του αυτοκινήτου (για να μην καθυστερήσουμε) αποκλείστηκε αφού τα αυτοκίνητο θα βρωμοκόπαγε ψαρίλα και με τις σακούλες και τα σάντουσιτς ανά χείρας αναζητούμε παγκάκι, το οποίο βρήκαμε τελικά έξω από το εμπορικό. Η όλη εικόνα μας πάντως να τρέχουμε με τις σακούλες και τα balik ekmek στο χέρι και ο Θέμης μες τα νεύρα να προπορεύεται και εμείς να τον ακολουθούμε, πραγματικά πρέπει να προκαλούσε πολύ γέλιο. Είχε σχεδόν αρχίσει να βραδιάζει και ενώ γενικά τρώω γρήγορα, εκείνη την ημέρα πρέπει να έκανα ρεκόρ ταχύτητας. Σχεδόν αμάσητο το κατέβασα. Και αυτό δεν ήταν ένα απλό σάντουιτς, ολόκληρη φρατζόλα ήταν γεμισμένη με διάφορα καλούδια μέσα. Και επιτέλους ήγκεκεν η ώρα να φύγουμε, αφού μετρήσαμε τις σακουλίτσες μας και δεν είχαμε καμία απώλεια στο δρόμο, προς μεγάλη ανακούφιση του Θέμη επιτέλους φεύγουμε.
Άλλος μετράει τις σακούλες (γιατί έχουμε και μέσα στην τσάντα σακουλάκια), άλλος κανονίζει τις διαδρομές στα gps και εγώ κλασικά φωτογραφίζω
Πραγματικά γελάσαμε πάρα πολύ και φυσικά, άλλαξα γνώμη για την πόλη.
Η μέρα τελείωσε με φαγητό στο Goreme. Από την πολλή κούραση της ημέρας και σε συνδυασμό με τη βροχή, δεν είχαμε και πολλά κουράγια για ψάξιμο, οπότε πήγαμε στο πρώτο που βρήκαμε μπροστά μας, το Pide Salonu. Τελικά αποδείχθηκε μια χαρά και αρκετά οικονομικό. Εμείς οι κυρίες, δηλώσαμε αρχής εξ αρχής ότι δεν πεινάμε, αφού είχαμε καταβροχθίσει ολόκληρη φρατζόλα πριν μια ώρα, οπότε θα τσιμπούσαμε λίγο, δηλ. θα τη βγάζαμε με μια σουπίτσα. Αλλά, όποιος έβγαλε το σοφό «τρώγοντας σου ‘ρχεται η όρεξη» είχε απόλυτο δίκιο, και ως φαγανά που είμαστε σιγά μη μέναμε μόνο στη σούπα. Για να είμαι ειλικρινής είναι αδύνατον να αντισταθείς σε κείνες τις απίστευτες πίτες-πεϊνιρλί που κάνουν, οπότε λίγο από εδώ λίγο από εκεί, σκάσαμε πάλι στο φαγητό.
Και μετά κόβαμε βόλτες στο Goreme (ευτυχώς είχε ελαττωθεί αρκετά η βροχή) μπας και χωνέψουμε.
Το μπαλκονάκι μας στο ξενοδοχείο
Βραδινό Goreme από το μπαλκονάκι μας
Το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας έλεγε Καισάρεια. Εδώ να κάνω μία μικρή παρένθεση για να αναφέρω τις πρώτες μου εντυπώσεις από αυτήν την πόλη, όταν είχαμε πάει πρώτη φορά το 2012. Τότε, χωρίς να γνωρίζω το γιατί, δεν μου άρεσε καθόλου. Λίγο η αφόρητη ζέστη που είχε, λίγο ότι (κακώς βέβαια) την είχα στο μυαλό μου συνυφασμένη με τον Άγιο Βασίλη και την περίμενα πιο παραμυθένια, λίγο γιατί ήμουν με τρομερό πονοκέφαλο, ο συνδυασμός όλων αυτών ίσως, με έκανε να τη θεωρώ από τις πιο άσχημες πόλεις της Τουρκίας. Αλλά επειδή πάντα θέλω να δίνω δεύτερες ευκαιρίες και για να είμαι ειλικρινής έπρεπε να αγοράσoυμε οπωσδήποτε κάποια πράγματα, που χρειαζόμασταν και δεν βρίσκαμε στο Goreme (διότι αν ξεχνάς το νεσεσέρ σπίτι με τα καλλυντικά σου, αυτά παθαίνεις) ήταν και η φίλη μας η οποία ήθελε να τη δει, ήταν και ο σύζυγος που τη λατρεύει και έτσι και αλλιώς θα πήγαινε και μόνος του, αποφασίσαμε να της αφιερώσουμε όλη τη μέρα. Αυτή τη φορά πήγαμε οργανωμένοι, από το να ψάχνουμε που θα αφήσουμε το αμάξι, από μία σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο βρήκαμε ένα εμπορικό στο κέντρο της πόλης με υπόγειο δωρεάν παρκινγκ. Το προσθέτουμε στο gps και ξεκινάμε.
Καισάρεια
Η απόσταση Goreme Καισάρεια είναι περίπου 70-80 Km και ο δρόμος αρκετά καλός. Ο καιρός συννεφιασμένος αρχικά αλλά όσο προχωράμε χαλάει με δυνατή βροχή, χαλάζι και αέρα. Ο Αργαίος (το βουνό των 4000 μέτρων) επιβλητικός με κάτασπρες τις κορυφές του από το χιόνι.
Βρίσκουμε το εμπορικό και είμαι έτοιμη να δω την Καισάρεια με άλλο μάτι αυτή τη φορά. Ο κύριος της παρέας και σύζυγος, δηλώνει ότι θα βγει για ένα τσιγάρο έξω, θα πάει να πιει ένα καφεδάκι και στο ενδιάμεσο εμείς θα έχουμε πάρει ήδη αυτά που θέλουμε (ένα-δυό πράγματα είναι άλλωστε και ξέρουμε από πού θα τα πάρουμε) για να πάμε στην κλειστή αγορά. Έκανε το λάθος όμως να εμπιστευτεί γυναίκες μόνες σε εμπορικό. Και το τσιγάρο έκανε και καφέ ήπιε και δεύτερο τσιγάρο έκανε και εμείς ακόμη ήμασταν στο πρώτο μαγαζί που μας άφησε και δεν είχαμε πάρει και αυτά για το οποία πήγαμε. Εκεί αρχίζει η μουρμούρα, λίγο το μα τι κάνετε τόσες ώρες και μπλα μπλα μπλα, λίγο να του λέμε εμείς πήγαινε πάνω που έχει mediamarkt να χαζέψεις κανένα γκατζετάκι και εμείς ερχόμαστε σε λίγο, αλλά δε πείστηκε (και ορθώς έκανε), οπότε άρον άρον πήραμε επιτέλους αυτά που θέλαμε και φύγαμε για την κλειστή αγορά. Εδώ ακολουθεί η δεύτερη μεγάλη στάση. Στάση για μαντήλια και πασμίνες. Πάρα πολύ φθηνά (4-10 λίρες το ένα) και ό,τι πρέπει για δωράκια. Κάποια στιγμή αφού είδε και αποείδε ότι δεν είχαμε σκοπό να ξεκολλήσουμε και αφού είχαμε κατεβάσει το μισό μαγαζί (μας θύμισα μια ελληνική ταινία με το Βουτσά που πουλούσε υφάσματα) άρχισε η γκρίνια, οπότε με μισή καρδιά αναγκαστήκαμε να διαλέξουμε τι θέλουμε απ ‘όλα όσα είχαμε κατεβάσει και να φεύγουμε. Πολύ αργότερα διαπιστώσαμε με τη φίλη μου ότι έπρεπε να παίρναμε κι άλλα μιας και δε μας έβγαιναν τα δωράκια που θέλαμε. Η κλειστή αγορά της Καισάρειας είναι πιο μικρή από εκείνη της Κωνσταντινούπολης και κυκλοφορούν κυρίως ντόπιοι, ίσως να ήμασταν και οι μόνοι ξένοι.


Μία αδυναμία, να φωτογραφίζω νυφικά και επίσημες τουαλέτες στην Τουρκία την έχω
Η περιοχή γύρω από την κλειστή αγορά βρίθει καταστημάτων με μπαχαρικά, παστουρμάδες, σουτζούκια, αποξηραμένα φρούτα κ.λπ. Είναι μία πραγματική πανδαισία χρωμάτων και αρωμάτων, που πολύ δύσκολα σε αφήνει ασυγκίνητο. Οπότε, να μην τιμήσουμε και κάτι από αυτά?



Η φίλη μας ήθελε οπωσδήποτε αποξηραμένα βερίκοκα και αφού πήρε λίγα και τα δοκιμάσαμε, διαπιστώσαμε ότι τελικά μας αρέσουν και στάση στο επόμενο μαγαζί. Παίρνουμε βερίκοκα, λουκούμια, διάφορα μπαχαρικά κανέλλες κ.λπ (και πάντα σε συνεννόηση ό,τι να ‘ναι, μιας και το αγγλικό δεν το είχανε καθόλου εκεί) και με ένα σωρό τσάντες φορτωμένοι φεύγουμε. Να αναφέρω εδώ ότι ο κύριος Θέμης δεν γκρίνιαξε καθόλου, παρότι φάγαμε αρκετή ώρα εκεί, γιατί απλά αυτές οι αγορές με μπαχαρικά και τα σχετικά του αρέσουν πάρα πολύ, οπότε το καταχάρηκε.

Και σα να μην έφταναν αυτά τα ολίγα που είχαμε ψωνίσει, βλέπουμε σε άλλα μαγαζιά ότι είχε μεγάλες γυάλες με ταχίνι (το οποίο τρώμε πάρα πολύ), οπότε μεταξύ αστείου και σοβαρού και καθαρά από περιέργεια και μόνο λέω ας ρωτήσω τιμή. Τι το ΄θελα? Η απάντηση με εκπλήσσει: 1 κιλό 10 λίρες, δηλ. γύρω στα 3 ευρώ και χωρίς καν να το σκεφτούμε, απλά κοιταχτήκαμε και πήραμε και από αυτό.
Η εικόνα μας και μόνο με τόσες σακούλες να κουβαλάμε, μας είχε προκαλέσει ένα νευρικό γέλιο, όπου πραγματικά δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Κρατηθήκαμε να μην πάρουμε κάτι άλλο από εκεί, γιατί απλά είχαμε συνέχεια και αλλού.


Εκεί κοντά θυμόμουν ότι είχε ένα πολυκατάστημα, που είχε σε απίστευτα χαμηλές τιμές, σε σχέση με το μαγαζί στην Ιστικλάλ της Κωνσταντινούπολης, τα γυαλικά pasabahce. Οπότε έπρεπε οπωσδήποτε να το τιμήσουμε, μιας και σε κάτι τέτοια μπιχλιμπίδια είμαι επιρρεπής (σε πολλά είμαι, αλλά λέμε τώρα). Ευτυχώς, για καλή μας τύχη έπρεπε να αφήσουμε όλη την προίκα μας, σακούλες και σακουλάκια στην είσοδο, γιατί με τόση πραμάτεια ήταν αδύνατον να χαζέψω με την ησυχία μου τα αγαπημένα μου pasabahce, άσε που λόγω της ατσουμπαλίασης που με διακρίνει μπορεί να έκανα και καμία ζημιά. Και φυσικά όταν τα έχεις μπροστά σου όλα αυτά, δεν ξέρεις τι να πρωτοπάρεις και υπό το φόβο ότι στο τέλος δε θα χωράμε ούτε εμείς στο αμάξι, αρχίζουμε τις διαπραγματεύσεις ποιο αρέσει σε σένα περισσότερο, ποιο σε εμένα, ποιο και στους δυο, ποιο θα μας είναι πιο χρήσιμο και κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων και από τους δύο καταλήγουμε τι θα πάρουμε. Η δε φίλη μας χαμένη και μπερδεμένη και εκείνη δεν ξέρει τι να πρωτοπάρει. Και επειδή είχαμε αρκετή ώρα να γκρινιάξουμε, ο κύριος Θέμης αρχίζει το άντε τελειώνετε, προφανώς να μας προλάβει γιατί στο ισόγειο είχε φούρνο και ζαχαροπλαστείο, που σου΄σπαγε τημύτη και εγώ ήδη είχα πει ότι ήθελα να τα τιμήσω και αυτά. Και αφού λίγο έλειψε να τσακωθούμε μέσα στο μαγαζί, μας δηλώνει έτσι απλά εγώ φεύγω, ελάτε μόνες σας. Εμείς από τη μία τρέχαμε να τον προλάβουμε και από την άλλη να πάρουμε κάτι μπισκοτάκια, τα οποία ωστόσο τίμησε αργότερα. Φορτωθήκαμε πάλι όλες τις σακούλες και σακουλάκια και επιτέλους για εκείνον παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για το αμάξι, ενώ έχει ήδη φτάσει απόγευμα. Αλλά για κακή του τύχη, εμείς πεινούσαμε και μας έπιασε σώνει και καλά όχι να φάμε κάτι παραδοσιακό της Καισάρειας (έστω και στο χέρι) αλλά μας είχε κάτσει από το πρωί να φάμε balik ekmek (σάντουιτς με ψάρι). Είχαμε περάσει από την ψαραγορά και ήταν τόσο προκλητικά ωραία, που δηλώσαμε με τη φίλη μας από το πρωί ότι θέλουμε να το δοκιμάσουμε. Νόμιζε ότι το είχαμε ξεχάσει, αμ δε. Παρατάμε τις σακούλες μες τη μέση του δρόμου και τρέχουμε για το balik ekmek. Να πω εδώ ότι απεχθάνεται τα ψάρια και ειδικά τη μυρωδιά των ψαριών. Οπότε το να μας περιμένει έξω από τα ψαράδικα ήταν μαρτύριο και οφείλω να το αναγνωρίσω. Πάντως μας ξεκαθάρισε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το φάμε εκεί, η επιλογή του αυτοκινήτου (για να μην καθυστερήσουμε) αποκλείστηκε αφού τα αυτοκίνητο θα βρωμοκόπαγε ψαρίλα και με τις σακούλες και τα σάντουσιτς ανά χείρας αναζητούμε παγκάκι, το οποίο βρήκαμε τελικά έξω από το εμπορικό. Η όλη εικόνα μας πάντως να τρέχουμε με τις σακούλες και τα balik ekmek στο χέρι και ο Θέμης μες τα νεύρα να προπορεύεται και εμείς να τον ακολουθούμε, πραγματικά πρέπει να προκαλούσε πολύ γέλιο. Είχε σχεδόν αρχίσει να βραδιάζει και ενώ γενικά τρώω γρήγορα, εκείνη την ημέρα πρέπει να έκανα ρεκόρ ταχύτητας. Σχεδόν αμάσητο το κατέβασα. Και αυτό δεν ήταν ένα απλό σάντουιτς, ολόκληρη φρατζόλα ήταν γεμισμένη με διάφορα καλούδια μέσα. Και επιτέλους ήγκεκεν η ώρα να φύγουμε, αφού μετρήσαμε τις σακουλίτσες μας και δεν είχαμε καμία απώλεια στο δρόμο, προς μεγάλη ανακούφιση του Θέμη επιτέλους φεύγουμε.
Άλλος μετράει τις σακούλες (γιατί έχουμε και μέσα στην τσάντα σακουλάκια), άλλος κανονίζει τις διαδρομές στα gps και εγώ κλασικά φωτογραφίζω
Πραγματικά γελάσαμε πάρα πολύ και φυσικά, άλλαξα γνώμη για την πόλη.
Η μέρα τελείωσε με φαγητό στο Goreme. Από την πολλή κούραση της ημέρας και σε συνδυασμό με τη βροχή, δεν είχαμε και πολλά κουράγια για ψάξιμο, οπότε πήγαμε στο πρώτο που βρήκαμε μπροστά μας, το Pide Salonu. Τελικά αποδείχθηκε μια χαρά και αρκετά οικονομικό. Εμείς οι κυρίες, δηλώσαμε αρχής εξ αρχής ότι δεν πεινάμε, αφού είχαμε καταβροχθίσει ολόκληρη φρατζόλα πριν μια ώρα, οπότε θα τσιμπούσαμε λίγο, δηλ. θα τη βγάζαμε με μια σουπίτσα. Αλλά, όποιος έβγαλε το σοφό «τρώγοντας σου ‘ρχεται η όρεξη» είχε απόλυτο δίκιο, και ως φαγανά που είμαστε σιγά μη μέναμε μόνο στη σούπα. Για να είμαι ειλικρινής είναι αδύνατον να αντισταθείς σε κείνες τις απίστευτες πίτες-πεϊνιρλί που κάνουν, οπότε λίγο από εδώ λίγο από εκεί, σκάσαμε πάλι στο φαγητό.

Και μετά κόβαμε βόλτες στο Goreme (ευτυχώς είχε ελαττωθεί αρκετά η βροχή) μπας και χωνέψουμε.


Το μπαλκονάκι μας στο ξενοδοχείο

Βραδινό Goreme από το μπαλκονάκι μας
Attachments
-
27,3 KB Προβολές: 0
Last edited: