Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.407
- Likes
- 19.805
- Επόμενο Ταξίδι
- Μαδρίτη πάλι :)
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
8η ημέρα (Kotor/ ταξίδι για Αργυρόκαστρο)
Πολύ ωραίο ύπνο έκανα σήμερα. Ξύπνησα νωρίς από αδημονία να δω το φιόρδ με το φως της ημέρας. Από το παράθυρό μου έβλεπα τα βουνά να πέφτουν απότομα μέσα στο νερό δημιουργώντας έτσι σκηνικό παρόμοιο με εκείνο των Αλπικών λιμνών της Β. Ιταλίας τύπου Como ή Lugano, μόνο που εδώ δεν είναι λίμνη, αλλά θάλασσα. Απίστευτο το πόσο βαθιά μέσα στη στεριά προχωράει η θάλασσα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φιόρδ της Ευρώπης (με εξαίρεση φυσικά αυτά της Νορβηγίας).
Το σπίτι που μείναμε
Από το παράθυρό μου επίσης είδα στην μικρή παραλία αραγμένα και κάποια καγιάκ. Ναι! Καγιάκ. Τα είχε πάρει το μάτι μου και χθες το βράδυ. Όταν λοιπόν βγήκα στην αυλή για καφέ ρώτησα τον Philip αν μπορούμε να πάρουμε ένα καγιάκ για βόλτα και μου είπε ναι!
Ξυπνάω λοιπόν το μικρό και περιχαρής του ανακοινώνω ότι επιτέλους θα κάνει καγιάκ. Βάλαμε μαγιό και κατεβήκαμε στη μικρή προβλήτα μπροστά από το δωμάτιό μας. Εγώ θα έκανα μπάνιο και ο μικρός καγιάκ. Μας ακολούθησε προφανώς και η μικρή. Έκανε καγιάκ ο μικρός, πήγε βόλτα και τη μικρή, έκανα και εγώ, έκανα και μπάνιο και με ύφος ικανοποίησης ρωτάω το μικρό αν ευχαριστήθηκε. Και εκείνος τι μου απαντάει;
-Καλά ήταν αλλά εγώ ήθελα να κάνω καγιάκ έξω από τα τείχη του Dubrovnik!
Δεν έχω λόγια!
Με τα μπάνια, τα πρωινά, τα καγιάκ και τα φορτώματα η ώρα πια είχε πάει 12:00. Μαζευτήκαμε, πληρώσαμε και αποχαιρετήσαμε τον φιλόξενο Philip και φύγαμε με κατεύθυνση την πόλη του Kotor. Κάναμε λοιπόν το γύρο του φιόρδ, περνώντας απ’ έξω από πανέμορφα χωριά όπως το Risan και το Perast και πολύ κοντά από τα νησάκια του κόλπου (δεν είχαμε χρόνο γι’ αυτά) και φτάσαμε και παρκάραμε έξω από τα τείχη του Kotor.
Για να είμαι εντάξει με το χρονικό προϋπολογισμό μου θα έπρεπε από το kotor να φύγουμε το αργότερο 1:30. Είχαμε να κάνουμε ένα μακρύ ταξίδι μέσα στην Αλβανία, προκειμένου να φτάσουμε κατά τις 8:00 στο Αργυρόκαστρο όπου είχα κλείσει ξενοδοχείο για σήμερα το βράδυ. Οπότε είχαμε το πολύ μια ώρα να κάνουμε βόλτα στην πόλη. Εντάξει είναι και μικρή πόλη. Μια ώρα για ξεμούδιασμα και ένα snack είναι ότι πρέπει. Έτσι τουλάχιστον πίστευα.
Προφανώς έπεσα πολύ έξω. Η πόλη είναι μια κούκλα. Από τις πιο γοητευτικές μεσαιωνικές πόλεις που έχω δει. Δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Μας παρέσυρε! Κάναμε βόλτες, φάγαμε πίτσα, φάγαμε παγωτό, καθίσαμε για καφέ, ψωνίσαμε και σουβενίρ και ξαναψωνίσαμε σουβενίρ, χαζέψαμε βιτρίνες.
Η είσοδος της πόλης
Ένας από τους λόγους επίσης που την έκανε πολύ ευχάριστη και στα παιδιά ήταν το ότι η πόλη είχε πολλές γάτες. Άγνωστο για ποιο λόγο, κυκλοφορούσαν πολλές γάτες. Είναι κάτι σαν μασκότ της πόλης. Οι κάτοικοι τις φροντίζουν ιδιαίτερα. Σε γωνιές είδα κεσεδάκια με φαγητό. Μέχρι και ζωντανή γάτα σε βιτρίνα είδα. Όσο για τα σουβενίρ δεν το συζητώ. Δεν υπήρχε πορτοφολάκι, μπρελόκ, κουδούνι, μαγνητάκι, τσάντα, μπλούζα, καπέλο που να μην έχει τη μορφή μιας γάτας επάνω και τη λέξη Kotor. Ήταν αστείο όλο αυτό και σίγουρα πρωτόγνωρο.
-Πω! Πω! Πω; Πέρασε η ώρα. Δεν πειράζει!
-Το άξιζε αυτή η πόλη. Πρέπει όμως τώρα να φύγουμε.
Βγαίνοντας από τα τείχη της πόλης, ξαφνιάστηκα βλέποντας μπροστά μου μια “πολυκατοικία”. Προς στιγμή έτσι μου φάνηκε. Μόνο που δεν ήταν πολυκατοικία, αλλά τα μπαλκόνια ενός τεράστιου κρουαζιερόπλοιου που μόλις είχε αράξει. Πόσο περίεργο φάνταζε έχοντας πίσω του ως φόντο το βουνό της απέναντι όχθης, η οποία ήταν όμως πολύ κοντά! Σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί μέσα. Ναι! Ήταν θάλασσα! Όχι λίμνη. Συνέχεια το ξεχνούσα.
Προετοιμαστήκαμε ψυχολογικά για τις πολλές ώρες οδήγησης, πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε στις 3:30 το μεσημέρι από το Kotor με κατεύθυνση προς Αργυρόκαστρο.
Στο δρόμο μας πριν τα σύνορα κάναμε και μια παράκαμψη κατά λάθος και αντί να πάρουμε τον πιο σύντομο δρόμο για τα σύνορα πήγαμε μέσω Ulcinj με αποτέλεσμα να κάνουμε περίπου 25km παραπάνω.
Λίγο πριν τα σύνορα βάλαμε και βενζίνη και μπήκαμε στην Αλβανία.
Στα σύνορα αυτά από το απέναντι ρεύμα είδαμε μια ατέλειωτη ουρά αυτοκινήτων, που τόσο φοβόμουν μη συναντήσουμε κατά διάρκεια του ταξιδιού μας. Ευτυχώς τη γλυτώσαμε. Εγώ το αποδίδω μάλλον στις “σωστές” ημερομηνίες του ταξιδιού μας. Εμείς από τη μεριά μας πάλι “αέρα” τα περάσαμε τα σύνορα.
Η διαδρομή μου φάνηκε ατέλειωτη. Οδηγούσα και σκεφτόμουν: Δεν μπορεί, λάθος κάνει το gps. Δεν μπορεί να θέλουμε ακόμα 2 ώρες για το Δυρράχιο. Δεν μπορεί να θέλουμε ακόμη μιάμισι ώρα για το Δυρράχιο. Δεν ήταν το Δυρράχιο το τέρμα μας για σήμερα, αλλά εκεί θα κάναμε μια στάση για φαγητό και ξεμούδιασμα. Άντε μία ώρα ακόμα. Και μου φαινόταν τόσο μακριά. Είχε νυχτώσει, είχε αρχίσει και βροχή. Είχα κουραστεί και είχα πιαστεί κιόλας. Άντε μισή ώρα ακόμα. Το μόνο καλό ήταν ότι επειδή ήταν βράδυ δεν είχε κίνηση στους δρόμους και δεν συναντήσαμε και κανένα μπλόκο, οπότε όπου είχε ανοιχτό δρόμο το πατούσα όσο γινόταν, ενώ τη μέρα δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό.
Φτάσαμε επιτέλους στο Δυρράχιο. Έβρεχε και πεινούσαμε. Κάπου να κάνουμε στάση. Βρήκαμε ένα κοτοπουλάδικο. Θέλαμε και τουαλέτα, αλλά δεν είχαμε χρόνο για να καθίσουμε.
-«Πηγαίνετε οι τρεις άνδρες τουαλέτα και παραγγείλετε και κάτι. Εμείς οι γυναίκες θα περιμένουμε στο αυτοκίνητο. Να μη βραχούμε και όλοι».
Έτσι και έγινε. Αργούσαν όμως και ήθελα και εγώ να πάω να δω τι γίνεται. Μόλις επέστρεψε ο μικρός του λέω:
-«Κάτσε εσύ στο αυτοκίνητο και εγώ πάω να δω γιατί αργούν».
Μπαίνω μέσα σε ένα γεμάτο μαγαζί με κόσμο, αρκετά περιποιημένο μπορώ να πω, όπου όλοι έτρεχαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο και βλέπω τον άνδρα μου να προσπαθεί να συνεννοηθεί στα Αγγλικά με το αφεντικό (φαινόταν για αφεντικό) για το κόστος της παραγγελίας, υπολογίζοντας παράλληλα και την ισοτιμία σε € που θα πληρώναμε. Ακούγοντας λοιπόν και εγώ την ανακεφαλαίωση της παραγγελίας, πετάχτηκα και είπα:
-«Εγώ δεν θέλω Pepsi».
Έκπληκτος ο μαγαζάτορας γυρίζει με κοιτάει και μου λέει:
-«Μιλάς Ελληνικά»;
-«Όλοι μας μιλάμε ελληνικά», του απαντάω χαμογελώντας.
-«Πες το βρε κοπέλα μου και τόση ώρα με έχει πρήξει ο δικός σου με τα Αγγλικά»!
Βάλαμε όλοι τα γέλια. Και μετά πιάσαμε κουβέντα (στα ελληνικά) για κανένα τέταρτο στο όρθιο. Μας είπε εν τάχει την ιστορία του. Είχε δουλέψει στην Ελλάδα για καμιά δεκαριά χρόνια, είχε πάει και σε άλλες χώρες για δουλειά και τώρα γύρισε στην πατρίδα του, όπου άνοιξε επιχείρηση και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Από τότε όταν έβλεπε Έλληνα του άνοιγε η καρδιά γιατί έχει καλές αναμνήσεις από την Ελλάδα. Ήταν πολύ εγκάρδιος και μας μίλαγε με μεγάλη οικειότητα. Σαν να μας ήξερε και από χθες. Μας έβαλε και δυο νεράκια παραπάνω στην παραγγελία μας και αφού ευχαριστήσαμε αλλήλους φύγαμε.
Μετά το ευχάριστο αυτό διάλειμμα ξαναγυρίσαμε στον ατέλειωτο δρόμο. Ακολούθησα το gps για να βγω από την πόλη, αλλά είχα πάρει κατά λάθος τον παράδρομο της “Εθνικής” που δεν έβλεπα να με βγάζει στην “Εθνική” που ήταν ακριβώς δίπλα μου. Οι άλλοι όλοι ασχολούνταν με το κοτόπουλο και τις πατάτες και δεν μου δίνανε σημασία. Αφού “έφαγα” ούτε ξέρω πόσα χιλιόμετρα, τελικά πήρε το τιμόνι ο άνδρας. Αφού διαπιστώσαμε το λάθος δεν ήταν πια δύσκολο να γυρίσουμε πίσω και να πάρουμε το σωστό δρόμο! (σπόντα, σε περίπτωση που το διαβάσει και εκείνος).
Κάθισα στο πίσω κάθισμα για να ξεπιαστώ λίγο. Είχα αγκαλιά το gps και πήγαινα από οθόνη σε οθόνη. Πόσα χιλιόμετρα έχουμε ακόμα… Που είμαστε τώρα... Πόση ώρα έχουμε ακόμα... Πόσα χιλιόμετρα κάναμε... Τι υψόμετρο είμαστε…. Με πόσα χιλιόμετρα πάμε….
Καλά όταν ανεβαίναμε, είχαμε καλύψει μεγαλύτερη απόσταση σε μια μέρα την: Γιάννενα – Dubrovnik (που ήταν 550km και 10ωρο οδήγηση) και δεν μου είχε φανεί τόσο μεγάλη. Τώρα κάνουμε μικρότερη, την Kotor – Αργυρόκαστρο (που είναι 400km) και μου φαίνεται πολύ μεγάαααααλη.
Αυτή είναι η διαδρομή που κάναμε σήμερα
ενώ αυτή ήταν η διαδρομή που κάναμε όταν ΅ανεβαίναμε΅
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι και τον ξενοδόχο στο Αργυρόκαστρο θα “στήναμε”, γιατί τον είχα ειδοποιήσει ότι θα φτάναμε κατά τις 8:00 το βράδυ. Αυτό θα γινόταν αν φεύγαμε κατά τη 1:00 από το Kotor, όχι στις 3:30 που φύγαμε τελικά. Πω! Πω! Γαϊδουριά! Εμείς θα φτάσουμε στις 11:00 το βράδυ. Θα τον πάρω τηλέφωνο να τον ενημερώσω.
Μόλις τον κάλεσα αναρωτιόμουν αν θα του μιλούσα στα Αγγλικά. Σηκώνει το ακουστικό και ακούω:
-Παρακαλώ (στα ελληνικά).
-Γεια σας. Έχουμε κλείσει δύο δωμάτια για σήμερα το βράδυ. Ελπίζω να μας περιμένετε γιατί θα φτάσουμε αργά. Τώρα είμαστε Fier και εκεί θα ‘μαστε σε κανένα δύωρο.
-Μην ανησυχείς. Θα σας περιμένω.
Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, σχολιάσαμε με τον άνδρα μου πως γίνεται να πέφτουμε πάνω σε Αλβανούς που να ξέρουν ελληνικά.
Ησύχασα λίγο μετά από αυτό και ομολογώ ότι με πήρε και λίγο ο ύπνος.
Ξύπνησα καθώς μπαίναμε στο Αργυρόκαστρο. Άντε τώρα να βρεις το ξενοδοχείο. Το σίγουρο είναι ότι είναι στην παλιά πόλη. Πάμε προς τα εκεί και κάπου θα βρούμε μια ταμπέλα για το Konaku Quest house. Είχα υπολογίσει να φτάσουμε μέρα, είναι 11:00 η ώρα το βράδυ, είμαι και πτώμα από την κούραση, δεν λειτουργώ και πολύ.
Φτάνουμε στο κέντρο της παλιάς πόλης. Σταματάμε έξω από ένα καφενείο. Αφού δεν βρίσκουμε ταμπέλες, θα ρωτήσουμε εδώ. Μπαίνει ο άνδρας μου μέσα στο καφενείο και σκεπτόμενος ότι κάποιος μπορεί να μιλάει και εδώ ελληνικά ρωτάει:
-Καλησπέρα! Ξέρετε πως μπορώ να πάω στο Konaku Quest House;
Χωρίς υπερβολή σηκώθηκαν τέσσερα άτομα πρόθυμα να βοηθήσουν, απαντώντας του στα ελληνικά!
-Ναι! Έλα να σου δείξω.
Ένας από αυτούς κατευθύνθηκε προς την γυάλινη εξώπορτα του καφενείου δείχνοντάς του πως θα πάμε. Παρακολουθώντας εγώ τη σκηνή από τη θέση του συνοδηγού, ξαφνιάστηκα βλέποντας μπροστά μου έναν άλλον τύπο που μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό του και μου μίλησε.
-Ψάχνετε το Konaku;
-Ναι του λέω. Που το ξέρεις;
-Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης. Μαζί μιλήσαμε προηγούμενα.
-Και πως μας βρήκες εδώ;
-Ήξερα ότι θα ‘ρθετε κατά τις 11:00. Πήρα το αυτοκίνητο μου, κατέβηκα στο κέντρο ψάχνοντας αυτοκίνητο με ελληνικές πινακίδες και σας βρήκα.
Έμεινα άναυδη!!!
Φωνάζω στον άνδρα μου που προσπαθούσε να καταλάβει τις οδηγίες μέσα από τα στενά και του λέω:
-Έλα το βρήκα.
Ή μάλλον για μιαν ακόμη φορά μας βρήκαν!
Μπήκε και εκείνος στο αυτοκίνητο και ακολουθήσαμε τον ξενοδόχο. Μέσα από στενά, ανηφορικά, πετρόχτιστα δρομάκια που έμοιαζαν σαν μικρός λαβύρινθος, φτάσαμε σε λίγα λεπτά στο κατάλυμα. Δεν νομίζω ότι θα το βρίσκαμε ποτέ.
Το σπίτι που θα μας φιλοξενούσε ήταν για μας μία έκπληξη. Ήταν απλά υπέροχο!
Ήταν χτισμένο στο ψηλότερο σημείο του Αργυρόκαστρου, δίπλα στο κάστρο του, με ορατότητα την παλιά πόλη. Πρόκειται για ένα πυργόσπιτο, ένα από τα αρκετά παραδοσιακά που έχει η πόλη. Αυτό όμως ήταν και παραδοσιακό και παλιό (ανακαινισμένο). Τα δωμάτια ήταν υπέροχα. Φαρδείς τοίχοι, μαντεμένιες σιδεριές στα παράθυρα, θολωτά ταβάνια, κυρτές σκάλες, πέτρινο πάτωμα, πολύ μοντέρνα μπάνια, λουλουδιασμένη αυλή με απίστευτες λεπτομέρειες με βρυσάκια και κρυφούς φωτισμούς. Ύστερα από το μακρύ ταξίδι, αυτό μας φάνηκε μια όαση.
Ο Σκεντέρ (ο ιδιοκτήτης) επέμενε να μας κεράσει χειροποίητο χυμό από φραγκοστάφυλο που είχε φτιάξει η γυναίκα του. Εμείς δεχτήκαμε. Του εκφράσαμε το θαυμασμό μας για το σπίτι του και εκείνος αφού μας είπε τα του σπιτιού επεκτάθηκε και σε άλλα του Αργυρόκαστρου και πιάσαμε μια συζήτηση για την Αλβανία, για την Ελλάδα για τις σχέσεις των δύο χωρών, για τους πολιτικούς των δύο κρατών, τους πρώην, τους επόμενους, και πολλά άλλα.
Το Αργυρόκαστρο είναι η γενέτειρα του δικτάτορα Εμβέρ Χότζα. Ήταν και κέντρο αντίστασης στην Οθωμανική κατοχή. Η πόλη συμβίωσε με τον κομουνισμό καλύτερα από άλλες Αλβανικές πόλεις τουλάχιστον από αισθητική άποψη, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί πόλη-μουσείο.
Στο παρελθόν επικρατούσε το εθιμικό δίκαιο Κανούν, που υποστήριζε έντονα τις βεντέτες, το νόμο του αίματος, εξ ου και τα πολλά “κουλέ” δηλαδή τα πυργόσπιτα, που έχτιζαν οι γαιοκτήμονες για να προστατεύσουν τις οικογένειές τους. Πολλά από αυτά έχουν ανακαινιστεί και είναι επισκέψιμα όπως η οικία Ζεκάτε ή το σπίτι του Χότζα.
Εμείς όμως δεν χρειαζόταν να πάμε να τα δούμε, γιατί θα μέναμε εκείνο το βράδυ σε ένα από αυτά!
Το πυργόσπιτο που θα μέναμε είχε βομβαρδιστεί στον πόλεμο. Ο παππούς του ιδιοκτήτη λόγω της εξευτελιστικής του τιμής το είχε αγοράσει και το ανακατασκεύασε στοιχειωδώς για να μείνει με την οικογένειά του. Το σπίτι κατέληξε μετά από χρόνια στον Σκεντέρ, που με τα δικά του χέρια το ανακαίνισε πέτρα-πέτρα με καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Μιλήσαμε και για την εποχή του Χότζα, για την εποχή που άνοιξαν τα σύνορα, για το ότι όλοι οι παλιοί μιλούν Ελληνικά και για το πόσο εύκολα οι νέοι μαθαίνουν γλώσσες. Μιλήσαμε ακόμα και για τον Ισμαήλ Κανταρέ, τον διάσημο σύγχρονο (και βραβευμένο) Αργυροκαστρίτη Λογοτέχνη, που ήταν και υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας. Καθώς ερχόμασταν είχα δει και το όνομά του σε μια οδό (Rruga Ismail Kadare). Ζει μόνιμα στο Παρίσι και όταν πρόσφατα επέστρεψε στο Αργυρόκαστρο για να μείνει στο παλιό του σπίτι -που είχε ζητήσει να ανακαινιστεί- έφυγε ξανά πίσω γιατί δεν ανακαινίστηκε “παραδοσιακά” αλλά “μοντέρνα”, κάτι που δεν του άρεσε.
Αυτά λέγαμε και άλλα πολλά. Είχαμε παρασυρθεί από την κουβέντα και είχαμε ξεχάσει και κούραση και τις ατέλειωτες ώρες οδήγησης, όλα. Κάτι η συζήτηση, κάτι το πυργόσπιτο, κάτι το φωταγωγημένο κάστρο, κάτι η ομίχλη στην ατμόσφαιρα με έκανε να νιώθω ότι ήμουνα μέσα σε σκηνικό του Αγγελόπουλου.
Αυτή η Πολιτιστικο – εθνολογικο - πολιτική κουβέντα κράτησε μέχρι τις 2:30 το πρωί.
Τα δε παιδιά όλη αυτήν την ώρα τι κάνανε; Ο μικρός έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη συζήτηση που είχαμε. Την παρακολούθησε όλη, χωρίς όμως να συμμετέχει. Μάζεψε ότι απορίες είχε και τις συζητήσαμε την επόμενη. Ο μεγάλος δεν άκουσε τίποτα. Από την αρχή που φτάσαμε είχε χωθεί στο δωμάτιο και την είχε πέσει για ύπνο. Ήταν κουρασμένος και επίσης είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του. Από τότε που τέλειωσαν τα “Game of Thrones” sites βιαζόταν να γυρίσουμε σπίτι μας. Η μικρή ζουζούνισε για λίγο γύρω μας, αλλά αργότερα μας άφησε και αυτή για χάρη του ύπνου.
Όταν αργά πια μείναμε μόνοι μας πέταξα την ιδέα να μείνουμε εδώ άλλο ένα βράδυ, να χαλαρώσουμε στην πόλη και να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Στον άνδρα μου άρεσε η ιδέα αφού είχαμε και “περιθώριο” να γυρίσουμε μια μέρα πιο αργά στη βάση μας.
Κοιμηθήκαμε πολύ αργά. Τρεις παρά είχε πάει, όταν μας νανούρισαν τα φώτα του κάστρου που έμπαιναν από τα παράθυρά μας.
Πολύ ωραίο ύπνο έκανα σήμερα. Ξύπνησα νωρίς από αδημονία να δω το φιόρδ με το φως της ημέρας. Από το παράθυρό μου έβλεπα τα βουνά να πέφτουν απότομα μέσα στο νερό δημιουργώντας έτσι σκηνικό παρόμοιο με εκείνο των Αλπικών λιμνών της Β. Ιταλίας τύπου Como ή Lugano, μόνο που εδώ δεν είναι λίμνη, αλλά θάλασσα. Απίστευτο το πόσο βαθιά μέσα στη στεριά προχωράει η θάλασσα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φιόρδ της Ευρώπης (με εξαίρεση φυσικά αυτά της Νορβηγίας).
Το σπίτι που μείναμε

Από το παράθυρό μου επίσης είδα στην μικρή παραλία αραγμένα και κάποια καγιάκ. Ναι! Καγιάκ. Τα είχε πάρει το μάτι μου και χθες το βράδυ. Όταν λοιπόν βγήκα στην αυλή για καφέ ρώτησα τον Philip αν μπορούμε να πάρουμε ένα καγιάκ για βόλτα και μου είπε ναι!
Ξυπνάω λοιπόν το μικρό και περιχαρής του ανακοινώνω ότι επιτέλους θα κάνει καγιάκ. Βάλαμε μαγιό και κατεβήκαμε στη μικρή προβλήτα μπροστά από το δωμάτιό μας. Εγώ θα έκανα μπάνιο και ο μικρός καγιάκ. Μας ακολούθησε προφανώς και η μικρή. Έκανε καγιάκ ο μικρός, πήγε βόλτα και τη μικρή, έκανα και εγώ, έκανα και μπάνιο και με ύφος ικανοποίησης ρωτάω το μικρό αν ευχαριστήθηκε. Και εκείνος τι μου απαντάει;
-Καλά ήταν αλλά εγώ ήθελα να κάνω καγιάκ έξω από τα τείχη του Dubrovnik!
Δεν έχω λόγια!
Με τα μπάνια, τα πρωινά, τα καγιάκ και τα φορτώματα η ώρα πια είχε πάει 12:00. Μαζευτήκαμε, πληρώσαμε και αποχαιρετήσαμε τον φιλόξενο Philip και φύγαμε με κατεύθυνση την πόλη του Kotor. Κάναμε λοιπόν το γύρο του φιόρδ, περνώντας απ’ έξω από πανέμορφα χωριά όπως το Risan και το Perast και πολύ κοντά από τα νησάκια του κόλπου (δεν είχαμε χρόνο γι’ αυτά) και φτάσαμε και παρκάραμε έξω από τα τείχη του Kotor.
Για να είμαι εντάξει με το χρονικό προϋπολογισμό μου θα έπρεπε από το kotor να φύγουμε το αργότερο 1:30. Είχαμε να κάνουμε ένα μακρύ ταξίδι μέσα στην Αλβανία, προκειμένου να φτάσουμε κατά τις 8:00 στο Αργυρόκαστρο όπου είχα κλείσει ξενοδοχείο για σήμερα το βράδυ. Οπότε είχαμε το πολύ μια ώρα να κάνουμε βόλτα στην πόλη. Εντάξει είναι και μικρή πόλη. Μια ώρα για ξεμούδιασμα και ένα snack είναι ότι πρέπει. Έτσι τουλάχιστον πίστευα.
Προφανώς έπεσα πολύ έξω. Η πόλη είναι μια κούκλα. Από τις πιο γοητευτικές μεσαιωνικές πόλεις που έχω δει. Δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Μας παρέσυρε! Κάναμε βόλτες, φάγαμε πίτσα, φάγαμε παγωτό, καθίσαμε για καφέ, ψωνίσαμε και σουβενίρ και ξαναψωνίσαμε σουβενίρ, χαζέψαμε βιτρίνες.
Η είσοδος της πόλης
Ένας από τους λόγους επίσης που την έκανε πολύ ευχάριστη και στα παιδιά ήταν το ότι η πόλη είχε πολλές γάτες. Άγνωστο για ποιο λόγο, κυκλοφορούσαν πολλές γάτες. Είναι κάτι σαν μασκότ της πόλης. Οι κάτοικοι τις φροντίζουν ιδιαίτερα. Σε γωνιές είδα κεσεδάκια με φαγητό. Μέχρι και ζωντανή γάτα σε βιτρίνα είδα. Όσο για τα σουβενίρ δεν το συζητώ. Δεν υπήρχε πορτοφολάκι, μπρελόκ, κουδούνι, μαγνητάκι, τσάντα, μπλούζα, καπέλο που να μην έχει τη μορφή μιας γάτας επάνω και τη λέξη Kotor. Ήταν αστείο όλο αυτό και σίγουρα πρωτόγνωρο.
-Πω! Πω! Πω; Πέρασε η ώρα. Δεν πειράζει!
-Το άξιζε αυτή η πόλη. Πρέπει όμως τώρα να φύγουμε.
Βγαίνοντας από τα τείχη της πόλης, ξαφνιάστηκα βλέποντας μπροστά μου μια “πολυκατοικία”. Προς στιγμή έτσι μου φάνηκε. Μόνο που δεν ήταν πολυκατοικία, αλλά τα μπαλκόνια ενός τεράστιου κρουαζιερόπλοιου που μόλις είχε αράξει. Πόσο περίεργο φάνταζε έχοντας πίσω του ως φόντο το βουνό της απέναντι όχθης, η οποία ήταν όμως πολύ κοντά! Σαν να φύτρωσε ξαφνικά εκεί μέσα. Ναι! Ήταν θάλασσα! Όχι λίμνη. Συνέχεια το ξεχνούσα.
Προετοιμαστήκαμε ψυχολογικά για τις πολλές ώρες οδήγησης, πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε στις 3:30 το μεσημέρι από το Kotor με κατεύθυνση προς Αργυρόκαστρο.
Στο δρόμο μας πριν τα σύνορα κάναμε και μια παράκαμψη κατά λάθος και αντί να πάρουμε τον πιο σύντομο δρόμο για τα σύνορα πήγαμε μέσω Ulcinj με αποτέλεσμα να κάνουμε περίπου 25km παραπάνω.
Λίγο πριν τα σύνορα βάλαμε και βενζίνη και μπήκαμε στην Αλβανία.
Στα σύνορα αυτά από το απέναντι ρεύμα είδαμε μια ατέλειωτη ουρά αυτοκινήτων, που τόσο φοβόμουν μη συναντήσουμε κατά διάρκεια του ταξιδιού μας. Ευτυχώς τη γλυτώσαμε. Εγώ το αποδίδω μάλλον στις “σωστές” ημερομηνίες του ταξιδιού μας. Εμείς από τη μεριά μας πάλι “αέρα” τα περάσαμε τα σύνορα.
Η διαδρομή μου φάνηκε ατέλειωτη. Οδηγούσα και σκεφτόμουν: Δεν μπορεί, λάθος κάνει το gps. Δεν μπορεί να θέλουμε ακόμα 2 ώρες για το Δυρράχιο. Δεν μπορεί να θέλουμε ακόμη μιάμισι ώρα για το Δυρράχιο. Δεν ήταν το Δυρράχιο το τέρμα μας για σήμερα, αλλά εκεί θα κάναμε μια στάση για φαγητό και ξεμούδιασμα. Άντε μία ώρα ακόμα. Και μου φαινόταν τόσο μακριά. Είχε νυχτώσει, είχε αρχίσει και βροχή. Είχα κουραστεί και είχα πιαστεί κιόλας. Άντε μισή ώρα ακόμα. Το μόνο καλό ήταν ότι επειδή ήταν βράδυ δεν είχε κίνηση στους δρόμους και δεν συναντήσαμε και κανένα μπλόκο, οπότε όπου είχε ανοιχτό δρόμο το πατούσα όσο γινόταν, ενώ τη μέρα δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό.
Φτάσαμε επιτέλους στο Δυρράχιο. Έβρεχε και πεινούσαμε. Κάπου να κάνουμε στάση. Βρήκαμε ένα κοτοπουλάδικο. Θέλαμε και τουαλέτα, αλλά δεν είχαμε χρόνο για να καθίσουμε.
-«Πηγαίνετε οι τρεις άνδρες τουαλέτα και παραγγείλετε και κάτι. Εμείς οι γυναίκες θα περιμένουμε στο αυτοκίνητο. Να μη βραχούμε και όλοι».
Έτσι και έγινε. Αργούσαν όμως και ήθελα και εγώ να πάω να δω τι γίνεται. Μόλις επέστρεψε ο μικρός του λέω:
-«Κάτσε εσύ στο αυτοκίνητο και εγώ πάω να δω γιατί αργούν».
Μπαίνω μέσα σε ένα γεμάτο μαγαζί με κόσμο, αρκετά περιποιημένο μπορώ να πω, όπου όλοι έτρεχαν να εξυπηρετήσουν τον κόσμο και βλέπω τον άνδρα μου να προσπαθεί να συνεννοηθεί στα Αγγλικά με το αφεντικό (φαινόταν για αφεντικό) για το κόστος της παραγγελίας, υπολογίζοντας παράλληλα και την ισοτιμία σε € που θα πληρώναμε. Ακούγοντας λοιπόν και εγώ την ανακεφαλαίωση της παραγγελίας, πετάχτηκα και είπα:
-«Εγώ δεν θέλω Pepsi».
Έκπληκτος ο μαγαζάτορας γυρίζει με κοιτάει και μου λέει:
-«Μιλάς Ελληνικά»;
-«Όλοι μας μιλάμε ελληνικά», του απαντάω χαμογελώντας.
-«Πες το βρε κοπέλα μου και τόση ώρα με έχει πρήξει ο δικός σου με τα Αγγλικά»!
Βάλαμε όλοι τα γέλια. Και μετά πιάσαμε κουβέντα (στα ελληνικά) για κανένα τέταρτο στο όρθιο. Μας είπε εν τάχει την ιστορία του. Είχε δουλέψει στην Ελλάδα για καμιά δεκαριά χρόνια, είχε πάει και σε άλλες χώρες για δουλειά και τώρα γύρισε στην πατρίδα του, όπου άνοιξε επιχείρηση και ήταν πολύ ευχαριστημένος. Από τότε όταν έβλεπε Έλληνα του άνοιγε η καρδιά γιατί έχει καλές αναμνήσεις από την Ελλάδα. Ήταν πολύ εγκάρδιος και μας μίλαγε με μεγάλη οικειότητα. Σαν να μας ήξερε και από χθες. Μας έβαλε και δυο νεράκια παραπάνω στην παραγγελία μας και αφού ευχαριστήσαμε αλλήλους φύγαμε.
Μετά το ευχάριστο αυτό διάλειμμα ξαναγυρίσαμε στον ατέλειωτο δρόμο. Ακολούθησα το gps για να βγω από την πόλη, αλλά είχα πάρει κατά λάθος τον παράδρομο της “Εθνικής” που δεν έβλεπα να με βγάζει στην “Εθνική” που ήταν ακριβώς δίπλα μου. Οι άλλοι όλοι ασχολούνταν με το κοτόπουλο και τις πατάτες και δεν μου δίνανε σημασία. Αφού “έφαγα” ούτε ξέρω πόσα χιλιόμετρα, τελικά πήρε το τιμόνι ο άνδρας. Αφού διαπιστώσαμε το λάθος δεν ήταν πια δύσκολο να γυρίσουμε πίσω και να πάρουμε το σωστό δρόμο! (σπόντα, σε περίπτωση που το διαβάσει και εκείνος).
Κάθισα στο πίσω κάθισμα για να ξεπιαστώ λίγο. Είχα αγκαλιά το gps και πήγαινα από οθόνη σε οθόνη. Πόσα χιλιόμετρα έχουμε ακόμα… Που είμαστε τώρα... Πόση ώρα έχουμε ακόμα... Πόσα χιλιόμετρα κάναμε... Τι υψόμετρο είμαστε…. Με πόσα χιλιόμετρα πάμε….
Καλά όταν ανεβαίναμε, είχαμε καλύψει μεγαλύτερη απόσταση σε μια μέρα την: Γιάννενα – Dubrovnik (που ήταν 550km και 10ωρο οδήγηση) και δεν μου είχε φανεί τόσο μεγάλη. Τώρα κάνουμε μικρότερη, την Kotor – Αργυρόκαστρο (που είναι 400km) και μου φαίνεται πολύ μεγάαααααλη.
Αυτή είναι η διαδρομή που κάναμε σήμερα

ενώ αυτή ήταν η διαδρομή που κάναμε όταν ΅ανεβαίναμε΅

Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι και τον ξενοδόχο στο Αργυρόκαστρο θα “στήναμε”, γιατί τον είχα ειδοποιήσει ότι θα φτάναμε κατά τις 8:00 το βράδυ. Αυτό θα γινόταν αν φεύγαμε κατά τη 1:00 από το Kotor, όχι στις 3:30 που φύγαμε τελικά. Πω! Πω! Γαϊδουριά! Εμείς θα φτάσουμε στις 11:00 το βράδυ. Θα τον πάρω τηλέφωνο να τον ενημερώσω.
Μόλις τον κάλεσα αναρωτιόμουν αν θα του μιλούσα στα Αγγλικά. Σηκώνει το ακουστικό και ακούω:
-Παρακαλώ (στα ελληνικά).
-Γεια σας. Έχουμε κλείσει δύο δωμάτια για σήμερα το βράδυ. Ελπίζω να μας περιμένετε γιατί θα φτάσουμε αργά. Τώρα είμαστε Fier και εκεί θα ‘μαστε σε κανένα δύωρο.
-Μην ανησυχείς. Θα σας περιμένω.
Αφού έκλεισα το τηλέφωνο, σχολιάσαμε με τον άνδρα μου πως γίνεται να πέφτουμε πάνω σε Αλβανούς που να ξέρουν ελληνικά.
Ησύχασα λίγο μετά από αυτό και ομολογώ ότι με πήρε και λίγο ο ύπνος.
Ξύπνησα καθώς μπαίναμε στο Αργυρόκαστρο. Άντε τώρα να βρεις το ξενοδοχείο. Το σίγουρο είναι ότι είναι στην παλιά πόλη. Πάμε προς τα εκεί και κάπου θα βρούμε μια ταμπέλα για το Konaku Quest house. Είχα υπολογίσει να φτάσουμε μέρα, είναι 11:00 η ώρα το βράδυ, είμαι και πτώμα από την κούραση, δεν λειτουργώ και πολύ.
Φτάνουμε στο κέντρο της παλιάς πόλης. Σταματάμε έξω από ένα καφενείο. Αφού δεν βρίσκουμε ταμπέλες, θα ρωτήσουμε εδώ. Μπαίνει ο άνδρας μου μέσα στο καφενείο και σκεπτόμενος ότι κάποιος μπορεί να μιλάει και εδώ ελληνικά ρωτάει:
-Καλησπέρα! Ξέρετε πως μπορώ να πάω στο Konaku Quest House;
Χωρίς υπερβολή σηκώθηκαν τέσσερα άτομα πρόθυμα να βοηθήσουν, απαντώντας του στα ελληνικά!
-Ναι! Έλα να σου δείξω.
Ένας από αυτούς κατευθύνθηκε προς την γυάλινη εξώπορτα του καφενείου δείχνοντάς του πως θα πάμε. Παρακολουθώντας εγώ τη σκηνή από τη θέση του συνοδηγού, ξαφνιάστηκα βλέποντας μπροστά μου έναν άλλον τύπο που μόλις βγήκε από το αυτοκίνητό του και μου μίλησε.
-Ψάχνετε το Konaku;
-Ναι του λέω. Που το ξέρεις;
-Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης. Μαζί μιλήσαμε προηγούμενα.
-Και πως μας βρήκες εδώ;
-Ήξερα ότι θα ‘ρθετε κατά τις 11:00. Πήρα το αυτοκίνητο μου, κατέβηκα στο κέντρο ψάχνοντας αυτοκίνητο με ελληνικές πινακίδες και σας βρήκα.
Έμεινα άναυδη!!!
Φωνάζω στον άνδρα μου που προσπαθούσε να καταλάβει τις οδηγίες μέσα από τα στενά και του λέω:
-Έλα το βρήκα.
Ή μάλλον για μιαν ακόμη φορά μας βρήκαν!
Μπήκε και εκείνος στο αυτοκίνητο και ακολουθήσαμε τον ξενοδόχο. Μέσα από στενά, ανηφορικά, πετρόχτιστα δρομάκια που έμοιαζαν σαν μικρός λαβύρινθος, φτάσαμε σε λίγα λεπτά στο κατάλυμα. Δεν νομίζω ότι θα το βρίσκαμε ποτέ.
Το σπίτι που θα μας φιλοξενούσε ήταν για μας μία έκπληξη. Ήταν απλά υπέροχο!
Ήταν χτισμένο στο ψηλότερο σημείο του Αργυρόκαστρου, δίπλα στο κάστρο του, με ορατότητα την παλιά πόλη. Πρόκειται για ένα πυργόσπιτο, ένα από τα αρκετά παραδοσιακά που έχει η πόλη. Αυτό όμως ήταν και παραδοσιακό και παλιό (ανακαινισμένο). Τα δωμάτια ήταν υπέροχα. Φαρδείς τοίχοι, μαντεμένιες σιδεριές στα παράθυρα, θολωτά ταβάνια, κυρτές σκάλες, πέτρινο πάτωμα, πολύ μοντέρνα μπάνια, λουλουδιασμένη αυλή με απίστευτες λεπτομέρειες με βρυσάκια και κρυφούς φωτισμούς. Ύστερα από το μακρύ ταξίδι, αυτό μας φάνηκε μια όαση.
Ο Σκεντέρ (ο ιδιοκτήτης) επέμενε να μας κεράσει χειροποίητο χυμό από φραγκοστάφυλο που είχε φτιάξει η γυναίκα του. Εμείς δεχτήκαμε. Του εκφράσαμε το θαυμασμό μας για το σπίτι του και εκείνος αφού μας είπε τα του σπιτιού επεκτάθηκε και σε άλλα του Αργυρόκαστρου και πιάσαμε μια συζήτηση για την Αλβανία, για την Ελλάδα για τις σχέσεις των δύο χωρών, για τους πολιτικούς των δύο κρατών, τους πρώην, τους επόμενους, και πολλά άλλα.
Το Αργυρόκαστρο είναι η γενέτειρα του δικτάτορα Εμβέρ Χότζα. Ήταν και κέντρο αντίστασης στην Οθωμανική κατοχή. Η πόλη συμβίωσε με τον κομουνισμό καλύτερα από άλλες Αλβανικές πόλεις τουλάχιστον από αισθητική άποψη, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί πόλη-μουσείο.
Στο παρελθόν επικρατούσε το εθιμικό δίκαιο Κανούν, που υποστήριζε έντονα τις βεντέτες, το νόμο του αίματος, εξ ου και τα πολλά “κουλέ” δηλαδή τα πυργόσπιτα, που έχτιζαν οι γαιοκτήμονες για να προστατεύσουν τις οικογένειές τους. Πολλά από αυτά έχουν ανακαινιστεί και είναι επισκέψιμα όπως η οικία Ζεκάτε ή το σπίτι του Χότζα.
Εμείς όμως δεν χρειαζόταν να πάμε να τα δούμε, γιατί θα μέναμε εκείνο το βράδυ σε ένα από αυτά!
Το πυργόσπιτο που θα μέναμε είχε βομβαρδιστεί στον πόλεμο. Ο παππούς του ιδιοκτήτη λόγω της εξευτελιστικής του τιμής το είχε αγοράσει και το ανακατασκεύασε στοιχειωδώς για να μείνει με την οικογένειά του. Το σπίτι κατέληξε μετά από χρόνια στον Σκεντέρ, που με τα δικά του χέρια το ανακαίνισε πέτρα-πέτρα με καταπληκτικό αποτέλεσμα.
Μιλήσαμε και για την εποχή του Χότζα, για την εποχή που άνοιξαν τα σύνορα, για το ότι όλοι οι παλιοί μιλούν Ελληνικά και για το πόσο εύκολα οι νέοι μαθαίνουν γλώσσες. Μιλήσαμε ακόμα και για τον Ισμαήλ Κανταρέ, τον διάσημο σύγχρονο (και βραβευμένο) Αργυροκαστρίτη Λογοτέχνη, που ήταν και υποψήφιος για Νόμπελ Λογοτεχνίας. Καθώς ερχόμασταν είχα δει και το όνομά του σε μια οδό (Rruga Ismail Kadare). Ζει μόνιμα στο Παρίσι και όταν πρόσφατα επέστρεψε στο Αργυρόκαστρο για να μείνει στο παλιό του σπίτι -που είχε ζητήσει να ανακαινιστεί- έφυγε ξανά πίσω γιατί δεν ανακαινίστηκε “παραδοσιακά” αλλά “μοντέρνα”, κάτι που δεν του άρεσε.
Αυτά λέγαμε και άλλα πολλά. Είχαμε παρασυρθεί από την κουβέντα και είχαμε ξεχάσει και κούραση και τις ατέλειωτες ώρες οδήγησης, όλα. Κάτι η συζήτηση, κάτι το πυργόσπιτο, κάτι το φωταγωγημένο κάστρο, κάτι η ομίχλη στην ατμόσφαιρα με έκανε να νιώθω ότι ήμουνα μέσα σε σκηνικό του Αγγελόπουλου.
Αυτή η Πολιτιστικο – εθνολογικο - πολιτική κουβέντα κράτησε μέχρι τις 2:30 το πρωί.
Τα δε παιδιά όλη αυτήν την ώρα τι κάνανε; Ο μικρός έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη συζήτηση που είχαμε. Την παρακολούθησε όλη, χωρίς όμως να συμμετέχει. Μάζεψε ότι απορίες είχε και τις συζητήσαμε την επόμενη. Ο μεγάλος δεν άκουσε τίποτα. Από την αρχή που φτάσαμε είχε χωθεί στο δωμάτιο και την είχε πέσει για ύπνο. Ήταν κουρασμένος και επίσης είχε αρχίσει να χάνει το ενδιαφέρον του. Από τότε που τέλειωσαν τα “Game of Thrones” sites βιαζόταν να γυρίσουμε σπίτι μας. Η μικρή ζουζούνισε για λίγο γύρω μας, αλλά αργότερα μας άφησε και αυτή για χάρη του ύπνου.
Όταν αργά πια μείναμε μόνοι μας πέταξα την ιδέα να μείνουμε εδώ άλλο ένα βράδυ, να χαλαρώσουμε στην πόλη και να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Στον άνδρα μου άρεσε η ιδέα αφού είχαμε και “περιθώριο” να γυρίσουμε μια μέρα πιο αργά στη βάση μας.
Κοιμηθήκαμε πολύ αργά. Τρεις παρά είχε πάει, όταν μας νανούρισαν τα φώτα του κάστρου που έμπαιναν από τα παράθυρά μας.