Grerena
Member
- Μηνύματα
- 1.298
- Likes
- 17.173
- Επόμενο Ταξίδι
- Πορτογαλία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Tromso, Las Vegas
9η ημέρα (Αργυρόκαστρο και ταξίδι επιστροφής)
Στις 9:00 το πρωί που ξυπνήσαμε το πρωινό μας ήταν σερβιρισμένο στην τραπεζαρία. Τσάι του βουνού, αυγά, ντόπιο τυρί, χειροποίητες τηγανίτες και φυσικός χυμός. Μετά το υπέροχο, διαφορετικό (σε σχέση με τις άλλες μέρες) και σίγουρα πιο ξεκούραστο πρωινό (για μένα), είχαμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Είχαμε καταλάβει ότι τα δωμάτια ήταν reserve για απόψε, οπότε όπως μας ήρθε στο μυαλό το απρογραμμάτιστο σενάριο (του να μείνουμε κι άλλο) έτσι και μας έφυγε. Θα βγαίναμε να δούμε λίγο την πόλη, για την οποία τόσα είχαμε πει το προηγούμενο βράδυ και μετά θα παίρναμε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτό είναι το Πυργόσπιτο που μείναμε:
Η εσωτερική σκάλα του!
Η αυλή του!
Η θέα προς την πάνω πόλη
Η παλιά πόλη του Αργυρόκαστρου είναι εγγεγραμμένη από το 2005 στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, ως σπάνιο είδος οθωμανικής πόλης χτισμένης από μεγάλο-γαιοκτήμονες.
Είναι όλη χτισμένη με μια τοπική πέτρα. Σπίτια, κεραμίδια, δρόμοι, τα πάντα. Κατά μία εκδοχή, λόγω του γκρίζου (αργυρού) χρώματος της πέτρας των κεραμιδιών της πήρε και την ελληνικής ετυμολογίας ονομασία “Αργυρόκαστρο”. Βλέποντας αυτήν την πόλη, καταλαβαίνεις γιατί οι Αλβανοί έχουν βγάλει τη φήμη των καλών “πετράδων”.
Το κάστρο που βρισκόταν από πάνω μας λέγεται ότι είναι το πιο εκτεταμένο κάστρο των Βαλκανίων. Πρόκειται για ένα κάστρο με πολύ εντυπωσιακά και ογκώδη τείχη. Ξεκίνησε να χτίζεται από τους προχριστιανικούς χρόνους αλλά πήρε τη σημερινή του μορφή τον 13 αι. όταν η περιοχή τελούσε υπό βυζαντινή κυριαρχία. Το 1812 ο Αλή πασάς το ανακαίνισε και ταυτόχρονα ενίσχυσε τις οχυρώσεις. Σήμερα διαθέτει 5 πύργους και φιλοξενεί ένα στρατιωτικό μουσείο, έναν πύργο ρολογιού, μια εκκλησία και μια δεξαμενή νερού. Την περίοδο του κομμουνισμού διετέλεσε και φυλακή για τους πολιτικούς κρατούμενους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 336μ. και επιβλέπει την παλιά και νέα πόλη.
Εμείς στο λίγο χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας όμως επιλέξαμε τελικά να πάμε να δούμε ένα ανακαινισμένο πυργόσπιτο, που αποτελεί πλέον το εθνογραφικό μουσείο της πόλης και συγχρόνως πρόκειται για το σπίτι του Εμβέρ Χότζα.
Μπήκαμε με 5€ είσοδο και οι πέντε. Φαινόταν ότι ήταν ένα αρκετά πλούσιο σπίτι στον καιρό του. Μου θύμισε πολύ το στυλ των Οθωμανικών σπιτιών, με τους καναπέδες περιμετρικά και τα χαμηλά τραπεζάκια στο κέντρο και ήταν στρωμένο παντού με χαλιά. Το σπίτι δεν ήταν όμως όλο ανακαινισμένο. Σε ένα σημείο υπήρχε ένα πατάρι που φαινόταν ετοιμόρροπο, το οποίο στηριζόταν σε μια ξύλινη κόντρα – αντιρίδα. Υπήρχε και σκάλα που οδηγούσε σε αυτό. Τολμήσαμε ο άντρας μου και εγώ να ανεβούμε, μιας που δεν ήταν σαφές αν απαγορεύονταν ή όχι. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι επάνω υπήρχε ένα δωμάτιο που πρέπει να ήταν το προσωπικό δωμάτιο του δικτάτορα. Υπήρχαν φωτογραφίες του, χειρόγραφα και μια πλούσια βιβλιοθήκη. Όλα αυτά ήταν παρατημένα στο έλεος του χρόνου και …όχι μόνο και με μπόλικη σκόνη από πάνω τους. Μάλλον η οργάνωσή τους είναι……χειρότερη από τη δική μας!
Εθνογραφικό Μουσείο. Μέσα στο Πυργόσπιτο του... Χότζα.
Το δωμάτιό του...
Η θέα απ¨το παράθυρο
Μετά από αυτήν την επίσκεψη, φύγαμε. Περπατήσαμε λίγο στους λιθόστρωτους δρόμους συναντώντας και καναδυό group Ελλήνων. Γυρίσαμε στο πυργόσπιτό μας, χαιρετήσαμε τον Σκεντέρ και φύγαμε. Πολύ θα ήθελα να καθίσουμε και σε έναν καφενέ να πιούμε έναν καφέ ανάμεσα στους ντόπιους, αλλά τα παιδιά πια αδημονούσαν για την …μεγάλη επιστροφή και είχαμε δρόμο ακόμα.
Η κεντρική αγορά της παλιάς πόλης
Χτισμένη όλη με ..."αργυρή"...πέτρα.
Βγαίνοντας από την πόλη διαπιστώσαμε ότι η νέα πόλη (θα το πω ευγενικά)…δεν είναι καλή. Εκτός από μια μοντέρνα εκκλησία που μας τράβηξε το μάτι κατά τα άλλα, η γνώμη μου είναι ότι …θα ‘πρεπε να είχε άλλο όνομα που να τη διαφοροποιεί από την παλιά πόλη και όχι…. Αργυρόκαστρο!
Σε μισή ώρα είμαστε στα σύνορα. Τόσο κοντά στην Ελλάδα είναι.
Στα σύνορα αυτά (στο Αλβανικό κομμάτι) ήταν η πρώτη φορά που μας ψάξανε. «Κάντε στην άκρη» μας είπανε. Ένας συνοριοφύλακας ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να ψάξει την τυπική ελληνική οικογένεια που είχε ταξιδέψει για τουρισμό. Φαινόταν ότι το έκανε για “αντίποινα” προς τους Έλληνες συνοριοφύλακες, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μεγάλη ουρά αυτοκινήτων ψάχνοντας εξονυχιστικά όλους τους Αλβανούς που μπαίνανε στην Ελλάδα.
Εμάς μας βρήκε ρούχα, βρώμικες πετσέτες, μια πέτρα από το Αργυρόκαστρο και πολλές από το “Χρυσό κέρατο” και ρωτούσε απορημένος: «μα τι είναι αυτά»; Έκανε και βόλτες γύρω από το αυτοκίνητο χτυπώντας το με το δάχτυλό του …ψάχνοντας για το διαφορετικό ήχο που θα πρόδιδε το …θησαυρό.
Μας χαμογέλασε πονηρά, ικανοποιημένος για το μικρό καψώνι που μας έκανε αλλά και απογοητευμένος που δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει την ίδια ουρά με τους Έλληνες συναδέλφους του και μας …..επέτρεψε να φύγουμε.
Στο Ελληνικό κομμάτι ο Έλληνας ελεγκτής ούτε βλέφαρο δεν έριξε στα χαρτιά μας. Περιμένοντας υπομονετικά στον γκισέ ο άνδρας μου, αναγκάστηκε να μιλήσει στην γυρισμένη πλάτη:
«Αγαπητέ, πρέπει να κάνουμε κάτι;» του είπε.
Τότε η πλάτη μισογύρισε και είπε απορημένα: «Έλληνες δεν είστε;» «Ε! Περάστε.»!!!
Μετά από μία ώρα φτάσαμε στα Γιάννενα. Πήγαμε καρφί στην παραλία της λίμνης. Λίγο θα καθόμασταν να δούνε τη λίμνη τα παιδιά και να φάμε και τη χαρακτηριστική γαλατόπιτα. Εγώ πολύ θα ήθελα να πάμε και στο μουσείο του Βρέλλη που πιστεύω ότι θα άρεσε πολύ στα παιδιά, αλλά ο χρόνος μας επέτρεπε ή Βρέλλη ή γαλατόπιτα και προφανώς κέρδισε με διαφορά η δεύτερη. Δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως τα Γιάννενα δεν είναι για “ξεπέτα”. Θα έπρεπε άλλη φορά να κανονίσουμε ένα τριήμερο γιατί είναι τόσο ωραία πόλη και έχει τόσα πράγματα να δουν τα παιδιά.
Καθίσαμε στο ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» της παραλίας. Ήπιαμε το καφεδάκι μας, φάγαμε και τις γαλατόπιτές μας, κάναμε μια βόλτα παραλίμνια, κάναμε και μια μικρή βόλτα μέσα από τα τείχη, πήραμε και από εδώ το σουβενίρ μας και μετά φύγαμε για να προλάβουμε να αποφύγουμε τον άσχημο καιρό που ερχόταν.
Στην παραλία των Ιωαννίνων
Και λίγο... η θέα της λίμνης
Και λίγο μια μυρωδιά απ¨ τα τείχη...
Μας πρόλαβε όμως ο καιρός στο δρόμο. Μόνο που ευτυχώς μας πρόλαβε στην Εγνατία οδό. Επιλέξαμε να γυρίσουμε Αθήνα από Τρίκαλα-Καρδίτσα και όχι από Άρτα-Αγρίνιο – Ρίο (απ’ όπου είχαμε ανέβει) και γιατί θέλαμε να δούμε την Εγνατία (που δεν είχαμε ξαναταξιδέψει) και γιατί θέλαμε να περάσουμε να δούμε και τα Μετέωρα.
Κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες διασχίσαμε την Εγνατία οδό μέχρι τη στροφή για Καλαμπάκα. Πραγματικά είναι ένας εξαιρετικός δρόμος. Με καταιγίδα, αέρα, και καταρρακτώδη βροχή και χωρίς φόβο και πάθος το αυτοκίνητο δεν έκοψε καθόλου από την προβλεπόμενη ταχύτητα.
Στις στροφές πριν την Καλαμπάκα ευτυχώς ο καιρός άλλαξε και αισίως φτάσαμε στα Μετέωρα. Η ώρα ήταν 5:00 και οι Μονές είχαν κλείσει. Μόνο “μυρωδιά” πήραν τα παιδιά. Εμένα αυτό το μέρος όσες φορές και να πάω μου προκαλεί συγκίνηση και δέος. Και άλλο τριήμερο πρέπει να κανονίσω (εκτός από τα Γιάννενα).
Κατεβήκαμε στο Καστράκι και η μυρωδιά από κάτι κοψίδια μας οδήγησε σε μια ταβέρνα στην οποία καθίσαμε για φαγητό. Ύστερα από 9 ημέρες μακριά από την Ελλάδα η επιθυμία για κοψίδια ήταν μεγάλη. Το κοντοσούβλι ήταν εξαιρετικό και ότι έπρεπε αυτή τη στιγμή. Ήταν άλλωστε και η τελευταία στάση ανάπαυλας πριν την επιστροφή μας στα πάτρια.
Φύγαμε κατά τις επτά παρά και ταξιδέψαμε και πάλι νύχτα. Φτάσαμε αργά στην Αθήνα.
Η επόμενη μέρα Κυριακή ήταν η ημέρα της ανασύνταξης (πριν τον… πόλεμο). Την άλλη μέρα ξεκινούσαν τα σχολεία.
Στις 9:00 το πρωί που ξυπνήσαμε το πρωινό μας ήταν σερβιρισμένο στην τραπεζαρία. Τσάι του βουνού, αυγά, ντόπιο τυρί, χειροποίητες τηγανίτες και φυσικός χυμός. Μετά το υπέροχο, διαφορετικό (σε σχέση με τις άλλες μέρες) και σίγουρα πιο ξεκούραστο πρωινό (για μένα), είχαμε να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Είχαμε καταλάβει ότι τα δωμάτια ήταν reserve για απόψε, οπότε όπως μας ήρθε στο μυαλό το απρογραμμάτιστο σενάριο (του να μείνουμε κι άλλο) έτσι και μας έφυγε. Θα βγαίναμε να δούμε λίγο την πόλη, για την οποία τόσα είχαμε πει το προηγούμενο βράδυ και μετά θα παίρναμε το δρόμο της επιστροφής.
Αυτό είναι το Πυργόσπιτο που μείναμε:
Η εσωτερική σκάλα του!
Η αυλή του!
Η θέα προς την πάνω πόλη
Η παλιά πόλη του Αργυρόκαστρου είναι εγγεγραμμένη από το 2005 στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, ως σπάνιο είδος οθωμανικής πόλης χτισμένης από μεγάλο-γαιοκτήμονες.
Είναι όλη χτισμένη με μια τοπική πέτρα. Σπίτια, κεραμίδια, δρόμοι, τα πάντα. Κατά μία εκδοχή, λόγω του γκρίζου (αργυρού) χρώματος της πέτρας των κεραμιδιών της πήρε και την ελληνικής ετυμολογίας ονομασία “Αργυρόκαστρο”. Βλέποντας αυτήν την πόλη, καταλαβαίνεις γιατί οι Αλβανοί έχουν βγάλει τη φήμη των καλών “πετράδων”.
Το κάστρο που βρισκόταν από πάνω μας λέγεται ότι είναι το πιο εκτεταμένο κάστρο των Βαλκανίων. Πρόκειται για ένα κάστρο με πολύ εντυπωσιακά και ογκώδη τείχη. Ξεκίνησε να χτίζεται από τους προχριστιανικούς χρόνους αλλά πήρε τη σημερινή του μορφή τον 13 αι. όταν η περιοχή τελούσε υπό βυζαντινή κυριαρχία. Το 1812 ο Αλή πασάς το ανακαίνισε και ταυτόχρονα ενίσχυσε τις οχυρώσεις. Σήμερα διαθέτει 5 πύργους και φιλοξενεί ένα στρατιωτικό μουσείο, έναν πύργο ρολογιού, μια εκκλησία και μια δεξαμενή νερού. Την περίοδο του κομμουνισμού διετέλεσε και φυλακή για τους πολιτικούς κρατούμενους. Βρίσκεται σε υψόμετρο 336μ. και επιβλέπει την παλιά και νέα πόλη.
Εμείς στο λίγο χρόνο που είχαμε στη διάθεσή μας όμως επιλέξαμε τελικά να πάμε να δούμε ένα ανακαινισμένο πυργόσπιτο, που αποτελεί πλέον το εθνογραφικό μουσείο της πόλης και συγχρόνως πρόκειται για το σπίτι του Εμβέρ Χότζα.
Μπήκαμε με 5€ είσοδο και οι πέντε. Φαινόταν ότι ήταν ένα αρκετά πλούσιο σπίτι στον καιρό του. Μου θύμισε πολύ το στυλ των Οθωμανικών σπιτιών, με τους καναπέδες περιμετρικά και τα χαμηλά τραπεζάκια στο κέντρο και ήταν στρωμένο παντού με χαλιά. Το σπίτι δεν ήταν όμως όλο ανακαινισμένο. Σε ένα σημείο υπήρχε ένα πατάρι που φαινόταν ετοιμόρροπο, το οποίο στηριζόταν σε μια ξύλινη κόντρα – αντιρίδα. Υπήρχε και σκάλα που οδηγούσε σε αυτό. Τολμήσαμε ο άντρας μου και εγώ να ανεβούμε, μιας που δεν ήταν σαφές αν απαγορεύονταν ή όχι. Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι επάνω υπήρχε ένα δωμάτιο που πρέπει να ήταν το προσωπικό δωμάτιο του δικτάτορα. Υπήρχαν φωτογραφίες του, χειρόγραφα και μια πλούσια βιβλιοθήκη. Όλα αυτά ήταν παρατημένα στο έλεος του χρόνου και …όχι μόνο και με μπόλικη σκόνη από πάνω τους. Μάλλον η οργάνωσή τους είναι……χειρότερη από τη δική μας!
Εθνογραφικό Μουσείο. Μέσα στο Πυργόσπιτο του... Χότζα.
Το δωμάτιό του...
Η θέα απ¨το παράθυρο
Μετά από αυτήν την επίσκεψη, φύγαμε. Περπατήσαμε λίγο στους λιθόστρωτους δρόμους συναντώντας και καναδυό group Ελλήνων. Γυρίσαμε στο πυργόσπιτό μας, χαιρετήσαμε τον Σκεντέρ και φύγαμε. Πολύ θα ήθελα να καθίσουμε και σε έναν καφενέ να πιούμε έναν καφέ ανάμεσα στους ντόπιους, αλλά τα παιδιά πια αδημονούσαν για την …μεγάλη επιστροφή και είχαμε δρόμο ακόμα.
Η κεντρική αγορά της παλιάς πόλης
Χτισμένη όλη με ..."αργυρή"...πέτρα.
Βγαίνοντας από την πόλη διαπιστώσαμε ότι η νέα πόλη (θα το πω ευγενικά)…δεν είναι καλή. Εκτός από μια μοντέρνα εκκλησία που μας τράβηξε το μάτι κατά τα άλλα, η γνώμη μου είναι ότι …θα ‘πρεπε να είχε άλλο όνομα που να τη διαφοροποιεί από την παλιά πόλη και όχι…. Αργυρόκαστρο!
Σε μισή ώρα είμαστε στα σύνορα. Τόσο κοντά στην Ελλάδα είναι.
Στα σύνορα αυτά (στο Αλβανικό κομμάτι) ήταν η πρώτη φορά που μας ψάξανε. «Κάντε στην άκρη» μας είπανε. Ένας συνοριοφύλακας ανέλαβε τον άχαρο ρόλο να ψάξει την τυπική ελληνική οικογένεια που είχε ταξιδέψει για τουρισμό. Φαινόταν ότι το έκανε για “αντίποινα” προς τους Έλληνες συνοριοφύλακες, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μεγάλη ουρά αυτοκινήτων ψάχνοντας εξονυχιστικά όλους τους Αλβανούς που μπαίνανε στην Ελλάδα.
Εμάς μας βρήκε ρούχα, βρώμικες πετσέτες, μια πέτρα από το Αργυρόκαστρο και πολλές από το “Χρυσό κέρατο” και ρωτούσε απορημένος: «μα τι είναι αυτά»; Έκανε και βόλτες γύρω από το αυτοκίνητο χτυπώντας το με το δάχτυλό του …ψάχνοντας για το διαφορετικό ήχο που θα πρόδιδε το …θησαυρό.
Μας χαμογέλασε πονηρά, ικανοποιημένος για το μικρό καψώνι που μας έκανε αλλά και απογοητευμένος που δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει την ίδια ουρά με τους Έλληνες συναδέλφους του και μας …..επέτρεψε να φύγουμε.
Στο Ελληνικό κομμάτι ο Έλληνας ελεγκτής ούτε βλέφαρο δεν έριξε στα χαρτιά μας. Περιμένοντας υπομονετικά στον γκισέ ο άνδρας μου, αναγκάστηκε να μιλήσει στην γυρισμένη πλάτη:
«Αγαπητέ, πρέπει να κάνουμε κάτι;» του είπε.
Τότε η πλάτη μισογύρισε και είπε απορημένα: «Έλληνες δεν είστε;» «Ε! Περάστε.»!!!
Μετά από μία ώρα φτάσαμε στα Γιάννενα. Πήγαμε καρφί στην παραλία της λίμνης. Λίγο θα καθόμασταν να δούνε τη λίμνη τα παιδιά και να φάμε και τη χαρακτηριστική γαλατόπιτα. Εγώ πολύ θα ήθελα να πάμε και στο μουσείο του Βρέλλη που πιστεύω ότι θα άρεσε πολύ στα παιδιά, αλλά ο χρόνος μας επέτρεπε ή Βρέλλη ή γαλατόπιτα και προφανώς κέρδισε με διαφορά η δεύτερη. Δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως τα Γιάννενα δεν είναι για “ξεπέτα”. Θα έπρεπε άλλη φορά να κανονίσουμε ένα τριήμερο γιατί είναι τόσο ωραία πόλη και έχει τόσα πράγματα να δουν τα παιδιά.
Καθίσαμε στο ζαχαροπλαστείο «Διεθνές» της παραλίας. Ήπιαμε το καφεδάκι μας, φάγαμε και τις γαλατόπιτές μας, κάναμε μια βόλτα παραλίμνια, κάναμε και μια μικρή βόλτα μέσα από τα τείχη, πήραμε και από εδώ το σουβενίρ μας και μετά φύγαμε για να προλάβουμε να αποφύγουμε τον άσχημο καιρό που ερχόταν.
Στην παραλία των Ιωαννίνων
Και λίγο... η θέα της λίμνης
Και λίγο μια μυρωδιά απ¨ τα τείχη...
Μας πρόλαβε όμως ο καιρός στο δρόμο. Μόνο που ευτυχώς μας πρόλαβε στην Εγνατία οδό. Επιλέξαμε να γυρίσουμε Αθήνα από Τρίκαλα-Καρδίτσα και όχι από Άρτα-Αγρίνιο – Ρίο (απ’ όπου είχαμε ανέβει) και γιατί θέλαμε να δούμε την Εγνατία (που δεν είχαμε ξαναταξιδέψει) και γιατί θέλαμε να περάσουμε να δούμε και τα Μετέωρα.
Κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες διασχίσαμε την Εγνατία οδό μέχρι τη στροφή για Καλαμπάκα. Πραγματικά είναι ένας εξαιρετικός δρόμος. Με καταιγίδα, αέρα, και καταρρακτώδη βροχή και χωρίς φόβο και πάθος το αυτοκίνητο δεν έκοψε καθόλου από την προβλεπόμενη ταχύτητα.
Στις στροφές πριν την Καλαμπάκα ευτυχώς ο καιρός άλλαξε και αισίως φτάσαμε στα Μετέωρα. Η ώρα ήταν 5:00 και οι Μονές είχαν κλείσει. Μόνο “μυρωδιά” πήραν τα παιδιά. Εμένα αυτό το μέρος όσες φορές και να πάω μου προκαλεί συγκίνηση και δέος. Και άλλο τριήμερο πρέπει να κανονίσω (εκτός από τα Γιάννενα).
Κατεβήκαμε στο Καστράκι και η μυρωδιά από κάτι κοψίδια μας οδήγησε σε μια ταβέρνα στην οποία καθίσαμε για φαγητό. Ύστερα από 9 ημέρες μακριά από την Ελλάδα η επιθυμία για κοψίδια ήταν μεγάλη. Το κοντοσούβλι ήταν εξαιρετικό και ότι έπρεπε αυτή τη στιγμή. Ήταν άλλωστε και η τελευταία στάση ανάπαυλας πριν την επιστροφή μας στα πάτρια.
Φύγαμε κατά τις επτά παρά και ταξιδέψαμε και πάλι νύχτα. Φτάσαμε αργά στην Αθήνα.
Η επόμενη μέρα Κυριακή ήταν η ημέρα της ανασύνταξης (πριν τον… πόλεμο). Την άλλη μέρα ξεκινούσαν τα σχολεία.