SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ονειρεμένο Ταξίδι
- Δεν ξέρω τώρα...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702t-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg[/IMG][/URL
Το αεροδρόμιο της Λισσαβώνας ήταν πολύ συμπαθητικό: το γλυκό αεροδρόμιο μιας γλυκιάς πόλης. Η ξύλινη επένδυση σε σημεία και η πράσινη εντύπωση από τους φοίνικες μου έφεραν στον νου το αεροδρόμιο της Κουάλα Λουμπούρ. Όμως, τι σχέση μπορεί να έχει η μητροπολιτική Κουαλα με την πτωχή, την πνευματική Λισσαβώνα; Καμία. Μπήκαμε στο ταξί για την πόλη. Ήταν εντυπωσιακά φθηνό: θα κινούμασταν μόνο με ταξί, λοιπόν.
Η πόλη ήταν περίεργη εκείνο το βροχερό πρωινό. Δεν μου θύμιζε τίποτα γνωστό, είχε λιγοστό κόσμο: είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο ευρωπαϊκό nowhere. Τα χέρια μου ίδρωναν από την απογοήτευση. Θα μέναμε στο LX Boutique Hotel, στα όρια ανάμεσα στη Μπαϊξα και το Μπάιρου Άλτου και πάνω στα νερά της πόλης. Το δωμάτιο ήταν μινιόν. Με κέρδισε αμέσως. Τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνουν. Περιμέναμε λίγο ώσπου να μπει για τα καλά η μέρα και έπειτα ξεκινήσαμε τη βόλτα. Η πρώτη εντύπωση που είχα ήταν αυτή της εγκαταλελειμμένης πολιτείας. Μα, πού είχαν πάει όλοι; Μήπως ήταν κάπου κρυμμένοι; Είχα την αίσθηση ότι μέσα στα ετοιμόρροπα, γήινα, ξεχασμένα κτίρια και πίσω από τα σπασμένα παράθυρα και τους υγρούς τοίχους κρύβονταν οι κάτοικοι. Η Λισσαβώνα ήταν τρομαγμένη.
Καθώς σκαρφάλωνα την ανηφόρα με τα αζουλέζου, πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου μια μικρή σύναξη στα δεξιά. Μπορούσα να διακρίνω τον μπρούντζο του γλυπτού από εκείνη την απόσταση. Πλησίασα και κοίταξα προσεχτικά. Ήταν μέτριο, σμιλεμένο για τουριστικούς σκοπούς. Κανείς δεν κατοικούσε μέσα σε εκείνο το μπρούντζο. Ούτε ο Alexander Search, ούτε ο Ricardo Reis, ούτε ο Alvaro de Campos, ούτε κι ο Bernando Soares. Απέστρεψα το βλέμμα μου και πρόσεξα την επιγραφή στην είσοδο του καφέ. ‘Brasileira’. ‘Ώστε, αυτό είναι, λοιπόν’ σκέφτηκα. Παραμέρισα την κοπέλα που φωτογραφιζόταν με το γλυπτό και μπήκα μέσα. Δεν θα πω τίποτα άλλο.
Συνέχισα, περπατώντας στους στενούς ανηφορικούς δρόμους και εικόνες από τις Κυκλάδες αναπηδούσαν μέσα στο μυαλό μου. Παρατήρησα έναν κύριο από το αεροπλάνο μου να αγοράζει έναν λουκουμά και έπειτα να μπαίνει σε ένα φαρμακείο. Το φαρμακείο είχε ξύλινη επένδυση και μια παλιά ζυγαριά.
Πήρα το σιδερένιο ασανσέρ της Σάντα Ζούστα και ανέβηκα ψηλά στο Μπάιρου Άλτου. Ξετρύπωσα ένα χαμετυπείο μέσα σε ένα εργοτάξιο και κάθισα για να παρατηρήσω τους ντόπιους. Εκεί, μια γυναίκα με τεράστιο στήθος ξεφώνιζε σε έναν μεσήλικα μεθύστακα που είχε λόξυγγα και έφτυνε σάλιο στα πλακάκια του πατώματος. Ο μαγαζάτορας, ένας αξύριστος πενηντάρης, κρατούσε μια τρισάθλια πετσέτα και ξεσκόνιζε τα βρώμικα ποτήρια του. Μόλις άγγιζα το ποτήρι στα χείλη μου, μία ταγγή αίσθηση με κατέκλυζε και μπορούσα να νιώσω το αντανακλαστικό του εμέτου μου να ερεθίζεται. Η γυναίκα στριφογυρνούσε πέρα-δώθε ουρλιάζοντας διαταγές και τα στήθη της χοροπηδούσαν τόσο που ζαλίστηκα. Αποφάσισα ότι η εμπειρία ήταν υπερβολικά κλισέ για το γούστο μου και αποχώρησα σε αναζήτηση αέρα και τροφής.
Η Μεσόγειος, όμως, θα ξαναχτυπούσε.
Η πόλη ήταν περίεργη εκείνο το βροχερό πρωινό. Δεν μου θύμιζε τίποτα γνωστό, είχε λιγοστό κόσμο: είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο ευρωπαϊκό nowhere. Τα χέρια μου ίδρωναν από την απογοήτευση. Θα μέναμε στο LX Boutique Hotel, στα όρια ανάμεσα στη Μπαϊξα και το Μπάιρου Άλτου και πάνω στα νερά της πόλης. Το δωμάτιο ήταν μινιόν. Με κέρδισε αμέσως. Τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνουν. Περιμέναμε λίγο ώσπου να μπει για τα καλά η μέρα και έπειτα ξεκινήσαμε τη βόλτα. Η πρώτη εντύπωση που είχα ήταν αυτή της εγκαταλελειμμένης πολιτείας. Μα, πού είχαν πάει όλοι; Μήπως ήταν κάπου κρυμμένοι; Είχα την αίσθηση ότι μέσα στα ετοιμόρροπα, γήινα, ξεχασμένα κτίρια και πίσω από τα σπασμένα παράθυρα και τους υγρούς τοίχους κρύβονταν οι κάτοικοι. Η Λισσαβώνα ήταν τρομαγμένη.
Καθώς σκαρφάλωνα την ανηφόρα με τα αζουλέζου, πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου μια μικρή σύναξη στα δεξιά. Μπορούσα να διακρίνω τον μπρούντζο του γλυπτού από εκείνη την απόσταση. Πλησίασα και κοίταξα προσεχτικά. Ήταν μέτριο, σμιλεμένο για τουριστικούς σκοπούς. Κανείς δεν κατοικούσε μέσα σε εκείνο το μπρούντζο. Ούτε ο Alexander Search, ούτε ο Ricardo Reis, ούτε ο Alvaro de Campos, ούτε κι ο Bernando Soares. Απέστρεψα το βλέμμα μου και πρόσεξα την επιγραφή στην είσοδο του καφέ. ‘Brasileira’. ‘Ώστε, αυτό είναι, λοιπόν’ σκέφτηκα. Παραμέρισα την κοπέλα που φωτογραφιζόταν με το γλυπτό και μπήκα μέσα. Δεν θα πω τίποτα άλλο.
Συνέχισα, περπατώντας στους στενούς ανηφορικούς δρόμους και εικόνες από τις Κυκλάδες αναπηδούσαν μέσα στο μυαλό μου. Παρατήρησα έναν κύριο από το αεροπλάνο μου να αγοράζει έναν λουκουμά και έπειτα να μπαίνει σε ένα φαρμακείο. Το φαρμακείο είχε ξύλινη επένδυση και μια παλιά ζυγαριά.
Πήρα το σιδερένιο ασανσέρ της Σάντα Ζούστα και ανέβηκα ψηλά στο Μπάιρου Άλτου. Ξετρύπωσα ένα χαμετυπείο μέσα σε ένα εργοτάξιο και κάθισα για να παρατηρήσω τους ντόπιους. Εκεί, μια γυναίκα με τεράστιο στήθος ξεφώνιζε σε έναν μεσήλικα μεθύστακα που είχε λόξυγγα και έφτυνε σάλιο στα πλακάκια του πατώματος. Ο μαγαζάτορας, ένας αξύριστος πενηντάρης, κρατούσε μια τρισάθλια πετσέτα και ξεσκόνιζε τα βρώμικα ποτήρια του. Μόλις άγγιζα το ποτήρι στα χείλη μου, μία ταγγή αίσθηση με κατέκλυζε και μπορούσα να νιώσω το αντανακλαστικό του εμέτου μου να ερεθίζεται. Η γυναίκα στριφογυρνούσε πέρα-δώθε ουρλιάζοντας διαταγές και τα στήθη της χοροπηδούσαν τόσο που ζαλίστηκα. Αποφάσισα ότι η εμπειρία ήταν υπερβολικά κλισέ για το γούστο μου και αποχώρησα σε αναζήτηση αέρα και τροφής.
Η Μεσόγειος, όμως, θα ξαναχτυπούσε.
Attachments
-
37,4 KB Προβολές: 92