SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ταξίδι-Όνειρο
- Δεν ξέρω τώρα...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702t-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg[/IMG][/URL
Η Λισσαβώνα μου έδινε την εντύπωση μιας πόλης ξεχασμένης. Κάποιος την είχε ξεχάσει, τη Λισσαβώνα… Όλος ο κόσμος προχωρούσε, αλλά η Λισσαβώνα παρέμενε εκεί… ξεχασμένη. Μετά από μέρες, η πόλη εξακολουθούσε να φαντάζει ανοίκεια. Η Λισσαβώνα ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Μου δημιουργούσε συνεχώς την εντύπωση ότι μοιάζει με τη Λατινική Αμερική. Κάπως έτσι φανταζόμουν και την Κούβα. Βρισκόμουν σε μία αδιάλειπτη διαδικασία ανεύρεσης, σκαλίσματος. Αυτή η πόλη με προκαλούσε να την ανακαλύψω. Από πού προερχόταν, άραγε; Το μόνο για το οποίο ήμουν σίγουρος ήταν ότι η Λισσαβώνα δεν ήταν μια ευρωπαϊκή πόλη. Η Λισσαβώνα δεν έμοιαζε καν με τις μεσογειακές πόλεις. Από πού ήρθε, λοιπόν; Ποιοι είναι οι όμοιοί της; Η Λισσαβώνα ήταν αμφιλεγόμενη.
Μέσα μου, η εμπειρία αυτή καταγραφόταν ως ένα μακρινό ταξίδι. Η πόλη μού έδινε τέτοια εντύπωση. Σαν να είχα φτάσει κάπου απομακρυσμένα, κρυφά από τον υπόλοιπο κόσμο. Όχι μόνο μακρινό, αλλά και εξωτικό ταξίδι ήταν για μένα η Λισσαβώνα.
Δεν είχα καμία διάθεση να επισκεφθώ τα μουσεία της και αυτό δεν ήταν καθαρά από σνομπισμό. Οπουδήποτε μπορεί να βρεθεί κάτι μικρό και όμορφο. Απλώς, η πόλη με τραβούσε. Δεν χόρταινα να περνάω μπροστά από το Νικολά, να κάθομαι και να τρώω γλυκάκια και ύστερα να περπατάω πάλι τον κεντρικό δρόμο για την παραλία. Αμέτρητες φορές έκανα αυτή τη διαδρομή και θα μπορούσα πολλές ακόμη.
Η περιέργειά μου, όμως, με οδήγησε τελικά σε αυτό το μουσείο με το εξωτικό όνομα. Από το όνομα Gulbenkian καταλαβαίνει κανείς ότι επρόκειτο για Αρμένιο. Εκ των υστέρων, όμως, διάβασα ότι είχε γεννηθεί στην Ιστάμπουλ. Μέχρι και τώρα, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω μάθει ποια ήταν τελικώς η καταγωγή αυτού του ανθρώπου. Το μουσείο βρισκόταν σε ένα μέρος μάλλον απόμερο και έμοιαζε με γιαπωνέζικο σπίτι. Η συλλογή δεν ήταν σπουδαία κι έτσι αξιοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου για να ζηλέψω με την ησυχία μου τις εγκαταστάσεις. Ώσπου να έρθει η ώρα για να φύγω, η ζήλεια είναι θεριέψει τόσο που ήμουν στα πρόθυρα διεξαγωγής ενός ιερού πολέμου προκειμένου να αποκτήσω εκείνο το κτίριο. Ως ένδειξη μεγαθυμίας, όμως, σκόπευα να παραχωρήσω τη συλλογή στο κράτος της Πορτογαλίας και να παρακρατήσω μόνον τα κινέζικα κουτιά που τόσο μου είχαν αρέσει. Εν τέλει, ο πόλεμος αποσοβήθηκε.
Η μαχητική μου διάθεση, όμως, παρέμεινε και η επιθυμία κυριάρχησης ενός μουσείου επανήλθε στο προσκήνιο, όταν αντίκρισα το εθνικό μουσείο αζουλέζου. Στεγασμένο σε ένα κτίριο που έσταζε από την υγρασία, με ραγισμένους τοίχους και πορτοκαλιές στην αυλή, τραγουδούσε την εγκατάλειψη. Δυστυχώς, αυτή τη φορά δεν κατάφερα να αποτρέψω τον εξευτελισμό μου. Έτρεχα πέρα-δώθε σαν μικρό παιδί, φωνάζοντας ‘Κοίτα αυτό!’ και ‘Αχ, το θέλω!’, μπλεκόμουν στα πόδια ανυποψίαστων επισκεπτών και άγγιζα κρυφά την επισμαλτωμένη επιφάνεια των αζουλέζου, κοιτώντας ύστερα με πονηρό βλέμμα τους φύλακες. Ο δίχως έρμα εαυτός μου κατάντησε να διαπραγματεύεται με έναν άμοιρο τεχνίτη την αγορά ενός εκθέματος. Ήμουν τόσο παρανοϊκά επίμονος που, τελικά, υποχρεώθηκαν να μου υποδείξουν την έξοδο. Μέσα στην έντονη διαμαρτυρία μου, όμως, κατάφερα να τους αποσπάσω μια σπάνια έκδοση για την τέχνη του αζουλέζου που έχει πάψει πλέον να κυκλοφορεί. Σχεδόν, μου το δώρισαν.
Ο ενθουσιασμός μου για το σπάνιο βιβλίο δεν ήταν αρκετός, για να αντισταθμίσει την καταραμένη, την απώλεια του λατρεμένου μου αζουλέζου· αυτού με τα πουλάκια, το γαρύφαλλο και τον αγρότη. Καθώς αποχωρούσα ηττημένος και με σκυμμένο το κεφάλι, υπό τα χάχανα των φίλων μου που διασκέδαζαν με την αγωνία μου, άκουσα ξαφνικά φωνές. Γύρισα και είδα τον φύλακα να τρέχει προς το μέρος μου, κραδαίνοντας ένα κλειδί. Τελικά, εκείνο το κλειδί ήταν το κλειδί της ευτυχίας μου.
Μέσα μου, η εμπειρία αυτή καταγραφόταν ως ένα μακρινό ταξίδι. Η πόλη μού έδινε τέτοια εντύπωση. Σαν να είχα φτάσει κάπου απομακρυσμένα, κρυφά από τον υπόλοιπο κόσμο. Όχι μόνο μακρινό, αλλά και εξωτικό ταξίδι ήταν για μένα η Λισσαβώνα.
Δεν είχα καμία διάθεση να επισκεφθώ τα μουσεία της και αυτό δεν ήταν καθαρά από σνομπισμό. Οπουδήποτε μπορεί να βρεθεί κάτι μικρό και όμορφο. Απλώς, η πόλη με τραβούσε. Δεν χόρταινα να περνάω μπροστά από το Νικολά, να κάθομαι και να τρώω γλυκάκια και ύστερα να περπατάω πάλι τον κεντρικό δρόμο για την παραλία. Αμέτρητες φορές έκανα αυτή τη διαδρομή και θα μπορούσα πολλές ακόμη.
Η περιέργειά μου, όμως, με οδήγησε τελικά σε αυτό το μουσείο με το εξωτικό όνομα. Από το όνομα Gulbenkian καταλαβαίνει κανείς ότι επρόκειτο για Αρμένιο. Εκ των υστέρων, όμως, διάβασα ότι είχε γεννηθεί στην Ιστάμπουλ. Μέχρι και τώρα, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω μάθει ποια ήταν τελικώς η καταγωγή αυτού του ανθρώπου. Το μουσείο βρισκόταν σε ένα μέρος μάλλον απόμερο και έμοιαζε με γιαπωνέζικο σπίτι. Η συλλογή δεν ήταν σπουδαία κι έτσι αξιοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου για να ζηλέψω με την ησυχία μου τις εγκαταστάσεις. Ώσπου να έρθει η ώρα για να φύγω, η ζήλεια είναι θεριέψει τόσο που ήμουν στα πρόθυρα διεξαγωγής ενός ιερού πολέμου προκειμένου να αποκτήσω εκείνο το κτίριο. Ως ένδειξη μεγαθυμίας, όμως, σκόπευα να παραχωρήσω τη συλλογή στο κράτος της Πορτογαλίας και να παρακρατήσω μόνον τα κινέζικα κουτιά που τόσο μου είχαν αρέσει. Εν τέλει, ο πόλεμος αποσοβήθηκε.
Η μαχητική μου διάθεση, όμως, παρέμεινε και η επιθυμία κυριάρχησης ενός μουσείου επανήλθε στο προσκήνιο, όταν αντίκρισα το εθνικό μουσείο αζουλέζου. Στεγασμένο σε ένα κτίριο που έσταζε από την υγρασία, με ραγισμένους τοίχους και πορτοκαλιές στην αυλή, τραγουδούσε την εγκατάλειψη. Δυστυχώς, αυτή τη φορά δεν κατάφερα να αποτρέψω τον εξευτελισμό μου. Έτρεχα πέρα-δώθε σαν μικρό παιδί, φωνάζοντας ‘Κοίτα αυτό!’ και ‘Αχ, το θέλω!’, μπλεκόμουν στα πόδια ανυποψίαστων επισκεπτών και άγγιζα κρυφά την επισμαλτωμένη επιφάνεια των αζουλέζου, κοιτώντας ύστερα με πονηρό βλέμμα τους φύλακες. Ο δίχως έρμα εαυτός μου κατάντησε να διαπραγματεύεται με έναν άμοιρο τεχνίτη την αγορά ενός εκθέματος. Ήμουν τόσο παρανοϊκά επίμονος που, τελικά, υποχρεώθηκαν να μου υποδείξουν την έξοδο. Μέσα στην έντονη διαμαρτυρία μου, όμως, κατάφερα να τους αποσπάσω μια σπάνια έκδοση για την τέχνη του αζουλέζου που έχει πάψει πλέον να κυκλοφορεί. Σχεδόν, μου το δώρισαν.
Ο ενθουσιασμός μου για το σπάνιο βιβλίο δεν ήταν αρκετός, για να αντισταθμίσει την καταραμένη, την απώλεια του λατρεμένου μου αζουλέζου· αυτού με τα πουλάκια, το γαρύφαλλο και τον αγρότη. Καθώς αποχωρούσα ηττημένος και με σκυμμένο το κεφάλι, υπό τα χάχανα των φίλων μου που διασκέδαζαν με την αγωνία μου, άκουσα ξαφνικά φωνές. Γύρισα και είδα τον φύλακα να τρέχει προς το μέρος μου, κραδαίνοντας ένα κλειδί. Τελικά, εκείνο το κλειδί ήταν το κλειδί της ευτυχίας μου.
Attachments
-
37,4 KB Προβολές: 92