SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ταξίδι-Όνειρο
- Δεν ξέρω τώρα...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702t-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg[/IMG][/URL
Από τις πρώτες ώρες κιόλας, είχε γίνει σαφές σε όλους ότι δεν θα έφευγα από τη Λισσαβώνα, δίχως να αγοράσω πλακάκια. Προσποιούμουν ότι αναζητούσα κάποιο αυθεντικό ταβερνάκι, για να τους κατευνάσω, όμως στην πραγματικότητα βρισκόμουν σε απόλυτη εγρήγορση: έπρεπε να εντοπίσω όσο το δυνατόν περισσότερα μαγαζιά αζουλέζου μπορούσα. Έμπαινα στο ένα, έβγαινα από το άλλο. Και, κάπως έτσι, αργά αλλά μεθοδικά, κρατούσα πια στα χέρια μου τρεις σακούλες από τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά. Είχα φροντίσει να αγοράσω πλακάκια με σκηνές αγροτικής εργασίας, πλακάκια με αραβουργήματα, πλακάκια με μαυριτανικές επιδράσεις, μπλε-άσπρα πλακάκια, μια μολυβοθήκη από αζουλέζου, μία θήκη για χαρτικά από αζουλέζου, ένα κάλυμμα βρύσης από αζουλέζου… Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ακριβώς αγόρασα ένα κάλυμμα βρύσης, πάντως είναι πολύ ωραίο.
Εν τέλει, αποφάσισα να καθίσω σε ένα καταγώγιο του Μπάιρου Άλτου αγκαλιά με τα πλακάκια μου. Επί δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή μείναμε σε αυτό το ταβερνάκι, μιλούσα για τα αζουλέζου, χωρίς να αντιλαμβάνομαι πόσο ενοχλητικός είμαι. Κρίνοντας εκ των υστέρων, ήμουν τόσο ενοχλητικός, ώστε ο φίλος μου χρονομέτρησε με ακρίβεια το χρόνο που περάσαμε στο καταγώγιο: ήταν ακριβώς δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα.
Μιλούσα για όλα τα πλακάκια εν γένει, αλλά και για τα δικά μου πλακάκια. Για το πώς τα πορτογαλικά αζουλέζου δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τα ισπανικά αζουλέχος και πώς τα πλακάκια του Ντελφτ έχουν καλύτερη εφυάλωση, μικρότερη όμως γεύση παράδοσης, για το πώς είχα ακούσει ότι και στη Μπρυζ πωλούνται πλακάκια του Ντελφτ, θα έπρεπε όμως να πωλούνται και αζουλέζου. Προσοχή: όχι αζουλέχος· αζουλέζου. Φυσικά, την ακατάσχετη φλυαρία μου θα την πλήρωνα ακριβά.
Η Λισσαβώνα παρέμενε αποτραβηγμένη και ανοίκεια, όσο και αν αγκομαχούσα να τη βρω, να της μιλήσω. Βρισκόταν σμπαραλιασμένη μέσα σε ένα σύννεφο θρυψάλλων και σκόνης· και ό,τι είχε απομείνει ήταν κι αυτό εύθραυστο, θαρρείς φτιαγμένο από αζουλέζου. Περπατούσα σε ένα σοκάκι, παρατηρώντας τις νοικοκυρές να συζητάνε από κάτι υψοφοβικά μπαλκόνια, όταν συνέβη. Ένα στρώμα από ομίχλη, παχύ και άτεγκτο, κατέβαινε από ψηλά και σκέπαζε το Μπάιρου Άλτου κι εμένα μαζί. Είχα σηκώσει το κεφάλι μου και το κοίταζα να κατεβαίνει ανυποχώρητο. Με πλησίαζε, με πλησίαζε, με πλησίαζε και κάποια στιγμή με έφτασε και με κατάπιε. Είχα αρχίσει να τρέμω, όμως δεν ήταν κλειστοφοβία, όχι. Ήταν ένα κατευναστικό τρέμουλο, σημάδι μιας ιερής στιγμής. Η Λισσαβώνα ήταν αποφασισμένη να αφυπνίσει τις μεταφυσικές μου αγωνίες. Αποτίναξα τις ανατολικές σαχλαμάρες από το μυαλό μου και επέβαλα στον εαυτό μου να συνέλθει: δεν βρισκόμουν εκεί για διαλογισμό.
Η μέρα τελείωνε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το Μπάιρου Άλτου. Η παρέα μου, όμως, μπορούσε να με εγκαταλείψει και, φυσικά, το έκανε. Όχι, βέβαια, προτού τους φορτώσω τις σακούλες με τα πλακάκια μου. Αλαφρωμένος από το βάρος, ήμουν αποφασισμένος να διεισδύσω σε αυτό το μυστηριακό μέρος. Προχωρούσα με ταχύ ρυθμό, σαν να είχα κάποιο στόχο, κάποιο ραντεβού. Έστριβα χωρίς να σκέφτομαι, έκλεινα και τα μάτια μου, για να χαθώ παντελώς στο λαβύρινθο της άνω πόλης. Πάλευα για να απεκδυθώ αυτής της εγγενούς αίσθησης προσανατολισμού που με εμπόδιζε να απορροφηθώ. Είχα χάσει τον εαυτό μου· φοβόμουν ότι είχα αρχίσει να ασπάζομαι τον ινδουισμό. Αντί, όμως, να ασπαστώ τον ινδουισμό, κατέληξα να ασπάζομαι μια κοπέλα σε ένα χαμετυπείο που βαυκαλιζόταν ότι είναι ντίσκο και επιπλέον ήταν και παράνομο. Τελικά, η κατρακύλα δεν έχει όρια. Ανεξήγητο πώς, θυμήθηκα πάλι τον Σίσυφο.
Καθώς παραπατούσα στα σοκάκια, ένας μεγαλόσωμος τύπος άνοιξε μια πόρτα και με παρέσυρε μέσα. Αργότερα, μου εξήγησε πως με είχε περάσει για κάποιον άλλο. Με πέταξαν, ξάφνου, σε ένα ξέφρενο –παράνομο- πάρτυ μέσα σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της περιοχής. Μου σφήνωσαν και ένα ποτήρι στο χέρι, μου φώναξαν και κάτι στα πορτογαλικά. Δεν θα πω, όμως, άλλα.
Εν τέλει, αποφάσισα να καθίσω σε ένα καταγώγιο του Μπάιρου Άλτου αγκαλιά με τα πλακάκια μου. Επί δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή μείναμε σε αυτό το ταβερνάκι, μιλούσα για τα αζουλέζου, χωρίς να αντιλαμβάνομαι πόσο ενοχλητικός είμαι. Κρίνοντας εκ των υστέρων, ήμουν τόσο ενοχλητικός, ώστε ο φίλος μου χρονομέτρησε με ακρίβεια το χρόνο που περάσαμε στο καταγώγιο: ήταν ακριβώς δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα.
Μιλούσα για όλα τα πλακάκια εν γένει, αλλά και για τα δικά μου πλακάκια. Για το πώς τα πορτογαλικά αζουλέζου δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τα ισπανικά αζουλέχος και πώς τα πλακάκια του Ντελφτ έχουν καλύτερη εφυάλωση, μικρότερη όμως γεύση παράδοσης, για το πώς είχα ακούσει ότι και στη Μπρυζ πωλούνται πλακάκια του Ντελφτ, θα έπρεπε όμως να πωλούνται και αζουλέζου. Προσοχή: όχι αζουλέχος· αζουλέζου. Φυσικά, την ακατάσχετη φλυαρία μου θα την πλήρωνα ακριβά.
Η Λισσαβώνα παρέμενε αποτραβηγμένη και ανοίκεια, όσο και αν αγκομαχούσα να τη βρω, να της μιλήσω. Βρισκόταν σμπαραλιασμένη μέσα σε ένα σύννεφο θρυψάλλων και σκόνης· και ό,τι είχε απομείνει ήταν κι αυτό εύθραυστο, θαρρείς φτιαγμένο από αζουλέζου. Περπατούσα σε ένα σοκάκι, παρατηρώντας τις νοικοκυρές να συζητάνε από κάτι υψοφοβικά μπαλκόνια, όταν συνέβη. Ένα στρώμα από ομίχλη, παχύ και άτεγκτο, κατέβαινε από ψηλά και σκέπαζε το Μπάιρου Άλτου κι εμένα μαζί. Είχα σηκώσει το κεφάλι μου και το κοίταζα να κατεβαίνει ανυποχώρητο. Με πλησίαζε, με πλησίαζε, με πλησίαζε και κάποια στιγμή με έφτασε και με κατάπιε. Είχα αρχίσει να τρέμω, όμως δεν ήταν κλειστοφοβία, όχι. Ήταν ένα κατευναστικό τρέμουλο, σημάδι μιας ιερής στιγμής. Η Λισσαβώνα ήταν αποφασισμένη να αφυπνίσει τις μεταφυσικές μου αγωνίες. Αποτίναξα τις ανατολικές σαχλαμάρες από το μυαλό μου και επέβαλα στον εαυτό μου να συνέλθει: δεν βρισκόμουν εκεί για διαλογισμό.
Η μέρα τελείωνε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το Μπάιρου Άλτου. Η παρέα μου, όμως, μπορούσε να με εγκαταλείψει και, φυσικά, το έκανε. Όχι, βέβαια, προτού τους φορτώσω τις σακούλες με τα πλακάκια μου. Αλαφρωμένος από το βάρος, ήμουν αποφασισμένος να διεισδύσω σε αυτό το μυστηριακό μέρος. Προχωρούσα με ταχύ ρυθμό, σαν να είχα κάποιο στόχο, κάποιο ραντεβού. Έστριβα χωρίς να σκέφτομαι, έκλεινα και τα μάτια μου, για να χαθώ παντελώς στο λαβύρινθο της άνω πόλης. Πάλευα για να απεκδυθώ αυτής της εγγενούς αίσθησης προσανατολισμού που με εμπόδιζε να απορροφηθώ. Είχα χάσει τον εαυτό μου· φοβόμουν ότι είχα αρχίσει να ασπάζομαι τον ινδουισμό. Αντί, όμως, να ασπαστώ τον ινδουισμό, κατέληξα να ασπάζομαι μια κοπέλα σε ένα χαμετυπείο που βαυκαλιζόταν ότι είναι ντίσκο και επιπλέον ήταν και παράνομο. Τελικά, η κατρακύλα δεν έχει όρια. Ανεξήγητο πώς, θυμήθηκα πάλι τον Σίσυφο.
Καθώς παραπατούσα στα σοκάκια, ένας μεγαλόσωμος τύπος άνοιξε μια πόρτα και με παρέσυρε μέσα. Αργότερα, μου εξήγησε πως με είχε περάσει για κάποιον άλλο. Με πέταξαν, ξάφνου, σε ένα ξέφρενο –παράνομο- πάρτυ μέσα σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της περιοχής. Μου σφήνωσαν και ένα ποτήρι στο χέρι, μου φώναξαν και κάτι στα πορτογαλικά. Δεν θα πω, όμως, άλλα.
Attachments
-
37,4 KB Προβολές: 92