Πορτογαλία Ξεχασμένα πορτοκάλια

SPROM

Member
Μηνύματα
774
Likes
177
Επόμενο Ταξίδι
Εξεταστική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Δεν ξέρω τώρα...

Η Λισσαβώνα κατέτρυχε τα όνειρά μου. Ένας εφιάλτης σαν αυτούς που διαβάζεις στο Δάντη και βλέπεις στον Μπος ήταν για μένα η Λισσαβώνα. Για μία περίοδο της ζωής μου, ακόμα και οι αφρικανικές μάσκες μου φώναζαν το όνομά της.
Είναι μερικές φορές που έτσι ανεξήγητα, σαν από μια αλλόκοτη παρόρμηση, λατρεύεις μία λέξη: Λισσαβώνα. Lisboa. ‘Μα, τι μαγεία’ σκεφτόμουν στο άκουσμά της. Ίσως φταίει ο νυγμός των συμφώνων· ίσως πάλι είναι αυτή η κατάληξη: το ωμέγα την κάνει μεγαλειώδη.
Η Λισσαβώνα γέμιζε το στόμα μου με σάλιο, όπως το πορτοκάλι. Άλλος ένας συνειρμός που ξέσκιζε τις αισθήσεις μου. Το έπιανα το πορτοκάλι, μύριζα τη φλούδα του, τρυπούσα τη σάρκα του με τα δόντια μου και το ξινό υγρό έβρεχε τη γλώσσα μου, χωνόταν από κάτω και με γαργαλούσε, στένευα τα μάτια μου από την ξινίλα. Όλα αυτά, εξαιτίας της Πορτογαλίας, αυτής της λέξης. Σαχλός συνειρμός, ναι. Ουδεμία σχέση έχει η Πορτογαλία με τα πορτοκάλια. Ακόμα και τώρα, όμως, καθώς γράφω αυτήν εδώ την ιστορία, γυροφέρνω τη γλώσσα μέσα στο στόμα και καταπίνω ακατάσχετα.
Θυμάμαι να αναριγώ διαβάζοντας τον Alexander Search. Τι επίθετο κι αυτό… Με τσιγκλούσε αλύπητα. Με προέτρεπε να ψάξω, να αναζητήσω, να τη βρω τη Λισσαβώνα μου. ‘Το όραμα θέλεις να δεις και υποφέρεις όντας τυφλός’ μου ψιθύριζε κι εγώ υπέφερα. Θυμόμουν έπειτα τον Χόντεν Κώλφηλντ: Αυτό που μου τη δίνει στ' αλήθεια είναι ένα βιβλίο που, άμα τελειώσεις να το διαβάζεις, θα 'θελες να 'χεις φιλαράκο σου το συγγραφέα που το 'γραψε, και να μπορείς να τον παίρνεις τηλέφωνο όποτε σου κάνει όρεξη. Άκριβώς έτσι ένιωθα κι εγώ! Ήθελα να σηκώσω το τηλέφωνο και να πω στον Alexander Search, να τον ρωτήσω, να του ζητήσω να μου εκμυστηρευθεί το όραμά μου. ‘Τι πράγμα στα πράγματα ψάχνεις;’ με ρωτούσε ύστερα αυτός κι εγώ μπορούσα μόνο να αρθρώσω ‘Λισσαβώνα’.

Κατέβηκα γρήγορα στο υπόγειο, τράβηξα απότομα την αγαπημένη μου μπλε βαλίτσα, γκρεμίζοντας τον πύργο από βαλίτσες που στηριζόταν επάνω της. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, πέταξα μέσα τρεις-τέσσερις αλλαξιές και ένα ζευγάρι παπούτσια, το τσαντάκι με την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα. Το ξυπνητήρι μου είχε αργήσει να χτυπήσει και το ταξί απ’έξω κόρναρε ασταμάτητα σε διαμαρτυρία. Έτρεχα να προλάβω υπό τη μουσική συνοδεία των κραυγών των υπολοίπων που ορίονταν για την ανεπιθύμητη καθυστέρηση. Εκσφενδόνισα άρον-άρον τη βαλίτσα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και τότε το θυμήθηκα. Όχι, δεν θα έφευγα χωρίς αυτό. Άρθρωσα μια γρήγορη δικαιολογία που δεν φάνηκαν να αντιλαμβάνονται, αν κρίνω από τη μπερδεμένη τους έκφραση, και επέστρεψα στο σπίτι. Ανέβηκα τα σκαλιά δύο-δύο, πήγα να πέσω, αλλά κρατήθηκα από την κουπαστή, με αποτέλεσμα να σκίσω ελαφρώς το ρούχο μου. Άρπαξα τα ποιήματά του από το θρανίο μου και επέστρεψα στο ταξί. Το ταξίδι μου μπορούσε τώρα να αρχίσει.
 

Attachments

canf

Member
Μηνύματα
735
Likes
218
Επόμενο Ταξίδι
Ολλανδία
Ονειρεμένο Ταξίδι
Γύρος Ισπανίας
:reading: go onnnn!!!!!!

γραφεις σουπερρρ:clap:
 

tripakias

Member
Μηνύματα
7.973
Likes
12.020
Επόμενο Ταξίδι
Άγιος Μαυρίκιος
Ονειρεμένο Ταξίδι
Εκεί
.

Η Λισσαβώνα γέμιζε το στόμα μου με σάλιο, όπως το πορτοκάλι. Άλλος ένας συνειρμός που ξέσκιζε τις αισθήσεις μου. Το έπιανα το πορτοκάλι, μύριζα τη φλούδα του, τρυπούσα τη σάρκα του με τα δόντια μου και το ξινό υγρό έβρεχε τη γλώσσα μου, χωνόταν από κάτω και με γαργαλούσε, στένευα τα μάτια μου από την ξινίλα. Όλα αυτά, εξαιτίας της Πορτογαλίας, αυτής της λέξης. Σαχλός συνειρμός, ναι. Ουδεμία σχέση έχει η Πορτογαλία με τα πορτοκάλια. Ακόμα και τώρα, όμως, καθώς γράφω αυτήν εδώ την ιστορία, γυροφέρνω τη γλώσσα μέσα στο στόμα και καταπίνω ακατάσχετα.
Αηδιασα!!! Ωραια η γραφη σου, μα ασε τα πορτοκαλια, βγηκαν οι φραουλες...

ΥΓ Εχεις στο σπιτι σου θρανιο;
 

SPROM

Member
Μηνύματα
774
Likes
177
Επόμενο Ταξίδι
Εξεταστική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Δεν ξέρω τώρα...
Το αεροδρόμιο της Λισσαβώνας ήταν πολύ συμπαθητικό: το γλυκό αεροδρόμιο μιας γλυκιάς πόλης. Η ξύλινη επένδυση σε σημεία και η πράσινη εντύπωση από τους φοίνικες μου έφεραν στον νου το αεροδρόμιο της Κουάλα Λουμπούρ. Όμως, τι σχέση μπορεί να έχει η μητροπολιτική Κουαλα με την πτωχή, την πνευματική Λισσαβώνα; Καμία. Μπήκαμε στο ταξί για την πόλη. Ήταν εντυπωσιακά φθηνό: θα κινούμασταν μόνο με ταξί, λοιπόν.
Η πόλη ήταν περίεργη εκείνο το βροχερό πρωινό. Δεν μου θύμιζε τίποτα γνωστό, είχε λιγοστό κόσμο: είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν στο ευρωπαϊκό nowhere. Τα χέρια μου ίδρωναν από την απογοήτευση. Θα μέναμε στο LX Boutique Hotel, στα όρια ανάμεσα στη Μπαϊξα και το Μπάιρου Άλτου και πάνω στα νερά της πόλης. Το δωμάτιο ήταν μινιόν. Με κέρδισε αμέσως. Τα πράγματα είχαν ήδη αρχίσει να φτιάχνουν. Περιμέναμε λίγο ώσπου να μπει για τα καλά η μέρα και έπειτα ξεκινήσαμε τη βόλτα. Η πρώτη εντύπωση που είχα ήταν αυτή της εγκαταλελειμμένης πολιτείας. Μα, πού είχαν πάει όλοι; Μήπως ήταν κάπου κρυμμένοι; Είχα την αίσθηση ότι μέσα στα ετοιμόρροπα, γήινα, ξεχασμένα κτίρια και πίσω από τα σπασμένα παράθυρα και τους υγρούς τοίχους κρύβονταν οι κάτοικοι. Η Λισσαβώνα ήταν τρομαγμένη.
Καθώς σκαρφάλωνα την ανηφόρα με τα αζουλέζου, πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου μια μικρή σύναξη στα δεξιά. Μπορούσα να διακρίνω τον μπρούντζο του γλυπτού από εκείνη την απόσταση. Πλησίασα και κοίταξα προσεχτικά. Ήταν μέτριο, σμιλεμένο για τουριστικούς σκοπούς. Κανείς δεν κατοικούσε μέσα σε εκείνο το μπρούντζο. Ούτε ο Alexander Search, ούτε ο Ricardo Reis, ούτε ο Alvaro de Campos, ούτε κι ο Bernando Soares. Απέστρεψα το βλέμμα μου και πρόσεξα την επιγραφή στην είσοδο του καφέ. ‘Brasileira’. ‘Ώστε, αυτό είναι, λοιπόν’ σκέφτηκα. Παραμέρισα την κοπέλα που φωτογραφιζόταν με το γλυπτό και μπήκα μέσα. Δεν θα πω τίποτα άλλο.
Συνέχισα, περπατώντας στους στενούς ανηφορικούς δρόμους και εικόνες από τις Κυκλάδες αναπηδούσαν μέσα στο μυαλό μου. Παρατήρησα έναν κύριο από το αεροπλάνο μου να αγοράζει έναν λουκουμά και έπειτα να μπαίνει σε ένα φαρμακείο. Το φαρμακείο είχε ξύλινη επένδυση και μια παλιά ζυγαριά.
Πήρα το σιδερένιο ασανσέρ της Σάντα Ζούστα και ανέβηκα ψηλά στο Μπάιρου Άλτου. Ξετρύπωσα ένα χαμετυπείο μέσα σε ένα εργοτάξιο και κάθισα για να παρατηρήσω τους ντόπιους. Εκεί, μια γυναίκα με τεράστιο στήθος ξεφώνιζε σε έναν μεσήλικα μεθύστακα που είχε λόξυγγα και έφτυνε σάλιο στα πλακάκια του πατώματος. Ο μαγαζάτορας, ένας αξύριστος πενηντάρης, κρατούσε μια τρισάθλια πετσέτα και ξεσκόνιζε τα βρώμικα ποτήρια του. Μόλις άγγιζα το ποτήρι στα χείλη μου, μία ταγγή αίσθηση με κατέκλυζε και μπορούσα να νιώσω το αντανακλαστικό του εμέτου μου να ερεθίζεται. Η γυναίκα στριφογυρνούσε πέρα-δώθε ουρλιάζοντας διαταγές και τα στήθη της χοροπηδούσαν τόσο που ζαλίστηκα. Αποφάσισα ότι η εμπειρία ήταν υπερβολικά κλισέ για το γούστο μου και αποχώρησα σε αναζήτηση αέρα και τροφής.
Η Μεσόγειος, όμως, θα ξαναχτυπούσε.
 

SPROM

Member
Μηνύματα
774
Likes
177
Επόμενο Ταξίδι
Εξεταστική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Δεν ξέρω τώρα...
Από τις πρώτες ώρες κιόλας, είχε γίνει σαφές σε όλους ότι δεν θα έφευγα από τη Λισσαβώνα, δίχως να αγοράσω πλακάκια. Προσποιούμουν ότι αναζητούσα κάποιο αυθεντικό ταβερνάκι, για να τους κατευνάσω, όμως στην πραγματικότητα βρισκόμουν σε απόλυτη εγρήγορση: έπρεπε να εντοπίσω όσο το δυνατόν περισσότερα μαγαζιά αζουλέζου μπορούσα. Έμπαινα στο ένα, έβγαινα από το άλλο. Και, κάπως έτσι, αργά αλλά μεθοδικά, κρατούσα πια στα χέρια μου τρεις σακούλες από τέσσερα διαφορετικά μαγαζιά. Είχα φροντίσει να αγοράσω πλακάκια με σκηνές αγροτικής εργασίας, πλακάκια με αραβουργήματα, πλακάκια με μαυριτανικές επιδράσεις, μπλε-άσπρα πλακάκια, μια μολυβοθήκη από αζουλέζου, μία θήκη για χαρτικά από αζουλέζου, ένα κάλυμμα βρύσης από αζουλέζου… Ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ακριβώς αγόρασα ένα κάλυμμα βρύσης, πάντως είναι πολύ ωραίο.
Εν τέλει, αποφάσισα να καθίσω σε ένα καταγώγιο του Μπάιρου Άλτου αγκαλιά με τα πλακάκια μου. Επί δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή μείναμε σε αυτό το ταβερνάκι, μιλούσα για τα αζουλέζου, χωρίς να αντιλαμβάνομαι πόσο ενοχλητικός είμαι. Κρίνοντας εκ των υστέρων, ήμουν τόσο ενοχλητικός, ώστε ο φίλος μου χρονομέτρησε με ακρίβεια το χρόνο που περάσαμε στο καταγώγιο: ήταν ακριβώς δύο ώρες, δέκα λεπτά και σαράντα-τρία δευτερόλεπτα.
Μιλούσα για όλα τα πλακάκια εν γένει, αλλά και για τα δικά μου πλακάκια. Για το πώς τα πορτογαλικά αζουλέζου δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τα ισπανικά αζουλέχος και πώς τα πλακάκια του Ντελφτ έχουν καλύτερη εφυάλωση, μικρότερη όμως γεύση παράδοσης, για το πώς είχα ακούσει ότι και στη Μπρυζ πωλούνται πλακάκια του Ντελφτ, θα έπρεπε όμως να πωλούνται και αζουλέζου. Προσοχή: όχι αζουλέχος· αζουλέζου. Φυσικά, την ακατάσχετη φλυαρία μου θα την πλήρωνα ακριβά.
Η Λισσαβώνα παρέμενε αποτραβηγμένη και ανοίκεια, όσο και αν αγκομαχούσα να τη βρω, να της μιλήσω. Βρισκόταν σμπαραλιασμένη μέσα σε ένα σύννεφο θρυψάλλων και σκόνης· και ό,τι είχε απομείνει ήταν κι αυτό εύθραυστο, θαρρείς φτιαγμένο από αζουλέζου. Περπατούσα σε ένα σοκάκι, παρατηρώντας τις νοικοκυρές να συζητάνε από κάτι υψοφοβικά μπαλκόνια, όταν συνέβη. Ένα στρώμα από ομίχλη, παχύ και άτεγκτο, κατέβαινε από ψηλά και σκέπαζε το Μπάιρου Άλτου κι εμένα μαζί. Είχα σηκώσει το κεφάλι μου και το κοίταζα να κατεβαίνει ανυποχώρητο. Με πλησίαζε, με πλησίαζε, με πλησίαζε και κάποια στιγμή με έφτασε και με κατάπιε. Είχα αρχίσει να τρέμω, όμως δεν ήταν κλειστοφοβία, όχι. Ήταν ένα κατευναστικό τρέμουλο, σημάδι μιας ιερής στιγμής. Η Λισσαβώνα ήταν αποφασισμένη να αφυπνίσει τις μεταφυσικές μου αγωνίες. Αποτίναξα τις ανατολικές σαχλαμάρες από το μυαλό μου και επέβαλα στον εαυτό μου να συνέλθει: δεν βρισκόμουν εκεί για διαλογισμό.
Η μέρα τελείωνε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να εγκαταλείψω το Μπάιρου Άλτου. Η παρέα μου, όμως, μπορούσε να με εγκαταλείψει και, φυσικά, το έκανε. Όχι, βέβαια, προτού τους φορτώσω τις σακούλες με τα πλακάκια μου. Αλαφρωμένος από το βάρος, ήμουν αποφασισμένος να διεισδύσω σε αυτό το μυστηριακό μέρος. Προχωρούσα με ταχύ ρυθμό, σαν να είχα κάποιο στόχο, κάποιο ραντεβού. Έστριβα χωρίς να σκέφτομαι, έκλεινα και τα μάτια μου, για να χαθώ παντελώς στο λαβύρινθο της άνω πόλης. Πάλευα για να απεκδυθώ αυτής της εγγενούς αίσθησης προσανατολισμού που με εμπόδιζε να απορροφηθώ. Είχα χάσει τον εαυτό μου· φοβόμουν ότι είχα αρχίσει να ασπάζομαι τον ινδουισμό. Αντί, όμως, να ασπαστώ τον ινδουισμό, κατέληξα να ασπάζομαι μια κοπέλα σε ένα χαμετυπείο που βαυκαλιζόταν ότι είναι ντίσκο και επιπλέον ήταν και παράνομο. Τελικά, η κατρακύλα δεν έχει όρια. Ανεξήγητο πώς, θυμήθηκα πάλι τον Σίσυφο.
Καθώς παραπατούσα στα σοκάκια, ένας μεγαλόσωμος τύπος άνοιξε μια πόρτα και με παρέσυρε μέσα. Αργότερα, μου εξήγησε πως με είχε περάσει για κάποιον άλλο. Με πέταξαν, ξάφνου, σε ένα ξέφρενο –παράνομο- πάρτυ μέσα σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτήρια της περιοχής. Μου σφήνωσαν και ένα ποτήρι στο χέρι, μου φώναξαν και κάτι στα πορτογαλικά. Δεν θα πω, όμως, άλλα.
 

fenia42

Member
Μηνύματα
3.853
Likes
14.085
Επόμενο Ταξίδι
Азербайджан
Ονειρεμένο Ταξίδι
Γροιλανδία,Σβάλμπαρντ
γραφε γραφε !! και να το εκδωσεις, τα λες πολυ ωραια !!!!
 

SPROM

Member
Μηνύματα
774
Likes
177
Επόμενο Ταξίδι
Εξεταστική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Δεν ξέρω τώρα...
Το επόμενο πρωί, η ημικρανία ήρθε για να μου θυμίσει ότι κάθε πράξη έχει και συνέπειες. Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν κι αυτό γλυκό, με μπόλικα φρέσκα κρουασάν και Danish pastries και φρέσκο χυμό πορτοκάλι: τα πρώτα μου πορτοκάλια στη Λισσαβώνα.
Έξω από το ξενοδοχείο, ο ουρανός ήταν τόσο αναπάντεχα διαυγής που μπορούσα να δω την γέφυρα του Απριλίου και το αφιέρωμα στον Χριστό του Ρίο. Τα δυο τους μου υπενθύμιζαν τη συγγενική σχέση της Λισσαβώνας με την Αμερική. Μπορούσα να δω τον Βάσκο ντα Γκάμα να αποπλέει, μπορούσα να τον δω να ανακαλύπτει τη Λατινική Αμερική, τον έβλεπα να επιστρέφει με λογής-λογής λάφυρα.
Περπατώντας την πόλη, ανακάλυπτα όλο και περισσότερους πολιτισμούς αναμεμιγμένους με έναν τρόπο μη ευρωπαϊκό, με μία βιάση μεσογειακή, την ατζαμοσύνη του αισθηματία. Οι μαύροι Πορτογάλοι ήταν κι αυτοί εκεί, για να μου υπενθυμίζουν ότι κάποτε αυτή η πόλη χρησίμευε ως κόμβος ενός είδους ‘διαμετακομιστικού’ εμπορίου. Παρατηρούσα τη δομή της πόλης και φανταζόμουν ότι στην παραλιακή Πράσα ντου Κουμέρσιου θα γινόταν κάποτε το σκλαβοπάζαρο. Οι πρόγονοι αυτών των μαύρων Πορτογάλων κάποτε πουλήθηκαν σε αυτή την πλατεία. Δεν δοκίμασα ποτέ να διασταυρώσω τις υποψίες μου.
Από το υψόμετρο της Αλφάμα, η επαρχιωτική πολεοδομία της Λισσαβώνας λάμπει στον ήλιο. Άλλη μια χαοτική μεσογειακή πόλη, σκεφτόμουν. Εκεί, στην Αλφάμα, η νησιωτική αίσθηση ήταν ακόμα εντονότερη. Ασβεστωμένα σπιτάκια, στριμωγμένα το ‘να δίπλα στ’ άλλο, περικύκλωναν ανθούσες πορτοκαλιές. Κάπου-κάπου, ένα πορτοκάλι έπεφτε από το δέντρο και κατρακυλούσε στους κατηφορικούς δρόμους του λόφου. Μπήκα στον πειρασμό να ακολουθήσω ένα τέτοιο πορτοκάλι. Το ακολουθούσα αργά, μη εμποδίζοντας την περαιτέρω πτώση του, αγωνιώντας για το πού θα με βγάλει. Αισθανόμουν γελοίος που ακολουθούσα ένα κινούμενο πορτοκάλι, αλλά αυτό δεν με σταματούσε. Φυσικά, οι νόμοι της φυσικής δεν αστειεύονται: το πορτοκάλι με οδήγησε στο χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Χάρη σε ένα καπρίτσιο μου, έπρεπε τώρα να αναρριχηθώ στο λόφο από τη βάση του. Έβρισα λίγο, όταν το συνειδητοποίησα.
Καθώς ανέβαινα σιωπηλά και λαχανιασμένα την ανελέητη ανηφοριά, άκουσα σούσουρο πίσω μου. Μια σειρά από φωνές που μπλέκονταν μεταξύ τους αντηχούσε από τα παρακάτω δρομάκια και όλο και δυνάμωνε. Όποιοι και να ήταν , σίγουρα με πλησίαζαν. Στάθηκα και τους περίμενα. Καθώς η απόσταση που μας χώριζε μίκραινε, μπορούσα πια να διακρίνω το ηχόχρωμα των φωνών τους και είχα πεισθεί ότι επρόκειτο για μια παρέα μικρών αγοριών. Είχα δίκιο.
Τέσσερα μικρά αγοράκια με φαγωμένα αθλητικά παπουτσάκια εμφανίστηκαν στη γωνία κάτω μου, σπρώχνοντας μπροστά τους το αναπηρικό καρότσι με τη γιαγιά τους. Τα αγοράκια έβγαζαν ήχους, μιμούμενα το σφύριγμα του τρένου και η γιαγιά γελούσε και τους μιλούσε στα πορτογαλικά. Κόλλησα το σώμα μου στον τοίχο για να τους αφήσω να περάσουν, σκεπτόμενος ότι πρέπει να καταγράψω αυτή τη σκηνή οπωσδήποτε. Ύστερα, αφού τους επέτρεψα να προηγηθούν κάποια μέτρα, τους ακολούθησα βουβά.
Η ανάβαση με παρέα ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Όποτε σταματούσαν εκείνοι, σταματούσα κι εγώ λίγο πιο κάτω και με μια μικρή χρονική διαφορά, ώστε να διασκεδάσω τις υποψίες ότι τους παρακολουθούσα που είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται εμφανείς. Κάθε λίγα λεπτά, ένα παιδάκι έστρεφε το κεφάλι του προς τα πίσω και με κάρφωνε με τα μάτια του, δείχνοντας ενοχλημένο. Τελικά, αποφάσισα να μην υποκύψω άλλο στην αδιακρισία μου και να τους αποδεσμεύσω από το βάρος μου.
Τα σοκάκια και η εξάντλησή μου με οδηγούσαν και πάλι στην κεντρική πλατεία, το χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Στο δρόμο για εκεί, πρόσεξα ότι όλοι οι Πορτογάλοι είχαν από ένα μικρό σκυλάκι με λουρί, παρατήρησα μια έφηβη κοπέλα με σπυριά που καθόταν στο πλακόστρωτο και έπαιζε σε ένα λαπτοπ και ένα καφενείο για μεθύστακες που έζεχνε από μακρυά. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι έκανα, έστριψα σε ένα δρομάκι ανηφορικό που με έβγαλε σε μία αυλή, σαν αίθριο, με αμπέλια και χρωματιστά κονφετί και γιρλάντες. Κάτω από τα σταφύλια, καθόταν ένα ζευγάρι Άγγλων και έγλυφε από τα δάκτυλά του τη σάλτσα που είχαν αφήσει κάτι κατακόκκινες καραβίδες. Η ταβέρνα λεγόταν Λαουτάσκου. Καλύτερα, όμως, να μην πω άλλα.
 

canf

Member
Μηνύματα
735
Likes
218
Επόμενο Ταξίδι
Ολλανδία
Ονειρεμένο Ταξίδι
Γύρος Ισπανίας
το καλο που σου θελω να τα πεις οοοολααα!!!
 

anny

Member
Μηνύματα
3.423
Likes
1.791
Επόμενο Ταξίδι
Ιστρια
Ονειρεμένο Ταξίδι
γύρος του κόσμου
Πολύ μου αρέσει να βλέπω εικόνες μέσα από τα μάτια των άλλων για τις αγαπημένες μου πόλεις και να τις συγκρίνω με τις δικές μου.

Η Λισσαβώνα είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση. Είχα μεγάλη λαχτάρα να τη δω μετά από όσα είχα διαβάσει και είχα φανταστεί στο μυαλό μου. 'Οταν πρωτοπήγα απλά μου άρεσε, όταν ξαναπήγα ένιωσα ότι την ξαναβρήκα, τώρα νιώθω ότι απλά μου λείπει και πρέπει να την ξανασυναντήσω.

Και μια μικρή σημείωση για την ιστορία σου. Η Λισσαβώνα και η Πορτογαλία γενικότερα, δεν έχουν καμία σχέση με τη Μεσόγειο, όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Ο αέρας του ατλαντικού είναι που κάνει μάλλον ....τη ζημιά. :D
 

SPROM

Member
Μηνύματα
774
Likes
177
Επόμενο Ταξίδι
Εξεταστική
Ονειρεμένο Ταξίδι
Δεν ξέρω τώρα...
Η Λισσαβώνα μου έδινε την εντύπωση μιας πόλης ξεχασμένης. Κάποιος την είχε ξεχάσει, τη Λισσαβώνα… Όλος ο κόσμος προχωρούσε, αλλά η Λισσαβώνα παρέμενε εκεί… ξεχασμένη. Μετά από μέρες, η πόλη εξακολουθούσε να φαντάζει ανοίκεια. Η Λισσαβώνα ήταν κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Μου δημιουργούσε συνεχώς την εντύπωση ότι μοιάζει με τη Λατινική Αμερική. Κάπως έτσι φανταζόμουν και την Κούβα. Βρισκόμουν σε μία αδιάλειπτη διαδικασία ανεύρεσης, σκαλίσματος. Αυτή η πόλη με προκαλούσε να την ανακαλύψω. Από πού προερχόταν, άραγε; Το μόνο για το οποίο ήμουν σίγουρος ήταν ότι η Λισσαβώνα δεν ήταν μια ευρωπαϊκή πόλη. Η Λισσαβώνα δεν έμοιαζε καν με τις μεσογειακές πόλεις. Από πού ήρθε, λοιπόν; Ποιοι είναι οι όμοιοί της; Η Λισσαβώνα ήταν αμφιλεγόμενη.
Μέσα μου, η εμπειρία αυτή καταγραφόταν ως ένα μακρινό ταξίδι. Η πόλη μού έδινε τέτοια εντύπωση. Σαν να είχα φτάσει κάπου απομακρυσμένα, κρυφά από τον υπόλοιπο κόσμο. Όχι μόνο μακρινό, αλλά και εξωτικό ταξίδι ήταν για μένα η Λισσαβώνα.
Δεν είχα καμία διάθεση να επισκεφθώ τα μουσεία της και αυτό δεν ήταν καθαρά από σνομπισμό. Οπουδήποτε μπορεί να βρεθεί κάτι μικρό και όμορφο. Απλώς, η πόλη με τραβούσε. Δεν χόρταινα να περνάω μπροστά από το Νικολά, να κάθομαι και να τρώω γλυκάκια και ύστερα να περπατάω πάλι τον κεντρικό δρόμο για την παραλία. Αμέτρητες φορές έκανα αυτή τη διαδρομή και θα μπορούσα πολλές ακόμη.
Η περιέργειά μου, όμως, με οδήγησε τελικά σε αυτό το μουσείο με το εξωτικό όνομα. Από το όνομα Gulbenkian καταλαβαίνει κανείς ότι επρόκειτο για Αρμένιο. Εκ των υστέρων, όμως, διάβασα ότι είχε γεννηθεί στην Ιστάμπουλ. Μέχρι και τώρα, τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω μάθει ποια ήταν τελικώς η καταγωγή αυτού του ανθρώπου. Το μουσείο βρισκόταν σε ένα μέρος μάλλον απόμερο και έμοιαζε με γιαπωνέζικο σπίτι. Η συλλογή δεν ήταν σπουδαία κι έτσι αξιοποίησα το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου για να ζηλέψω με την ησυχία μου τις εγκαταστάσεις. Ώσπου να έρθει η ώρα για να φύγω, η ζήλεια είναι θεριέψει τόσο που ήμουν στα πρόθυρα διεξαγωγής ενός ιερού πολέμου προκειμένου να αποκτήσω εκείνο το κτίριο. Ως ένδειξη μεγαθυμίας, όμως, σκόπευα να παραχωρήσω τη συλλογή στο κράτος της Πορτογαλίας και να παρακρατήσω μόνον τα κινέζικα κουτιά που τόσο μου είχαν αρέσει. Εν τέλει, ο πόλεμος αποσοβήθηκε.
Η μαχητική μου διάθεση, όμως, παρέμεινε και η επιθυμία κυριάρχησης ενός μουσείου επανήλθε στο προσκήνιο, όταν αντίκρισα το εθνικό μουσείο αζουλέζου. Στεγασμένο σε ένα κτίριο που έσταζε από την υγρασία, με ραγισμένους τοίχους και πορτοκαλιές στην αυλή, τραγουδούσε την εγκατάλειψη. Δυστυχώς, αυτή τη φορά δεν κατάφερα να αποτρέψω τον εξευτελισμό μου. Έτρεχα πέρα-δώθε σαν μικρό παιδί, φωνάζοντας ‘Κοίτα αυτό!’ και ‘Αχ, το θέλω!’, μπλεκόμουν στα πόδια ανυποψίαστων επισκεπτών και άγγιζα κρυφά την επισμαλτωμένη επιφάνεια των αζουλέζου, κοιτώντας ύστερα με πονηρό βλέμμα τους φύλακες. Ο δίχως έρμα εαυτός μου κατάντησε να διαπραγματεύεται με έναν άμοιρο τεχνίτη την αγορά ενός εκθέματος. Ήμουν τόσο παρανοϊκά επίμονος που, τελικά, υποχρεώθηκαν να μου υποδείξουν την έξοδο. Μέσα στην έντονη διαμαρτυρία μου, όμως, κατάφερα να τους αποσπάσω μια σπάνια έκδοση για την τέχνη του αζουλέζου που έχει πάψει πλέον να κυκλοφορεί. Σχεδόν, μου το δώρισαν.
Ο ενθουσιασμός μου για το σπάνιο βιβλίο δεν ήταν αρκετός, για να αντισταθμίσει την καταραμένη, την απώλεια του λατρεμένου μου αζουλέζου· αυτού με τα πουλάκια, το γαρύφαλλο και τον αγρότη. Καθώς αποχωρούσα ηττημένος και με σκυμμένο το κεφάλι, υπό τα χάχανα των φίλων μου που διασκέδαζαν με την αγωνία μου, άκουσα ξαφνικά φωνές. Γύρισα και είδα τον φύλακα να τρέχει προς το μέρος μου, κραδαίνοντας ένα κλειδί. Τελικά, εκείνο το κλειδί ήταν το κλειδί της ευτυχίας μου.
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.108
Μηνύματα
880.545
Μέλη
38.837
Νεότερο μέλος
koliswa

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom