SPROM
Member
- Μηνύματα
- 774
- Likes
- 177
- Επόμενο Ταξίδι
- Εξεταστική
- Ταξίδι-Όνειρο
- Δεν ξέρω τώρα...
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο
- Κεφάλαιο 3ο
- Κεφάλαιο 4ο
- Κεφάλαιο 5ο
- Κεφάλαιο 6ο
- Φωτογραφίες][URL="http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg"][IMG]http://www.travelstories.gr/attachments/%F4%E1%EE%E9%E4%E9%F9%F4%E9%EA%DD%F2-%E9%F3%F4%EF%F1%DF%E5%F2-%F3%E5-%E5%EE%DD%EB%E9%EE%E7/7546d1300660702t-%EE%E5%F7%E1%F3%EC%DD%ED%E1-%F0%EF%F1%F4%EF%EA%DC%EB%E9%E1-alfama-jpg[/IMG][/URL
Το επόμενο πρωί, η ημικρανία ήρθε για να μου θυμίσει ότι κάθε πράξη έχει και συνέπειες. Το πρωινό στο ξενοδοχείο ήταν κι αυτό γλυκό, με μπόλικα φρέσκα κρουασάν και Danish pastries και φρέσκο χυμό πορτοκάλι: τα πρώτα μου πορτοκάλια στη Λισσαβώνα.
Έξω από το ξενοδοχείο, ο ουρανός ήταν τόσο αναπάντεχα διαυγής που μπορούσα να δω την γέφυρα του Απριλίου και το αφιέρωμα στον Χριστό του Ρίο. Τα δυο τους μου υπενθύμιζαν τη συγγενική σχέση της Λισσαβώνας με την Αμερική. Μπορούσα να δω τον Βάσκο ντα Γκάμα να αποπλέει, μπορούσα να τον δω να ανακαλύπτει τη Λατινική Αμερική, τον έβλεπα να επιστρέφει με λογής-λογής λάφυρα.
Περπατώντας την πόλη, ανακάλυπτα όλο και περισσότερους πολιτισμούς αναμεμιγμένους με έναν τρόπο μη ευρωπαϊκό, με μία βιάση μεσογειακή, την ατζαμοσύνη του αισθηματία. Οι μαύροι Πορτογάλοι ήταν κι αυτοί εκεί, για να μου υπενθυμίζουν ότι κάποτε αυτή η πόλη χρησίμευε ως κόμβος ενός είδους ‘διαμετακομιστικού’ εμπορίου. Παρατηρούσα τη δομή της πόλης και φανταζόμουν ότι στην παραλιακή Πράσα ντου Κουμέρσιου θα γινόταν κάποτε το σκλαβοπάζαρο. Οι πρόγονοι αυτών των μαύρων Πορτογάλων κάποτε πουλήθηκαν σε αυτή την πλατεία. Δεν δοκίμασα ποτέ να διασταυρώσω τις υποψίες μου.
Από το υψόμετρο της Αλφάμα, η επαρχιωτική πολεοδομία της Λισσαβώνας λάμπει στον ήλιο. Άλλη μια χαοτική μεσογειακή πόλη, σκεφτόμουν. Εκεί, στην Αλφάμα, η νησιωτική αίσθηση ήταν ακόμα εντονότερη. Ασβεστωμένα σπιτάκια, στριμωγμένα το ‘να δίπλα στ’ άλλο, περικύκλωναν ανθούσες πορτοκαλιές. Κάπου-κάπου, ένα πορτοκάλι έπεφτε από το δέντρο και κατρακυλούσε στους κατηφορικούς δρόμους του λόφου. Μπήκα στον πειρασμό να ακολουθήσω ένα τέτοιο πορτοκάλι. Το ακολουθούσα αργά, μη εμποδίζοντας την περαιτέρω πτώση του, αγωνιώντας για το πού θα με βγάλει. Αισθανόμουν γελοίος που ακολουθούσα ένα κινούμενο πορτοκάλι, αλλά αυτό δεν με σταματούσε. Φυσικά, οι νόμοι της φυσικής δεν αστειεύονται: το πορτοκάλι με οδήγησε στο χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Χάρη σε ένα καπρίτσιο μου, έπρεπε τώρα να αναρριχηθώ στο λόφο από τη βάση του. Έβρισα λίγο, όταν το συνειδητοποίησα.
Καθώς ανέβαινα σιωπηλά και λαχανιασμένα την ανελέητη ανηφοριά, άκουσα σούσουρο πίσω μου. Μια σειρά από φωνές που μπλέκονταν μεταξύ τους αντηχούσε από τα παρακάτω δρομάκια και όλο και δυνάμωνε. Όποιοι και να ήταν , σίγουρα με πλησίαζαν. Στάθηκα και τους περίμενα. Καθώς η απόσταση που μας χώριζε μίκραινε, μπορούσα πια να διακρίνω το ηχόχρωμα των φωνών τους και είχα πεισθεί ότι επρόκειτο για μια παρέα μικρών αγοριών. Είχα δίκιο.
Τέσσερα μικρά αγοράκια με φαγωμένα αθλητικά παπουτσάκια εμφανίστηκαν στη γωνία κάτω μου, σπρώχνοντας μπροστά τους το αναπηρικό καρότσι με τη γιαγιά τους. Τα αγοράκια έβγαζαν ήχους, μιμούμενα το σφύριγμα του τρένου και η γιαγιά γελούσε και τους μιλούσε στα πορτογαλικά. Κόλλησα το σώμα μου στον τοίχο για να τους αφήσω να περάσουν, σκεπτόμενος ότι πρέπει να καταγράψω αυτή τη σκηνή οπωσδήποτε. Ύστερα, αφού τους επέτρεψα να προηγηθούν κάποια μέτρα, τους ακολούθησα βουβά.
Η ανάβαση με παρέα ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Όποτε σταματούσαν εκείνοι, σταματούσα κι εγώ λίγο πιο κάτω και με μια μικρή χρονική διαφορά, ώστε να διασκεδάσω τις υποψίες ότι τους παρακολουθούσα που είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται εμφανείς. Κάθε λίγα λεπτά, ένα παιδάκι έστρεφε το κεφάλι του προς τα πίσω και με κάρφωνε με τα μάτια του, δείχνοντας ενοχλημένο. Τελικά, αποφάσισα να μην υποκύψω άλλο στην αδιακρισία μου και να τους αποδεσμεύσω από το βάρος μου.
Τα σοκάκια και η εξάντλησή μου με οδηγούσαν και πάλι στην κεντρική πλατεία, το χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Στο δρόμο για εκεί, πρόσεξα ότι όλοι οι Πορτογάλοι είχαν από ένα μικρό σκυλάκι με λουρί, παρατήρησα μια έφηβη κοπέλα με σπυριά που καθόταν στο πλακόστρωτο και έπαιζε σε ένα λαπτοπ και ένα καφενείο για μεθύστακες που έζεχνε από μακρυά. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι έκανα, έστριψα σε ένα δρομάκι ανηφορικό που με έβγαλε σε μία αυλή, σαν αίθριο, με αμπέλια και χρωματιστά κονφετί και γιρλάντες. Κάτω από τα σταφύλια, καθόταν ένα ζευγάρι Άγγλων και έγλυφε από τα δάκτυλά του τη σάλτσα που είχαν αφήσει κάτι κατακόκκινες καραβίδες. Η ταβέρνα λεγόταν Λαουτάσκου. Καλύτερα, όμως, να μην πω άλλα.
Έξω από το ξενοδοχείο, ο ουρανός ήταν τόσο αναπάντεχα διαυγής που μπορούσα να δω την γέφυρα του Απριλίου και το αφιέρωμα στον Χριστό του Ρίο. Τα δυο τους μου υπενθύμιζαν τη συγγενική σχέση της Λισσαβώνας με την Αμερική. Μπορούσα να δω τον Βάσκο ντα Γκάμα να αποπλέει, μπορούσα να τον δω να ανακαλύπτει τη Λατινική Αμερική, τον έβλεπα να επιστρέφει με λογής-λογής λάφυρα.
Περπατώντας την πόλη, ανακάλυπτα όλο και περισσότερους πολιτισμούς αναμεμιγμένους με έναν τρόπο μη ευρωπαϊκό, με μία βιάση μεσογειακή, την ατζαμοσύνη του αισθηματία. Οι μαύροι Πορτογάλοι ήταν κι αυτοί εκεί, για να μου υπενθυμίζουν ότι κάποτε αυτή η πόλη χρησίμευε ως κόμβος ενός είδους ‘διαμετακομιστικού’ εμπορίου. Παρατηρούσα τη δομή της πόλης και φανταζόμουν ότι στην παραλιακή Πράσα ντου Κουμέρσιου θα γινόταν κάποτε το σκλαβοπάζαρο. Οι πρόγονοι αυτών των μαύρων Πορτογάλων κάποτε πουλήθηκαν σε αυτή την πλατεία. Δεν δοκίμασα ποτέ να διασταυρώσω τις υποψίες μου.
Από το υψόμετρο της Αλφάμα, η επαρχιωτική πολεοδομία της Λισσαβώνας λάμπει στον ήλιο. Άλλη μια χαοτική μεσογειακή πόλη, σκεφτόμουν. Εκεί, στην Αλφάμα, η νησιωτική αίσθηση ήταν ακόμα εντονότερη. Ασβεστωμένα σπιτάκια, στριμωγμένα το ‘να δίπλα στ’ άλλο, περικύκλωναν ανθούσες πορτοκαλιές. Κάπου-κάπου, ένα πορτοκάλι έπεφτε από το δέντρο και κατρακυλούσε στους κατηφορικούς δρόμους του λόφου. Μπήκα στον πειρασμό να ακολουθήσω ένα τέτοιο πορτοκάλι. Το ακολουθούσα αργά, μη εμποδίζοντας την περαιτέρω πτώση του, αγωνιώντας για το πού θα με βγάλει. Αισθανόμουν γελοίος που ακολουθούσα ένα κινούμενο πορτοκάλι, αλλά αυτό δεν με σταματούσε. Φυσικά, οι νόμοι της φυσικής δεν αστειεύονται: το πορτοκάλι με οδήγησε στο χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Χάρη σε ένα καπρίτσιο μου, έπρεπε τώρα να αναρριχηθώ στο λόφο από τη βάση του. Έβρισα λίγο, όταν το συνειδητοποίησα.
Καθώς ανέβαινα σιωπηλά και λαχανιασμένα την ανελέητη ανηφοριά, άκουσα σούσουρο πίσω μου. Μια σειρά από φωνές που μπλέκονταν μεταξύ τους αντηχούσε από τα παρακάτω δρομάκια και όλο και δυνάμωνε. Όποιοι και να ήταν , σίγουρα με πλησίαζαν. Στάθηκα και τους περίμενα. Καθώς η απόσταση που μας χώριζε μίκραινε, μπορούσα πια να διακρίνω το ηχόχρωμα των φωνών τους και είχα πεισθεί ότι επρόκειτο για μια παρέα μικρών αγοριών. Είχα δίκιο.
Τέσσερα μικρά αγοράκια με φαγωμένα αθλητικά παπουτσάκια εμφανίστηκαν στη γωνία κάτω μου, σπρώχνοντας μπροστά τους το αναπηρικό καρότσι με τη γιαγιά τους. Τα αγοράκια έβγαζαν ήχους, μιμούμενα το σφύριγμα του τρένου και η γιαγιά γελούσε και τους μιλούσε στα πορτογαλικά. Κόλλησα το σώμα μου στον τοίχο για να τους αφήσω να περάσουν, σκεπτόμενος ότι πρέπει να καταγράψω αυτή τη σκηνή οπωσδήποτε. Ύστερα, αφού τους επέτρεψα να προηγηθούν κάποια μέτρα, τους ακολούθησα βουβά.
Η ανάβαση με παρέα ήταν πιο εύκολη υπόθεση. Όποτε σταματούσαν εκείνοι, σταματούσα κι εγώ λίγο πιο κάτω και με μια μικρή χρονική διαφορά, ώστε να διασκεδάσω τις υποψίες ότι τους παρακολουθούσα που είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται εμφανείς. Κάθε λίγα λεπτά, ένα παιδάκι έστρεφε το κεφάλι του προς τα πίσω και με κάρφωνε με τα μάτια του, δείχνοντας ενοχλημένο. Τελικά, αποφάσισα να μην υποκύψω άλλο στην αδιακρισία μου και να τους αποδεσμεύσω από το βάρος μου.
Τα σοκάκια και η εξάντλησή μου με οδηγούσαν και πάλι στην κεντρική πλατεία, το χαμηλότερο σημείο της Αλφάμα. Στο δρόμο για εκεί, πρόσεξα ότι όλοι οι Πορτογάλοι είχαν από ένα μικρό σκυλάκι με λουρί, παρατήρησα μια έφηβη κοπέλα με σπυριά που καθόταν στο πλακόστρωτο και έπαιζε σε ένα λαπτοπ και ένα καφενείο για μεθύστακες που έζεχνε από μακρυά. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνω τι έκανα, έστριψα σε ένα δρομάκι ανηφορικό που με έβγαλε σε μία αυλή, σαν αίθριο, με αμπέλια και χρωματιστά κονφετί και γιρλάντες. Κάτω από τα σταφύλια, καθόταν ένα ζευγάρι Άγγλων και έγλυφε από τα δάκτυλά του τη σάλτσα που είχαν αφήσει κάτι κατακόκκινες καραβίδες. Η ταβέρνα λεγόταν Λαουτάσκου. Καλύτερα, όμως, να μην πω άλλα.
Attachments
-
37,4 KB Προβολές: 92