interted
Member
- Μηνύματα
- 1.355
- Likes
- 8.207
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ράφτινγκ στον Ουρουμπάμπα
Περιεχόμενα
Οι γάτες του χόστελ – ο Έλληνας ήρωας – ο θηλυκός Μιμαρ Σινάν – ο ευτυχής Κούρδος – ο μασερ – οι θαμώνες του Mall – η Αμαλία Βάκα
Πρωινό τσάι στην πίσω αυλή του hostel. Οι συνήθεις ύποπτοι, τα γατάκια της γειτονίας, έχουν μαζευτεί και νιαουρίζουν μπας και τσιμπήσουν τίποτα από τους αγουροξυπνημένους ένοικους. Οι γάτες εκτός από τις καρδιές των κατοίκων της Πόλης, κατέχουν υψηλή θέση και στην Ισλαμική θρησκεία, καθώς είναι οι αγαπημένες του Προφήτη. Ένας ηρωικός γάτος έσωσε τον Μωάμεθ από ένα ερπετό ορμώντας στο στήθος του προφήτη και αρπάζοντας αυτός την θανάσιμη δαγκωνιά. Και άλλα τέτοια γραφικά. Το σίγουρο είναι ότι από τα αρχαία χρόνια οι κάτοικοι της Πόλης και τα χαριτωμένα αιλουροειδή έχουν αναπτύξει μια μοναδική σχέση... Ο Νταν, ο φίλος από το Σικάγο, κάθεται απέναντι μου και μου εξηγεί για τα σημερινά του σχέδια. Έχει κλείσει ημερήσια ξενάγηση στην Αρχαία Τροία, καμιά τεσσάρα ώρες απόσταση από Ιστανμπουλ. «Ξέρεις» μου λέει «για τον Τρωικό Πόλεμο»; «Είναι μια ταινία του Χόλιγουντ με τον Μραντ Πιτ»! «Έλα» του λεω, «κάτι θυμάμαι!» «Ναι, βέβαια, εκεί που έπαιζε εκείνος ο κουλ τυπάς ο Αχιλλέας». Σηκώνεται πάνω, και αρχίζει να σκούζει: «Δερ αρ νο πακτς μπιτουίν λάιονς εντ μεν!» «Νάου γιού νόου χου γιού αρ φάιτινγκ!» , και να ορμάει στις κακόμοιρες γάτες οι οποίες τρέχουν να γλιτώσουν από τον οίστρο του Έλληνα Ήρωα!
Αυτή την φορά αγόρασα το νερό μου για μισή λίρα ένα τετράγωνο μακριά από τον χθεσινό επιτήδειο. «Από που είσαι», με ρωτάει ο περιπτεράς με χαρά προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα. «Γιουνανιστάν», του λέω! Σωπαίνει για λίγο και βγάζει ένα αυθόρμητο μορφασμό απογοήτευσης. «Α, Γκρέκο. Από πιο μέρος;» «Βόλος», του λέω. «Εγώ ξέρεις είμαι από την Δράμα, οι παππούδες μου, όμως...» με κοιτάει, «αναγκάστηκαν να μετακινηθούν.» Μια στιγμή αμηχανίας και χαιρετισμός. Κατεβαίνω στην πλατεία με τα ταξί, τα ντολμούς και τα αστικά λεωφορεία. Τα μύρια μεταφορικά μέσα της Πόλης ξεχύνονται προς πάσα κατεύθυνση και έχουν κι αυτά πολίτικο στυλ’ οι πόρτες δεν κλείνουν ποτέ, όλο και κάποιος γεράκος θα πηδήξει για να μπεί στην διασταύρωση εκμεταλλευόμενος την στιγμιαία στάση του οδηγού. Όμως οι θέσεις των εγκύων, τα μηχανήματα για τους τυφλούς και οι ράμπες απαραίτητα. Δύση και Ανατολή σε ένα τετράτροχο. Ορμάω κι εγώ μέσα και ξεκινάμε με κατεύθυνση Ουσκουντάρ!
Ο πρώτος στόχος είναι να επισκεφθώ ένα τζαμί. Ένα τζαμί, όμως, όχι τόσο συνηθισμένο! Το Σακιριν Τζαμί μοιάζει πιο πολύ με διαστημόπλοιο του Σταρ Τρεκ παρά με τόπο λατρείας. Στην άκρη ενός μεγάλου νεκροταφείου, σε μια κατά τα άλλα αδιάφορη γειτονιά στα σύνορα Καντικιοι και Ουσκουντάρ, μπαίνω στον προαύλιο χώρο την στιγμή που ο ιμάμης ξεκλειδώνει την είσοδο του μπροστινού πυργίσκου για να ανταγωνιστεί τα γειτονικά τζαμιά στην ψαλτική. Στο κέντρο της μπροστινής αυλής βρίσκεται ένα ημισφαίριο μεταμοντέρνο σιντριβάνι για την υγιεινή των προσευχιτών. «Σεβαστείτε τις συνήθειες του Ισλάμ», λέει η ταμπέλα. Ακόμα δεν έχει φτάσει κόσμος για την μεσημεριανή προσευχή, βγάζω τα παπούτσια και εισέρχομαι μέσα στον μεταλλικό θόλο του Τσαμιού. Εκτός από τον θόλο και τα υπόλοιπα συστατικά φαίνεται να είναι ξεχωριστά. Ο πολυέλαιος σε σχήμα σταγόνων βροχής, το μιχράμπ (η κυκλική εσοχή στο βάθος του δωματίου) σαν τηλεμεταφορέας του Εντερπράιζ και το μινμπαρ (άμβωνας) κεραμικό και εξαιρετικά φινετσάτο. Το γυναικείο κομμάτι του τζαμιού διαθέτει περισσότερο χώρο και φωτισμό από τα συνηθισμένα. Σχεδιασμένο το 2009 από την Zeynep Fadillioglu, που θεωρείται η πρώτη γυναίκα κατασκευάστρια τζαμιού, αποτελεί σίγουρα κάτι το ξεχωριστό για την πόλη.
Ξαναπιάνω το λεωφορείο και βρίσκομαι να κάθομαι μεταξύ ενός ευτραφή μεσήλικα και μιας σοβαρής κυρίας με μαντίλα. Ο τύπος έχει όρεξη για κουβέντα, για κανένα δεκάλεπτο μου μιλάει στα Τούρκικα και κι εγώ κουνάω το κεφάλι μέσα στην απόγνωσή μου. Τελικά καταλαβαίνει ότι δεν καταλαβαίνω και με ρωτάει στα αγγλικά: «από που είσαι;». «Ελλάδα» του λέω. «Ω! Εγώ είμαι Κούρδος! Αγαπάω πολύ την χώρα σου γιατί ταξιδεύω συχνά στην Θεσσαλονίκη για μπίζνες, η βάση μου όμως είναι στην Σόφια». «Τι κάνεις τώρα στην Ιστανμπούλ, μπίζνες;». «Α», μου λέει, «δεν θα το λες Ιστανμπούλ, εσύ Έλληνας! Θα το λες Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη είναι Ελληνική όπως και το Κουρδιστάν Κουρδικό» φωνάζει! Κοιτάω αριστερά δεξιά, με προλαβαίνει: «Μην ανησυχείς γι’ αυτούς, δεν πρόκειται να σε πειράξουν». Και βολεύεται αναπαυτικά μέσα στο κάθισμά του μένοντας με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Που πας;», με ρωτάει. «Πάω να κάνω χαμάμ», του λέω, «στο παλιό χαμάμ του Ουσκουντάρ, το Τσινιλί». Το συγκεκριμένο χαμάμ προτιμήθηκε λόγω παραδοσιακότητας αλλά και λόγω τιμής, καθώς είχε την μισή τιμή από τα εμπορικά χαμάμ της Σουλταναχμέτ. «Πρέπει να κατέβω, γεια σου!»
Το μέρος επιβεβαιώνει το στερεότυπο του Τουρκομαχαλά. Χαμηλά σπίτια, μικρά μπακάλικα και άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ραφτάδικα και λουστράδικα, και αφόρητη ζέστη. Θα περάσω από την αυλή ενός τσαμιού την στιγμή της προσευχής και θα καταλήξω στο παλιό κτίριο του χαμάμ, όπου μπροστά στην πόρτα είναι απλωμένο ένα γυναικείο εσώρουχο. Μια πιτσιρίκα με ένα παιδάκι με χαζεύουν από μακριά και έχουν βάλει τα γέλια. «Η είσοδος τον αντρών είναι από την κάτω μεριά» μου γνέφουν. Τελικά βρίσκω την είσοδο και έναν μουστακαλή Τούρκο να με υποδέχεται με χαμόγελο. «Κεσέ-μασάζ» του λέω, «πόσο πάει το μαλλί;». 37 λίρες. Με χώνει σε ένα δωματιάκι, μου δίνει μια πετσέτα και μου λέει να αφήσω εκεί όλα τα υπάρχοντά μου. Στην συνέχεια μου δείχνει το εσωτερικό του χαμάμ και με εγκαταλείπει στην σάουνα, κάνοντας με να νοσταλγήσω τους 35 βαθμούς που είχε στο εξωτερικό. Ήδη έχω μετανιώσει το όλο εγχείρημα, όταν ένας γεροδεμένος τύπος έρχεται προς το μέρος μου και αρχίζει να μου δίνει οδηγίες στα τούρκικα, πράγμα που οδηγεί σε μεγαλύτερη σύγχυση. Το κεσέ, δηλαδή το τρίψιμο με ένα σκληρό γάντι σε όλο το σώμα συνοδεύεται με ρίψεις καυτού νερού και ταυτόχρονες κραυγές από τον μασέρ αλλά και ακόμα πιο δυνατές από το υποκείμενο. Ακολουθεί το μασάζ και στο τέλος ένα δροσερό ντουζ πάνω στην ώρα που το υποκείμενο σκεφτόνταν να το βάλει στα πόδια. Το καλύτερο κομμάτι είναι μετά! Οι 35 βαθμοί φαίνονται παγετώνας, το κρεβάτι πολύ μαλακό και ο Αλλάχ φιλεύσπλαχνος, απολαμβάνοντας μια κούπα με χαλαρωτικό τούρκικο τσάι.
Ο πύργος της παρθένας, βρίσκεται καταμεσής στον Βόσπορο και ένα μικρό καραβάκι πηγαινοφέρνει τον κόσμο από την κοντινή παραλία του Ουσκουντάρ. Ο Πύργος από μόνος του φανερώνει την πολυπολιτισμικότητα αυτής της πόλης. Σε μια περιοχή που κατοικούνταν από την εποχή του Χαλκού, οι Φοίνικες είχαν στήσει λιμάνι για να ξεφορτώνουν τις γαλέρες τους και οι Μεγαρείς άποικοι χτίσαν την αρχαία Χρυσούπολη. Τελικά η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθηναίους και ο Αλκιβιάδης έκτισε σε ένα βράχο στην μέση της θάλασσας μια κατασκευή που θα εξελιχθεί στον σημερινό πύργο. Ενδιάμεσα ο πύργος έχει δει περιόδους ακμής και πολέμων, αφού οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν εκεί την άμυνά τους κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και οι Οθωμανοί με την σειρά τους τον μετατρέψαν σε φάρο. Σήμερα είναι ένα δημοφιλές καφέ και ρεστοράν για τους χαρούμενους τουρίστες. Η θέα από την προκυμαία του Ουσκουντάρ περιλαμβάνει επίσης μεγαλοπρεπείς γέφυρες και κτίσματα στις δύο πλευρές του πορθμού, μια από τις καλύτερες θέες της Πόλης μέχρι στιγμής.
Ο γυρισμός περιλάμβανε μια επίσκεψη σε ένα σύγχρονο Mall (Tepe Nautilus), όπου οι μοντέρνοι Πολίτες εξασκούν την καπιταλιστική τους δεινότητα (εντυπωσιακό είναι ότι μέσα στο mall δεν υπήρχε ούτε μια κυρία με μαντίλα) και τελικά την επιστροφή στην βάση. Εκεί ο γνωστός, πολλά βαρύς, ρεσεψιονίστ άκουγε στο κομπιούτερ το εξής άσμα (βάζω το χέρι μου στο Κοράνι):Αμαλία Βάκα, Από μικρός στην ξενιτιά. Στο δωμάτιο, ο Μίλι ήταν αρκετά κουρασμένος, μου αποκαλύπτει ότι δεν είναι εδώ για διακοπές, αλλά μένει στο δωμάτιο μέχρι να βρει μόνιμο διαμέρισμα, αφού την περίοδο αυτή κάνει πρακτική άσκηση σε μια από τις μεγάλες εταιρίες την περιοχής (από αυτές στους ψηλούς πύργους). Με την συνοδεία τυμπάνων, σκεφτόμουν την επόμενη μέρα: Είναι πλέον ώρα για το τουριστικό ρολερκόστερ στο Μπεγιαζίτ και το Σουλταναχμέτ!
Πρωινό τσάι στην πίσω αυλή του hostel. Οι συνήθεις ύποπτοι, τα γατάκια της γειτονίας, έχουν μαζευτεί και νιαουρίζουν μπας και τσιμπήσουν τίποτα από τους αγουροξυπνημένους ένοικους. Οι γάτες εκτός από τις καρδιές των κατοίκων της Πόλης, κατέχουν υψηλή θέση και στην Ισλαμική θρησκεία, καθώς είναι οι αγαπημένες του Προφήτη. Ένας ηρωικός γάτος έσωσε τον Μωάμεθ από ένα ερπετό ορμώντας στο στήθος του προφήτη και αρπάζοντας αυτός την θανάσιμη δαγκωνιά. Και άλλα τέτοια γραφικά. Το σίγουρο είναι ότι από τα αρχαία χρόνια οι κάτοικοι της Πόλης και τα χαριτωμένα αιλουροειδή έχουν αναπτύξει μια μοναδική σχέση... Ο Νταν, ο φίλος από το Σικάγο, κάθεται απέναντι μου και μου εξηγεί για τα σημερινά του σχέδια. Έχει κλείσει ημερήσια ξενάγηση στην Αρχαία Τροία, καμιά τεσσάρα ώρες απόσταση από Ιστανμπουλ. «Ξέρεις» μου λέει «για τον Τρωικό Πόλεμο»; «Είναι μια ταινία του Χόλιγουντ με τον Μραντ Πιτ»! «Έλα» του λεω, «κάτι θυμάμαι!» «Ναι, βέβαια, εκεί που έπαιζε εκείνος ο κουλ τυπάς ο Αχιλλέας». Σηκώνεται πάνω, και αρχίζει να σκούζει: «Δερ αρ νο πακτς μπιτουίν λάιονς εντ μεν!» «Νάου γιού νόου χου γιού αρ φάιτινγκ!» , και να ορμάει στις κακόμοιρες γάτες οι οποίες τρέχουν να γλιτώσουν από τον οίστρο του Έλληνα Ήρωα!
Αυτή την φορά αγόρασα το νερό μου για μισή λίρα ένα τετράγωνο μακριά από τον χθεσινό επιτήδειο. «Από που είσαι», με ρωτάει ο περιπτεράς με χαρά προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα. «Γιουνανιστάν», του λέω! Σωπαίνει για λίγο και βγάζει ένα αυθόρμητο μορφασμό απογοήτευσης. «Α, Γκρέκο. Από πιο μέρος;» «Βόλος», του λέω. «Εγώ ξέρεις είμαι από την Δράμα, οι παππούδες μου, όμως...» με κοιτάει, «αναγκάστηκαν να μετακινηθούν.» Μια στιγμή αμηχανίας και χαιρετισμός. Κατεβαίνω στην πλατεία με τα ταξί, τα ντολμούς και τα αστικά λεωφορεία. Τα μύρια μεταφορικά μέσα της Πόλης ξεχύνονται προς πάσα κατεύθυνση και έχουν κι αυτά πολίτικο στυλ’ οι πόρτες δεν κλείνουν ποτέ, όλο και κάποιος γεράκος θα πηδήξει για να μπεί στην διασταύρωση εκμεταλλευόμενος την στιγμιαία στάση του οδηγού. Όμως οι θέσεις των εγκύων, τα μηχανήματα για τους τυφλούς και οι ράμπες απαραίτητα. Δύση και Ανατολή σε ένα τετράτροχο. Ορμάω κι εγώ μέσα και ξεκινάμε με κατεύθυνση Ουσκουντάρ!
Ο πρώτος στόχος είναι να επισκεφθώ ένα τζαμί. Ένα τζαμί, όμως, όχι τόσο συνηθισμένο! Το Σακιριν Τζαμί μοιάζει πιο πολύ με διαστημόπλοιο του Σταρ Τρεκ παρά με τόπο λατρείας. Στην άκρη ενός μεγάλου νεκροταφείου, σε μια κατά τα άλλα αδιάφορη γειτονιά στα σύνορα Καντικιοι και Ουσκουντάρ, μπαίνω στον προαύλιο χώρο την στιγμή που ο ιμάμης ξεκλειδώνει την είσοδο του μπροστινού πυργίσκου για να ανταγωνιστεί τα γειτονικά τζαμιά στην ψαλτική. Στο κέντρο της μπροστινής αυλής βρίσκεται ένα ημισφαίριο μεταμοντέρνο σιντριβάνι για την υγιεινή των προσευχιτών. «Σεβαστείτε τις συνήθειες του Ισλάμ», λέει η ταμπέλα. Ακόμα δεν έχει φτάσει κόσμος για την μεσημεριανή προσευχή, βγάζω τα παπούτσια και εισέρχομαι μέσα στον μεταλλικό θόλο του Τσαμιού. Εκτός από τον θόλο και τα υπόλοιπα συστατικά φαίνεται να είναι ξεχωριστά. Ο πολυέλαιος σε σχήμα σταγόνων βροχής, το μιχράμπ (η κυκλική εσοχή στο βάθος του δωματίου) σαν τηλεμεταφορέας του Εντερπράιζ και το μινμπαρ (άμβωνας) κεραμικό και εξαιρετικά φινετσάτο. Το γυναικείο κομμάτι του τζαμιού διαθέτει περισσότερο χώρο και φωτισμό από τα συνηθισμένα. Σχεδιασμένο το 2009 από την Zeynep Fadillioglu, που θεωρείται η πρώτη γυναίκα κατασκευάστρια τζαμιού, αποτελεί σίγουρα κάτι το ξεχωριστό για την πόλη.
Ξαναπιάνω το λεωφορείο και βρίσκομαι να κάθομαι μεταξύ ενός ευτραφή μεσήλικα και μιας σοβαρής κυρίας με μαντίλα. Ο τύπος έχει όρεξη για κουβέντα, για κανένα δεκάλεπτο μου μιλάει στα Τούρκικα και κι εγώ κουνάω το κεφάλι μέσα στην απόγνωσή μου. Τελικά καταλαβαίνει ότι δεν καταλαβαίνω και με ρωτάει στα αγγλικά: «από που είσαι;». «Ελλάδα» του λέω. «Ω! Εγώ είμαι Κούρδος! Αγαπάω πολύ την χώρα σου γιατί ταξιδεύω συχνά στην Θεσσαλονίκη για μπίζνες, η βάση μου όμως είναι στην Σόφια». «Τι κάνεις τώρα στην Ιστανμπούλ, μπίζνες;». «Α», μου λέει, «δεν θα το λες Ιστανμπούλ, εσύ Έλληνας! Θα το λες Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη είναι Ελληνική όπως και το Κουρδιστάν Κουρδικό» φωνάζει! Κοιτάω αριστερά δεξιά, με προλαβαίνει: «Μην ανησυχείς γι’ αυτούς, δεν πρόκειται να σε πειράξουν». Και βολεύεται αναπαυτικά μέσα στο κάθισμά του μένοντας με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Που πας;», με ρωτάει. «Πάω να κάνω χαμάμ», του λέω, «στο παλιό χαμάμ του Ουσκουντάρ, το Τσινιλί». Το συγκεκριμένο χαμάμ προτιμήθηκε λόγω παραδοσιακότητας αλλά και λόγω τιμής, καθώς είχε την μισή τιμή από τα εμπορικά χαμάμ της Σουλταναχμέτ. «Πρέπει να κατέβω, γεια σου!»
Το μέρος επιβεβαιώνει το στερεότυπο του Τουρκομαχαλά. Χαμηλά σπίτια, μικρά μπακάλικα και άλλα παραδοσιακά επαγγέλματα όπως ραφτάδικα και λουστράδικα, και αφόρητη ζέστη. Θα περάσω από την αυλή ενός τσαμιού την στιγμή της προσευχής και θα καταλήξω στο παλιό κτίριο του χαμάμ, όπου μπροστά στην πόρτα είναι απλωμένο ένα γυναικείο εσώρουχο. Μια πιτσιρίκα με ένα παιδάκι με χαζεύουν από μακριά και έχουν βάλει τα γέλια. «Η είσοδος τον αντρών είναι από την κάτω μεριά» μου γνέφουν. Τελικά βρίσκω την είσοδο και έναν μουστακαλή Τούρκο να με υποδέχεται με χαμόγελο. «Κεσέ-μασάζ» του λέω, «πόσο πάει το μαλλί;». 37 λίρες. Με χώνει σε ένα δωματιάκι, μου δίνει μια πετσέτα και μου λέει να αφήσω εκεί όλα τα υπάρχοντά μου. Στην συνέχεια μου δείχνει το εσωτερικό του χαμάμ και με εγκαταλείπει στην σάουνα, κάνοντας με να νοσταλγήσω τους 35 βαθμούς που είχε στο εξωτερικό. Ήδη έχω μετανιώσει το όλο εγχείρημα, όταν ένας γεροδεμένος τύπος έρχεται προς το μέρος μου και αρχίζει να μου δίνει οδηγίες στα τούρκικα, πράγμα που οδηγεί σε μεγαλύτερη σύγχυση. Το κεσέ, δηλαδή το τρίψιμο με ένα σκληρό γάντι σε όλο το σώμα συνοδεύεται με ρίψεις καυτού νερού και ταυτόχρονες κραυγές από τον μασέρ αλλά και ακόμα πιο δυνατές από το υποκείμενο. Ακολουθεί το μασάζ και στο τέλος ένα δροσερό ντουζ πάνω στην ώρα που το υποκείμενο σκεφτόνταν να το βάλει στα πόδια. Το καλύτερο κομμάτι είναι μετά! Οι 35 βαθμοί φαίνονται παγετώνας, το κρεβάτι πολύ μαλακό και ο Αλλάχ φιλεύσπλαχνος, απολαμβάνοντας μια κούπα με χαλαρωτικό τούρκικο τσάι.
Ο πύργος της παρθένας, βρίσκεται καταμεσής στον Βόσπορο και ένα μικρό καραβάκι πηγαινοφέρνει τον κόσμο από την κοντινή παραλία του Ουσκουντάρ. Ο Πύργος από μόνος του φανερώνει την πολυπολιτισμικότητα αυτής της πόλης. Σε μια περιοχή που κατοικούνταν από την εποχή του Χαλκού, οι Φοίνικες είχαν στήσει λιμάνι για να ξεφορτώνουν τις γαλέρες τους και οι Μεγαρείς άποικοι χτίσαν την αρχαία Χρυσούπολη. Τελικά η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθηναίους και ο Αλκιβιάδης έκτισε σε ένα βράχο στην μέση της θάλασσας μια κατασκευή που θα εξελιχθεί στον σημερινό πύργο. Ενδιάμεσα ο πύργος έχει δει περιόδους ακμής και πολέμων, αφού οι Βυζαντινοί τοποθέτησαν εκεί την άμυνά τους κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και οι Οθωμανοί με την σειρά τους τον μετατρέψαν σε φάρο. Σήμερα είναι ένα δημοφιλές καφέ και ρεστοράν για τους χαρούμενους τουρίστες. Η θέα από την προκυμαία του Ουσκουντάρ περιλαμβάνει επίσης μεγαλοπρεπείς γέφυρες και κτίσματα στις δύο πλευρές του πορθμού, μια από τις καλύτερες θέες της Πόλης μέχρι στιγμής.
Ο γυρισμός περιλάμβανε μια επίσκεψη σε ένα σύγχρονο Mall (Tepe Nautilus), όπου οι μοντέρνοι Πολίτες εξασκούν την καπιταλιστική τους δεινότητα (εντυπωσιακό είναι ότι μέσα στο mall δεν υπήρχε ούτε μια κυρία με μαντίλα) και τελικά την επιστροφή στην βάση. Εκεί ο γνωστός, πολλά βαρύς, ρεσεψιονίστ άκουγε στο κομπιούτερ το εξής άσμα (βάζω το χέρι μου στο Κοράνι):Αμαλία Βάκα, Από μικρός στην ξενιτιά. Στο δωμάτιο, ο Μίλι ήταν αρκετά κουρασμένος, μου αποκαλύπτει ότι δεν είναι εδώ για διακοπές, αλλά μένει στο δωμάτιο μέχρι να βρει μόνιμο διαμέρισμα, αφού την περίοδο αυτή κάνει πρακτική άσκηση σε μια από τις μεγάλες εταιρίες την περιοχής (από αυτές στους ψηλούς πύργους). Με την συνοδεία τυμπάνων, σκεφτόμουν την επόμενη μέρα: Είναι πλέον ώρα για το τουριστικό ρολερκόστερ στο Μπεγιαζίτ και το Σουλταναχμέτ!
Attachments
-
130,3 KB Προβολές: 1.362