travelbreak
Member
- Μηνύματα
- 1.762
- Likes
- 14.557
- Επόμενο Ταξίδι
- ???
- Ταξίδι-Όνειρο
- Υπερσιβηρικός
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ζανζιβάρη: πρώτη όμορφη αλλά και επεισοδιακή μέρα
- Βόλτα με βάρκα
- Κυριακή. Αλλαγή σκηνικού. Παραλία Bwejuu.
- Βόλτα σε τοπικό σχολείο και σε παραλίες.
- The Rock. Κοράλλια και παλίρροιες.
- Ταξίδι για το σαφάρι. Αρούσα.
- Σαφάρι, πρώτη μέρα: Νγκόρονγκορο
- Δεύτερη μέρα με σαφάρι στο Σερεγκέτι.
- Bίντεο
- Σαφάρι και επιστροφή στην Αρούσα.
- Βόλτα στην Αρούσα και επιστροφή στη Ζανζιβάρη. Stone Town.
- Βίντεο
- Stone town, φάρμα, Prison Island. Αναχώρηση.
Βόλτα με βάρκα
Ενώ η πρωτεύουσα του νησιού, η Ζανζιβάρη, βρίσκεται σχεδόν στο νότιο μέρος του νησιού, η παραλία Nungwi που εμείς πήγαμε την πρώτη μέρα, βρίσκεται στο βόρειο μέρος. Το πρωί στο ξενοδοχείο μας πήγαμε για πρωινό, το οποίο ήταν πολύ μέτριο. Εκεί συναντήσαμε μερικούς από το γκρουπ και βασικά τον αρχηγό μας, ο οποίος θα πήγαινε για να κάνει κατάδυση με άλλον ένα από την παρέα. Μαζί τους πήγαν και δύο τρία κορίτσια για να κάνουν σνόρκελινγκ. Οι υπόλοιποι ούτε ξέραμε τι θα έκαναν και όταν είπαμε ότι θα πάμε βαρκάδα δεν το θεώρησαν αξιόλογο.
Εγώ με την Ντίνα κατεβήκαμε στην παραλία περίπου στις 8:00. Ενώ κάναμε μία μικρή βόλτα, βλέπαμε τις βάρκες που έφευγαν για τις διάφορες εκδρομές. Εγώ είχα μεγάλη ανησυχία, γιατί είχε αρκετή θαλασσοταραχή. Έβλεπα τους ανθρώπους να μπαίνουν στις βάρκες και βρέχονταν μέχρι το λαιμό. Μερικοί μάλιστα έπεσαν και κάτω από τα δυνατά κύματα.
Είχα κάποιους ενδοιασμούς γιατί φοβόμουν για την φωτογραφική μου μηχανή και την καινούργια βιντεοκάμερα, τα οποία και τα δύο μαζί κάνουν κοντά στα 2.000 ευρώ. Χώρια οι πιστωτικές κάρτες και τα μετρητά που είχα μαζί μου, συν τα διαβατήρια σε ένα τσαντάκι μέσης. Φαινόταν πολύ επικίνδυνο να βραχούν και να καταστραφούν.
Όμως τελικά με την επιμονή της Ντίνας αποφασίσαμε να πάμε και ευτυχώς υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι μας βοηθούσαν να μεταφέρουμε τα πράγματα μας χωρίς να βραχούν στη βάρκα. Παρόλα αυτά εγώ είδα ότι πουλούσαν μία τσάντα η οποία θεωρείται αδιάβροχη και έδωσα 12 ευρώ και την αγόρασα, για να είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Πράγματι όλα πήγαν καλά. Μπορεί να μην είχανε βραχεί οι συσκευές μας και χωρίς αυτή την τσάντα, όμως θα είχα μία μεγάλη αγωνία μέχρι να τελειώσει η βόλτα. Και δεν άξιζε για 12 ευρώ να αγωνιώ. Και όταν λέω ότι είχε κύματα ίσως να ήτανε 6 με 7 μποφόρ. Φυσικά δεν υπήρχε λιμανάκι για να μπεις στη βάρκα. Με τα πόδια και μέσα στη θάλασσα, φαίνεται στην προηγούμενη φωτογραφία. Και αυτή η ένταση υπήρχε σε όλη την ημερήσια εκδρομή, γιατί ενώ είχαμε αποφασίσει να πάμε μία εκδρομή τεσσάρων ωρών, αλλάξαμε γνώμη και πήγαμε εξάωρη. Ο λόγος ήταν ότι οι βάρκες που πήγαιναν την μικρότερη εκδρομή ήταν μικρές, αλλά σε εκείνη που τελικά πήγαμε ήταν αρκετά μεγαλύτερες.
Μαζί μας ήταν άλλοι 26 τουρίστες και ένα πλήρωμα 6-7 ατόμων. Στην αρχή θεώρησα (τη Ντίνα δεν την ένοιαζε) ότι ήταν λίγο βλακεία αυτό το εγχείρημα αλλά το αποφασίσαμε γιατί δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Με το πέρασμα της ώρας το είδαμε (την τρικυμία) σαν διασκέδαση και μάλιστα πιάσαμε και λίγη κουβέντα με κάποιους άλλους τουρίστες. Η διαδρομή είχε αρκετό ενδιαφέρον παρότι δεν πήγαινε το πλοιάριο κοντά στην παραλία. Η πορεία μας ήταν ακόμα πιο βόρεια για να κάνουμε στροφή και να πάμε από την Ανατολική πλευρά του νησιού και να πάμε λίγο νότια που θα κάναμε το snorkeling και ελπίζαμε να δούμε και δελφίνια.
Μετά από περίπου δύο ώρες φτάσαμε στο νησάκι Mnemba και το πλοιάριο σταμάτησε για να πέσουμε με τις μάσκες να δούμε το βυθό με τα κοράλλια. Ο βυθός σε σχέση με άλλους που έχω δει στην Κολομβία και στην Αυστραλία δεν έλεγε τίποτα. Είχε λίγα κοράλλια και αρκετά όμορφα ψάρια. Πέσαμε στη θάλασσα και οι δύο για περίπου μισή ώρα κολυμπώντας. Να πω ότι η θάλασσα ήταν πολύ καλή και πολύ αλμυρή. Όμως ήταν μαζεμένες τόσο πολλές βάρκες, και από τη δική μας παραλία αλλά και από πολλές άλλες της βόρειας πλευράς του νησιού, που και ο βυθός καταστρέφεται και υπάρχει συνωστισμός. Και απορώ τι κάθονται εκεί τα ψάρια και κάνουν. Μάλλον τα ταΐζουν αυτοί που φέρνουν τις βάρκες και έτσι εκείνα δεν φεύγουν. Όση ώρα ήμασταν εκεί, η θάλασσα ήταν ήρεμη λες και είχαν κάνει συμφωνία με τους βαρκάρηδες. Καλό για μας. Ο βυθός ήταν σε βάθος σε εκείνο το σημείο από 2 μέχρι 10 μέτρα. Αργότερα μάθαμε ότι και ο αρχηγός με τους υπόλοιπους έκανε κατάδυση στο ίδιο ακριβώς σημείο. Απλά πήγαν με το αυτοκίνητο μέχρι την απέναντι παραλία για να προσεγγίσουν το Mnemba.
Μετά από αρκετή ώρα παρατήρησης βυθού, το πλοιάριο έφυγε και πήγε προς το νησάκι και αγκυροβόλησε. Εν τω μεταξύ δυο-τρεις άνθρωποι του πλοίου είχαν καθαρίσει ντομάτες, πατάτες, κρεμμύδια και διάφορα τέτοια, να φτιάξουν μία σάλτσα. Είχαν ανάψει κάρβουνα και είχαν τυλίξει δύο μεγάλα ψάρια (τόνους) σε αλουμινόχαρτο και τα έψησαν. Και βέβαια έβρασαν και αρκετό ρύζι να συνοδέψει τη σάλτσα. Δεν άργησαν όλα αυτά να ετοιμαστούν και μου έκανε εντύπωση πως κατάφερναν να τα κάνουν αυτά μέσα σε ένα μικρό πλοιάριο, χωρίς να πάρει φωτιά. Το φαγητό δεν ήταν ιδιαίτερα νόστιμο και το ψάρι επίσης ήταν πολύ λίγο για τόσο κόσμο. Το πιο ωραίο όμως ήταν το φρούτο. Ειδικά ο ανανάς ήταν πολύ νόστιμος.
Αφού λοιπόν καθίσαμε εκεί μέχρι να φάμε, πήραμε το δρόμο του γυρισμού και επιστρέψαμε στην παραλία μας στις 3:00 το μεσημέρι. Ενώ στο μέρος που καθίσαμε για να παρατηρήσουμε το βυθό και να φάμε αυτές τις δύο ώρες η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη, όταν ξεκινήσαμε την επιστροφή τα κύματα ήταν ακόμη μεγαλύτερα από εκείνα που είχαμε όταν πηγαίναμε. Στην επιστροφή πραγματικά γίναμε μούσκεμα ειδικά εμείς και κάποιοι άλλοι που καθόμασταν μπροστά. Αυτοί που κάθονταν πίσω νομίζω δεν βράχηκαν είτε καθόλου είτε πολύ λίγο. Όμως πίσω δεν υπήρχε χώρος για όλους εμάς. Έτσι εμείς που καθίσαμε στην αρχή μπροστά για να έχουμε καλύτερη ορατότητα, το πληρώσαμε με το να είμαστε συνέχεια βρεγμένοι. Όμως ήταν και αυτό μία απόλαυση.
Εκεί μπροστά μας ήταν και πέντε άραβες από την Τυνησία, νεαροί μέχρι 30 ετών, οι οποίοι όλο έκαναν πλάκα και έβγαζαν φωτογραφίες και μιλήσαμε και λίγο μαζί τους. Έτσι κοιτάζοντας αυτούς, κοιτάζοντας και τα κύματα πέρασε η ώρα αρκετά ευχάριστα. Εγώ μίλησα και με έναν Ιταλό από την Σικελία για λίγο. Στην επιστροφή είδαμε και δυο παρέες από δελφίνια πολύ κοντά μας. Αυτό το ενδεχόμενο το είχαμε ξεχάσει με την τρικυμία.
Όταν φτάσαμε στην παραλία μας, πήγαμε στο δωμάτιο στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε. Υπήρχε ένα ραντεβού της παρέας στις 4:00 για να πάμε, με πλοιάριο πάλι, να δούμε το ηλιοβασίλεμα από το πλοίο. Όμως εμείς αποφασίσαμε να μην πάμε και ειδοποιήσαμε τους άλλους μέσω messenger.
Ξεκουραστήκαμε λίγο στο δωμάτιο και στις 4:30 ξεκινήσαμε να πάμε για να δούμε χελώνες που υπήρχαν σε μία απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από το ξενοδοχείο μας. Όμως εδώ οι δρόμοι (χωματόδρομοι) είναι τόσο περίπλοκοι που δεν είναι καθόλου εύκολο να ακολουθήσεις την πορεία στο GPS. Και εκεί που είχαμε μπερδευτεί λίγο, ρωτήσαμε ένα ζευγάρι τουρίστες και μας είπαν: το καλύτερο είναι να πάμε στην παραλία και από εκεί παραλιακά να πάμε στις χελώνες. Αυτό κάναμε και δεν χάσαμε γιατί η διαδρομή ήταν υπέροχη. Επίσης σε όλη την παραλία γινόταν διάφορα από τους ντόπιους οι οποίοι κατεβαίνουν κοντά στους τουρίστες και πουλάνε διάφορα πράγματα, αλλά κυρίως κάνουν διάφορες performance για να πάρουν κάποιο χαρτζιλίκι. Εκείνη η πλευρά είναι πιο όμορφη από τη δική μας. Επίσης έχει πιο καλά ξενοδοχεία και έχει περισσότερη αναλογία τουριστών προς ντόπιους. Γενικά στις παραλίες οι ντόπιοι μάλλον είναι περισσότεροι από τους τουρίστες. Αν και σε εκείνη την πλευρά τα ξενοδοχεία ήταν πολύ καλύτερα από τα ξενοδοχεία της δικής μας, πιστεύω ότι οι περισσότεροι ξένοι έρχονταν στη δικιά μας περιοχή για να διασκεδάσουν το βράδυ, γιατί έχει πιο πολλή κίνηση.
Πήγαμε μέχρι τις χελώνες αλλά επειδή πιστεύαμε ότι δεν θα είχαν ενδιαφέρον δεν δώσαμε τα 10 δολάρια ο καθένας μας για να μπούμε μέσα και να τις δούμε. Έτσι επιστρέψαμε από περίπου τον ίδιο δρόμο. Απλά για 500 περίπου μέτρα μπήκαμε στο μουσουλμανικό χωριό, το οποίο βέβαια δεν είχε τίποτα αξιόλογο, παρά μονάχα τους φτωχούς ανθρώπους που ζουν μέσα σε παράγκες και ουσιαστικά στην βρωμιά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας σταματήσαμε σε ένα διάσημο μπαρ της περιοχής, το Istanbul, για να πιούμε μία μπύρα.
Μετά πήγαμε στο δωμάτιο και η ώρα ήταν περίπου 7:30 και μέσω του messenger ρωτήσαμε την παρέα που θα φάμε. Και ενώ ο αρχηγός έλεγε να συνεννοηθούμε, του απαντάει μια παρέα ότι ήδη έχουν καθίσει σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Εμείς το ξέραμε αυτό και δεν μας άρεσε (μας φάνηκε όχι και τόσο καθαρό). Τους είπαμε ότι σίγουρα δεν θα μείνουμε μαζί τους για φαγητό. Πήγαμε στην πλατεία του χωριού, που είχαμε δει ένα εστιατόριο και μας άρεσε. Μείναμε εκεί για φαγητό. Βέβαια όταν λέμε πλατεία, στην πραγματικότητα είναι ένα τεράστιο μέρος στρωμένο μόνο με χώμα.
Το ωραίο είναι ότι εκεί για θρησκευτικούς λόγους εκεί δεν σέρβιραν αλκοόλ. Όμως μου υπέδειξαν ένα μαγαζί με μπύρες και πήγα και αγόρασα δυο για να πιούμε. Ποτήρια μας έδωσαν.
Έτσι τελείωσε η ημέρα μας, βλέποντας ελάχιστα τους υπόλοιπους. Φυσικά, σημασία έχει η απόλαυση του ταξιδιού!
Ενώ η πρωτεύουσα του νησιού, η Ζανζιβάρη, βρίσκεται σχεδόν στο νότιο μέρος του νησιού, η παραλία Nungwi που εμείς πήγαμε την πρώτη μέρα, βρίσκεται στο βόρειο μέρος. Το πρωί στο ξενοδοχείο μας πήγαμε για πρωινό, το οποίο ήταν πολύ μέτριο. Εκεί συναντήσαμε μερικούς από το γκρουπ και βασικά τον αρχηγό μας, ο οποίος θα πήγαινε για να κάνει κατάδυση με άλλον ένα από την παρέα. Μαζί τους πήγαν και δύο τρία κορίτσια για να κάνουν σνόρκελινγκ. Οι υπόλοιποι ούτε ξέραμε τι θα έκαναν και όταν είπαμε ότι θα πάμε βαρκάδα δεν το θεώρησαν αξιόλογο.
Εγώ με την Ντίνα κατεβήκαμε στην παραλία περίπου στις 8:00. Ενώ κάναμε μία μικρή βόλτα, βλέπαμε τις βάρκες που έφευγαν για τις διάφορες εκδρομές. Εγώ είχα μεγάλη ανησυχία, γιατί είχε αρκετή θαλασσοταραχή. Έβλεπα τους ανθρώπους να μπαίνουν στις βάρκες και βρέχονταν μέχρι το λαιμό. Μερικοί μάλιστα έπεσαν και κάτω από τα δυνατά κύματα.
Είχα κάποιους ενδοιασμούς γιατί φοβόμουν για την φωτογραφική μου μηχανή και την καινούργια βιντεοκάμερα, τα οποία και τα δύο μαζί κάνουν κοντά στα 2.000 ευρώ. Χώρια οι πιστωτικές κάρτες και τα μετρητά που είχα μαζί μου, συν τα διαβατήρια σε ένα τσαντάκι μέσης. Φαινόταν πολύ επικίνδυνο να βραχούν και να καταστραφούν.
Όμως τελικά με την επιμονή της Ντίνας αποφασίσαμε να πάμε και ευτυχώς υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι μας βοηθούσαν να μεταφέρουμε τα πράγματα μας χωρίς να βραχούν στη βάρκα. Παρόλα αυτά εγώ είδα ότι πουλούσαν μία τσάντα η οποία θεωρείται αδιάβροχη και έδωσα 12 ευρώ και την αγόρασα, για να είμαι σίγουρος ότι όλα θα πάνε καλά. Πράγματι όλα πήγαν καλά. Μπορεί να μην είχανε βραχεί οι συσκευές μας και χωρίς αυτή την τσάντα, όμως θα είχα μία μεγάλη αγωνία μέχρι να τελειώσει η βόλτα. Και δεν άξιζε για 12 ευρώ να αγωνιώ. Και όταν λέω ότι είχε κύματα ίσως να ήτανε 6 με 7 μποφόρ. Φυσικά δεν υπήρχε λιμανάκι για να μπεις στη βάρκα. Με τα πόδια και μέσα στη θάλασσα, φαίνεται στην προηγούμενη φωτογραφία. Και αυτή η ένταση υπήρχε σε όλη την ημερήσια εκδρομή, γιατί ενώ είχαμε αποφασίσει να πάμε μία εκδρομή τεσσάρων ωρών, αλλάξαμε γνώμη και πήγαμε εξάωρη. Ο λόγος ήταν ότι οι βάρκες που πήγαιναν την μικρότερη εκδρομή ήταν μικρές, αλλά σε εκείνη που τελικά πήγαμε ήταν αρκετά μεγαλύτερες.
Μαζί μας ήταν άλλοι 26 τουρίστες και ένα πλήρωμα 6-7 ατόμων. Στην αρχή θεώρησα (τη Ντίνα δεν την ένοιαζε) ότι ήταν λίγο βλακεία αυτό το εγχείρημα αλλά το αποφασίσαμε γιατί δεν είχαμε και πολλές επιλογές. Με το πέρασμα της ώρας το είδαμε (την τρικυμία) σαν διασκέδαση και μάλιστα πιάσαμε και λίγη κουβέντα με κάποιους άλλους τουρίστες. Η διαδρομή είχε αρκετό ενδιαφέρον παρότι δεν πήγαινε το πλοιάριο κοντά στην παραλία. Η πορεία μας ήταν ακόμα πιο βόρεια για να κάνουμε στροφή και να πάμε από την Ανατολική πλευρά του νησιού και να πάμε λίγο νότια που θα κάναμε το snorkeling και ελπίζαμε να δούμε και δελφίνια.
Μετά από περίπου δύο ώρες φτάσαμε στο νησάκι Mnemba και το πλοιάριο σταμάτησε για να πέσουμε με τις μάσκες να δούμε το βυθό με τα κοράλλια. Ο βυθός σε σχέση με άλλους που έχω δει στην Κολομβία και στην Αυστραλία δεν έλεγε τίποτα. Είχε λίγα κοράλλια και αρκετά όμορφα ψάρια. Πέσαμε στη θάλασσα και οι δύο για περίπου μισή ώρα κολυμπώντας. Να πω ότι η θάλασσα ήταν πολύ καλή και πολύ αλμυρή. Όμως ήταν μαζεμένες τόσο πολλές βάρκες, και από τη δική μας παραλία αλλά και από πολλές άλλες της βόρειας πλευράς του νησιού, που και ο βυθός καταστρέφεται και υπάρχει συνωστισμός. Και απορώ τι κάθονται εκεί τα ψάρια και κάνουν. Μάλλον τα ταΐζουν αυτοί που φέρνουν τις βάρκες και έτσι εκείνα δεν φεύγουν. Όση ώρα ήμασταν εκεί, η θάλασσα ήταν ήρεμη λες και είχαν κάνει συμφωνία με τους βαρκάρηδες. Καλό για μας. Ο βυθός ήταν σε βάθος σε εκείνο το σημείο από 2 μέχρι 10 μέτρα. Αργότερα μάθαμε ότι και ο αρχηγός με τους υπόλοιπους έκανε κατάδυση στο ίδιο ακριβώς σημείο. Απλά πήγαν με το αυτοκίνητο μέχρι την απέναντι παραλία για να προσεγγίσουν το Mnemba.
Μετά από αρκετή ώρα παρατήρησης βυθού, το πλοιάριο έφυγε και πήγε προς το νησάκι και αγκυροβόλησε. Εν τω μεταξύ δυο-τρεις άνθρωποι του πλοίου είχαν καθαρίσει ντομάτες, πατάτες, κρεμμύδια και διάφορα τέτοια, να φτιάξουν μία σάλτσα. Είχαν ανάψει κάρβουνα και είχαν τυλίξει δύο μεγάλα ψάρια (τόνους) σε αλουμινόχαρτο και τα έψησαν. Και βέβαια έβρασαν και αρκετό ρύζι να συνοδέψει τη σάλτσα. Δεν άργησαν όλα αυτά να ετοιμαστούν και μου έκανε εντύπωση πως κατάφερναν να τα κάνουν αυτά μέσα σε ένα μικρό πλοιάριο, χωρίς να πάρει φωτιά. Το φαγητό δεν ήταν ιδιαίτερα νόστιμο και το ψάρι επίσης ήταν πολύ λίγο για τόσο κόσμο. Το πιο ωραίο όμως ήταν το φρούτο. Ειδικά ο ανανάς ήταν πολύ νόστιμος.
Αφού λοιπόν καθίσαμε εκεί μέχρι να φάμε, πήραμε το δρόμο του γυρισμού και επιστρέψαμε στην παραλία μας στις 3:00 το μεσημέρι. Ενώ στο μέρος που καθίσαμε για να παρατηρήσουμε το βυθό και να φάμε αυτές τις δύο ώρες η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη, όταν ξεκινήσαμε την επιστροφή τα κύματα ήταν ακόμη μεγαλύτερα από εκείνα που είχαμε όταν πηγαίναμε. Στην επιστροφή πραγματικά γίναμε μούσκεμα ειδικά εμείς και κάποιοι άλλοι που καθόμασταν μπροστά. Αυτοί που κάθονταν πίσω νομίζω δεν βράχηκαν είτε καθόλου είτε πολύ λίγο. Όμως πίσω δεν υπήρχε χώρος για όλους εμάς. Έτσι εμείς που καθίσαμε στην αρχή μπροστά για να έχουμε καλύτερη ορατότητα, το πληρώσαμε με το να είμαστε συνέχεια βρεγμένοι. Όμως ήταν και αυτό μία απόλαυση.
Εκεί μπροστά μας ήταν και πέντε άραβες από την Τυνησία, νεαροί μέχρι 30 ετών, οι οποίοι όλο έκαναν πλάκα και έβγαζαν φωτογραφίες και μιλήσαμε και λίγο μαζί τους. Έτσι κοιτάζοντας αυτούς, κοιτάζοντας και τα κύματα πέρασε η ώρα αρκετά ευχάριστα. Εγώ μίλησα και με έναν Ιταλό από την Σικελία για λίγο. Στην επιστροφή είδαμε και δυο παρέες από δελφίνια πολύ κοντά μας. Αυτό το ενδεχόμενο το είχαμε ξεχάσει με την τρικυμία.
Όταν φτάσαμε στην παραλία μας, πήγαμε στο δωμάτιο στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε. Υπήρχε ένα ραντεβού της παρέας στις 4:00 για να πάμε, με πλοιάριο πάλι, να δούμε το ηλιοβασίλεμα από το πλοίο. Όμως εμείς αποφασίσαμε να μην πάμε και ειδοποιήσαμε τους άλλους μέσω messenger.
Ξεκουραστήκαμε λίγο στο δωμάτιο και στις 4:30 ξεκινήσαμε να πάμε για να δούμε χελώνες που υπήρχαν σε μία απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων από το ξενοδοχείο μας. Όμως εδώ οι δρόμοι (χωματόδρομοι) είναι τόσο περίπλοκοι που δεν είναι καθόλου εύκολο να ακολουθήσεις την πορεία στο GPS. Και εκεί που είχαμε μπερδευτεί λίγο, ρωτήσαμε ένα ζευγάρι τουρίστες και μας είπαν: το καλύτερο είναι να πάμε στην παραλία και από εκεί παραλιακά να πάμε στις χελώνες. Αυτό κάναμε και δεν χάσαμε γιατί η διαδρομή ήταν υπέροχη. Επίσης σε όλη την παραλία γινόταν διάφορα από τους ντόπιους οι οποίοι κατεβαίνουν κοντά στους τουρίστες και πουλάνε διάφορα πράγματα, αλλά κυρίως κάνουν διάφορες performance για να πάρουν κάποιο χαρτζιλίκι. Εκείνη η πλευρά είναι πιο όμορφη από τη δική μας. Επίσης έχει πιο καλά ξενοδοχεία και έχει περισσότερη αναλογία τουριστών προς ντόπιους. Γενικά στις παραλίες οι ντόπιοι μάλλον είναι περισσότεροι από τους τουρίστες. Αν και σε εκείνη την πλευρά τα ξενοδοχεία ήταν πολύ καλύτερα από τα ξενοδοχεία της δικής μας, πιστεύω ότι οι περισσότεροι ξένοι έρχονταν στη δικιά μας περιοχή για να διασκεδάσουν το βράδυ, γιατί έχει πιο πολλή κίνηση.
Πήγαμε μέχρι τις χελώνες αλλά επειδή πιστεύαμε ότι δεν θα είχαν ενδιαφέρον δεν δώσαμε τα 10 δολάρια ο καθένας μας για να μπούμε μέσα και να τις δούμε. Έτσι επιστρέψαμε από περίπου τον ίδιο δρόμο. Απλά για 500 περίπου μέτρα μπήκαμε στο μουσουλμανικό χωριό, το οποίο βέβαια δεν είχε τίποτα αξιόλογο, παρά μονάχα τους φτωχούς ανθρώπους που ζουν μέσα σε παράγκες και ουσιαστικά στην βρωμιά.
Λίγο πριν φτάσουμε στο ξενοδοχείο μας σταματήσαμε σε ένα διάσημο μπαρ της περιοχής, το Istanbul, για να πιούμε μία μπύρα.
Μετά πήγαμε στο δωμάτιο και η ώρα ήταν περίπου 7:30 και μέσω του messenger ρωτήσαμε την παρέα που θα φάμε. Και ενώ ο αρχηγός έλεγε να συνεννοηθούμε, του απαντάει μια παρέα ότι ήδη έχουν καθίσει σε ένα παραδοσιακό εστιατόριο δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Εμείς το ξέραμε αυτό και δεν μας άρεσε (μας φάνηκε όχι και τόσο καθαρό). Τους είπαμε ότι σίγουρα δεν θα μείνουμε μαζί τους για φαγητό. Πήγαμε στην πλατεία του χωριού, που είχαμε δει ένα εστιατόριο και μας άρεσε. Μείναμε εκεί για φαγητό. Βέβαια όταν λέμε πλατεία, στην πραγματικότητα είναι ένα τεράστιο μέρος στρωμένο μόνο με χώμα.
Το ωραίο είναι ότι εκεί για θρησκευτικούς λόγους εκεί δεν σέρβιραν αλκοόλ. Όμως μου υπέδειξαν ένα μαγαζί με μπύρες και πήγα και αγόρασα δυο για να πιούμε. Ποτήρια μας έδωσαν.
Έτσι τελείωσε η ημέρα μας, βλέποντας ελάχιστα τους υπόλοιπους. Φυσικά, σημασία έχει η απόλαυση του ταξιδιού!