isabelle
Member
- Μηνύματα
- 908
- Likes
- 4.238
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ασκήσεις επι χάρτου
- Όλα ξεκίνησαν απτη Βόρεια Κορέα
- Πίσω στα θρανία
- Τασκένδη του θρύλου, του ονείρου, της κατάρρευσης
- Διπρόσωπη Χίβα
- Μια φορά κ έναν καιρό ηταν εδω μια θάλασσα
- Ατέρμονη αλυσίδα καταστροφής
- Στο δρόμο για την Άσγκαμπατ
- Κούνυα Ούργκενς
- Ασγκαμπάτ κεκλεισμένων των θυρών
- Το κουρδιστό ομοίωμα
- Μετά τον Νιγιαζοφ τι;
- Στη γη της αρχαίας Μαργιανής
- Τελευταία Έξοδος
- Μπουχάρα σα μαγικό χαλί
- Σαμαρκάνδη της τέχνης κ του αίματος
- Στη γη της αρχαίας Σογδιάνης
- Ο Μέγας περίεργος
- Στη χώρα των αλόγων
- Συνέχεια απο Κιργιστάν
- Επίλογος
Αποχαιρετώντας το Τουρκμενιστάν
Πόλη Μαρύ. Την τελευταία μας νύχτα στη χώρα του Τουρκμένμπασι θα την περάσουμε μέσα στη βαλσαμωμένη ρετρό ψευδομεγαλοπρέπεια. Ξενοδοχείο Ρακάτ, άνω κάτω τελεία: τρεκλίζουσες σκαλιστές πολυθρόνες, μουχλιασμένες λουλουδάτες ταπετσαρίες, βαριές σκονισμένες κουρτίνες από ξεθωριασμένο βυσσινί βελούδο, φθαρμένο χρυσοκέντητο κουβρ-λι πάνω στο υπέρδιπλο αυτοκρατορικό κρεβάτι με τον ξεχαρβαλωμένο σομιέ που βουλιάζει κατά είκοσι εκατοστά μόλις ξαπλώσεις. Όλη η αλλοτινή ξεφτισμένη γκλαμουριά για κομματικά στελέχη σε επαρχιακή περιοδεία βρίσκεται απλωμένη μπροστά μας. Και όμως… Μετά την καλογυαλισμένη και αυθάδικη χρυσομαρμάρινη κενοδοξία της Άσγκαμπατ, τολμώ να πω ότι αυτό το μελαγχολικά παρακμασμένο σκηνικό με συγκινεί και μου γεννάει μια παράξενη τρυφερότητα. Ίσως γιατί με τον τρόπο του αποπνέει μια ιστορικότητα. Γιατί ακόμα και σιωπηρά, στην πραγματικότητα αφηγείται. Και γιατί κουβαλάει την (πονεμένη) αλήθεια μιας εποχής που γέννησε (και έθαψε νωρίς) την ομορφότερη ελπίδα από καταβολής ανθρώπινης κοινωνίας – μέχρι μια επόμενη καλύτερη γέννα, θέλω να πιστεύω.
Ένα αυθεντικό δείγμα νεκροθάφτη κοινωνικών ονείρων είναι και ο τύπος που μας περιμένει το επόμενο πρωί στην είσοδο του ξενοδοχείου για να μας οδηγήσει μέχρι τα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν. Θα είναι ο τελευταίος (με το στανιό) «συνοδός» μας εντός τουρκμενικού εδάφους. Αυτή τη φορά το υπουργείο τουρισμού ξεπέρασε εαυτόν: κατάφερε να μας στείλει, για το κλείσιμο του ταξιδιού, το απόλυτο στερεότυπο του μπάτσου σοβιετικής κοπής, κάτι σαν διασταύρωση ανάμεσα στον πράκτορα στις «Ζωές των άλλων» και τον βασανιστή στο «Εξπρές του Μεσονυκτίου». Εντάξει, και οι προηγούμενοι που μας έλαχαν, δεν ήταν για να ευθυμήσεις με την παρέα τους, αλλά ο σημερινός πια…! Τύφλα να’ χει το καλύτερο κάστινγκ για αμερικανιά κατασκοπίας! Θα’ θελα να’ ξερα πόσο και που έψαξαν για να πετύχουν τέτοια μούρη.
Από το Μαρύ μέχρι το Τουρκμεναμπάντ, κάθε δεκαπέντε - είκοσι χιλιόμετρα το ίδιο σκηνικό: Μια μπάρα στο πουθενά κλείνει το δρόμο. Ο οδηγός-κλώνος δεσμοφύλακα σε γκούλαγκ κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, κατευθύνεται σ’ έναν γραφέα που κάθεται πίσω από ένα τραπέζι στην άκρη του δρόμου, ντάλα μέσα στον ήλιο, και του δίνει διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα διαβατήριά μας. Εκείνος τα ξεφυλλίζει για πέντε-δέκα λεπτά, σφραγίζει διάφορα χαρτιά, σημειώνει τον αριθμό του αυτοκινήτου σ’ ένα τετράδιο, και τέλος με τα πολλά σηκώνει την μπάρα. Ουφ, πάει κι αυτό! Πάμε γι άλλα. Μέχρι…το επόμενο μπλόκο. Από το τρίτο και πέρα βαρεθήκαμε να μετράμε.
Άμου Ντάρια ποταμός. Φαρδύς, καφετής από τη λάσπη, τον διασχίζουμε όπως και πριν από μια βδομάδα, σήμερα όμως με αντίθετη φορά, από δυτικά προς ανατολικά, ήτοι από το Τουρκμενιστάν προς το Ουζμπεκιστάν. Γιατί ο Άμου Ντάρια αποτελεί κι εδώ το σύνορο ανάμεσα στα δύο Σταν. Το οποίο σύνορο προαναγγέλει μια τεράστια ουρά από ακινητοποιημένα φορτηγά με κατάληξη το γνώριμο πια σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Μετράω είκοσι έξι θηρία των είκοσι τόνων και βάλε, τίγκα στο εμπόρευμα, που βρίσκονται εδώ πριν από μας για τον ίδιο ακριβώς σκοπό: να περάσουν κι αυτά από την «άλλη πλευρά». Με λούζει κρύος ιδρώτας. Με δεδομένους τους ρυθμούς ελέγχου που ήδη γνωρίσαμε (θυμίζω: τριανταπέντε λεπτά από τη μεριά των Ουζμπέκων και μία ώρα και σαράντα λεπτά στην τουρκμένικη πλευρά, με μόνους πελάτες την αφεντιά μας), αυτό σημαίνει ότι με είκοσι έξι υποψήφιους να προηγούνται θα χρειαστούμε να περιμένουμε πάνω κάτω δύο … εικοσιτετράωρα!. Και μάλιστα υπό τον όρο ότι τα σύνορα θα παραμείνουν ανοιχτά νύχτα-μέρα. Κάτι που ήδη αποκλείεται αφού αυτή τη στιγμή, μία το μεσημέρι, η μπάρα είναι κατεβασμένη για να γευματίσει, λέει, το προσωπικό. Ουαί κι αλλοίμονο μας…
Στο μεταξύ, ο οδηγός μας με την εν αγνοία του ματαιωμένη χολιγουντιανή καριέρα ως καγκεμπίτη πράκτορα, μας παραδίδει ατάραχος τα διαβατήριά μας και ανοίγει για πρώτη φορά το στόμα του από το πρωί για να μας χαιρετίσει μ’ ένα μασημένο γκουντ μπάι, συνοδευόμενο από ένα επίσης κακοποιημένο πλην ευδιάκριτο γκουντ λάκ. Αυτό το τελευταίο, ειπωμένο από ένα τέτοιο άτομο, σε μια τέτοια στιγμή και με μια τέτοια ουρά στέλνει ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά μου. Πάει, είναι βέβαιο ότι αυτός ξέρει ότι θα κοιμηθούμε σήμερα εδώ, μπροστά στο συρματόπλεγμα, και μας ειρωνεύεται κι από πάνω.
Κι ενώ εγώ τρώγομαι με το τι μέλλει γενέσθαι, πλέκοντας τα χειρότερα σενάρια καταστροφής, ο Κώστας έχει ήδη αράξει στη σκιά του μοναδικού δέντρου της περιοχής και κόβει τα νύχια του με τον νυχοκόπτη. Ε αυτό πια!
- Πας καλά;
- Μια χαρά. Τι θες να κάνω δηλαδή; Να χτυπιέμαι προκαταβολικά όπως εσύ;
Μήπως έχει δίκιο και πρέπει να το δω κι εγώ κάπως πιο ανατολίτικα;
Και να που στις δύο και πέντε συμβαίνει το μεγάλο θαύμα. Γιατί δεν είναι μόνο που το φανταράκι υπηρεσίας σηκώνει την μπάρα αλλά μας κάνει και νόημα να πλησιάσουμε.
- Τούριστ;
Εννοείται ότι σε άλλες συνθήκες ο όρος θα είχε ηχήσει στ’ αυτιά μου έως και προσβλητικός, εδώ όμως δεν είναι η στιγμή για να επιλύσουμε ζητήματα ταξιδιωτικής αξιοπρέπειας.
- Τούριστ! Τούριστ! Εντελώς τούριστ. Πιο τούριστ δεν γίνεται.
Μας λέει να περιμένουμε και τρία ακριβώς λεπτά αργότερα επιστρέφει συνοδευόμενος από τον προϊστάμενο, κάτι σαν δίδυμο αδερφό - στο πιο χοντρό - του οδηγού που μας έφερε ως εδώ. Ωχ, την κάτσαμε!
Να όμως που καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν, και τούτος εδώ, παρά το παρουσιαστικό του, εμφανίζεται πρόθυμος και σχεδόν καλοσυνάτος. Μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο ξεφλουδισμένο κτίριο που κάνει χρέη τελωνείου και μας μπάζει μέσα χωρίς χρονοτριβή. Δεν μπορώ να πιστέψω στην τύχη μας! Άσε που το έργο του ελέγχου θα επιτελέσουν «μόλις» τέσσερις υπάλληλοι. Τόσους μετράω, να περιμένουν βαριεστημένοι πίσω από τα τραπέζια. Αυτή τη φορά, τα διαβατήρια, οι βίζες και τα «εμιγρέισον καρτ», ελάχιστα ενδιαφέρουν. Προφανώς αφού φτάσαμε μέχρις εδώ περνώντας από τόσα μπλόκα σημαίνει ότι είμαστε εντάξει. Αλλού είναι η ταμπακιέρα αυτή τη φορά:
- Τι έχετε να δηλώσετε;
- Τίποτα.
- Πως τίποτα, ανοίξτε τις αποσκευές.
Τα σακίδια μας απλώνονται στο χειρουργικό τραπέζι και όλα τα υπάρχοντά μας βγαίνουν ένα-ένα για εξέταση. Η επιδοκιμασία είναι έκδηλη στα πρόσωπα των ελεγκτών όταν βγάζουν τη θεϊκή Ρουχνάμα του Παμμέγιστου που προμηθευτήκαμε στην Άσγκαμπατ σε αγγλική μετάφραση και που φρόντισε ο Ζυρ να τοποθετήσει πάνω πάνω στο σακίδιό του.
Πρέζιντεντ μπουκ, μας διευκρινίζουν, σαν να μιλάνε σε καθυστερημένα. Γιες, γιες, Τουρκμένμπασι Νιγιάζοφ, εμείς εν χορώ. Για να περάσουν αμέσως μετά στον βασικό σκοπό της έρευνάς τους:
- Κάρπετ;
- Νο κάρπετ.
- ΝΟ ΚΑΡΠΕΤ;;;;
- Ε ναι ρε φίλε, νο κάρπετ
Γνωρίζοντας τις απίστευτες γραφειοκρατικές επιπλοκές στα σύνορα και με δυόμιση Σταν ακόμα μπροστά μας, δεν μας πέρασε καν από το νου να προβούμε σε αγορά χαλιού. Έλα όμως που οι τελώνες δεν πείθονται με τίποτε. Τούριστ χωρίς κάρπετ; Που ακούστηκε κάτι τέτοιο; Και δώσ’ του να ζυγίζουν με το χέρι τα άδεια σακίδια και να τα εξετάζουν απ’ όλες τις ραφές ψάχνοντας για τη μυστική θήκη με το καταζητούμενο μαγικό χαλί.
Ώσπου, μετά τον δωδέκατο άκαρπο έλεγχο ακόμα και στο σωληνάριο της οδοντόπαστας:
- ΟΚ,
Ειπώθηκε σε τόνο που έμοιαζε σχεδόν σαν παραδοχή ήττας.
- Τελειώσαμε;
- Ντα, ντα.
Αποχαιρετούμε με σπασίμπα τους τέσσερις υπαλλήλους, στεκόμαστε με ευλάβεια μπροστά στο τελευταίο πορτρέτο του Προέδρου, και ζαλωμένοι τα σακίδια προχωρούμε στη νεκρή ζώνη με κατεύθυνση το Ουζμπεκιστάν. Εκεί όπου μας περιμένει η Μπουχάρα, καμιά ώρα δρόμο από τα σύνορα.
Πόλη Μαρύ. Την τελευταία μας νύχτα στη χώρα του Τουρκμένμπασι θα την περάσουμε μέσα στη βαλσαμωμένη ρετρό ψευδομεγαλοπρέπεια. Ξενοδοχείο Ρακάτ, άνω κάτω τελεία: τρεκλίζουσες σκαλιστές πολυθρόνες, μουχλιασμένες λουλουδάτες ταπετσαρίες, βαριές σκονισμένες κουρτίνες από ξεθωριασμένο βυσσινί βελούδο, φθαρμένο χρυσοκέντητο κουβρ-λι πάνω στο υπέρδιπλο αυτοκρατορικό κρεβάτι με τον ξεχαρβαλωμένο σομιέ που βουλιάζει κατά είκοσι εκατοστά μόλις ξαπλώσεις. Όλη η αλλοτινή ξεφτισμένη γκλαμουριά για κομματικά στελέχη σε επαρχιακή περιοδεία βρίσκεται απλωμένη μπροστά μας. Και όμως… Μετά την καλογυαλισμένη και αυθάδικη χρυσομαρμάρινη κενοδοξία της Άσγκαμπατ, τολμώ να πω ότι αυτό το μελαγχολικά παρακμασμένο σκηνικό με συγκινεί και μου γεννάει μια παράξενη τρυφερότητα. Ίσως γιατί με τον τρόπο του αποπνέει μια ιστορικότητα. Γιατί ακόμα και σιωπηρά, στην πραγματικότητα αφηγείται. Και γιατί κουβαλάει την (πονεμένη) αλήθεια μιας εποχής που γέννησε (και έθαψε νωρίς) την ομορφότερη ελπίδα από καταβολής ανθρώπινης κοινωνίας – μέχρι μια επόμενη καλύτερη γέννα, θέλω να πιστεύω.
Ένα αυθεντικό δείγμα νεκροθάφτη κοινωνικών ονείρων είναι και ο τύπος που μας περιμένει το επόμενο πρωί στην είσοδο του ξενοδοχείου για να μας οδηγήσει μέχρι τα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν. Θα είναι ο τελευταίος (με το στανιό) «συνοδός» μας εντός τουρκμενικού εδάφους. Αυτή τη φορά το υπουργείο τουρισμού ξεπέρασε εαυτόν: κατάφερε να μας στείλει, για το κλείσιμο του ταξιδιού, το απόλυτο στερεότυπο του μπάτσου σοβιετικής κοπής, κάτι σαν διασταύρωση ανάμεσα στον πράκτορα στις «Ζωές των άλλων» και τον βασανιστή στο «Εξπρές του Μεσονυκτίου». Εντάξει, και οι προηγούμενοι που μας έλαχαν, δεν ήταν για να ευθυμήσεις με την παρέα τους, αλλά ο σημερινός πια…! Τύφλα να’ χει το καλύτερο κάστινγκ για αμερικανιά κατασκοπίας! Θα’ θελα να’ ξερα πόσο και που έψαξαν για να πετύχουν τέτοια μούρη.
Από το Μαρύ μέχρι το Τουρκμεναμπάντ, κάθε δεκαπέντε - είκοσι χιλιόμετρα το ίδιο σκηνικό: Μια μπάρα στο πουθενά κλείνει το δρόμο. Ο οδηγός-κλώνος δεσμοφύλακα σε γκούλαγκ κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, κατευθύνεται σ’ έναν γραφέα που κάθεται πίσω από ένα τραπέζι στην άκρη του δρόμου, ντάλα μέσα στον ήλιο, και του δίνει διάφορα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα διαβατήριά μας. Εκείνος τα ξεφυλλίζει για πέντε-δέκα λεπτά, σφραγίζει διάφορα χαρτιά, σημειώνει τον αριθμό του αυτοκινήτου σ’ ένα τετράδιο, και τέλος με τα πολλά σηκώνει την μπάρα. Ουφ, πάει κι αυτό! Πάμε γι άλλα. Μέχρι…το επόμενο μπλόκο. Από το τρίτο και πέρα βαρεθήκαμε να μετράμε.
Άμου Ντάρια ποταμός. Φαρδύς, καφετής από τη λάσπη, τον διασχίζουμε όπως και πριν από μια βδομάδα, σήμερα όμως με αντίθετη φορά, από δυτικά προς ανατολικά, ήτοι από το Τουρκμενιστάν προς το Ουζμπεκιστάν. Γιατί ο Άμου Ντάρια αποτελεί κι εδώ το σύνορο ανάμεσα στα δύο Σταν. Το οποίο σύνορο προαναγγέλει μια τεράστια ουρά από ακινητοποιημένα φορτηγά με κατάληξη το γνώριμο πια σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Μετράω είκοσι έξι θηρία των είκοσι τόνων και βάλε, τίγκα στο εμπόρευμα, που βρίσκονται εδώ πριν από μας για τον ίδιο ακριβώς σκοπό: να περάσουν κι αυτά από την «άλλη πλευρά». Με λούζει κρύος ιδρώτας. Με δεδομένους τους ρυθμούς ελέγχου που ήδη γνωρίσαμε (θυμίζω: τριανταπέντε λεπτά από τη μεριά των Ουζμπέκων και μία ώρα και σαράντα λεπτά στην τουρκμένικη πλευρά, με μόνους πελάτες την αφεντιά μας), αυτό σημαίνει ότι με είκοσι έξι υποψήφιους να προηγούνται θα χρειαστούμε να περιμένουμε πάνω κάτω δύο … εικοσιτετράωρα!. Και μάλιστα υπό τον όρο ότι τα σύνορα θα παραμείνουν ανοιχτά νύχτα-μέρα. Κάτι που ήδη αποκλείεται αφού αυτή τη στιγμή, μία το μεσημέρι, η μπάρα είναι κατεβασμένη για να γευματίσει, λέει, το προσωπικό. Ουαί κι αλλοίμονο μας…
Στο μεταξύ, ο οδηγός μας με την εν αγνοία του ματαιωμένη χολιγουντιανή καριέρα ως καγκεμπίτη πράκτορα, μας παραδίδει ατάραχος τα διαβατήριά μας και ανοίγει για πρώτη φορά το στόμα του από το πρωί για να μας χαιρετίσει μ’ ένα μασημένο γκουντ μπάι, συνοδευόμενο από ένα επίσης κακοποιημένο πλην ευδιάκριτο γκουντ λάκ. Αυτό το τελευταίο, ειπωμένο από ένα τέτοιο άτομο, σε μια τέτοια στιγμή και με μια τέτοια ουρά στέλνει ρίγη ανατριχίλας στη ραχοκοκαλιά μου. Πάει, είναι βέβαιο ότι αυτός ξέρει ότι θα κοιμηθούμε σήμερα εδώ, μπροστά στο συρματόπλεγμα, και μας ειρωνεύεται κι από πάνω.
Κι ενώ εγώ τρώγομαι με το τι μέλλει γενέσθαι, πλέκοντας τα χειρότερα σενάρια καταστροφής, ο Κώστας έχει ήδη αράξει στη σκιά του μοναδικού δέντρου της περιοχής και κόβει τα νύχια του με τον νυχοκόπτη. Ε αυτό πια!
- Πας καλά;
- Μια χαρά. Τι θες να κάνω δηλαδή; Να χτυπιέμαι προκαταβολικά όπως εσύ;
Μήπως έχει δίκιο και πρέπει να το δω κι εγώ κάπως πιο ανατολίτικα;
Και να που στις δύο και πέντε συμβαίνει το μεγάλο θαύμα. Γιατί δεν είναι μόνο που το φανταράκι υπηρεσίας σηκώνει την μπάρα αλλά μας κάνει και νόημα να πλησιάσουμε.
- Τούριστ;
Εννοείται ότι σε άλλες συνθήκες ο όρος θα είχε ηχήσει στ’ αυτιά μου έως και προσβλητικός, εδώ όμως δεν είναι η στιγμή για να επιλύσουμε ζητήματα ταξιδιωτικής αξιοπρέπειας.
- Τούριστ! Τούριστ! Εντελώς τούριστ. Πιο τούριστ δεν γίνεται.
Μας λέει να περιμένουμε και τρία ακριβώς λεπτά αργότερα επιστρέφει συνοδευόμενος από τον προϊστάμενο, κάτι σαν δίδυμο αδερφό - στο πιο χοντρό - του οδηγού που μας έφερε ως εδώ. Ωχ, την κάτσαμε!
Να όμως που καμιά φορά τα φαινόμενα απατούν, και τούτος εδώ, παρά το παρουσιαστικό του, εμφανίζεται πρόθυμος και σχεδόν καλοσυνάτος. Μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στο ξεφλουδισμένο κτίριο που κάνει χρέη τελωνείου και μας μπάζει μέσα χωρίς χρονοτριβή. Δεν μπορώ να πιστέψω στην τύχη μας! Άσε που το έργο του ελέγχου θα επιτελέσουν «μόλις» τέσσερις υπάλληλοι. Τόσους μετράω, να περιμένουν βαριεστημένοι πίσω από τα τραπέζια. Αυτή τη φορά, τα διαβατήρια, οι βίζες και τα «εμιγρέισον καρτ», ελάχιστα ενδιαφέρουν. Προφανώς αφού φτάσαμε μέχρις εδώ περνώντας από τόσα μπλόκα σημαίνει ότι είμαστε εντάξει. Αλλού είναι η ταμπακιέρα αυτή τη φορά:
- Τι έχετε να δηλώσετε;
- Τίποτα.
- Πως τίποτα, ανοίξτε τις αποσκευές.
Τα σακίδια μας απλώνονται στο χειρουργικό τραπέζι και όλα τα υπάρχοντά μας βγαίνουν ένα-ένα για εξέταση. Η επιδοκιμασία είναι έκδηλη στα πρόσωπα των ελεγκτών όταν βγάζουν τη θεϊκή Ρουχνάμα του Παμμέγιστου που προμηθευτήκαμε στην Άσγκαμπατ σε αγγλική μετάφραση και που φρόντισε ο Ζυρ να τοποθετήσει πάνω πάνω στο σακίδιό του.
Πρέζιντεντ μπουκ, μας διευκρινίζουν, σαν να μιλάνε σε καθυστερημένα. Γιες, γιες, Τουρκμένμπασι Νιγιάζοφ, εμείς εν χορώ. Για να περάσουν αμέσως μετά στον βασικό σκοπό της έρευνάς τους:
- Κάρπετ;
- Νο κάρπετ.
- ΝΟ ΚΑΡΠΕΤ;;;;
- Ε ναι ρε φίλε, νο κάρπετ
Γνωρίζοντας τις απίστευτες γραφειοκρατικές επιπλοκές στα σύνορα και με δυόμιση Σταν ακόμα μπροστά μας, δεν μας πέρασε καν από το νου να προβούμε σε αγορά χαλιού. Έλα όμως που οι τελώνες δεν πείθονται με τίποτε. Τούριστ χωρίς κάρπετ; Που ακούστηκε κάτι τέτοιο; Και δώσ’ του να ζυγίζουν με το χέρι τα άδεια σακίδια και να τα εξετάζουν απ’ όλες τις ραφές ψάχνοντας για τη μυστική θήκη με το καταζητούμενο μαγικό χαλί.
Ώσπου, μετά τον δωδέκατο άκαρπο έλεγχο ακόμα και στο σωληνάριο της οδοντόπαστας:
- ΟΚ,
Ειπώθηκε σε τόνο που έμοιαζε σχεδόν σαν παραδοχή ήττας.
- Τελειώσαμε;
- Ντα, ντα.
Αποχαιρετούμε με σπασίμπα τους τέσσερις υπαλλήλους, στεκόμαστε με ευλάβεια μπροστά στο τελευταίο πορτρέτο του Προέδρου, και ζαλωμένοι τα σακίδια προχωρούμε στη νεκρή ζώνη με κατεύθυνση το Ουζμπεκιστάν. Εκεί όπου μας περιμένει η Μπουχάρα, καμιά ώρα δρόμο από τα σύνορα.
Attachments
-
505,4 KB Προβολές: 85
Last edited by a moderator: