isabelle
Member
- Μηνύματα
- 908
- Likes
- 4.238
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ασκήσεις επι χάρτου
- Όλα ξεκίνησαν απτη Βόρεια Κορέα
- Πίσω στα θρανία
- Τασκένδη του θρύλου, του ονείρου, της κατάρρευσης
- Διπρόσωπη Χίβα
- Μια φορά κ έναν καιρό ηταν εδω μια θάλασσα
- Ατέρμονη αλυσίδα καταστροφής
- Στο δρόμο για την Άσγκαμπατ
- Κούνυα Ούργκενς
- Ασγκαμπάτ κεκλεισμένων των θυρών
- Το κουρδιστό ομοίωμα
- Μετά τον Νιγιαζοφ τι;
- Στη γη της αρχαίας Μαργιανής
- Τελευταία Έξοδος
- Μπουχάρα σα μαγικό χαλί
- Σαμαρκάνδη της τέχνης κ του αίματος
- Στη γη της αρχαίας Σογδιάνης
- Ο Μέγας περίεργος
- Στη χώρα των αλόγων
- Συνέχεια απο Κιργιστάν
- Επίλογος
Πρώην σοβιετικά "Σταν", Μέρος Ε' Κιργιζσταν - Στη χώρα των αλόγων
Αεροδρόμιο Μπίκσεκ. Μετράω ένα, δύο, τρία … δώδεκα αμερικάνικα πολεμικά αεροπλάνα σταθμευμένα εδώ. Τι ωραία, τι καλά! Και πόσο, μα πόσο ασφαλής νοιώθω ενώ πατάω στο έδαφος «συμμάχου χώρας» που διατυμπανίζει, από το αεροδρόμιο κι όλας, ότι παρέχει γη, ύδωρ και, κυρίως, βάσεις στην αγαπημένη μου υπερδύναμη για να βομβαρδίζει απρόσκοπτα το Αφγανιστάν κι ό,τι άλλο κινείται στην Κεντρασία.
Βέβαια υπάλληλο στο γκισέ για “Visa on arrival” δεν υπάρχει, αλλά έτσι είναι η ζωή, δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα. Άσε που έχουμε παρέα πέντε Κορεάτες που απ’ ό.τι μαθαίνω έχουν φτάσει εδώ και καμιά ώρα με κάποια προηγούμενη πτήση και περιμένουν, και περιμένουν, και περιμένουν, και περιμένουν… να σκάσει μύτη ο «αρμόδιος», πλην όμως δεν...
Τι υπομονή, τι καρτερικότητα αυτοί οι Κορεάτες! Με βλέπουν να πηγαινοέρχομαι στο information desk (όπου βεβαίως δεν μιλάνε γρι από την γλώσσα της χώρας στην οποία παρέχουν στρατιωτική βάση) και σε ο,τι άλλο desk υπάρχει τέλος πάντων μέσα στο γ@μ@αεροδρόμιο, κι αυτοί τίποτε. Κάθονται ήσυχα ήσυχα, ο ένας πλάι στον άλλο, και κοιτάνε σιωπηλοί το υπερπέραν. Μοιρολατρία; Αφασία; Μαστούρα; Θα σας γελάσω. Τέλος πάντων, με τα πολλά, σε κάνα εικοσάλεπτο εμφανίζεται ο πολυαναμενόμενος «αρμόδιος», κάθεται στη θέση του ατάραχος, μας κοιτάζει έναν-έναν ψυχρός, απαθής και με ύφος εκατό παλιών σοβιετικών αξιωματούχων και ... ναι ... ξεπετάει τα πέντε κορεάτικα διαβατήρια συν τα δυο δικά μας μέσα σε ένα τεταρτάκι της ώρας. Το γράφω τώρα κι ακόμα να το πιστέψω!
Το Μπίσκεκ δεν είναι ούτε ωραίο ούτε άσκημο. Μάλλον αδιάφορο θα το έλεγα. Είναι πράσινο, απλωμένο, με σχετικά αραιή δόμηση και δύο βασικές κεντρικές αρτηρίες όπου και συγκεντρώνονται τα, ας πούμε, αξιοθέατα, που δεν είναι δα και πολλά. Εξάλλου χρόνο στην πόλη δεν προβλέπεται, πέρα από ένα απόγευμα ίσα για μια βόλτα. Το είπαμε ήδη: Έχοντας χορτάσει αρχαιολογικούς χώρους, πόλεις και μνημεία στα υπόλοιπα τρία Σταν, στο Κιργιστάν ήρθαμε για την φύση του. Τελεία και παύλα.
Η συνέχεια είναι με copy paste από κείμενο του σύντροφου Ζυρ που θα βρείτε εδώ
ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ο οδηγός μας που ακούει στο όνομα Γιουσούφ είναι πολύ συμπαθής, αναμφίβολα πιστός μουσουλμάνος, όχι όμως και φανατίλας. Αφού εμείς δεν μιλάμε τα ρώσικα κι αφού αυτός δεν μιλάει τ’ αγγλικά, καταφεύγουμε, ως συνήθως, στη διεθνή νοηματική, υποβοηθούμενη, βεβαίως, και από ηχητικά θραύσματα διαφόρων γλωσσών, όπως «γκουντ», «σπασίμπα», «μερσί», «ταβάριτς» και άλλα.
Δεν έχω ιδέα του περί πόσες ώρες θα κάνουμε για να φτάσουμε σ’ αυτήν την Σον Κολ. Ξέρω όμως ότι θα κοιμηθούμε σε κάτι γιούρτες σαν κι αυτές που έχω δει σε μια θαυμάσια ταινία του Μιχάλκοφ, όπου μια γιαγιά σκότωνε τον χρόνο της σπάζοντας τσίκι τσίκι τις φουσκάλες από ένα πλαστικό υλικό συσκευασίας. Αυτή η ταινία με την γιαγιά μας έφερε μέχρις εδώ. Βέβαια το συγκεκριμένο φιλμ αναφερόταν στη Μογγολία, γιούρτες ωστόσο διαθέτει και η Κιργισία, οπότε στο μεταξύ θα βολέψουμε την φαντασίωσή μας μ’ αυτές. Όσο για τη Μογγολία, που θα μας πάει, αργά ή γρήγορα θα την επισκεφτούμε κάποτε κι αυτήν! (Σημείωση δική μου: Στο μεταξύ το πράξαμε
)
Μερικά τοπία καθ' οδόν για την Σον Κολ
Χωματόδρομος. Απ’ αυτούς που βλέπεις ν’ αγκομαχάει κάποιο σαράβαλο φορτηγό και λες, να, όπου να’ ναι γκρεμοτσακίζεται. Υψόμετρο τρεις χιλιάδες και βάλε. Στο φόντο του πίνακα, απαστράπτοντα ρυάκια και πάλλευκα σύννεφα σε καταμπλέ ουρανούς. Ένας ορίζοντας που χύνεται στο άπειρο.
Στο βάθος, μακριά, γυαλίζει ένα μέρος από τη λίμνη του φανερού πόθου μας και κάποια σκόρπια κοπάδια από νωθρά μεγαλόσωμα χορτοφάγα. Από τον Γιουσούφ θα πληροφορηθούμε πως, αν θέλουμε, μπορούμε να τη διατρέξουμε περιφερειακά ιππαστί, αλλά θα χρειαστούν τρεις ημέρες. Άσε καλύτερα! Εγώ ούτε γάιδαρο δεν μπορώ να κουμαντάρω.
Τζένγκις Χαν
Είναι ένας μικρός οικισμός νομάδων, όχι πολύ μακριά από την αναποφάσιστη όχθη της Σον Κολ. Μετρώ δεκαέξι γιούρτες, συν δυο-τρεις πρόχειρες λαμαρινοκατασκευές κι ένα εντελώς ξεκούδουνο, σκουριασμένο βαγόνι φορτηγού τρένου, λίγο μακρύτερα.
Περιβαλλόμαστε από πράσινα λιβάδια και από μερικές βουνοκορφές που έχουν κρατήσει το χιόνι τους για να ξεχαρμανιάσει η φωτογραφική μου. Μες στο οπτικό μας πεδίο ξεσέλωτα άτια. Έχουν, βεβαίως, ιδιοκτήτη, αλλά έτσι όπως είναι αφημένα να βόσκουν και να παίζουν μοιάζουν άγρια. Κι όπως ξέρεις, κάθε τι άγριο είναι πάντα πιο ωραίο…Έκβους! Ξαφνικά όμως μπορεί ν’ αρχίσουν να καλπάζουν παιχνιδιάρικα, πέντε-πέντε, δέκα-δέκα μαζί, με τις χαίτες ορθωμένες, αλλάζοντας λιβάδι και πηγαίνοντας να βοσκήσουν στο παραδίπλα. Ενίοτε κάνει την εμφάνισή του ένας καβαλάρης, που τα κουμαντάρει, τα κατευθύνει και μετά τα ξαναφήνει στη βοσκή και τα παιχνίδια τους. Επίσης και πρόβατα και κατσίκια, που κι αυτά περιφέρονται σκοπίμως.
Δηλώνω πολύ ευτυχής από τη γιούρτα μας. Είμαι αραχτός στο στρωμένο με κουρελούδες, κιλίμια, χράμια και ψάθες πάτωμά της και την περιεργάζομαι. Στρωματάκια και σεντονομαξιλαροθήκες πεντακάθαρα και διπλωμένα στο γιούκο. Κι ένα τραπέζι ύψος δυο πιθαμών, το πολύ, γύρω από το οποίο καθόμαστε οκλαδόν, ή διπλωμένοι, για να τρώμε ένα πράγμα από ζυμάρι και … ίσως και κρέας μέσα, αγγουροντομάτα, τσάι αντί για νερό και μαρμελάδες δυο, τριών γεύσεων και αποχρώσεων. Τώρα, θα μου πεις που κολλάνε οι μαρμελάδες σ’ αυτή τη σύνθεση. Τρέχα γύρευε. Αυτά μας δίνουν, αυτά τρώμε. Πάντως, κανείς δεν μου είπε ότι δεν πρέπει να ανάβω το τσιμπούκι μου εντός γιούρτας, αφού οι ίδιοι μέχρι και μαγκάλι ανάβουν απ’ ότι πήρε το μάτι μου. Απολύτως αμόλυντοι για την ώρα, από την κατά την άποψή μου, αμερικανόπνευστη και υστερόβουλη αντικαπνιστική εκστρατεία.
Από το μικρό άνοιγμα, που δεν μπορεί παρά να θεωρείται είσοδος, με περιεργάζεται ένα σοβαρό μουτράκι. Ένα Κιργιζάκι. Έλα ‘δω, έλα ‘δω, μη φεύγεις! Δεν φεύγει, αλλά ούτε με πλησιάζει. Με περιεργάζεται, διεισδυτικό, άφοβο και αγέλαστο. Πόσο χρονών το υπολογίζεις; Όχι πάνω από τριών. Του κάνω τις συνήθεις γκριμάτσες και διάφορες άλλες διεθνούς αναγνωρισιμότητας σαχλαμάρες μπας και … Τίποτε. Σοβαρό και αγέλαστο.
Τώρα έχει επικεντρώσει την προσοχή του στο πτυσσόμενο τριπόδι της φωτογραφικής μου που συνέπεσε να καθαρίζω. Του το κάνω πάσα χωρίς δισταγμό. Με κοιτάζει σαν να θέλει να βεβαιωθεί για την ειλικρίνεια των προθέσεών μου. Έχει αποτυπώσει όλες τις κινήσεις που έκανα λίγο πριν για να το ξεδιπλώσω και ξεκινάει προσεκτικά από την τελευταία. Δεν σηκώνει κεφάλι. Καταφέρνει να το αναπτύξει και, περίπου, να το στερεώσει. Με κοιτάζει σοβαρός με μια συγκρατημένη λάμψη θριάμβου στο παιδικό βλέμμα του. Φεύγει σαν να θέλει ν’ απολαύσει μόνος του τη νίκη. Τον ονοματίσαμε αυθορμήτως Τζένγκις Χαν.
Ιδού, ιππεύοντας τον γάιδαρο της γιαγιάς του
Αεροδρόμιο Μπίκσεκ. Μετράω ένα, δύο, τρία … δώδεκα αμερικάνικα πολεμικά αεροπλάνα σταθμευμένα εδώ. Τι ωραία, τι καλά! Και πόσο, μα πόσο ασφαλής νοιώθω ενώ πατάω στο έδαφος «συμμάχου χώρας» που διατυμπανίζει, από το αεροδρόμιο κι όλας, ότι παρέχει γη, ύδωρ και, κυρίως, βάσεις στην αγαπημένη μου υπερδύναμη για να βομβαρδίζει απρόσκοπτα το Αφγανιστάν κι ό,τι άλλο κινείται στην Κεντρασία.
Βέβαια υπάλληλο στο γκισέ για “Visa on arrival” δεν υπάρχει, αλλά έτσι είναι η ζωή, δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα. Άσε που έχουμε παρέα πέντε Κορεάτες που απ’ ό.τι μαθαίνω έχουν φτάσει εδώ και καμιά ώρα με κάποια προηγούμενη πτήση και περιμένουν, και περιμένουν, και περιμένουν, και περιμένουν… να σκάσει μύτη ο «αρμόδιος», πλην όμως δεν...
Τι υπομονή, τι καρτερικότητα αυτοί οι Κορεάτες! Με βλέπουν να πηγαινοέρχομαι στο information desk (όπου βεβαίως δεν μιλάνε γρι από την γλώσσα της χώρας στην οποία παρέχουν στρατιωτική βάση) και σε ο,τι άλλο desk υπάρχει τέλος πάντων μέσα στο γ@μ@αεροδρόμιο, κι αυτοί τίποτε. Κάθονται ήσυχα ήσυχα, ο ένας πλάι στον άλλο, και κοιτάνε σιωπηλοί το υπερπέραν. Μοιρολατρία; Αφασία; Μαστούρα; Θα σας γελάσω. Τέλος πάντων, με τα πολλά, σε κάνα εικοσάλεπτο εμφανίζεται ο πολυαναμενόμενος «αρμόδιος», κάθεται στη θέση του ατάραχος, μας κοιτάζει έναν-έναν ψυχρός, απαθής και με ύφος εκατό παλιών σοβιετικών αξιωματούχων και ... ναι ... ξεπετάει τα πέντε κορεάτικα διαβατήρια συν τα δυο δικά μας μέσα σε ένα τεταρτάκι της ώρας. Το γράφω τώρα κι ακόμα να το πιστέψω!
Το Μπίσκεκ δεν είναι ούτε ωραίο ούτε άσκημο. Μάλλον αδιάφορο θα το έλεγα. Είναι πράσινο, απλωμένο, με σχετικά αραιή δόμηση και δύο βασικές κεντρικές αρτηρίες όπου και συγκεντρώνονται τα, ας πούμε, αξιοθέατα, που δεν είναι δα και πολλά. Εξάλλου χρόνο στην πόλη δεν προβλέπεται, πέρα από ένα απόγευμα ίσα για μια βόλτα. Το είπαμε ήδη: Έχοντας χορτάσει αρχαιολογικούς χώρους, πόλεις και μνημεία στα υπόλοιπα τρία Σταν, στο Κιργιστάν ήρθαμε για την φύση του. Τελεία και παύλα.
Η συνέχεια είναι με copy paste από κείμενο του σύντροφου Ζυρ που θα βρείτε εδώ
ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ο οδηγός μας που ακούει στο όνομα Γιουσούφ είναι πολύ συμπαθής, αναμφίβολα πιστός μουσουλμάνος, όχι όμως και φανατίλας. Αφού εμείς δεν μιλάμε τα ρώσικα κι αφού αυτός δεν μιλάει τ’ αγγλικά, καταφεύγουμε, ως συνήθως, στη διεθνή νοηματική, υποβοηθούμενη, βεβαίως, και από ηχητικά θραύσματα διαφόρων γλωσσών, όπως «γκουντ», «σπασίμπα», «μερσί», «ταβάριτς» και άλλα.
Δεν έχω ιδέα του περί πόσες ώρες θα κάνουμε για να φτάσουμε σ’ αυτήν την Σον Κολ. Ξέρω όμως ότι θα κοιμηθούμε σε κάτι γιούρτες σαν κι αυτές που έχω δει σε μια θαυμάσια ταινία του Μιχάλκοφ, όπου μια γιαγιά σκότωνε τον χρόνο της σπάζοντας τσίκι τσίκι τις φουσκάλες από ένα πλαστικό υλικό συσκευασίας. Αυτή η ταινία με την γιαγιά μας έφερε μέχρις εδώ. Βέβαια το συγκεκριμένο φιλμ αναφερόταν στη Μογγολία, γιούρτες ωστόσο διαθέτει και η Κιργισία, οπότε στο μεταξύ θα βολέψουμε την φαντασίωσή μας μ’ αυτές. Όσο για τη Μογγολία, που θα μας πάει, αργά ή γρήγορα θα την επισκεφτούμε κάποτε κι αυτήν! (Σημείωση δική μου: Στο μεταξύ το πράξαμε
Μερικά τοπία καθ' οδόν για την Σον Κολ
Χωματόδρομος. Απ’ αυτούς που βλέπεις ν’ αγκομαχάει κάποιο σαράβαλο φορτηγό και λες, να, όπου να’ ναι γκρεμοτσακίζεται. Υψόμετρο τρεις χιλιάδες και βάλε. Στο φόντο του πίνακα, απαστράπτοντα ρυάκια και πάλλευκα σύννεφα σε καταμπλέ ουρανούς. Ένας ορίζοντας που χύνεται στο άπειρο.
Στο βάθος, μακριά, γυαλίζει ένα μέρος από τη λίμνη του φανερού πόθου μας και κάποια σκόρπια κοπάδια από νωθρά μεγαλόσωμα χορτοφάγα. Από τον Γιουσούφ θα πληροφορηθούμε πως, αν θέλουμε, μπορούμε να τη διατρέξουμε περιφερειακά ιππαστί, αλλά θα χρειαστούν τρεις ημέρες. Άσε καλύτερα! Εγώ ούτε γάιδαρο δεν μπορώ να κουμαντάρω.
Τζένγκις Χαν
Είναι ένας μικρός οικισμός νομάδων, όχι πολύ μακριά από την αναποφάσιστη όχθη της Σον Κολ. Μετρώ δεκαέξι γιούρτες, συν δυο-τρεις πρόχειρες λαμαρινοκατασκευές κι ένα εντελώς ξεκούδουνο, σκουριασμένο βαγόνι φορτηγού τρένου, λίγο μακρύτερα.
Περιβαλλόμαστε από πράσινα λιβάδια και από μερικές βουνοκορφές που έχουν κρατήσει το χιόνι τους για να ξεχαρμανιάσει η φωτογραφική μου. Μες στο οπτικό μας πεδίο ξεσέλωτα άτια. Έχουν, βεβαίως, ιδιοκτήτη, αλλά έτσι όπως είναι αφημένα να βόσκουν και να παίζουν μοιάζουν άγρια. Κι όπως ξέρεις, κάθε τι άγριο είναι πάντα πιο ωραίο…Έκβους! Ξαφνικά όμως μπορεί ν’ αρχίσουν να καλπάζουν παιχνιδιάρικα, πέντε-πέντε, δέκα-δέκα μαζί, με τις χαίτες ορθωμένες, αλλάζοντας λιβάδι και πηγαίνοντας να βοσκήσουν στο παραδίπλα. Ενίοτε κάνει την εμφάνισή του ένας καβαλάρης, που τα κουμαντάρει, τα κατευθύνει και μετά τα ξαναφήνει στη βοσκή και τα παιχνίδια τους. Επίσης και πρόβατα και κατσίκια, που κι αυτά περιφέρονται σκοπίμως.
Δηλώνω πολύ ευτυχής από τη γιούρτα μας. Είμαι αραχτός στο στρωμένο με κουρελούδες, κιλίμια, χράμια και ψάθες πάτωμά της και την περιεργάζομαι. Στρωματάκια και σεντονομαξιλαροθήκες πεντακάθαρα και διπλωμένα στο γιούκο. Κι ένα τραπέζι ύψος δυο πιθαμών, το πολύ, γύρω από το οποίο καθόμαστε οκλαδόν, ή διπλωμένοι, για να τρώμε ένα πράγμα από ζυμάρι και … ίσως και κρέας μέσα, αγγουροντομάτα, τσάι αντί για νερό και μαρμελάδες δυο, τριών γεύσεων και αποχρώσεων. Τώρα, θα μου πεις που κολλάνε οι μαρμελάδες σ’ αυτή τη σύνθεση. Τρέχα γύρευε. Αυτά μας δίνουν, αυτά τρώμε. Πάντως, κανείς δεν μου είπε ότι δεν πρέπει να ανάβω το τσιμπούκι μου εντός γιούρτας, αφού οι ίδιοι μέχρι και μαγκάλι ανάβουν απ’ ότι πήρε το μάτι μου. Απολύτως αμόλυντοι για την ώρα, από την κατά την άποψή μου, αμερικανόπνευστη και υστερόβουλη αντικαπνιστική εκστρατεία.
Από το μικρό άνοιγμα, που δεν μπορεί παρά να θεωρείται είσοδος, με περιεργάζεται ένα σοβαρό μουτράκι. Ένα Κιργιζάκι. Έλα ‘δω, έλα ‘δω, μη φεύγεις! Δεν φεύγει, αλλά ούτε με πλησιάζει. Με περιεργάζεται, διεισδυτικό, άφοβο και αγέλαστο. Πόσο χρονών το υπολογίζεις; Όχι πάνω από τριών. Του κάνω τις συνήθεις γκριμάτσες και διάφορες άλλες διεθνούς αναγνωρισιμότητας σαχλαμάρες μπας και … Τίποτε. Σοβαρό και αγέλαστο.
Τώρα έχει επικεντρώσει την προσοχή του στο πτυσσόμενο τριπόδι της φωτογραφικής μου που συνέπεσε να καθαρίζω. Του το κάνω πάσα χωρίς δισταγμό. Με κοιτάζει σαν να θέλει να βεβαιωθεί για την ειλικρίνεια των προθέσεών μου. Έχει αποτυπώσει όλες τις κινήσεις που έκανα λίγο πριν για να το ξεδιπλώσω και ξεκινάει προσεκτικά από την τελευταία. Δεν σηκώνει κεφάλι. Καταφέρνει να το αναπτύξει και, περίπου, να το στερεώσει. Με κοιτάζει σοβαρός με μια συγκρατημένη λάμψη θριάμβου στο παιδικό βλέμμα του. Φεύγει σαν να θέλει ν’ απολαύσει μόνος του τη νίκη. Τον ονοματίσαμε αυθορμήτως Τζένγκις Χαν.
Ιδού, ιππεύοντας τον γάιδαρο της γιαγιάς του
Attachments
-
505,4 KB Προβολές: 85
Last edited by a moderator: