isabelle
Member
- Μηνύματα
- 908
- Likes
- 4.238
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Ασκήσεις επι χάρτου
- Όλα ξεκίνησαν απτη Βόρεια Κορέα
- Πίσω στα θρανία
- Τασκένδη του θρύλου, του ονείρου, της κατάρρευσης
- Διπρόσωπη Χίβα
- Μια φορά κ έναν καιρό ηταν εδω μια θάλασσα
- Ατέρμονη αλυσίδα καταστροφής
- Στο δρόμο για την Άσγκαμπατ
- Κούνυα Ούργκενς
- Ασγκαμπάτ κεκλεισμένων των θυρών
- Το κουρδιστό ομοίωμα
- Μετά τον Νιγιαζοφ τι;
- Στη γη της αρχαίας Μαργιανής
- Τελευταία Έξοδος
- Μπουχάρα σα μαγικό χαλί
- Σαμαρκάνδη της τέχνης κ του αίματος
- Στη γη της αρχαίας Σογδιάνης
- Ο Μέγας περίεργος
- Στη χώρα των αλόγων
- Συνέχεια απο Κιργιστάν
- Επίλογος
Κιργιστάν συνέχεια, με copy paste από κείμενο του σύντροφου Ζυρ που θα βρείτε εδώ
ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ανάσκελα στο εσωτερικό της γιούρτας. Η μουσική της βροχής καθώς πέφτει στην υφασμάτινη στέγη. Η Ισαβέλλα έχει πάει στην τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι τριακόσια μέτρα από ‘δω. Μιλάμε για ένα τετράπλευρο παραπέτασμα με πλευρές ένα επί δύο, εκ των οποίων η μία είναι πτυσσόμενη κάνοντας χρέη πόρτας. Που έτσι κι αλλιώς δεν κλείνει. Ανοιχτό από πάνω και, κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή η καλή μου κάνει ότι κάνει και βρέχεται συγχρόνως.
Όμως, επιστρέφει πανευτυχής. Δηλώνει ότι μαζί με τη βροχή ρίχνει και χαλάζι. Η αίσθηση, λέει, είναι ανεπανάληπτη… Δεν θυμάται να έχει βιώσει άλλη φορά κάτι παρόμοιο. Κουρνιάζει δίπλα μου στο αυτοσχέδιο κρεβάτι που στο μεταξύ σκάρωσα από τα άφθονα στρωσίδια της γιούρτας. Κάτι υπέροχα παπλώματα με πολύ ωραία υφάσματα, με διάφορα σχέδια, κεντητά, χρωματιστά, περίεργα…
Τρώμε όλοι μαζί γύρω από το χαμηλό τραπέζι. Η γιουρτονοικοκυρά μας ακούει στο όνομα Μάχαμπατ. Είναι μια γλυκύτατη και ξύπνια κοπέλα. Συνεννοούμαστε σαν μουγκοί εις την νοηματική πολύ αποτελεσματικά. Μας πληροφορεί ότι είναι είκοσι οκτώ χρονών κι ότι έχει δυο κουτσούβελα, ένα εκ των οποίων είναι ο μικρός Τζένγκις Χαν. Αυτή μας μαγειρεύει. Είναι και η γιαγιά εδώ με την εγγονή, μια νόστιμη πιτσιρίκα, περίπου οκτώ χρονών, που ακούσει στο όνομα Αϊντάν. Αγία Οικογένεια.
Έφιπποί! Θυμάμαι να έχω καβαλήσει γάιδαρο στα παιδικάτα μου, κι ένα μουλάρι, αργότερα, ως φαντάρος, που με πέταξε κάτω, κι έκτοτε αποφάσισα ότι δεν είμαι γεννημένος για ιππέας. Μόνο για δικυκλιστής. Εξάλλου σ’ αυτόν τον αιώνα της παρακμής πιο εύκολα βρίσκεις βενζίνη παρά σανό. Σιγά σιγά όμως ξεψάρωσα απέναντι στην τωρινή εμπειρία και ίππευσα. Τα μόνα αξεσουάρ που μου λείπουν για να ολοκληρώσω τη σεκάνς είναι το δόρυ και το ανάστροφο μαγειρικό σκεύος που στήριζε στο κεφάλι του το ίνδαλμά μου: ο Δον Κιχώτης.
Δεν παύει πάντως να με απασχολεί και το ενδεχόμενο να πάρει ανάποδες αυτό το άτι και ν’ αρχίσει να καλπάζει. Τι γίνεται τότε; Ας κάνω θετικές σκέψεις καλύτερα!... «Τι ωραία Φύση»! Και στο κάτω της γραφής έχουμε μαζί μας κι έναν τρίτο, πρώτη φορά τον βλέπω, που μας τον κότσαραν για φύλακα άγγελό μας. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι! Ξεπεζεύουμε, επιτέλους, για την ανάγκη μιας παρατεταμένης φωτογραφικής συγκομιδής στις γύρω γιούρτες και στα βουκολικά θέματα που πλαισιώνουν τη λίμνη.
Χάραμα. Εγερτήριο χωρίς πρεμούρα. Τα χρειώδη για το πρώτο καφεδάκι μου. Διπλώνω ένα από τα δεκάδες παπλώματα και σκαρώνω ένα καθιστικό στην είσοδο της γιούρτας. Έξω το πρώτο φως προμηνύει λιακάδα. Φυσάει όμως. Φυσάει και κάνει ψύχρα. Φυσσάει και κάπου μακρυά βρέχει. Αλλά μια ατμόσφαιρα καταπληκτικής ομορφιάς και διαύγειας.
Να σου και ο φίλος μου. Υποψιάζομαι ότι καραδοκούσε να ξεμυτίσω. Είναι παθιασμένος με τα παράδοξα παιχνίδια που διαθέτω, όπως το φωτογραφικό μου εξοπλισμό, ας πούμε. Τώρα, έκπληκτος, εντοπίζει γύρω του, αλλά και πάνω του, μια κόκκινη κουκκίδα λέιζερ που όταν κάνει να την αγγίξει αυτή τινάζεται γι αλλού. Την πλησιάζει κι αυτή ξανατινάζεται. Ο μικρούλης Τζένγκις Χαν με κοιτάζει καχύποπτα. Δεν με θεωρεί εντελώς άσχετο απ’ αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Ευτυχώς και για τους δυο μας έχω δυο τέτοιους φακούς. Χαλάλι σου, μικρέ Τζένγκις Χαν. Παρ’ τον. Έφυγε τρεχάλα για να δείξει στη γιαγιά του το νέο του απόκτημα. Ξαναγύρισε σοβαρός για να μου δώσει να καταλάβω ότι τώρα θα ήθελε να χαρχαλέψει τις φωτογραφικές μου, κι αυτό γιατί κατάλαβε ότι είμαι ενδοτικός και ότι εκεί είναι το ψητό. Α, όχι, φιλαράκο! Το πολύ πολύ να σ’ αφήσω να κοιτάξεις μέσα από το σκόπευτρο.
Ο αετός πεθαίνει στο κοτέτσι του
Κοντεύει μεσημέρι. Θα κάνουμε μια στάση κάπου στην πολίχνη Κόσκορ ίσα για να θαυμάσουμε εκ του σύνεγγυς τον άρχοντα των ουρανών, τον αγέρωχο αετό. Βρήκαμε τον υπερεξηντάχρονο εκπαιδευτή ο οποίος εκτρέφει δυο τεράστιους αετούς και βγάζει το ψωμί του με το να τους δείχνει σε κάτι … περαστικούς σαν κι εμάς.
Κάποτε το σόου προέβλεπε ν’ αφήνει ένα περιστέρι ή ένα κοτσύφι, δεν ξέρω, κι αμέσως μετά να αμολάει το λιμασμένο αρπακτικό για να ηδονίζονται οι πελάτες του με τον άγριο εναέριο κατασπαραγμό. Τώρα φαίνεται έχει ξεπέσει αυτό το σόου. Ίσως και να παραγέρασαν οι αετοί του και να είναι στη σύνταξη. Τώρα τους βγάζει από το κελί που έχουν καλοσυνηθίσει, ίσα για να ισορροπήσουν στο βραχίονά του. Και στο δικό μου, που έπρεπε να το υποστώ για να με απαθανατίσει η Ισαβέλλα σ’ αυτό το ραντεβού μας με την «άγρια Φύση». Τέλος πάντων! Πάμε γι άλλα.
Δεν ξέρω πόσες ώρες βροντοχτυπιόμαστε στους επισφαλείς για συμβατικά οχήματα ορεινούς ξεχαρβαλωμένους δρόμους των οποίων μερικά τμήματα θα πρέπει να χρημάτισαν κάποτε ως άσφαλτοι. Εκείνο που ξέρω είναι πως τα τοπία είναι άπαιχτα. Άγρια, μοχθηρά, ατίθασα και, κυρίως, γοητευτικά.
Το ταλαίπωρο όχημα του Γιουσούφ υπερκερά και την τελευταία δύστροπη ραχούλα για ν’ αποκαλυφθεί μπροστά μας ένα ανυπέρβλητο τοπίο, που πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ελβετοφέρνει λιγάκι. Πρόκειται για την ορεινή κοιλάδα Καρακόλ. Καμιά ομοιότητα με την υψιπεδική στέπα του μικρού Τζένγκις Χαν. Λιβάδια καλλιεργημένα και στοιχημένα έλατα παραγωγής, γάργαρα ποταμάκια, ξύλινες γεφυρούλες. Σαν παλιό θέρετρο σοβιετικής νομενκλατούρας. Ο Γιουσούφ επιβεβαιώνει την εντύπωσή μου. Η διαφορά είναι ότι τώρα το απολαμβάνει η νεοκαπιταλιστική κιργισιανή νομενκλατούρα. Σιγά τη διαφορά, θα μου πεις! Προχωρήσαμε πάντως σε περιοχές τις οποίες ακόμη και ο Γιουσούφ αγνοούσε.
Χοληστερίνη
Στη νέα μας γιούρτα. Μια γιαγιά εδώ πολύ δυναμική με έχει όλο στο φάε το ένα και φάε το άλλο. Λες και είμαι πετσί και κόκκαλο. Η δε, αναμφιβόλως άφθονη, προμήθειά της συνίσταται σ’ ένα τυρί μυζήθρα, σ’ ένα άλλο επίσης τυρί, περίπου σαν μυζήθρα, ζάχαρη σε κύβους, ζάχαρη σε σκόνη, γάλα φοράδας, μαρμελάδες δυο-τριών χρωμάτων και ίδιων γεύσεων, και κάτι σαν βουτυροειδές καϊμάκι… Κι από πάνω μια Ισαβέλλα να μουρμουράει για την ενδεχόμενη ποσότητα χοληστερίνης που πρόκειται οσονούπω να με αποδομήσει βιολογικά.
Έξω ο καιρός λυσσομανά. Ο ουρανός μαστιγώνει τη γιούρτα μας μ’ ένα χοντρό χαλάζι. Άγρια κλασσική μουσική βροχής με βρόντους από πλήκτρα ενός αλλοπαρμένου Μπετόβεν. Η γιαγιά μας λέει κάτι σαν καληνύχτα και χάνεται σαν αερικό μες στη βροχή και την αντάρα.
Ξυπνάμε με στρωμένο το χαλάζι έξω από την γιούρτα. Απίστευτη παγωνιά αλλα΄, ευτυχώς, έχουμε σπουδαία παπλώματα. Ο ψυχανώμαλος καιρός αλλάζει άρδην τα κέφια του και γλυκαίνει προς το φως. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η ανακωχή, αλλά ο τολμών νικά ή … χάνει. Θα πάρουμε αυτό το μονοπάτι που τρυπώνει στο ελατοδάσος και ο γέγονε γέγονε.
Μια ταραχώδης ανώμαλη, παρατεταμένη, συναρπαστική και πολύ καταπονητική λόγω λασπουριάς πορεία. Γιούρτες διάσπαρτες, μοναχικές, κοπάδια βοοειδών ανέμελα που αγνοούν τη μοίρα τους, πρασινάδες, έλατα, ένα τοπίο που σε κερδίζει για πάντα.
Φτάσαμε κάποια στιγμή στον περίφημο καταρράκτη, ο οποίος δεν ήταν ανάξιος λόγου. Έπεφτε από μια τριανταριά μέτρα με ασίγαστο θυμό.
Θα ήθελα να μην γυρίσουμε λόγω λασπουριάς και κατωφέρειας αλλά δεν γινότανε. Επιστρέψαμε στην ασφάλεια της βάσης μας, όπου μας περίμεναν, θέλοντας και μη, δυο άλογα. Πείσθηκα να ιππεύσω χωρίς μεγάλη δυσκολία αυτή τη φορά, διότι έχει αρχίσει να μου αρέσει το σπορ. Έμαθα μάλιστα και κάνα-δυο επιφωνήματα για να εκφράζω τις επιθυμίες μου σ’ αυτό το πανέξυπνο ζώο. Η Ισαβέλλα τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα. Ίσως να της δώσανε λιγότερο δύστροπο άλογο απ’ αυτό που ανέχεται το δικό μου βάρος. Τι να πεις…
Τώρα το βράδυ τρώμε μαζί με τη γριά τη … μητριάρχισσα και τον οδηγό μας τον Γιουσούφ, οι τέσσερις μας, και νοιώθω υπέροχα, ολοκληρωμένα, σχεδόν ενσωματωμένος με τον πολιτισμό της γιούρτας.
Δυστυχώς φεύγουμε απ’ αυτό το ανεπανάληπτο τοπίο. Είμαστε στον ορεινό χωματόδρομο της επιστροφής. Ένα στρατιωτικό φορτηγό με τη ρυμούλκα του και μια εκχιονιστική φαγάνα μας έχουνε κλείσει το δρόμο. Οι εργάτες και οι φαντάροι που τα χειρίζονται περιμένουν να δουν πως θα σκοτωθούμε, ή πως θα σπάσουμε το όχημά μας στις λακκούβες με τον γκρεμό να χάσκει δίπλα. Εν τέλει ο οδηγός μας αποδείχτηκε αστέρι. Και τώρα μια ξύλι νη γέφυρα κατειλημμένη από αγελάδες. Υπομονή!
Πλησιάζουμε στο Μπίσκεκ. Το αίσθημα του τέλους. Ενός ακόμη ταξιδιού.
ΚΙΡΓΙΣΤΑΝ, ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ | Κώστας Ζυρίνης & Ισαβέλλα Μπερτράν
Ανάσκελα στο εσωτερικό της γιούρτας. Η μουσική της βροχής καθώς πέφτει στην υφασμάτινη στέγη. Η Ισαβέλλα έχει πάει στην τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι τριακόσια μέτρα από ‘δω. Μιλάμε για ένα τετράπλευρο παραπέτασμα με πλευρές ένα επί δύο, εκ των οποίων η μία είναι πτυσσόμενη κάνοντας χρέη πόρτας. Που έτσι κι αλλιώς δεν κλείνει. Ανοιχτό από πάνω και, κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή η καλή μου κάνει ότι κάνει και βρέχεται συγχρόνως.
Όμως, επιστρέφει πανευτυχής. Δηλώνει ότι μαζί με τη βροχή ρίχνει και χαλάζι. Η αίσθηση, λέει, είναι ανεπανάληπτη… Δεν θυμάται να έχει βιώσει άλλη φορά κάτι παρόμοιο. Κουρνιάζει δίπλα μου στο αυτοσχέδιο κρεβάτι που στο μεταξύ σκάρωσα από τα άφθονα στρωσίδια της γιούρτας. Κάτι υπέροχα παπλώματα με πολύ ωραία υφάσματα, με διάφορα σχέδια, κεντητά, χρωματιστά, περίεργα…
Τρώμε όλοι μαζί γύρω από το χαμηλό τραπέζι. Η γιουρτονοικοκυρά μας ακούει στο όνομα Μάχαμπατ. Είναι μια γλυκύτατη και ξύπνια κοπέλα. Συνεννοούμαστε σαν μουγκοί εις την νοηματική πολύ αποτελεσματικά. Μας πληροφορεί ότι είναι είκοσι οκτώ χρονών κι ότι έχει δυο κουτσούβελα, ένα εκ των οποίων είναι ο μικρός Τζένγκις Χαν. Αυτή μας μαγειρεύει. Είναι και η γιαγιά εδώ με την εγγονή, μια νόστιμη πιτσιρίκα, περίπου οκτώ χρονών, που ακούσει στο όνομα Αϊντάν. Αγία Οικογένεια.
Έφιπποί! Θυμάμαι να έχω καβαλήσει γάιδαρο στα παιδικάτα μου, κι ένα μουλάρι, αργότερα, ως φαντάρος, που με πέταξε κάτω, κι έκτοτε αποφάσισα ότι δεν είμαι γεννημένος για ιππέας. Μόνο για δικυκλιστής. Εξάλλου σ’ αυτόν τον αιώνα της παρακμής πιο εύκολα βρίσκεις βενζίνη παρά σανό. Σιγά σιγά όμως ξεψάρωσα απέναντι στην τωρινή εμπειρία και ίππευσα. Τα μόνα αξεσουάρ που μου λείπουν για να ολοκληρώσω τη σεκάνς είναι το δόρυ και το ανάστροφο μαγειρικό σκεύος που στήριζε στο κεφάλι του το ίνδαλμά μου: ο Δον Κιχώτης.
Δεν παύει πάντως να με απασχολεί και το ενδεχόμενο να πάρει ανάποδες αυτό το άτι και ν’ αρχίσει να καλπάζει. Τι γίνεται τότε; Ας κάνω θετικές σκέψεις καλύτερα!... «Τι ωραία Φύση»! Και στο κάτω της γραφής έχουμε μαζί μας κι έναν τρίτο, πρώτη φορά τον βλέπω, που μας τον κότσαραν για φύλακα άγγελό μας. Να ‘ναι καλά οι άνθρωποι! Ξεπεζεύουμε, επιτέλους, για την ανάγκη μιας παρατεταμένης φωτογραφικής συγκομιδής στις γύρω γιούρτες και στα βουκολικά θέματα που πλαισιώνουν τη λίμνη.
Χάραμα. Εγερτήριο χωρίς πρεμούρα. Τα χρειώδη για το πρώτο καφεδάκι μου. Διπλώνω ένα από τα δεκάδες παπλώματα και σκαρώνω ένα καθιστικό στην είσοδο της γιούρτας. Έξω το πρώτο φως προμηνύει λιακάδα. Φυσάει όμως. Φυσάει και κάνει ψύχρα. Φυσσάει και κάπου μακρυά βρέχει. Αλλά μια ατμόσφαιρα καταπληκτικής ομορφιάς και διαύγειας.
Να σου και ο φίλος μου. Υποψιάζομαι ότι καραδοκούσε να ξεμυτίσω. Είναι παθιασμένος με τα παράδοξα παιχνίδια που διαθέτω, όπως το φωτογραφικό μου εξοπλισμό, ας πούμε. Τώρα, έκπληκτος, εντοπίζει γύρω του, αλλά και πάνω του, μια κόκκινη κουκκίδα λέιζερ που όταν κάνει να την αγγίξει αυτή τινάζεται γι αλλού. Την πλησιάζει κι αυτή ξανατινάζεται. Ο μικρούλης Τζένγκις Χαν με κοιτάζει καχύποπτα. Δεν με θεωρεί εντελώς άσχετο απ’ αυτό το παράδοξο φαινόμενο. Ευτυχώς και για τους δυο μας έχω δυο τέτοιους φακούς. Χαλάλι σου, μικρέ Τζένγκις Χαν. Παρ’ τον. Έφυγε τρεχάλα για να δείξει στη γιαγιά του το νέο του απόκτημα. Ξαναγύρισε σοβαρός για να μου δώσει να καταλάβω ότι τώρα θα ήθελε να χαρχαλέψει τις φωτογραφικές μου, κι αυτό γιατί κατάλαβε ότι είμαι ενδοτικός και ότι εκεί είναι το ψητό. Α, όχι, φιλαράκο! Το πολύ πολύ να σ’ αφήσω να κοιτάξεις μέσα από το σκόπευτρο.
Ο αετός πεθαίνει στο κοτέτσι του
Κοντεύει μεσημέρι. Θα κάνουμε μια στάση κάπου στην πολίχνη Κόσκορ ίσα για να θαυμάσουμε εκ του σύνεγγυς τον άρχοντα των ουρανών, τον αγέρωχο αετό. Βρήκαμε τον υπερεξηντάχρονο εκπαιδευτή ο οποίος εκτρέφει δυο τεράστιους αετούς και βγάζει το ψωμί του με το να τους δείχνει σε κάτι … περαστικούς σαν κι εμάς.
Κάποτε το σόου προέβλεπε ν’ αφήνει ένα περιστέρι ή ένα κοτσύφι, δεν ξέρω, κι αμέσως μετά να αμολάει το λιμασμένο αρπακτικό για να ηδονίζονται οι πελάτες του με τον άγριο εναέριο κατασπαραγμό. Τώρα φαίνεται έχει ξεπέσει αυτό το σόου. Ίσως και να παραγέρασαν οι αετοί του και να είναι στη σύνταξη. Τώρα τους βγάζει από το κελί που έχουν καλοσυνηθίσει, ίσα για να ισορροπήσουν στο βραχίονά του. Και στο δικό μου, που έπρεπε να το υποστώ για να με απαθανατίσει η Ισαβέλλα σ’ αυτό το ραντεβού μας με την «άγρια Φύση». Τέλος πάντων! Πάμε γι άλλα.
Δεν ξέρω πόσες ώρες βροντοχτυπιόμαστε στους επισφαλείς για συμβατικά οχήματα ορεινούς ξεχαρβαλωμένους δρόμους των οποίων μερικά τμήματα θα πρέπει να χρημάτισαν κάποτε ως άσφαλτοι. Εκείνο που ξέρω είναι πως τα τοπία είναι άπαιχτα. Άγρια, μοχθηρά, ατίθασα και, κυρίως, γοητευτικά.
Το ταλαίπωρο όχημα του Γιουσούφ υπερκερά και την τελευταία δύστροπη ραχούλα για ν’ αποκαλυφθεί μπροστά μας ένα ανυπέρβλητο τοπίο, που πάντως, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, ελβετοφέρνει λιγάκι. Πρόκειται για την ορεινή κοιλάδα Καρακόλ. Καμιά ομοιότητα με την υψιπεδική στέπα του μικρού Τζένγκις Χαν. Λιβάδια καλλιεργημένα και στοιχημένα έλατα παραγωγής, γάργαρα ποταμάκια, ξύλινες γεφυρούλες. Σαν παλιό θέρετρο σοβιετικής νομενκλατούρας. Ο Γιουσούφ επιβεβαιώνει την εντύπωσή μου. Η διαφορά είναι ότι τώρα το απολαμβάνει η νεοκαπιταλιστική κιργισιανή νομενκλατούρα. Σιγά τη διαφορά, θα μου πεις! Προχωρήσαμε πάντως σε περιοχές τις οποίες ακόμη και ο Γιουσούφ αγνοούσε.
Χοληστερίνη
Στη νέα μας γιούρτα. Μια γιαγιά εδώ πολύ δυναμική με έχει όλο στο φάε το ένα και φάε το άλλο. Λες και είμαι πετσί και κόκκαλο. Η δε, αναμφιβόλως άφθονη, προμήθειά της συνίσταται σ’ ένα τυρί μυζήθρα, σ’ ένα άλλο επίσης τυρί, περίπου σαν μυζήθρα, ζάχαρη σε κύβους, ζάχαρη σε σκόνη, γάλα φοράδας, μαρμελάδες δυο-τριών χρωμάτων και ίδιων γεύσεων, και κάτι σαν βουτυροειδές καϊμάκι… Κι από πάνω μια Ισαβέλλα να μουρμουράει για την ενδεχόμενη ποσότητα χοληστερίνης που πρόκειται οσονούπω να με αποδομήσει βιολογικά.
Έξω ο καιρός λυσσομανά. Ο ουρανός μαστιγώνει τη γιούρτα μας μ’ ένα χοντρό χαλάζι. Άγρια κλασσική μουσική βροχής με βρόντους από πλήκτρα ενός αλλοπαρμένου Μπετόβεν. Η γιαγιά μας λέει κάτι σαν καληνύχτα και χάνεται σαν αερικό μες στη βροχή και την αντάρα.
Ξυπνάμε με στρωμένο το χαλάζι έξω από την γιούρτα. Απίστευτη παγωνιά αλλα΄, ευτυχώς, έχουμε σπουδαία παπλώματα. Ο ψυχανώμαλος καιρός αλλάζει άρδην τα κέφια του και γλυκαίνει προς το φως. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει η ανακωχή, αλλά ο τολμών νικά ή … χάνει. Θα πάρουμε αυτό το μονοπάτι που τρυπώνει στο ελατοδάσος και ο γέγονε γέγονε.
Μια ταραχώδης ανώμαλη, παρατεταμένη, συναρπαστική και πολύ καταπονητική λόγω λασπουριάς πορεία. Γιούρτες διάσπαρτες, μοναχικές, κοπάδια βοοειδών ανέμελα που αγνοούν τη μοίρα τους, πρασινάδες, έλατα, ένα τοπίο που σε κερδίζει για πάντα.
Φτάσαμε κάποια στιγμή στον περίφημο καταρράκτη, ο οποίος δεν ήταν ανάξιος λόγου. Έπεφτε από μια τριανταριά μέτρα με ασίγαστο θυμό.
Θα ήθελα να μην γυρίσουμε λόγω λασπουριάς και κατωφέρειας αλλά δεν γινότανε. Επιστρέψαμε στην ασφάλεια της βάσης μας, όπου μας περίμεναν, θέλοντας και μη, δυο άλογα. Πείσθηκα να ιππεύσω χωρίς μεγάλη δυσκολία αυτή τη φορά, διότι έχει αρχίσει να μου αρέσει το σπορ. Έμαθα μάλιστα και κάνα-δυο επιφωνήματα για να εκφράζω τις επιθυμίες μου σ’ αυτό το πανέξυπνο ζώο. Η Ισαβέλλα τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα. Ίσως να της δώσανε λιγότερο δύστροπο άλογο απ’ αυτό που ανέχεται το δικό μου βάρος. Τι να πεις…
Τώρα το βράδυ τρώμε μαζί με τη γριά τη … μητριάρχισσα και τον οδηγό μας τον Γιουσούφ, οι τέσσερις μας, και νοιώθω υπέροχα, ολοκληρωμένα, σχεδόν ενσωματωμένος με τον πολιτισμό της γιούρτας.
Δυστυχώς φεύγουμε απ’ αυτό το ανεπανάληπτο τοπίο. Είμαστε στον ορεινό χωματόδρομο της επιστροφής. Ένα στρατιωτικό φορτηγό με τη ρυμούλκα του και μια εκχιονιστική φαγάνα μας έχουνε κλείσει το δρόμο. Οι εργάτες και οι φαντάροι που τα χειρίζονται περιμένουν να δουν πως θα σκοτωθούμε, ή πως θα σπάσουμε το όχημά μας στις λακκούβες με τον γκρεμό να χάσκει δίπλα. Εν τέλει ο οδηγός μας αποδείχτηκε αστέρι. Και τώρα μια ξύλι νη γέφυρα κατειλημμένη από αγελάδες. Υπομονή!
Πλησιάζουμε στο Μπίσκεκ. Το αίσθημα του τέλους. Ενός ακόμη ταξιδιού.
Attachments
-
505,4 KB Προβολές: 85
Last edited by a moderator: