psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.063
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία & σχεδιασμός
- Κεφάλαιο 1 – Από πόλη σε πόλη
- Κεφάλαιο 2 – Αργεί πολύ αυτή η νύχτα;
- Κεφάλαιο 3 – Good Morning Edinburgh
- Κεφάλαιο 4 – Η ώρα των Malt
- Κεφάλαιο 5 – Στα Vaults του Εδιμβούργου
- Κεφάλαιο 6 – Στο …χωριό της πόλης
- Κεφάλαιο 7 –Μεταξύ παλιάς & νέας πόλης
- Κεφάλαιο 8 – Ώρα να πηγαίνω
- Επίλογος – συμπεράσματα
Κεφάλαιο 5 – Στα Vaults του Εδιμβούργου
Περπάτησα ελάχιστα προκειμένου να φτάσω στην είσοδο του γειτονικού κάστρου, όπου διαπίστωσα κατευθείαν πως δε μπορεί να μπει κάποιος χωρίς να έχει εκ των προτέρων κλείσει εισιτήριο μια μέρα σαν αυτή καθώς ήταν sold out:
Έτσι κι αλλιώς εγώ δε το χα σκοπό μιας και το πρόγραμμα μου ήταν διαφορετικό, έτσι προχώρησα μέχρι την National bank of Scotland που ήταν το ραντεβού για την επόμενη περιήγηση,
φωτογραφίζοντας το ιστορικό κέντρο με τα τουριστικά λεωφορεία και τα αξιοθέατα του:
Όντως δέκα λεπτά πριν τις τέσσερις άρχισε να συγκεντρώνεται λαός, με τη ξεναγό να έρχεται στην ώρα της επιβεβαιώνοντας τις κρατήσεις του καθενός. Βάλαμε μαζί τα γέλια όταν προσπάθησε να προφέρει το επώνυμο μου (ούτε Έλληνες δε το καταφέρνουν τις περισσότερες φορές) και αφού βασίστηκε στο όνομα, μας μάζεψε όλους κι ενεργοποίησε το μικρόφωνο ξεκινώντας:
Πρώτη στάση τα ανώτατα δικαστήρια (Supreme Courts) της πόλης, έξω από τα οποία έγινε μια μίνι ιστορική αναδρομή για την ανάπτυξη και την ευημερία αλλά και την αρχιτεκτονική του Εδιμβούργου κατά τον 18ο & 19ο αιώνα:
Ομοίως και λίγο πιο κάτω επί της Royal mile και απέναντι από το κυβερνητικό κτήριο, όπου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο σκληρό νομοθετικό σύστημα και στις φριχτές τιμωρίες που μπορούσαν να επιβληθούν στο καθένα άνω των 8 ετών:
- Ξέρετε ποιο ζώο είναι το εθνικό σύμβολο της Σκωτίας;
- ….σιωπή
- Ο μονόκερος!
- Γιατί ό μονόκερος; Γιατί είναι το μόνο ζώο που μπορεί να κατατροπώσει το λιοντάρι, όπου λιοντάρι βλέπετε Αγγλία, χαχαχαχ
Κάπου εκεί άρχισε να γίνεται αναφορά και στα περιβόητα vaults που θα πηγαίναμε να δούμε, λέγοντας μας ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπόγειους θαλάμους που δημιουργήθηκαν κάτω από τις γέφυρες της πόλης.
Που είναι οι γέφυρες όμως, βλέπετε καμιά γέφυρα εσείς, αναρωτήθηκε φωναχτά η ξεναγός μας προκειμένου να λάβει τη σιωπή μας προς απάντηση της, εξηγώντας μας μετά ότι με τα χρόνια και την επερχόμενη ανοικοδόμηση δεν είναι πλέον στο ορατό κομμάτι. Πάμε και θα καταλάβετε!
Προχωρήσαμε για λίγα λεπτά με κατεύθυνση νότια, μπαίνοντας στην οδό cowgate και περνώντας από σημεία των γεφυρών, ώσπου κάναμε δεξιά στο στενάκι της Niddry
Πριν μπούμε στο κτήριο -κάτι που περιμέναμε με ανυπομονησία- ενημερωθήκαμε για τα τυπικά, περί κλεισούρας και κακού αερισμού, ούτως ώστε αν κάποιος παρουσίαζε θέματα δυσφορίας ή κλειστοφοβίας να ζητούσε άμεσα την απομάκρυνση του:
Η πρώτη στάση όμως ήταν σ’ ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο, πριν ξεκινήσουμε τελικά να κατεβαίνουμε προς τα κελιά. Εκεί είδαμε τα όργανα του βασανισμού, μιας και στα vaults υπέφερε κόσμος όπως είναι γνωστό, άλλοτε γιατί αποτελούσαν καταφύγια παραβατικών, άλλοτε μεταναστών, ή πολλές φορές από κόσμο που ασκούσε εξουσία ή πίστευε στις δοξασίες περί μαγείας. Το σχεδιάγραμμα εξηγεί εν μέρει και τις θέσεις των κελιών κάτω από τη γέφυρα:
Λίγες στιγμές μετά ξεκίνησε και η κάθοδος, με την ατμόσφαιρα να γίνεται σαφώς πιο υγρή και πνιγηρή και τα φώτα να λιγοστεύουν:
Προχωρούσαμε στις υπόγειες σήραγγες, βλέποντας δεξιά – αριστερά τα δωμάτια, με τη ξεναγό να μας βάζει ενίοτε σε μερικά από αυτά εξηγώντας μας ιστορίες και μυθοπλασίες που έχουν απομείνει από εκείνο τον καιρό, με μια δόση υπερβολής πάντοτε:
Σε ένα αρκετά σκοτεινό δωμάτιο έκανε την ερώτηση αν πιστεύουμε στα φαντάσματα, με τη συντριπτική πλειοψηφία του γκρουπ να απαντάει θετικά, κι ένα ζευγάρι να ζητάει να βγει έξω καθώς δεν άντεχε το χώρο! Εγώ θυμήθηκα αυθόρμητα μια ανάλογη εμπειρία στις στοές των Βιετκογκ και απλά γελούσα…
Ειπώθηκαν αρκετά ακόμα ενδιαφέροντα πράγματα, ειδικότερα με ότι είχε να κάνει για τους ανθρώπους που ζούσαν επί μονίμου βάσεως στα κελάρια, τις συνθήκες υγιεινής τους, τη μεγάλη αξία που είχαν την εποχή εκείνη τα πτώματα με την ιδιαίτερα εξελιγμένη ιατρική σχολή να πληρώνει πολύ καλά γι’ αυτά και την αστυνομία να μην ενδιαφέρεται,
όπως και αρκετές ακόμη ιστορίες (στο βαθμό που καταλάβαινα πάντα) περί μαγισσών και μεταφυσικών φαινομένων του χώρου. Είδαμε δωμάτια τελετών μαγείας, αλλά και το τελευταίο με τον πέτρινο κύκλο που όποιος κάνει το «λάθος» και μπει σ’ αυτόν θα του συμβούν πολύ περίεργα πράγματα…
Συνολικά μπορώ να πω ότι το διασκέδασα και πέρασα μια ευχάριστη ώρα, έτσι αφού ευχαρίστησα τη ξεναγό μου βγήκα στο δρόμο για λίγα μόνο μέτρα, μιας και είχα σταμπάρει κάτι καλό όπως ερχόμασταν:
Βλέπετε δεν είναι μόνο τουριστικοί οι λόγοι χρησιμοποίησης των κελιών της πόλης αλλά και επαγγελματικοί, κάτι που ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι όταν πέρασα τη πόρτα του Bannerman’s Bar με τη ζωντανή ροκ μουσική και τα ωραιότατα βαρέλια του:
Αρκέστηκα μόνο σε δύο, καθώς η ώρα περνούσε απειλητικά κι εγώ είχα δώσει ραντεβού λίγο μετά με μια φίλη από το χωριό μου, που μένει μόνιμα στο Εδιμβούργο εδώ και 9 χρόνια, οπότε με βαριά καρδιά ξεκίνησα να συμμαζεύομαι γύρω στις έξι και μισή, ανηφορίζοντας και πάλι προς τη Royal mile:
Ακολούθησα το αντίστροφο δρομολόγιο από το πρωί, κόβοντας το κλασσικά με τα πόδια ως το hostel προκειμένου να γίνω άνθρωπος και να ξαναβγώ να συναντήσω τα παιδιά. Ψώνισα και μερικά αναμνηστικά στα αμέτρητα καταστήματα με souvenirs που μπορεί κάποιος να βρει στο συγκεκριμένο δρόμο:
Μια ώρα μετά ήμουν και πάλι στο δρόμο, παίρνοντας ευθεία τη cowgate η οποία θα με οδηγούσε στο σημείο συνάντησης:
Η οδός Cowgate διατηρεί το όνομα της από τα μέσα του 15ου αιώνα, όνομα το οποίο προέρχεται από τη μεσαιωνική πρακτική της βοσκής βοοειδών στο δρόμο τις μέρες της αγοράς, και αποτελούσε τμήμα αρχικά της παραγκούπολης και στη συνέχεια τόπο Ιρλανδών μεταναστών. Στη φωτογραφία μπορείτε να διακρίνετε και το πετυχημένο ομοίωμα της αγελάδας:
Ο δρόμος όπως είναι λογικό οδηγεί στη πλατεία Grassmarket, όπου με περίμεναν τα παιδιά με ντύσιμο ελαφρύτερο από το δικό μου, συνηθισμένοι στις θερμοκρασίες της πόλης τόσα χρόνια. Χαιρετήθηκα με την Ν, γνώρισα και τον αρραβωνιαστικό της τον Ν και ξεκινήσαμε για να βρούμε μια φιλόξενη Pub:
- Ποια σ’ αρέσει, θέλεις να καθίσουμε κάπου συγκεκριμένα;
- Δε ξέρω παιδιά, εγώ τουρίστας είμαι, ότι πείτε. Τι διαφορά έχουν;
- Τέτοια ώρα καμία, συνήθως είναι γεμάτες και βρωμάνε κάτουρο και μπύρα…
Επιχειρήσαμε σε 1-2 στη περιοχή και αφού δε βρήκαμε κάτι να μας αρέσει ακολουθήσαμε την ιδέα του Ν, κάνοντας ένα μικρό κύκλο από τη Royal mile, περπατώντας για λίγα λεπτά:
- Αφού έρχεσαι πρώτη φορά πρέπει οπωσδήποτε να δεις το «the banshee labyrinth» φίλε, δε πρέπει να το χάσεις, πάμε εκεί, κάτι για το οποίο προφανώς και δεν έφερα αντίρρηση.
- Δεν είναι απλά μια Pub, είναι ένα μέρος μέσα στα vaults με πολλές ενότητες:
Μπήκα μέσα ενθουσιασμένος και παράγγειλα 3 Pints από το κεντρικό μπαρ να το γιορτάσουμε. Βολευτήκαμε σε ένα τραπέζι μιας από τις πολλές του αίθουσες, κι αμέσως έκανα μια γύρα προκειμένου να δω και να αντιληφθώ τον πανέμορφο αυτό χώρο:
Αίθουσες μπιλιάρδου, προβολής σινεμά, μπαρ κι ακόμα περισσότερα μπαρ, βαριά ξύλινα τραπέζια και ωραίες μουσικές, συνθέτουν ένα πολυχώρο που δε πρέπει να χάσει κανείς επισκεπτόμενος το Εδιμβούργο! Επέστρεψα στο τραπέζι με ενθουσιασμό, ακούγοντας το αγαπημένο μου ίσως τραγούδι των Black Sabbath. Ιδανικές συνθήκες!
Η μία μπύρα διαδέχονταν την άλλη κι εγώ μάθαινα ασταμάτητα πληροφορίες για τη ζωή και την εργασία στη Σκωτία, για τη νοοτροπία του κόσμου, τις συνθήκες που επικρατούσαν μετά το Brexit και όλα όσα μοιραζόντουσαν μαζί μου τα παιδιά. Ο δε Ν ήταν και συνάδελφος, κάνοντας με να θέλω να βάλω τα κλάματα όταν έκατσα και σύγκρινα δουλειές και μισθούς…
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα οι ώρες πέρασαν νεράκι, τα παιδιά όμως είχαν την επόμενη εργάσιμη γιατί εκεί δε πιάνει του Αγ. Πνεύματος όπως σ’ εμάς, έτσι χαιρετηθήκαμε γύρω στις 11:30 μ’ εμένα να ψάχνω κάτι για συνέχεια, φτάνοντας απέναντι ως τη νέα πόλη για να κάνω τη προσπάθεια μου, έχοντας μάλιστα φορέσει και τον σκούφο μου (Ιούνιο μήνα!) μιας και το κρύο δεν αστειεύονταν. Μ’ αρέσει που κορόιδευα όταν τον έβαλα στο σακίδιο…
Δυστυχώς εκτός από τα Kfc και τα MacDonalds δε βρήκα το παραμικρό, οπότε πήγα για φαΐ στο πρώτο καθώς θυμήθηκα ότι πεινάω, κάτι που δε συνηθίζω ποτέ στη καθημερινότητα μου, βλέποντας όλα τα ερείπια που είχαν ξεμείνει τέτοια ώρα από τα μπαρ:
Δώδεκα και μισή πήρα το δρόμο της επιστροφής, σταματώντας για φωτογραφία κάπου – κάπου προς τη μαγευτική παλιά πόλη του Εδιμβούργου:
Μια πολύ γεμάτη και ωραία μέρα είχε φτάσει στο τέλος της…
Περπάτησα ελάχιστα προκειμένου να φτάσω στην είσοδο του γειτονικού κάστρου, όπου διαπίστωσα κατευθείαν πως δε μπορεί να μπει κάποιος χωρίς να έχει εκ των προτέρων κλείσει εισιτήριο μια μέρα σαν αυτή καθώς ήταν sold out:

Έτσι κι αλλιώς εγώ δε το χα σκοπό μιας και το πρόγραμμα μου ήταν διαφορετικό, έτσι προχώρησα μέχρι την National bank of Scotland που ήταν το ραντεβού για την επόμενη περιήγηση,

φωτογραφίζοντας το ιστορικό κέντρο με τα τουριστικά λεωφορεία και τα αξιοθέατα του:


Όντως δέκα λεπτά πριν τις τέσσερις άρχισε να συγκεντρώνεται λαός, με τη ξεναγό να έρχεται στην ώρα της επιβεβαιώνοντας τις κρατήσεις του καθενός. Βάλαμε μαζί τα γέλια όταν προσπάθησε να προφέρει το επώνυμο μου (ούτε Έλληνες δε το καταφέρνουν τις περισσότερες φορές) και αφού βασίστηκε στο όνομα, μας μάζεψε όλους κι ενεργοποίησε το μικρόφωνο ξεκινώντας:

Πρώτη στάση τα ανώτατα δικαστήρια (Supreme Courts) της πόλης, έξω από τα οποία έγινε μια μίνι ιστορική αναδρομή για την ανάπτυξη και την ευημερία αλλά και την αρχιτεκτονική του Εδιμβούργου κατά τον 18ο & 19ο αιώνα:

Ομοίως και λίγο πιο κάτω επί της Royal mile και απέναντι από το κυβερνητικό κτήριο, όπου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο σκληρό νομοθετικό σύστημα και στις φριχτές τιμωρίες που μπορούσαν να επιβληθούν στο καθένα άνω των 8 ετών:


- Ξέρετε ποιο ζώο είναι το εθνικό σύμβολο της Σκωτίας;
- ….σιωπή
- Ο μονόκερος!
- Γιατί ό μονόκερος; Γιατί είναι το μόνο ζώο που μπορεί να κατατροπώσει το λιοντάρι, όπου λιοντάρι βλέπετε Αγγλία, χαχαχαχ

Κάπου εκεί άρχισε να γίνεται αναφορά και στα περιβόητα vaults που θα πηγαίναμε να δούμε, λέγοντας μας ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από υπόγειους θαλάμους που δημιουργήθηκαν κάτω από τις γέφυρες της πόλης.

Που είναι οι γέφυρες όμως, βλέπετε καμιά γέφυρα εσείς, αναρωτήθηκε φωναχτά η ξεναγός μας προκειμένου να λάβει τη σιωπή μας προς απάντηση της, εξηγώντας μας μετά ότι με τα χρόνια και την επερχόμενη ανοικοδόμηση δεν είναι πλέον στο ορατό κομμάτι. Πάμε και θα καταλάβετε!
Προχωρήσαμε για λίγα λεπτά με κατεύθυνση νότια, μπαίνοντας στην οδό cowgate και περνώντας από σημεία των γεφυρών, ώσπου κάναμε δεξιά στο στενάκι της Niddry

Πριν μπούμε στο κτήριο -κάτι που περιμέναμε με ανυπομονησία- ενημερωθήκαμε για τα τυπικά, περί κλεισούρας και κακού αερισμού, ούτως ώστε αν κάποιος παρουσίαζε θέματα δυσφορίας ή κλειστοφοβίας να ζητούσε άμεσα την απομάκρυνση του:

Η πρώτη στάση όμως ήταν σ’ ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο, πριν ξεκινήσουμε τελικά να κατεβαίνουμε προς τα κελιά. Εκεί είδαμε τα όργανα του βασανισμού, μιας και στα vaults υπέφερε κόσμος όπως είναι γνωστό, άλλοτε γιατί αποτελούσαν καταφύγια παραβατικών, άλλοτε μεταναστών, ή πολλές φορές από κόσμο που ασκούσε εξουσία ή πίστευε στις δοξασίες περί μαγείας. Το σχεδιάγραμμα εξηγεί εν μέρει και τις θέσεις των κελιών κάτω από τη γέφυρα:

Λίγες στιγμές μετά ξεκίνησε και η κάθοδος, με την ατμόσφαιρα να γίνεται σαφώς πιο υγρή και πνιγηρή και τα φώτα να λιγοστεύουν:


Προχωρούσαμε στις υπόγειες σήραγγες, βλέποντας δεξιά – αριστερά τα δωμάτια, με τη ξεναγό να μας βάζει ενίοτε σε μερικά από αυτά εξηγώντας μας ιστορίες και μυθοπλασίες που έχουν απομείνει από εκείνο τον καιρό, με μια δόση υπερβολής πάντοτε:


Σε ένα αρκετά σκοτεινό δωμάτιο έκανε την ερώτηση αν πιστεύουμε στα φαντάσματα, με τη συντριπτική πλειοψηφία του γκρουπ να απαντάει θετικά, κι ένα ζευγάρι να ζητάει να βγει έξω καθώς δεν άντεχε το χώρο! Εγώ θυμήθηκα αυθόρμητα μια ανάλογη εμπειρία στις στοές των Βιετκογκ και απλά γελούσα…

Ειπώθηκαν αρκετά ακόμα ενδιαφέροντα πράγματα, ειδικότερα με ότι είχε να κάνει για τους ανθρώπους που ζούσαν επί μονίμου βάσεως στα κελάρια, τις συνθήκες υγιεινής τους, τη μεγάλη αξία που είχαν την εποχή εκείνη τα πτώματα με την ιδιαίτερα εξελιγμένη ιατρική σχολή να πληρώνει πολύ καλά γι’ αυτά και την αστυνομία να μην ενδιαφέρεται,

όπως και αρκετές ακόμη ιστορίες (στο βαθμό που καταλάβαινα πάντα) περί μαγισσών και μεταφυσικών φαινομένων του χώρου. Είδαμε δωμάτια τελετών μαγείας, αλλά και το τελευταίο με τον πέτρινο κύκλο που όποιος κάνει το «λάθος» και μπει σ’ αυτόν θα του συμβούν πολύ περίεργα πράγματα…

Συνολικά μπορώ να πω ότι το διασκέδασα και πέρασα μια ευχάριστη ώρα, έτσι αφού ευχαρίστησα τη ξεναγό μου βγήκα στο δρόμο για λίγα μόνο μέτρα, μιας και είχα σταμπάρει κάτι καλό όπως ερχόμασταν:

Βλέπετε δεν είναι μόνο τουριστικοί οι λόγοι χρησιμοποίησης των κελιών της πόλης αλλά και επαγγελματικοί, κάτι που ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι όταν πέρασα τη πόρτα του Bannerman’s Bar με τη ζωντανή ροκ μουσική και τα ωραιότατα βαρέλια του:

Αρκέστηκα μόνο σε δύο, καθώς η ώρα περνούσε απειλητικά κι εγώ είχα δώσει ραντεβού λίγο μετά με μια φίλη από το χωριό μου, που μένει μόνιμα στο Εδιμβούργο εδώ και 9 χρόνια, οπότε με βαριά καρδιά ξεκίνησα να συμμαζεύομαι γύρω στις έξι και μισή, ανηφορίζοντας και πάλι προς τη Royal mile:


Ακολούθησα το αντίστροφο δρομολόγιο από το πρωί, κόβοντας το κλασσικά με τα πόδια ως το hostel προκειμένου να γίνω άνθρωπος και να ξαναβγώ να συναντήσω τα παιδιά. Ψώνισα και μερικά αναμνηστικά στα αμέτρητα καταστήματα με souvenirs που μπορεί κάποιος να βρει στο συγκεκριμένο δρόμο:


Μια ώρα μετά ήμουν και πάλι στο δρόμο, παίρνοντας ευθεία τη cowgate η οποία θα με οδηγούσε στο σημείο συνάντησης:

Η οδός Cowgate διατηρεί το όνομα της από τα μέσα του 15ου αιώνα, όνομα το οποίο προέρχεται από τη μεσαιωνική πρακτική της βοσκής βοοειδών στο δρόμο τις μέρες της αγοράς, και αποτελούσε τμήμα αρχικά της παραγκούπολης και στη συνέχεια τόπο Ιρλανδών μεταναστών. Στη φωτογραφία μπορείτε να διακρίνετε και το πετυχημένο ομοίωμα της αγελάδας:

Ο δρόμος όπως είναι λογικό οδηγεί στη πλατεία Grassmarket, όπου με περίμεναν τα παιδιά με ντύσιμο ελαφρύτερο από το δικό μου, συνηθισμένοι στις θερμοκρασίες της πόλης τόσα χρόνια. Χαιρετήθηκα με την Ν, γνώρισα και τον αρραβωνιαστικό της τον Ν και ξεκινήσαμε για να βρούμε μια φιλόξενη Pub:

- Ποια σ’ αρέσει, θέλεις να καθίσουμε κάπου συγκεκριμένα;
- Δε ξέρω παιδιά, εγώ τουρίστας είμαι, ότι πείτε. Τι διαφορά έχουν;
- Τέτοια ώρα καμία, συνήθως είναι γεμάτες και βρωμάνε κάτουρο και μπύρα…
Επιχειρήσαμε σε 1-2 στη περιοχή και αφού δε βρήκαμε κάτι να μας αρέσει ακολουθήσαμε την ιδέα του Ν, κάνοντας ένα μικρό κύκλο από τη Royal mile, περπατώντας για λίγα λεπτά:

- Αφού έρχεσαι πρώτη φορά πρέπει οπωσδήποτε να δεις το «the banshee labyrinth» φίλε, δε πρέπει να το χάσεις, πάμε εκεί, κάτι για το οποίο προφανώς και δεν έφερα αντίρρηση.
- Δεν είναι απλά μια Pub, είναι ένα μέρος μέσα στα vaults με πολλές ενότητες:

Μπήκα μέσα ενθουσιασμένος και παράγγειλα 3 Pints από το κεντρικό μπαρ να το γιορτάσουμε. Βολευτήκαμε σε ένα τραπέζι μιας από τις πολλές του αίθουσες, κι αμέσως έκανα μια γύρα προκειμένου να δω και να αντιληφθώ τον πανέμορφο αυτό χώρο:

Αίθουσες μπιλιάρδου, προβολής σινεμά, μπαρ κι ακόμα περισσότερα μπαρ, βαριά ξύλινα τραπέζια και ωραίες μουσικές, συνθέτουν ένα πολυχώρο που δε πρέπει να χάσει κανείς επισκεπτόμενος το Εδιμβούργο! Επέστρεψα στο τραπέζι με ενθουσιασμό, ακούγοντας το αγαπημένο μου ίσως τραγούδι των Black Sabbath. Ιδανικές συνθήκες!
Η μία μπύρα διαδέχονταν την άλλη κι εγώ μάθαινα ασταμάτητα πληροφορίες για τη ζωή και την εργασία στη Σκωτία, για τη νοοτροπία του κόσμου, τις συνθήκες που επικρατούσαν μετά το Brexit και όλα όσα μοιραζόντουσαν μαζί μου τα παιδιά. Ο δε Ν ήταν και συνάδελφος, κάνοντας με να θέλω να βάλω τα κλάματα όταν έκατσα και σύγκρινα δουλειές και μισθούς…
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα οι ώρες πέρασαν νεράκι, τα παιδιά όμως είχαν την επόμενη εργάσιμη γιατί εκεί δε πιάνει του Αγ. Πνεύματος όπως σ’ εμάς, έτσι χαιρετηθήκαμε γύρω στις 11:30 μ’ εμένα να ψάχνω κάτι για συνέχεια, φτάνοντας απέναντι ως τη νέα πόλη για να κάνω τη προσπάθεια μου, έχοντας μάλιστα φορέσει και τον σκούφο μου (Ιούνιο μήνα!) μιας και το κρύο δεν αστειεύονταν. Μ’ αρέσει που κορόιδευα όταν τον έβαλα στο σακίδιο…
Δυστυχώς εκτός από τα Kfc και τα MacDonalds δε βρήκα το παραμικρό, οπότε πήγα για φαΐ στο πρώτο καθώς θυμήθηκα ότι πεινάω, κάτι που δε συνηθίζω ποτέ στη καθημερινότητα μου, βλέποντας όλα τα ερείπια που είχαν ξεμείνει τέτοια ώρα από τα μπαρ:

Δώδεκα και μισή πήρα το δρόμο της επιστροφής, σταματώντας για φωτογραφία κάπου – κάπου προς τη μαγευτική παλιά πόλη του Εδιμβούργου:


Μια πολύ γεμάτη και ωραία μέρα είχε φτάσει στο τέλος της…
Last edited: