psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.095
- Likes
- 56.063
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία & σχεδιασμός
- Κεφάλαιο 1 – Από πόλη σε πόλη
- Κεφάλαιο 2 – Αργεί πολύ αυτή η νύχτα;
- Κεφάλαιο 3 – Good Morning Edinburgh
- Κεφάλαιο 4 – Η ώρα των Malt
- Κεφάλαιο 5 – Στα Vaults του Εδιμβούργου
- Κεφάλαιο 6 – Στο …χωριό της πόλης
- Κεφάλαιο 7 –Μεταξύ παλιάς & νέας πόλης
- Κεφάλαιο 8 – Ώρα να πηγαίνω
- Επίλογος – συμπεράσματα
Κεφάλαιο 7 –Μεταξύ παλιάς & νέας πόλης
Βγήκα από την Pub ορεξάτος γι' ακόμα περισσότερο περπάτημα και πέρασα τη διασταύρωση μεταξύ Queensferry & Shandwick, έχοντας απέναντι μου στο βάθος το κάστρο αλλά και την επισκοπική εκκλησία κατασκευής 1816 «Church of St John the Evangelist» αφιερωμένη στον Ευαγγελιστή Ιωάννη όπως είναι εύκολα κατανοητό:
Προχώρησα λίγο, έως τον κέλτικο σταυρό:
Και επέστρεψα προκειμένου να μπω στο διπλανό οικόπεδο όπου βρίσκεται η ενοριακή εκκλησία του 1894 «Parish Church of St Cuthbert» και το ομώνυμο νεκροταφείο:
Δε μπορώ να πω ότι έμεινα και πάρα πολύ, μιας και είχα σκοπό να περάσω λίγο περισσότερο χρόνο στο διπλανό διάσημο και πλέον κεντρικό πάρκο της πόλης «Princes Street Gardens», τα σκαλιά του οποίου κατέβηκα ευθύς αμέσως:
Ο υπέροχος καταπράσινος χώρος που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Κάστρο της πόλης, αποτελεί πόλο έλξης για τον κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας και όχι αδίκως, πόσο μάλλον όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν γι’ αυτό:
Στάθηκα λίγο απέναντι από το «Ross Fountain» για μερικές φωτογραφίες, σιντριβάνι του 1872 φτιαγμένο από χυτοσίδηρο, αφιερωμένο στις τέχνες, τη ποίηση, τη βιομηχανία & την επιστήμη:
Η υπόθεση σήκωνε μια στάση, έτσι παραδόξως αντί για τη καντίνα του πάρκου κάθισα σε ένα από τα παγκάκια του, με μια υποψία πείνας να έχει κάνει την εμφάνιση της. Είδα και τον χαρακτηριστικό βράχο που έχει τοποθετηθεί εκεί το 1978 προς τιμήν των αλλοδαπών στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου:
Ένα 20λεπτο περίπου μετά και με βαριά καρδιά σηκώθηκα να συνεχίσω τη πορεία μου, ανεβαίνοντας προς την έξοδο του πάρκου, με τη παλιά πόλη να στέκει επιβλητική απέναντι μου:
Πέρασα για άλλη μια φορά και από το Scott Monument, η πρώτη από τόσο κοντά του.
Το εντυπωσιακό κτίσμα με το άγαλμα, αρχικής κατασκευής 1841, είναι στην ουσία ένα βικτοριανό γοτθικό μνημείο αφιερωμένο στο Σκωτσέζο συγγραφέα Sir Walter Scott και αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο μνημείο συγγραφέα στον κόσμο μετά το μνημείο José Martí στην Αβάνα!
H διαδρομή από κει και πέρα γνωστή πλέον, χωρίς αμφιβολία. Αρχικά πέρασμα από τη Mound προς τη παλιά πόλη:
Και ακολούθως Cockburn & Royal mile, σε αναζήτηση φαγητού μιας και περιέργως για μενα, πεινούσα αρκετά.
Στο φινάλε όπως που είχαν πει και οι φίλοι μου το προηγούμενο βράδυ «δε γίνεται να πατήσεις στο UK και να μη φας Fish & Chips», κάτι που με βρήκε απόλυτα σύμφωνο, έτσι χωρίς πολλές περιστροφές κατευθύνθηκα προς το φαστφουντάδικο «Clam Shell» που έδινε το google ως κοντινότερο, έπιασα το σκαμπό μου και περίμενα καρτερικά να υλοποιηθεί η παραγγελία μου.
- Από πού είσαι;
- Ελλάδα
- Α έχω φίλους στην Ελλάδα που έστησαν επιχείρηση, Corfu, Cavos. Με τι θα φας το ψάρι σου;
- Που να ξέρω, είναι η πρώτη φορά που τρώω Fish & Chips, ότι προτείνεις, κάτι παραδοσιακό.
- Ωραία. Ξύδι, αλάτι και σάλτσα ξυδιού! Να δοκιμάσεις και τα τηγανιτά γλυκά την επόμενη φορά.
Κατασπάραξα το εξαιρετικό έδεσμα με την οξύτητα του ξυδιού να δίνει ένα πολύ ωραίο γευστικά τόνο, παρατηρώντας παράλληλα τον κόσμο που έμπαινε για να παραγγείλει τα τηγανιτά γλυκά! Ήταν κάτι που έμαθα στην εκδρομή αυτή, ότι το συγκεκριμένο έδεσμα συνίσταται ως anti-hangover μάλιστα και δεν είναι τίποτα περισσότερο από mars-twix κ.α. βουτηγμένα σε κουρκούτι και κατόπιν τηγανισμένα σε καυτό λάδι, τα οποία σερβίρονται με κέτσαπ & μουστάρδα!
Τολμηρό, αν και ίσως τελικά το δοκίμαζα, σκεφτόμουν καθώς κοιτούσα την εξαιρετική κάβα απέναντι με τα malt. Κρίμα για άλλη μια φορά να μην έχω βαλίτσα για να ψωνίσω το κατιτίς μου:
Προχώρησα περνώντας από τον καθεδρικό, βλέποντας και το σημείο με την πέτρινη καρδιά που συνηθίζουν όλοι να φτύνουν για καλή τύχη, ξορκίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις μαύρες αναμνήσεις από το σημείο των εκτελέσεων που προϋπήρχε εκεί:
Η πίσω πλευρά του ναού μου θύμισε λίγο κάτι από Παρίσι, μιας και μερικοί καλλιτέχνες εξασκούσαν τη τέχνη τους στις προσωπογραφίες:
Προχώρησα ως τη Victoria str, ένα δρομάκι που είχα ήδη αγαπήσει:
Και κοντοστάθηκα στο τέλος της προκειμένου να βγάλω και να βγω με τη σειρά μου κι εγώ μια φωτογραφία στο πολύ όμορφο αυτό σημείο, από μια τριάδα νομίζω Ιταλών:
Κατέβηκα με φόρα τη Grassmarket καθώς η περίσταση δε χωρούσε αναβολή. Ήθελα να πιώ κάτι μετά το φαγητό:
Έτσι με το που είδα μπροστά μου τη Last Drop την οποία στάμπαρα από τη προηγούμενη, δε το σκέφτηκα καθόλου, μια Pub με αρκετά ιστορική διάσταση μιας και πήρε το όνομα της από τη σκηνή των δημόσιων απαγχονισμών που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της και μάλιστα από τη τελευταία τέτοια τιμωρία. Στο ίδιο ύφος κινείται και η διακόσμηση της:
Σόρρυ φίλοι Σκωτσέζοι αλλά εδώ νικάνε οι Ιρλανδοί, μιας και είναι γνωστό ότι η ψαρίλα φεύγει μόνο με μαύρη μπύρα. Όχι τίποτε άλλο, είχα και 3,5 χρόνια να πω το «may i have a pint of guinness please?», κάτι που είχε ιδιαίτερη αξία επί βρετανικού εδάφους:
Ήπια τις μπυρίτσες μου σε πολύ ευχάριστο περιβάλλον, μιας και από τα μεγάφωνα άκουγα για άλλη μια φορά λατρεμένες μουσικές, με το αγαπημένο μου τραγούδι (under my thumb) των Rolling Stones να έχει τη πρωτιά στις προτιμήσεις μου.
Βγήκα σε όχι καλή κατάσταση καθώς μια ψύξη που κουβαλούσα από την Ελλάδα άρχισε να με ταλαιπωρεί πολύ έντονα, οπότε θεώρησα απαραίτητο να γυρίσω προς το hostel για να χτυπήσω ένα Voltaren. Οι φωτογραφικές εικόνες που μου έδινε η πόλη ήταν για μια ακόμη φορά σπουδαίες:
Προχώρησα και πάλι μέσω της Cowgate, σε έναν εξίσου γνωστό δρόμο από το τριήμερο, βάζοντας πλώρη για το ξενοδοχείο αποφασισμένος:
Φυσικά τα σχέδια μου για άλλη μια φορά πήγαν περίπατο, μιας και λύγισα στον πρώτο διαθέσιμο πειρασμό. Ε εντάξει, το hostel μπορούσε να περιμένει αφού η στάση στο κατάστημα της τοπικής ζυθοποιίας BrewDog (Craft Beer for the People) με τις εξαιρετικές φρέσκιες βαρελίσιες βρέθηκε στο δρόμο μου. Να μη μπω; Κρίμα θα ήταν!
Δοκίμασα (ευτυχώς) μόνο δύο από τον λαχταριστό του κατάλογο και βγήκα ξανά στο δρόμο, σουλατσάροντας και ανάμεσα στα στενάκια για φωτογραφικούς λόγους:
Συνεχίζοντας μέσω της Canongate στρίβοντας μόλις είδα τη Queen’s Gallery:
Λίγα μέτρα μετά ήμουν στο hostel για λίγη ώρα ανασύνταξης λόγω πόνου:
(Να και το μικρό δωμάτιο μου, ικανοποιητικό για μονόκλινο)
Ήταν περασμένες 8 και το χάπι είχε κάνει τη δουλειά του με μόλις μια ώρα χαλάρωμα όταν και ξαναβγήκα στο δρόμο για τη σχετική καλοπέραση τις τελευταίες ώρες μου στη πόλη. Ακολούθησα και πάλι διαφορετική διαδρομή ακολουθώντας τη Royal Terrace
Το κακό ήταν ότι η Δευτέρα δεν ευνοούσε καθόλου τις συνθήκες, κάτι που διαπίστωσα σε όσες Pub κι αν δοκίμασα στη νέα πόλη, καθώς ήταν όλες άδειες χωρίς ψυχή...
Έτσι για καλή μου τύχη ανηφόρισα τη Leith χωρίς να το ‘χω στα σχέδια μου κι έπεσα πάνω στη πάντα φιλόξενη και με κόσμο Black Bull
Μπήκα διστακτικά μιας και είχε κάτι σαν karaoke οπότε παρήγγειλα μια Lager για να δώσω την ευκαιρία. Ευτυχώς αυτή η αθλιότητα τελείωσε σύντομα δίνοντας τη θέση του σε τραγούδια των slayer, των Metallica και των Rammstein, με μένα να το γυρνάω σε μια τοπική καστανή και μάλιστα καπνιστή μπύρα με άρωμα ουίσκι που μου άρεσε ιδιαίτερα:
Σε μια φάση με πλησίασε ένας σκωτσέζος – λέσι που μου έγινε κολλιτσίδα και δε καταλάβαινα τι έλεγε, καθώς ο συνδυασμός αλκοόλ και δύσκολης προφοράς δεν ευνοούσε. Το μόνο που έπιασα ήταν η λέξη Sambuca (ναι αυτό το Ιταλικό γλυκό σίχαμα), με τα παγωμένα σφηνάκια να διαδέχονται το ένα το άλλο. Τη κατάληξη του μπορείτε να τη δείτε στη προηγούμενη φωτογραφία δεξιά…
Πάνω που έλεγα να φύγω γιατί με είχε κουράσει η όλη φάση, ο Σκωτσέζος ξύπνησε, ήπιε μονορούφι (!) το Pint που είχε μπροστά του, χαιρέτησε και αναχώρησε. Η μουσική είχε γυρίσει τελείως, με τα μεγάφωνα να παίζουν πλέον Pink Floyd και λίγο μετά τη κομματάρα που λέγεται Alive από τη μπαντάρα των Pearl Jam. Ε να πας που; Να μη πιείς άλλες δυο τρεις;
Έφυγα απόλυτα γεμάτος και πολύ ευχαριστημένος μετά τις 12 βολτάροντας στο κεντρικό δρόμο, ξέροντας ότι το μόνο ανοικτό και διαθέσιμο για φαγητό είναι για ακόμα μια φορά το Kfc, που ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναφάω στη ζωή μου:
Ήταν περίπου μία όταν πήρα το δρόμο της επιστροφής, για τελευταία φορά στην εκδρομή…
Βγήκα από την Pub ορεξάτος γι' ακόμα περισσότερο περπάτημα και πέρασα τη διασταύρωση μεταξύ Queensferry & Shandwick, έχοντας απέναντι μου στο βάθος το κάστρο αλλά και την επισκοπική εκκλησία κατασκευής 1816 «Church of St John the Evangelist» αφιερωμένη στον Ευαγγελιστή Ιωάννη όπως είναι εύκολα κατανοητό:


Προχώρησα λίγο, έως τον κέλτικο σταυρό:

Και επέστρεψα προκειμένου να μπω στο διπλανό οικόπεδο όπου βρίσκεται η ενοριακή εκκλησία του 1894 «Parish Church of St Cuthbert» και το ομώνυμο νεκροταφείο:

Δε μπορώ να πω ότι έμεινα και πάρα πολύ, μιας και είχα σκοπό να περάσω λίγο περισσότερο χρόνο στο διπλανό διάσημο και πλέον κεντρικό πάρκο της πόλης «Princes Street Gardens», τα σκαλιά του οποίου κατέβηκα ευθύς αμέσως:

Ο υπέροχος καταπράσινος χώρος που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το Κάστρο της πόλης, αποτελεί πόλο έλξης για τον κόσμο όλες τις ώρες της ημέρας και όχι αδίκως, πόσο μάλλον όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν γι’ αυτό:


Στάθηκα λίγο απέναντι από το «Ross Fountain» για μερικές φωτογραφίες, σιντριβάνι του 1872 φτιαγμένο από χυτοσίδηρο, αφιερωμένο στις τέχνες, τη ποίηση, τη βιομηχανία & την επιστήμη:

Η υπόθεση σήκωνε μια στάση, έτσι παραδόξως αντί για τη καντίνα του πάρκου κάθισα σε ένα από τα παγκάκια του, με μια υποψία πείνας να έχει κάνει την εμφάνιση της. Είδα και τον χαρακτηριστικό βράχο που έχει τοποθετηθεί εκεί το 1978 προς τιμήν των αλλοδαπών στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου:

Ένα 20λεπτο περίπου μετά και με βαριά καρδιά σηκώθηκα να συνεχίσω τη πορεία μου, ανεβαίνοντας προς την έξοδο του πάρκου, με τη παλιά πόλη να στέκει επιβλητική απέναντι μου:

Πέρασα για άλλη μια φορά και από το Scott Monument, η πρώτη από τόσο κοντά του.
Το εντυπωσιακό κτίσμα με το άγαλμα, αρχικής κατασκευής 1841, είναι στην ουσία ένα βικτοριανό γοτθικό μνημείο αφιερωμένο στο Σκωτσέζο συγγραφέα Sir Walter Scott και αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο μνημείο συγγραφέα στον κόσμο μετά το μνημείο José Martí στην Αβάνα!

H διαδρομή από κει και πέρα γνωστή πλέον, χωρίς αμφιβολία. Αρχικά πέρασμα από τη Mound προς τη παλιά πόλη:

Και ακολούθως Cockburn & Royal mile, σε αναζήτηση φαγητού μιας και περιέργως για μενα, πεινούσα αρκετά.


Στο φινάλε όπως που είχαν πει και οι φίλοι μου το προηγούμενο βράδυ «δε γίνεται να πατήσεις στο UK και να μη φας Fish & Chips», κάτι που με βρήκε απόλυτα σύμφωνο, έτσι χωρίς πολλές περιστροφές κατευθύνθηκα προς το φαστφουντάδικο «Clam Shell» που έδινε το google ως κοντινότερο, έπιασα το σκαμπό μου και περίμενα καρτερικά να υλοποιηθεί η παραγγελία μου.
- Από πού είσαι;
- Ελλάδα
- Α έχω φίλους στην Ελλάδα που έστησαν επιχείρηση, Corfu, Cavos. Με τι θα φας το ψάρι σου;
- Που να ξέρω, είναι η πρώτη φορά που τρώω Fish & Chips, ότι προτείνεις, κάτι παραδοσιακό.
- Ωραία. Ξύδι, αλάτι και σάλτσα ξυδιού! Να δοκιμάσεις και τα τηγανιτά γλυκά την επόμενη φορά.

Κατασπάραξα το εξαιρετικό έδεσμα με την οξύτητα του ξυδιού να δίνει ένα πολύ ωραίο γευστικά τόνο, παρατηρώντας παράλληλα τον κόσμο που έμπαινε για να παραγγείλει τα τηγανιτά γλυκά! Ήταν κάτι που έμαθα στην εκδρομή αυτή, ότι το συγκεκριμένο έδεσμα συνίσταται ως anti-hangover μάλιστα και δεν είναι τίποτα περισσότερο από mars-twix κ.α. βουτηγμένα σε κουρκούτι και κατόπιν τηγανισμένα σε καυτό λάδι, τα οποία σερβίρονται με κέτσαπ & μουστάρδα!
Τολμηρό, αν και ίσως τελικά το δοκίμαζα, σκεφτόμουν καθώς κοιτούσα την εξαιρετική κάβα απέναντι με τα malt. Κρίμα για άλλη μια φορά να μην έχω βαλίτσα για να ψωνίσω το κατιτίς μου:


Προχώρησα περνώντας από τον καθεδρικό, βλέποντας και το σημείο με την πέτρινη καρδιά που συνηθίζουν όλοι να φτύνουν για καλή τύχη, ξορκίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις μαύρες αναμνήσεις από το σημείο των εκτελέσεων που προϋπήρχε εκεί:


Η πίσω πλευρά του ναού μου θύμισε λίγο κάτι από Παρίσι, μιας και μερικοί καλλιτέχνες εξασκούσαν τη τέχνη τους στις προσωπογραφίες:

Προχώρησα ως τη Victoria str, ένα δρομάκι που είχα ήδη αγαπήσει:

Και κοντοστάθηκα στο τέλος της προκειμένου να βγάλω και να βγω με τη σειρά μου κι εγώ μια φωτογραφία στο πολύ όμορφο αυτό σημείο, από μια τριάδα νομίζω Ιταλών:

Κατέβηκα με φόρα τη Grassmarket καθώς η περίσταση δε χωρούσε αναβολή. Ήθελα να πιώ κάτι μετά το φαγητό:

Έτσι με το που είδα μπροστά μου τη Last Drop την οποία στάμπαρα από τη προηγούμενη, δε το σκέφτηκα καθόλου, μια Pub με αρκετά ιστορική διάσταση μιας και πήρε το όνομα της από τη σκηνή των δημόσιων απαγχονισμών που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της και μάλιστα από τη τελευταία τέτοια τιμωρία. Στο ίδιο ύφος κινείται και η διακόσμηση της:

Σόρρυ φίλοι Σκωτσέζοι αλλά εδώ νικάνε οι Ιρλανδοί, μιας και είναι γνωστό ότι η ψαρίλα φεύγει μόνο με μαύρη μπύρα. Όχι τίποτε άλλο, είχα και 3,5 χρόνια να πω το «may i have a pint of guinness please?», κάτι που είχε ιδιαίτερη αξία επί βρετανικού εδάφους:

Ήπια τις μπυρίτσες μου σε πολύ ευχάριστο περιβάλλον, μιας και από τα μεγάφωνα άκουγα για άλλη μια φορά λατρεμένες μουσικές, με το αγαπημένο μου τραγούδι (under my thumb) των Rolling Stones να έχει τη πρωτιά στις προτιμήσεις μου.
Βγήκα σε όχι καλή κατάσταση καθώς μια ψύξη που κουβαλούσα από την Ελλάδα άρχισε να με ταλαιπωρεί πολύ έντονα, οπότε θεώρησα απαραίτητο να γυρίσω προς το hostel για να χτυπήσω ένα Voltaren. Οι φωτογραφικές εικόνες που μου έδινε η πόλη ήταν για μια ακόμη φορά σπουδαίες:

Προχώρησα και πάλι μέσω της Cowgate, σε έναν εξίσου γνωστό δρόμο από το τριήμερο, βάζοντας πλώρη για το ξενοδοχείο αποφασισμένος:

Φυσικά τα σχέδια μου για άλλη μια φορά πήγαν περίπατο, μιας και λύγισα στον πρώτο διαθέσιμο πειρασμό. Ε εντάξει, το hostel μπορούσε να περιμένει αφού η στάση στο κατάστημα της τοπικής ζυθοποιίας BrewDog (Craft Beer for the People) με τις εξαιρετικές φρέσκιες βαρελίσιες βρέθηκε στο δρόμο μου. Να μη μπω; Κρίμα θα ήταν!

Δοκίμασα (ευτυχώς) μόνο δύο από τον λαχταριστό του κατάλογο και βγήκα ξανά στο δρόμο, σουλατσάροντας και ανάμεσα στα στενάκια για φωτογραφικούς λόγους:


Συνεχίζοντας μέσω της Canongate στρίβοντας μόλις είδα τη Queen’s Gallery:

Λίγα μέτρα μετά ήμουν στο hostel για λίγη ώρα ανασύνταξης λόγω πόνου:

(Να και το μικρό δωμάτιο μου, ικανοποιητικό για μονόκλινο)

Ήταν περασμένες 8 και το χάπι είχε κάνει τη δουλειά του με μόλις μια ώρα χαλάρωμα όταν και ξαναβγήκα στο δρόμο για τη σχετική καλοπέραση τις τελευταίες ώρες μου στη πόλη. Ακολούθησα και πάλι διαφορετική διαδρομή ακολουθώντας τη Royal Terrace

Το κακό ήταν ότι η Δευτέρα δεν ευνοούσε καθόλου τις συνθήκες, κάτι που διαπίστωσα σε όσες Pub κι αν δοκίμασα στη νέα πόλη, καθώς ήταν όλες άδειες χωρίς ψυχή...
Έτσι για καλή μου τύχη ανηφόρισα τη Leith χωρίς να το ‘χω στα σχέδια μου κι έπεσα πάνω στη πάντα φιλόξενη και με κόσμο Black Bull

Μπήκα διστακτικά μιας και είχε κάτι σαν karaoke οπότε παρήγγειλα μια Lager για να δώσω την ευκαιρία. Ευτυχώς αυτή η αθλιότητα τελείωσε σύντομα δίνοντας τη θέση του σε τραγούδια των slayer, των Metallica και των Rammstein, με μένα να το γυρνάω σε μια τοπική καστανή και μάλιστα καπνιστή μπύρα με άρωμα ουίσκι που μου άρεσε ιδιαίτερα:

Σε μια φάση με πλησίασε ένας σκωτσέζος – λέσι που μου έγινε κολλιτσίδα και δε καταλάβαινα τι έλεγε, καθώς ο συνδυασμός αλκοόλ και δύσκολης προφοράς δεν ευνοούσε. Το μόνο που έπιασα ήταν η λέξη Sambuca (ναι αυτό το Ιταλικό γλυκό σίχαμα), με τα παγωμένα σφηνάκια να διαδέχονται το ένα το άλλο. Τη κατάληξη του μπορείτε να τη δείτε στη προηγούμενη φωτογραφία δεξιά…
Πάνω που έλεγα να φύγω γιατί με είχε κουράσει η όλη φάση, ο Σκωτσέζος ξύπνησε, ήπιε μονορούφι (!) το Pint που είχε μπροστά του, χαιρέτησε και αναχώρησε. Η μουσική είχε γυρίσει τελείως, με τα μεγάφωνα να παίζουν πλέον Pink Floyd και λίγο μετά τη κομματάρα που λέγεται Alive από τη μπαντάρα των Pearl Jam. Ε να πας που; Να μη πιείς άλλες δυο τρεις;
Έφυγα απόλυτα γεμάτος και πολύ ευχαριστημένος μετά τις 12 βολτάροντας στο κεντρικό δρόμο, ξέροντας ότι το μόνο ανοικτό και διαθέσιμο για φαγητό είναι για ακόμα μια φορά το Kfc, που ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναφάω στη ζωή μου:


Ήταν περίπου μία όταν πήρα το δρόμο της επιστροφής, για τελευταία φορά στην εκδρομή…
Last edited: