liz
Member
- Μηνύματα
- 159
- Likes
- 346
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γύρος του κόσμου
Μετά το Κιότο, σειρά είχε το χωριό Shirakawa-go που είναι γνωστό για τα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής σπίτια του. Οι σκεπές τους είναι κατασκευασμένες από άχυρο μοιάζοντας με χέρια που ενώνονται για προσευχή κι αυτό ακριβώς σημαίνει η ονομασία της αρχιτεκτονικής τους, “gassho”. Έφτασα το μεσημεράκι με το λεωφορείο που φεύγει από Τακαγιάμα μετά από 40 περίπου λεπτά και πέρασα τη γέφυρα που περνά πάνω από ένα ποταμάκι και σε βγάζει στο χωριό. Ο καιρός ήταν φανταστικός όπως καθ΄όλη τη διάρκεια διαμονής μου στην Ιαπωνία (με εξαίρεση το πρώτο βράδυ στο Τόκιο) κι άρχισα να ψάχνω τον παραδοσιακό ξενώνα 110 ετών όπου θα περνούσα το βράδυ, πανεύκολη υπόθεση μιας και το χωριό είναι μια σταλιά. Ήταν η μοναδική κράτηση που είχα κάνει πριν φύγω εκτός από τις 3 πρώτες μου βραδιές. Το βρίσκω, ανοίγω τη χαρακτηριστική συρόμενη πόρτα, στ’ αυτιά μου φτάνει παραδοσιακή γιαπωνέζικη μουσική και ξαφνικά εμφανίζεται η νοικοκυρά του σπιτιού μέσα στο χαμόγελο, με καλωσορίζει, μου δείχνει πού ν’ αφήσω τα παπούτσια, παίρνει το πανωφόρι μου και με οδηγεί στο λιτό μου δωμάτιο όπου με περίμενε ζεστό τσαγάκι, γλυκό και το πρόχειρο κιμονό μου. Μου λέει πως το δείπνο θα σερβιριστεί στις 7, πετάω τον σάκο μου κάτω και βγαίνω έξω για να εξερευνήσω το χωριό. Ανάμεσα στα κουκλίστικα παραδοσιακά σπίτια έκοβαν βόλτες πολλοί τουρίστες, που έφυγαν όμως με το τελευταίο λεωφορείο των 5μιση, αφήνοντάς με σχεδόν ολομόναχη να χαίρομαι την απόλυτη ησυχία. Μετά από λίγο γυρνάω στον ξενώνα όπου γνωρίζω τους συγκατοίκους μου, καθόμαστε όλοι μαζί στα τατάμι μας φορώντας τα κιμονό μας, αδημονώντας για το δείπνο κι αφού φάγαμε, περάσαμε το βράδυ συζητώντας, μεταξύ άλλων, για τις ταξιδιωτικές μας εμπειρίες κάτω απ’την πανσέληνο και το μόνο που μας διέκοπτε ήταν ο ήχος του κελαρυστού ποταμού (και το κυνήγι κατσαρίδας στα δωμάτια-λόγω εξοχής, όχι παρακμιακού καταλύματος).




Παρένθεση:
Περιστατικό που συνέβη σε κάποιον από αυτούς: περίμενε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου του στο Κιότο και σκάει μύτη ένας Αμερικανός με την κόρη του. Πιάνει φουριόζος έναν υπάλληλο και του λέει «κοίτα να δεις, μόλις ήρθα κι αύριο πρωϊ-πρωϊ πρέπει να ξαναφύγω. Τι έχει να δω εδώ? Θέλω να δω ΤΑ ΠΑΝΤΑ» (πραγματικά αδύνατον εκτός κι αν είσαι ο Σούπερμαν και πετάς από ναό σε ναό) «Ξέρετε λίγο δύσκολο» «Γιατί είναι δύσκολο, βρες μου έναν τρόπο!» εντωμεταξύ γυρνά και του λέει η κόρη «μπαμπά, θέλω λεφτά να πάω για ψώνια!», «πάρε». Η κόρη φεύγει. Μετά από ένα σωρό ερωτήσεις τις οποίες δυστυχώς δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως όλοι είχαμε λυθεί στο γέλιο ακούγοντάς τες και τις οποίες ο υπάλληλος άκουγε με υπομονή και κατανόηση κι απαντούσε μέσα στην ευγένεια εκεί που άλλος θα τον είχε βρίσει, τελικά παίρνει ταξί για να προλάβει να δει όσα μπορεί. Μετά από 10 λεπτά ξαναγυρνάει στο ξενοδοχείο και πιάνει τον υπάλληλο «Τι συνέβη?» τον ρωτάει αυτός, «δεν έπαιρνε ο οδηγός τα λεφτά μου!μα δεν έχετε τέτοια λεφτά εδώ?» και του δείχνει τα αμερικάνικα δολλάρια που κρατούσε στα χέρια του! Και συμπληρώνει ο αφηγητής του περιστατικού: «κι εγώ σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή, ωχ, η κόρη έχει πάει για ψώνια με δολλάρια».
Την επόμενη μέρα, σειρά είχε η παραδοσιακή πόλη Τακαγιάμα. Λέγεται πως οι ξυλουργοί της ήταν αυτοί που εργάστηκαν για το χτίσιμο του παλατιού στο Κιότο, καθώς και πολλών ναών σ’αυτό και στη Νάρα. Όταν έφτασα άνοιγε η αγορά της, οπότε γι’αρχή πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στους πάγκους που πουλούσαν λογής-λογής εξωγήϊνα φαγητά, παιχνίδια και μαγειρικά σκεύη. Τουριστική πόλη και αυτή, όμως σε αυτήν τη χώρα το τουριστικό είναι τόσο διαφορετικό που δεν ένιωθα να με ενοχλεί καθόλου. Όσα άτομα γνώρισα και είχαν έρθει στην Ιαπωνία για μικρό χρονικό διάστημα, 10-20 μέρες, έκαναν την κλασική διαδρομή Τόκιο-Κιότο-Χιροσίμα, όπως κι εγώ κι αρκετοί πήγαιναν σε Τακαγιάμα και Μπεπού ή περνούσαν ένα βράδυ σε κάποιον από τους ναούς του βουνού Koya. Όλοι συμφωνούσαμε πως πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψουμε κι αφού έχουμε ξεμπερδέψει με τα βασικά, θα μπορέσουμε να επισκεφτούμε την υπόλοιπη χώρα, ζήτημα που μας έκαιγε πάρα πολύ (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είμασταν κατενθουσιασμένοι με όσα είχαμε δει, κάθε άλλο). Αφού την περπάτησα λοιπόν για 6 ώρες περίπου, κι έχοντας δει τα καλοδιατηρημένα παραδοσιακά της σπίτια, πολλά μαγαζιά με πολύ ωραία χειροποίητα σκεύη (από εδώ τσίμπησα τέλεια μπωλ σούπας) κι αφού περπάτησα 2χλμ επειδή μου τέλειωσε η κάρτα μνήμης στη φωτογραφική για να πάω στο «μοναδικό» φωτογραφείο όπου μ’έστειλαν, για ν’ ανακαλύψω μετά πως είχε ένα πολύ μικρό 2 λεπτά από εκεί που βρισκόμουν αρχικά, μπαίνω ξανά στο τρένο με προορισμό την πόλη Τακάντα.


Παρένθεση:
Περιστατικό που συνέβη σε κάποιον από αυτούς: περίμενε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου του στο Κιότο και σκάει μύτη ένας Αμερικανός με την κόρη του. Πιάνει φουριόζος έναν υπάλληλο και του λέει «κοίτα να δεις, μόλις ήρθα κι αύριο πρωϊ-πρωϊ πρέπει να ξαναφύγω. Τι έχει να δω εδώ? Θέλω να δω ΤΑ ΠΑΝΤΑ» (πραγματικά αδύνατον εκτός κι αν είσαι ο Σούπερμαν και πετάς από ναό σε ναό) «Ξέρετε λίγο δύσκολο» «Γιατί είναι δύσκολο, βρες μου έναν τρόπο!» εντωμεταξύ γυρνά και του λέει η κόρη «μπαμπά, θέλω λεφτά να πάω για ψώνια!», «πάρε». Η κόρη φεύγει. Μετά από ένα σωρό ερωτήσεις τις οποίες δυστυχώς δεν θυμάμαι, αλλά θυμάμαι πως όλοι είχαμε λυθεί στο γέλιο ακούγοντάς τες και τις οποίες ο υπάλληλος άκουγε με υπομονή και κατανόηση κι απαντούσε μέσα στην ευγένεια εκεί που άλλος θα τον είχε βρίσει, τελικά παίρνει ταξί για να προλάβει να δει όσα μπορεί. Μετά από 10 λεπτά ξαναγυρνάει στο ξενοδοχείο και πιάνει τον υπάλληλο «Τι συνέβη?» τον ρωτάει αυτός, «δεν έπαιρνε ο οδηγός τα λεφτά μου!μα δεν έχετε τέτοια λεφτά εδώ?» και του δείχνει τα αμερικάνικα δολλάρια που κρατούσε στα χέρια του! Και συμπληρώνει ο αφηγητής του περιστατικού: «κι εγώ σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή, ωχ, η κόρη έχει πάει για ψώνια με δολλάρια».
Την επόμενη μέρα, σειρά είχε η παραδοσιακή πόλη Τακαγιάμα. Λέγεται πως οι ξυλουργοί της ήταν αυτοί που εργάστηκαν για το χτίσιμο του παλατιού στο Κιότο, καθώς και πολλών ναών σ’αυτό και στη Νάρα. Όταν έφτασα άνοιγε η αγορά της, οπότε γι’αρχή πηγαινοερχόμουν ανάμεσα στους πάγκους που πουλούσαν λογής-λογής εξωγήϊνα φαγητά, παιχνίδια και μαγειρικά σκεύη. Τουριστική πόλη και αυτή, όμως σε αυτήν τη χώρα το τουριστικό είναι τόσο διαφορετικό που δεν ένιωθα να με ενοχλεί καθόλου. Όσα άτομα γνώρισα και είχαν έρθει στην Ιαπωνία για μικρό χρονικό διάστημα, 10-20 μέρες, έκαναν την κλασική διαδρομή Τόκιο-Κιότο-Χιροσίμα, όπως κι εγώ κι αρκετοί πήγαιναν σε Τακαγιάμα και Μπεπού ή περνούσαν ένα βράδυ σε κάποιον από τους ναούς του βουνού Koya. Όλοι συμφωνούσαμε πως πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψουμε κι αφού έχουμε ξεμπερδέψει με τα βασικά, θα μπορέσουμε να επισκεφτούμε την υπόλοιπη χώρα, ζήτημα που μας έκαιγε πάρα πολύ (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είμασταν κατενθουσιασμένοι με όσα είχαμε δει, κάθε άλλο). Αφού την περπάτησα λοιπόν για 6 ώρες περίπου, κι έχοντας δει τα καλοδιατηρημένα παραδοσιακά της σπίτια, πολλά μαγαζιά με πολύ ωραία χειροποίητα σκεύη (από εδώ τσίμπησα τέλεια μπωλ σούπας) κι αφού περπάτησα 2χλμ επειδή μου τέλειωσε η κάρτα μνήμης στη φωτογραφική για να πάω στο «μοναδικό» φωτογραφείο όπου μ’έστειλαν, για ν’ ανακαλύψω μετά πως είχε ένα πολύ μικρό 2 λεπτά από εκεί που βρισκόμουν αρχικά, μπαίνω ξανά στο τρένο με προορισμό την πόλη Τακάντα.
Attachments
-
133,5 KB Προβολές: 381