St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 893
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Bula)]Στα φιτζιανά [B]bula[/B
- Κεφάλαιο 3ο (Οι άνθρωποι των Φίτζι)
- Κεφάλαιο 4ο (Σαλαμάντα)
- Κεφάλαιο 5ο (Κεφαλοπνιγμοί στο Σάουαι-λάου)]Το σύμπλεγμα των νησιών [B]Γιασάουα[/B
- Κεφάλαιο 6ο (Σαν Ροβινσώνες πολυτελείας και η ανακομιδή του λόβο)
- Κεφάλαιο 7ο (Savoir Vivre στα νησιά των Φίτζι)
- Κεφάλαιο 8ο (Λάι-Λάι και Βινάκα)
- Κεφάλαιο 9ο (Περίλυπος έστιν η ψυχή μου....)
Κάναμε τις τελευταίες μας πρωινές βόλτες και κινήσαμε κατά το λιμάνι, την ώρα ακριβώς που το καραβάκι μας έφευγε γεμάτο με τουρίστες και το πλήρωμά του να στέκεται στην πλώρη καμαρωτό ατσαλάκωτο και πάνλευκο.
Σε αντικατάσταση του χαμένου ονείρου, μας έδειξαν τη «Σαλαμάντα», που δεν μας γέμισε το μάτι. Λίγο παλιό, λίγο θλιβερό και με φιτζιανό μελαψό πλήρωμα. Για να μας χρυσώσουν το χάπι και να μας κλείσουν το στόμα, αποφάσισαν οι εταιρείες να πάρουμε το πλοίο «αγκαζέ» και να κάνουμε την κρουαζιέρα ιδιωτική μας υπόθεση.
Στην «Σαλαμάντα» ανεβήκαμε νωρίς το απόγευμα. Το βρήκαμε κατακάθαρο και τις καμπίνες μια σταλιά, σαν κλουβιά. Η βρύση του νιπτήρα έπρεπε να κρατιέται συνεχώς με το ένα χέρι για να τρέχει και το σιφόνι του ντους μετέτρεπε το μπάνιο σε λιμνοθάλασσα όταν το καράβι έγερνε κατά τη μεριά της αποχέτευσης.
Τα νησιά όμως μας περίμεναν και τίποτε δεν υπολογίζαμε.
Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας στα «κλουβιά» και πάντα με την αυτοκόλλητη ταυτότητα που μας κοτσάρισαν στο στήθος όταν μπαίναμε στο πλοίο, ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.
Μας περίμεναν κοκτέιλ και καναπεδάκια στην τραπεζαρία και δυο κιθάρες που έπαιζαν χαρούμενες μελωδίες. «Το κάνουν φαίνεται για την υποδοχή» σκεφτήκαμε σίγουροι ότι από την επομένη τα βράδια μας θα περνούσαν στο μουγκό και το ανιαρό.
Στις 8 καθίσαμε στο τραπέζι. ΄Αψογο και σβέλτο το σερβίρισμα. Και μετά σύραμε τα ποδάρια μας μέχρι τους καναπέδες του καταστρώματος απολαμβάνοντας τη σιωπή και το φεγγαρόφωτο. Ήμασταν αραγμένοι στ΄ ανοιχτά κάποιου νησιού και θα κινούσαμε με την αυγή.
Ψάχναμε να βρούμε τον Σταυρό του Νότου και να αναγνωρίσουμε τα σημάδια τʼουρανού, όταν τέσσερες κιθάρες και τέσσερες φωνές βαρύτονων και μπάσων σκόρπισαν μελωδικές διαμαντόπετρες πάνω στα φεγγερά νερά.
Δεν καταλαβαίναμε τα λόγια, αλλά η τρυφερή όψη των φιτζανών τραγουδιστών δεν άφηνε καμμιά αμφιβολία πως τραγουδούσαν για ό,τι αγαπούσαν πιο πολύ…
Δεν προφτάσαμε να μελαγχολήσουμε και τα νοσταλγικά τραγούδια άλλαξαν χαβά. Τώρα τα φιτζιανά άσματα είχαν ρυθμό γοργό, χορευτικό. Ο Τζόε ο ύπαρχος, άρπαξε μία από μας και την έστρωσε στο χορό. Τρία βήματα μπρος και άλλα τρία κατά πίσω.
Σε λίγο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο από χορευτάδες που γελούσαν, τσίριζαν, το απολάμβαναν, αλλά και απορούσαν «Μωρέ πού είμαστε και πώς περνάμε??»
Ο κάπταιν-Βάρα κάνει νόημα σε κάποιον, που παρατάει την κιθάρα και εξαφανίζεται με κάποιους άλλους στα ενδότερα. Σε λίγο έρχονται κουβαλώντας μια μεγάλη πήλινη λεκάνη γεμάτη ένα ασπρουδερό ζουμί. Με το μισό κέλυφος ενός κοκοκάρυδου ανακάτεψε με υπομονή το μείγμα. ΄Όταν θεώρησε πως ήταν πια έτοιμο, έβαλε τη λεκάνη ανάμεσα στην παρέα των συναδέλφων του και περίμενε. Κάποιος χτύπησε με το χέρι του 3 φορές την κιθάρα. Ο, ας πούμε, οινοχόος, γέμισε το μισό κοκοκάρυδο αμίλητος και του το προσέφερε. Εκείνος ήπιε μια μεγάλη γουλιά και ό,τι περίσσεψε το έριξε με μιαν απότομη κίνηση πίσω από την πλάτη του. Ακολούθησε κι άλλος, και μετά κάποιος άλλος.
«Μα τι κάνουν?» αναρωτηθήκαμε.
«Είναι γιακόνα. Το λέμε και κάβα και είναι το παραδοσιακό μας ποτό» μας εξήγησε ο… αρχικεραστής. «Αλκοολικό δεν είναι, είναι όμως διεγερτικό, όπως ο καφές ή το τσάι. Για τους φιτζιανούς δεν νοείται συγκέντρωση χαράς ή λύπης, για συζήτηση ή κοινωνική συναναστροφή, χωρίς γιακόνα»
Κοιτάζαμε με υποψία το γαλακτερό ζουμί.
«Από τι είναι φτιαγμένο?» ρωτήσαμε.
«Από ρίζες του ομώνυμου φυτού. Τις ξεραίνομε στον ήλιο, μετά τις κοπανίζουμε ώστε να γίνουν σκόνη, προσθέτουμε νερό και το ανακατεύουμε ώσπου να διαλυθεί τελείως. Αν θέλετε να δοκιμάσετε, το έθιμο είναι να χτυπήσετε 3 φορές τα χέρια.»
Κοιταχτήκαμε όλοι μας δίβουλοι. Κάποιος το αποφάσισε. Χτύπησε 3 φορές τα χέρια του και ήπιε τη γιακόνα. Είπα να δοκιμάσω κι εγώ και βάρεσα γενναία, παλαμάκια. Κατέβασα μια πολύ μικρή γουλιά. Περίεργα στυφό και ακαταλαβίστικα άνοστο το άτιμο…
Η κούραση της μέρας άρχισε να μας καταβάλλει.
΄Ένα τελευταίο τραγούδι και μια ματιά στο φεγγάρι που κόντευε να δύσει. Πήρα το δρόμο για το κλουβί μου.
«Αν μπήξεις μια βελόνα στην Λάρισα θα βγει στα Φίτζι» σκέφτηκα και γέλασα για το πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Μια βελόνα δρόμος….
Σε αντικατάσταση του χαμένου ονείρου, μας έδειξαν τη «Σαλαμάντα», που δεν μας γέμισε το μάτι. Λίγο παλιό, λίγο θλιβερό και με φιτζιανό μελαψό πλήρωμα. Για να μας χρυσώσουν το χάπι και να μας κλείσουν το στόμα, αποφάσισαν οι εταιρείες να πάρουμε το πλοίο «αγκαζέ» και να κάνουμε την κρουαζιέρα ιδιωτική μας υπόθεση.
Στην «Σαλαμάντα» ανεβήκαμε νωρίς το απόγευμα. Το βρήκαμε κατακάθαρο και τις καμπίνες μια σταλιά, σαν κλουβιά. Η βρύση του νιπτήρα έπρεπε να κρατιέται συνεχώς με το ένα χέρι για να τρέχει και το σιφόνι του ντους μετέτρεπε το μπάνιο σε λιμνοθάλασσα όταν το καράβι έγερνε κατά τη μεριά της αποχέτευσης.
Τα νησιά όμως μας περίμεναν και τίποτε δεν υπολογίζαμε.
Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας στα «κλουβιά» και πάντα με την αυτοκόλλητη ταυτότητα που μας κοτσάρισαν στο στήθος όταν μπαίναμε στο πλοίο, ανεβήκαμε στο κατάστρωμα.
Μας περίμεναν κοκτέιλ και καναπεδάκια στην τραπεζαρία και δυο κιθάρες που έπαιζαν χαρούμενες μελωδίες. «Το κάνουν φαίνεται για την υποδοχή» σκεφτήκαμε σίγουροι ότι από την επομένη τα βράδια μας θα περνούσαν στο μουγκό και το ανιαρό.
Στις 8 καθίσαμε στο τραπέζι. ΄Αψογο και σβέλτο το σερβίρισμα. Και μετά σύραμε τα ποδάρια μας μέχρι τους καναπέδες του καταστρώματος απολαμβάνοντας τη σιωπή και το φεγγαρόφωτο. Ήμασταν αραγμένοι στ΄ ανοιχτά κάποιου νησιού και θα κινούσαμε με την αυγή.
Ψάχναμε να βρούμε τον Σταυρό του Νότου και να αναγνωρίσουμε τα σημάδια τʼουρανού, όταν τέσσερες κιθάρες και τέσσερες φωνές βαρύτονων και μπάσων σκόρπισαν μελωδικές διαμαντόπετρες πάνω στα φεγγερά νερά.
Δεν καταλαβαίναμε τα λόγια, αλλά η τρυφερή όψη των φιτζανών τραγουδιστών δεν άφηνε καμμιά αμφιβολία πως τραγουδούσαν για ό,τι αγαπούσαν πιο πολύ…
Δεν προφτάσαμε να μελαγχολήσουμε και τα νοσταλγικά τραγούδια άλλαξαν χαβά. Τώρα τα φιτζιανά άσματα είχαν ρυθμό γοργό, χορευτικό. Ο Τζόε ο ύπαρχος, άρπαξε μία από μας και την έστρωσε στο χορό. Τρία βήματα μπρος και άλλα τρία κατά πίσω.
Σε λίγο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο από χορευτάδες που γελούσαν, τσίριζαν, το απολάμβαναν, αλλά και απορούσαν «Μωρέ πού είμαστε και πώς περνάμε??»
Ο κάπταιν-Βάρα κάνει νόημα σε κάποιον, που παρατάει την κιθάρα και εξαφανίζεται με κάποιους άλλους στα ενδότερα. Σε λίγο έρχονται κουβαλώντας μια μεγάλη πήλινη λεκάνη γεμάτη ένα ασπρουδερό ζουμί. Με το μισό κέλυφος ενός κοκοκάρυδου ανακάτεψε με υπομονή το μείγμα. ΄Όταν θεώρησε πως ήταν πια έτοιμο, έβαλε τη λεκάνη ανάμεσα στην παρέα των συναδέλφων του και περίμενε. Κάποιος χτύπησε με το χέρι του 3 φορές την κιθάρα. Ο, ας πούμε, οινοχόος, γέμισε το μισό κοκοκάρυδο αμίλητος και του το προσέφερε. Εκείνος ήπιε μια μεγάλη γουλιά και ό,τι περίσσεψε το έριξε με μιαν απότομη κίνηση πίσω από την πλάτη του. Ακολούθησε κι άλλος, και μετά κάποιος άλλος.
«Μα τι κάνουν?» αναρωτηθήκαμε.
«Είναι γιακόνα. Το λέμε και κάβα και είναι το παραδοσιακό μας ποτό» μας εξήγησε ο… αρχικεραστής. «Αλκοολικό δεν είναι, είναι όμως διεγερτικό, όπως ο καφές ή το τσάι. Για τους φιτζιανούς δεν νοείται συγκέντρωση χαράς ή λύπης, για συζήτηση ή κοινωνική συναναστροφή, χωρίς γιακόνα»
Κοιτάζαμε με υποψία το γαλακτερό ζουμί.
«Από τι είναι φτιαγμένο?» ρωτήσαμε.
«Από ρίζες του ομώνυμου φυτού. Τις ξεραίνομε στον ήλιο, μετά τις κοπανίζουμε ώστε να γίνουν σκόνη, προσθέτουμε νερό και το ανακατεύουμε ώσπου να διαλυθεί τελείως. Αν θέλετε να δοκιμάσετε, το έθιμο είναι να χτυπήσετε 3 φορές τα χέρια.»
Κοιταχτήκαμε όλοι μας δίβουλοι. Κάποιος το αποφάσισε. Χτύπησε 3 φορές τα χέρια του και ήπιε τη γιακόνα. Είπα να δοκιμάσω κι εγώ και βάρεσα γενναία, παλαμάκια. Κατέβασα μια πολύ μικρή γουλιά. Περίεργα στυφό και ακαταλαβίστικα άνοστο το άτιμο…
Η κούραση της μέρας άρχισε να μας καταβάλλει.
΄Ένα τελευταίο τραγούδι και μια ματιά στο φεγγάρι που κόντευε να δύσει. Πήρα το δρόμο για το κλουβί μου.
«Αν μπήξεις μια βελόνα στην Λάρισα θα βγει στα Φίτζι» σκέφτηκα και γέλασα για το πόσο μικρός είναι ο κόσμος. Μια βελόνα δρόμος….
Attachments
-
149,7 KB Προβολές: 4.833