St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 893
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο (Bula)]Στα φιτζιανά [B]bula[/B
- Κεφάλαιο 3ο (Οι άνθρωποι των Φίτζι)
- Κεφάλαιο 4ο (Σαλαμάντα)
- Κεφάλαιο 5ο (Κεφαλοπνιγμοί στο Σάουαι-λάου)]Το σύμπλεγμα των νησιών [B]Γιασάουα[/B
- Κεφάλαιο 6ο (Σαν Ροβινσώνες πολυτελείας και η ανακομιδή του λόβο)
- Κεφάλαιο 7ο (Savoir Vivre στα νησιά των Φίτζι)
- Κεφάλαιο 8ο (Λάι-Λάι και Βινάκα)
- Κεφάλαιο 9ο (Περίλυπος έστιν η ψυχή μου....)
Μόλις άκουσα τους άντρες να λένε «λοιπόν, έχουμε Νανούγια Λάι-Λάι», το στόμα μου γέμισε γεύσεις ξωτικές.
«Νόστιμο που θα 'ναι...» συλογίστηκα
΄Ομως φαί δεν ήταν, ήταν ένα ερημονήσι, μια έρημη πανέμορφη κουκλίτσα με όλα της τα σεπρεπέ. Με τους κοκοφοίνικές της, την πρασινάδα της, με την κάτασπρη παρθένα αμμουδιά της, τα χρωματιστά κοράλλια της και μια θάλασσα να την πίνεις στο ποτήρι.
Αρόδο αράξαμε πρωί πρωί, γιατί οι ύφαλοι δεν επέτρεπαν προσέγγιση. Πήραμε το πρωινό μας με το πάσο μας στο κατάστρωμα, πριν αρχίσει η ζέστη.
Πρωινό πάνω σ΄ ένα ακίνητο πλοίο στον ωκεανό, ανάμεσα σε δεκάδες έρημα νησιά είναι άλλο σόι πράμα. Τρως με το στόμα αλλά και με τα μάτια και ποτέ δεν νοιώθεις χόρταση.
Πάλι με στολές εκστρατείας μπήκαμε στα βαρκάκια και βάλαμε πλώρη για την Νανούγια. Το μάτι μου πήρε έναν φιτζιανό να σέρνει μαζί του στο σκαφάκι ένα μακρύ σκοινί.
Τα πλοιαράκια άραξαν μαλακά πάνω στην άμμο και ο «σχοινοκράτης» πήδηξε πρώτος στην ακρογιαλιά και το έδεσε σφιχτά σφιχτά γύρω στον κορμό μιας γεροδεμένης φοινικιάς. Το μεγάλο μας πλοίο δέθηκε με την ξηρά σε μια φοινικιά!!!! ΄Αγκυρες εδώ απαγορεύονται... πληγώνουν τα κοράλλια!!!!
Στη Νανούγια Λάι-Λάι το μπάνιο είναι απόλαυση. Για αλλαγή, καταγινόμαστε με την εξερεύνηση των μικρών γραφικών κόλπων. Εδώ δεν ακούγεται τίποτε. Μόνο ο παφλασμός της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων και τα πουλιά.
Καφές αχνιστός και ζεστά κέικ, άρτι αφιχθέντα με το βαρκάκι, ολοκλήρωσαν την θεική ευδαιμονία.
Αργά το μεσημέρι, όταν επιστρέψαμε στο πλοίο, ο μπουφές θύμιζε περισσότερο ανθοδοχείο και λιγότερο τραπέζι. Τα παιδιά του πληρώματος είχαν λεηλατήσει κυριολεκτικά τους ιβίσκους και τα φραντζιπάνι του νησιού και είχαν πλημμυρίσει τους στρωμένους πάγκους με χρώματα και ευωδιές.
΄Ενοιωθα ερείπιο από την κούραση –που μάλλον από τη χαλάρωση ήταν.
Τέτοια γαλήνη και ομορφιά γύρω σου, πώς να την αντέξει το μυαλό και η ψυχή μας?
Περασμένα μεσάνυχτα πια γυρίσαμε στα κλουβιά μας.
Τι μέρα κι αυτή! Τι φιλοξενία! Τι γλυκείς άνθρωποι είναι οι φιτζιανοί! Τι αστραφτερή λογική!! Θα λεγε κανείς ότι η καθαρότητα του μυαλού των φιτζιανών συναγωνίζεται εκείνην του ωκεανού τους.
Το άλλο βράδυ είχαμε τις επίσημες εκδηλώσεις αποχαιρετισμού από τις γειτονικές Κοινότητες, κοντά στις οποίες αγκυροβολούσε η Σαλαμάντα.
Αυτό σημαίνει ότι τα χωριά θα μας ανταπέδιδαν τις επισκέψεις που κάναμε επί τέσσερες μέρες στα νησιά.
΄Ηταν επιβεβλημένο από το savoir vivre των ιθαγενών.
Κι εμάς μας έτρωγε από τώρα η περιέργεια.
Πώς αποχαιρετούν τους ξένους στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού?
Την έκπληξη της υποδοχής την είχα ζήσει στη Μπόρα Μπόρα, όταν μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο, η Μις Μπόρα Μπόρα της προηγούμενης χρονιάς, μια εκπληκτική σοκολατένια καλλονή, μου πέρασε στο λαιμό ένα ευωδιαστό Λέι και μου σκασε φιλί γελαστό, λέγοντας «καλώς όρισες στο νησί μας από τη μακρυνή Ελλάδα»!!!
Κι εγώ πάτησα τα κλάματα. Μόνο σε φιλμς και ντοκιμαντέρ είχα δει τέτοιες σκηνές. Και τώρα είχε φτάσει η στιγμή και τις ζούσα προσωπικά...
Ευλογία Θεού τα ταξίδια...
Τώρα θα είχα την ευκαιρία να δω πώς αποχαιρετούν οι φιτζιανοί τους επισκέπτες τους.
Από νωρίς το πλήρωμα είχε φούριες. Διευθέτησε την τραπεζαρία και το κατάστρωμα, έβαλε τα τραπέζια στις άκρες, ένα γύρω στις πλευρές του πλοίου και τις καρέκλες δίκην πλατείας θεάτρου. ΄Ετσι έμεινε χώρος κενός, σαν ένα είδος πίστας.
Μόλις ο ήλιος έγειρε και το βράδυ κατέβηκε γρήγορα πάνω στον ωκεανό, έφταση η πρώτη βάρκα. Ακούσαμε τα γέλια και τις φωνές και τρέξαμε στη σκάλα του βαποριού. Σε μια μακρυά σειρά, που χανόταν μέσα στην αχλύ του βραδινού, έρχονταν τα πολύχρωμα πλεούμενα, γεμάτα γυναικόπαιδα. Είχε ξεσηκωθεί –το βλέπαμε- κι ερχόταν ολόκληρο το χωριό. Και ήταν το θέαμα μια χαρά ματιών, Κοπελλιές χειροπιασμένες με τους αγαπηγμένους τους, μικρομάνες με τα μωρά στην αγκαλιά. ΄Αλλες με τα παιδόπουλα καθισμένα στα πόδια τους. Πολεμιστές με χορταρένιες φούστες, φονικά ρόπαλα στα χέρια και λουλουδοστόλιστα κεφάλια. Και μεγαλόκορμες νεαρές χορεύτριες, με θαυμάσιες στολές από «ταπά» -υφάσματα καμωμένα από ξύλο και ζωγραφισμένα στο χέρι-, φορτωμένες δεκάδες λουλουδένια γιορντάνια από φραντζιπάνι, τα περίφημα «λέι».
΄Αρχισαν να ξεμπαρκάρουν και ν΄ ανεβαίνουν στο κατάστρωμα, που ξαφνικά ευωδίασε σαν τροπικός κήπος. Τα φραντζιπάνι ή αλλοιώς πλουμέριες, έχουν το πιο μεθυστικό άρωμα που έχει ποτέ δοκιμάσει η δική μου όσφρηση. Είναι μαγευτικό. Σε λίγο το πλοίο ήταν φίσκα από κόσμο και ο Αρχηγός της Κοινότητας έβγαλε λόγο!!!
Μια κοπελλιά, γονατισμένη πλάι του, μετέφραζε τα φιτζιανά.
Μας ευχαριστούσε που ήρθαμε στο νησί τους, μας ευχόταν ευτυχία και θα προσευχόταν να επιστρέψουμε ασφαλείς στα σπίτια μας. Αμέσως μετά, οι -σαν αμαζόνες- ρωμαλέες κορασιές, ξεφόρτωσαν στους λαιμούς μας τα μοσχοβολιστά λουλουδένια περιδέραια.
Το πανηγύρι άρχισε.
΄Ολο το χωριό κάθισε σε κύκλο, έβγαλε τα μουσικά όργανα στη μέση και άρχισε το τραγούδι. ΄Εξω από τον κύκλο οι χορευτές, αγόρια και κορίτσια, μας έδειχαν ένα μέρος της παράδοσής τους. Πώς πολεμούσαν, πώς δούλευαν, πώς ερωτοτροπούσαν, τι πόνο ένοιωθαν στο χωρισμό και στο θάνατο. Οι κορασιές ντροπαλές ή χαμηλοβλεπούσες φλερτάριζαν, έπλεναν, αποχαιρετούσαν ή καλωσόριζαν, ενώ οι νέοι πείραζαν ή γυρόφερναν με τρόπο τις όμορφες του χωριού, δούλευαν ή πολεμούσαν τον εχθρό. ΄Ηταν συγκινητικό να τους βλέπεις να παθιάζονται να σου γνωρίσουν τα όμορφα έθιμά τους και να σε πείσουν να αγαπήσεις την παράδοσή τους που τόσο σέβονται.
Τα μικρά παιδιά δεν κουνούσαν ρούπι από το πλευρό των μανάδων τους. Δεν ενόχλησαν, δεν κυκλοφόρησαν στο πλοίο, με δυο λόγια δεν καταλάβαμε ότι ανάμεσά μας υπήρχαν μικρά.
Δυο ώρες οι φιτζιανοί μας κανάκευαν. Και όταν η επίσημη τελετή τελείωσε με το ωραιότατο και τόσο συγκινητικό τραγούδι που αποχαιρετισμού, που όσες φορές το ακούσαμε άλλες τόσες κλάψαμε, οι χορευτές μας πλησίασαν με αφάνταστη ευγένεια και αιδημοσύνη και μας κάλεσαν να χορέψουμε μαζί τους, να γίνουμε ένα με τους ανθρώπους της φυλής τους. Δεν είχε σχέση με τουριστικές ατραξιόν, ούτε με ετοιμασμένες πληρωμένες εκδηλώσεις. ΄Ηταν ο αποχαιρετισμός φίλων.
Το γλέντι κράτησε σχεδόν μέχρι τις 11. Βαλαντωμένοι οι φιτζιανοί από το χοροπηδητό και το τραγούδι άρχισαν να μαζεύονται σε παρέες, να μας καληνυχτίζουν και σιγά σιγά να μπαίνουν στα πλεούμενα που τους περίμεναν. Τους ξεπροβαδίσαμε μέχρι τη σκάλα της Σαλαμάντας. Γέμισαν πάλι τα βαρκάκια λουλούδια και χρώματα. ΄Ομως τώρα δεν ακούγονταν οι φωνές και τα γέλια του ερχομού. Τα παιδιά είχαν βασιλέψει. Οι πολεμιστές ξαναμμένοι από τους χορούς, έσκυβαν πάνω από την κουπαστή και έπαιρναν νερό για να βρέξουν τα πρόσωπά τους. Οι κοπελλιές, σεινάμενες κουνάμενες μέσα στις χρωματιστές φορεσιές και τα ανθισμένα γιορντάνια τους, φώναζαν σε όλους μας κουνώντας τα χέρια
«Μπούλα!!! Βινάκα!!!!
Γειά σας!!! Ευχαριστούμε!!!
«Νόστιμο που θα 'ναι...» συλογίστηκα
΄Ομως φαί δεν ήταν, ήταν ένα ερημονήσι, μια έρημη πανέμορφη κουκλίτσα με όλα της τα σεπρεπέ. Με τους κοκοφοίνικές της, την πρασινάδα της, με την κάτασπρη παρθένα αμμουδιά της, τα χρωματιστά κοράλλια της και μια θάλασσα να την πίνεις στο ποτήρι.
Αρόδο αράξαμε πρωί πρωί, γιατί οι ύφαλοι δεν επέτρεπαν προσέγγιση. Πήραμε το πρωινό μας με το πάσο μας στο κατάστρωμα, πριν αρχίσει η ζέστη.
Πρωινό πάνω σ΄ ένα ακίνητο πλοίο στον ωκεανό, ανάμεσα σε δεκάδες έρημα νησιά είναι άλλο σόι πράμα. Τρως με το στόμα αλλά και με τα μάτια και ποτέ δεν νοιώθεις χόρταση.
Πάλι με στολές εκστρατείας μπήκαμε στα βαρκάκια και βάλαμε πλώρη για την Νανούγια. Το μάτι μου πήρε έναν φιτζιανό να σέρνει μαζί του στο σκαφάκι ένα μακρύ σκοινί.
Τα πλοιαράκια άραξαν μαλακά πάνω στην άμμο και ο «σχοινοκράτης» πήδηξε πρώτος στην ακρογιαλιά και το έδεσε σφιχτά σφιχτά γύρω στον κορμό μιας γεροδεμένης φοινικιάς. Το μεγάλο μας πλοίο δέθηκε με την ξηρά σε μια φοινικιά!!!! ΄Αγκυρες εδώ απαγορεύονται... πληγώνουν τα κοράλλια!!!!
Στη Νανούγια Λάι-Λάι το μπάνιο είναι απόλαυση. Για αλλαγή, καταγινόμαστε με την εξερεύνηση των μικρών γραφικών κόλπων. Εδώ δεν ακούγεται τίποτε. Μόνο ο παφλασμός της θάλασσας, το θρόισμα των φύλλων και τα πουλιά.
Καφές αχνιστός και ζεστά κέικ, άρτι αφιχθέντα με το βαρκάκι, ολοκλήρωσαν την θεική ευδαιμονία.
Αργά το μεσημέρι, όταν επιστρέψαμε στο πλοίο, ο μπουφές θύμιζε περισσότερο ανθοδοχείο και λιγότερο τραπέζι. Τα παιδιά του πληρώματος είχαν λεηλατήσει κυριολεκτικά τους ιβίσκους και τα φραντζιπάνι του νησιού και είχαν πλημμυρίσει τους στρωμένους πάγκους με χρώματα και ευωδιές.
΄Ενοιωθα ερείπιο από την κούραση –που μάλλον από τη χαλάρωση ήταν.
Τέτοια γαλήνη και ομορφιά γύρω σου, πώς να την αντέξει το μυαλό και η ψυχή μας?
Περασμένα μεσάνυχτα πια γυρίσαμε στα κλουβιά μας.
Τι μέρα κι αυτή! Τι φιλοξενία! Τι γλυκείς άνθρωποι είναι οι φιτζιανοί! Τι αστραφτερή λογική!! Θα λεγε κανείς ότι η καθαρότητα του μυαλού των φιτζιανών συναγωνίζεται εκείνην του ωκεανού τους.
Το άλλο βράδυ είχαμε τις επίσημες εκδηλώσεις αποχαιρετισμού από τις γειτονικές Κοινότητες, κοντά στις οποίες αγκυροβολούσε η Σαλαμάντα.
Αυτό σημαίνει ότι τα χωριά θα μας ανταπέδιδαν τις επισκέψεις που κάναμε επί τέσσερες μέρες στα νησιά.
΄Ηταν επιβεβλημένο από το savoir vivre των ιθαγενών.
Κι εμάς μας έτρωγε από τώρα η περιέργεια.
Πώς αποχαιρετούν τους ξένους στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού?
Την έκπληξη της υποδοχής την είχα ζήσει στη Μπόρα Μπόρα, όταν μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο, η Μις Μπόρα Μπόρα της προηγούμενης χρονιάς, μια εκπληκτική σοκολατένια καλλονή, μου πέρασε στο λαιμό ένα ευωδιαστό Λέι και μου σκασε φιλί γελαστό, λέγοντας «καλώς όρισες στο νησί μας από τη μακρυνή Ελλάδα»!!!
Κι εγώ πάτησα τα κλάματα. Μόνο σε φιλμς και ντοκιμαντέρ είχα δει τέτοιες σκηνές. Και τώρα είχε φτάσει η στιγμή και τις ζούσα προσωπικά...
Ευλογία Θεού τα ταξίδια...
Τώρα θα είχα την ευκαιρία να δω πώς αποχαιρετούν οι φιτζιανοί τους επισκέπτες τους.
Από νωρίς το πλήρωμα είχε φούριες. Διευθέτησε την τραπεζαρία και το κατάστρωμα, έβαλε τα τραπέζια στις άκρες, ένα γύρω στις πλευρές του πλοίου και τις καρέκλες δίκην πλατείας θεάτρου. ΄Ετσι έμεινε χώρος κενός, σαν ένα είδος πίστας.
Μόλις ο ήλιος έγειρε και το βράδυ κατέβηκε γρήγορα πάνω στον ωκεανό, έφταση η πρώτη βάρκα. Ακούσαμε τα γέλια και τις φωνές και τρέξαμε στη σκάλα του βαποριού. Σε μια μακρυά σειρά, που χανόταν μέσα στην αχλύ του βραδινού, έρχονταν τα πολύχρωμα πλεούμενα, γεμάτα γυναικόπαιδα. Είχε ξεσηκωθεί –το βλέπαμε- κι ερχόταν ολόκληρο το χωριό. Και ήταν το θέαμα μια χαρά ματιών, Κοπελλιές χειροπιασμένες με τους αγαπηγμένους τους, μικρομάνες με τα μωρά στην αγκαλιά. ΄Αλλες με τα παιδόπουλα καθισμένα στα πόδια τους. Πολεμιστές με χορταρένιες φούστες, φονικά ρόπαλα στα χέρια και λουλουδοστόλιστα κεφάλια. Και μεγαλόκορμες νεαρές χορεύτριες, με θαυμάσιες στολές από «ταπά» -υφάσματα καμωμένα από ξύλο και ζωγραφισμένα στο χέρι-, φορτωμένες δεκάδες λουλουδένια γιορντάνια από φραντζιπάνι, τα περίφημα «λέι».
΄Αρχισαν να ξεμπαρκάρουν και ν΄ ανεβαίνουν στο κατάστρωμα, που ξαφνικά ευωδίασε σαν τροπικός κήπος. Τα φραντζιπάνι ή αλλοιώς πλουμέριες, έχουν το πιο μεθυστικό άρωμα που έχει ποτέ δοκιμάσει η δική μου όσφρηση. Είναι μαγευτικό. Σε λίγο το πλοίο ήταν φίσκα από κόσμο και ο Αρχηγός της Κοινότητας έβγαλε λόγο!!!
Μια κοπελλιά, γονατισμένη πλάι του, μετέφραζε τα φιτζιανά.
Μας ευχαριστούσε που ήρθαμε στο νησί τους, μας ευχόταν ευτυχία και θα προσευχόταν να επιστρέψουμε ασφαλείς στα σπίτια μας. Αμέσως μετά, οι -σαν αμαζόνες- ρωμαλέες κορασιές, ξεφόρτωσαν στους λαιμούς μας τα μοσχοβολιστά λουλουδένια περιδέραια.
Το πανηγύρι άρχισε.
΄Ολο το χωριό κάθισε σε κύκλο, έβγαλε τα μουσικά όργανα στη μέση και άρχισε το τραγούδι. ΄Εξω από τον κύκλο οι χορευτές, αγόρια και κορίτσια, μας έδειχαν ένα μέρος της παράδοσής τους. Πώς πολεμούσαν, πώς δούλευαν, πώς ερωτοτροπούσαν, τι πόνο ένοιωθαν στο χωρισμό και στο θάνατο. Οι κορασιές ντροπαλές ή χαμηλοβλεπούσες φλερτάριζαν, έπλεναν, αποχαιρετούσαν ή καλωσόριζαν, ενώ οι νέοι πείραζαν ή γυρόφερναν με τρόπο τις όμορφες του χωριού, δούλευαν ή πολεμούσαν τον εχθρό. ΄Ηταν συγκινητικό να τους βλέπεις να παθιάζονται να σου γνωρίσουν τα όμορφα έθιμά τους και να σε πείσουν να αγαπήσεις την παράδοσή τους που τόσο σέβονται.
Τα μικρά παιδιά δεν κουνούσαν ρούπι από το πλευρό των μανάδων τους. Δεν ενόχλησαν, δεν κυκλοφόρησαν στο πλοίο, με δυο λόγια δεν καταλάβαμε ότι ανάμεσά μας υπήρχαν μικρά.
Δυο ώρες οι φιτζιανοί μας κανάκευαν. Και όταν η επίσημη τελετή τελείωσε με το ωραιότατο και τόσο συγκινητικό τραγούδι που αποχαιρετισμού, που όσες φορές το ακούσαμε άλλες τόσες κλάψαμε, οι χορευτές μας πλησίασαν με αφάνταστη ευγένεια και αιδημοσύνη και μας κάλεσαν να χορέψουμε μαζί τους, να γίνουμε ένα με τους ανθρώπους της φυλής τους. Δεν είχε σχέση με τουριστικές ατραξιόν, ούτε με ετοιμασμένες πληρωμένες εκδηλώσεις. ΄Ηταν ο αποχαιρετισμός φίλων.
Το γλέντι κράτησε σχεδόν μέχρι τις 11. Βαλαντωμένοι οι φιτζιανοί από το χοροπηδητό και το τραγούδι άρχισαν να μαζεύονται σε παρέες, να μας καληνυχτίζουν και σιγά σιγά να μπαίνουν στα πλεούμενα που τους περίμεναν. Τους ξεπροβαδίσαμε μέχρι τη σκάλα της Σαλαμάντας. Γέμισαν πάλι τα βαρκάκια λουλούδια και χρώματα. ΄Ομως τώρα δεν ακούγονταν οι φωνές και τα γέλια του ερχομού. Τα παιδιά είχαν βασιλέψει. Οι πολεμιστές ξαναμμένοι από τους χορούς, έσκυβαν πάνω από την κουπαστή και έπαιρναν νερό για να βρέξουν τα πρόσωπά τους. Οι κοπελλιές, σεινάμενες κουνάμενες μέσα στις χρωματιστές φορεσιές και τα ανθισμένα γιορντάνια τους, φώναζαν σε όλους μας κουνώντας τα χέρια
«Μπούλα!!! Βινάκα!!!!
Γειά σας!!! Ευχαριστούμε!!!
Attachments
-
149,7 KB Προβολές: 4.833