ΗΠΑ L.A. Ένα απρόσμενο ταξίδι

Despinna

Member
Μηνύματα
174
Likes
163
Ταξίδι-Όνειρο
Περού, Ινδία, Αργεντινή,

Μέρος Ε’ (λοιπόν!)

Η περιπλάνηση της μέρας έκλεισε με μια μακριά σε διάρκεια επιστροφή…. Ένα λάθος λεωφορείου στο LAμπορεί να αποδειχτεί πραγματικά «ατυχής» επιλογή, καθώς οι αποστάσεις μεταξύ των στάσεων είναι μεγααααλες (αυτό το … «έκανα λάθος, οπότε θα γυρίσω μια στάση πίσω με τα πόδια» μπορεί να ισχύει στην Αθήνα, κάποιες φορές, - στο LAόμως, όπου κάθε κτίριο αποτελεί σχεδόν μόνο του ένα οικοδομικό «τετράγωνο», απλά δεν υπάρχει!). Δεν θα ήταν υπερβολή να πω, ότι στην ήδη (εσκεμμένη) καθυστέρησή μου (στην αυθόρμητη παρόρμησή μου να ζήσω λίγο την αίσθηση της νυχτερινής περιπλάνησης στο LA), η λάθος επιλογή λεωφορείου, έστω και κατά μία μόνο στάση, είχε ως αποτέλεσμα μια επιπλέον καθυστέρηση δύο ωρών (υπ΄οψιν ότι, σε αντίθεση πάλι με την Αθήνα, η στάση προς την αντίθετη κατεύθυνση σπάνια είναι «βολικά –βολικά» στον απέναντι δρόμο, αλλά σε διαφορετικό δρόμο (ή τετράγωνο!), και μέρος μιας αρκετά διαφορετικής διαδρομής!)


Κάποτε, έφθασα…. Όσο βράδιαζε, η θερμοκρασία κατέβαινε αισθητά -πολύ απλά: είχα παγώσει!-, οι δρόμοι γύρω μου (δεν ήμουν πλέον ..DownTown, στο κέντρο κέντρο του LA, αλλά πιο έξω) αχανείς (μεγάλες λεωφόροι σε μεγάλα, ανοιχτά τετράγωνα), και επικρατούσε…ερημιά! Αφού άλλαξα τρεις φορές λεωφορείο (με μισάωρη και αναμονή για το κάθε ένα, αυτό δεν είναι μόνο δικό μας «προνόμιο»), έφθασα! Με όλη την κούραση της μέρας να παρεισφρύει απότομα και σαρωτικά πάνω μου, αναγνώρισα με μεγάλη χαρά την πλατεία της στάσης «μου», με το φωταγωγημένο δέντρο να μοιάζει σαν να με καλωσορίζει! Στο εικοσάλεπτο που έκανα περπατώντας προς τον ξενώνα –όπου η αγαπημένη φίλη και οικοδέσποινά μου με περίμενε ανήσυχη με την παρέα των υπόλοιπων φιλοξενουμένων σε ένα είδος multinationalcookingevening- συνάντησα όλους κι όλους 4 ανθρώπους (τους δύο με το σκύλο τους!). (Ναι, τους μέτρησα!). Παράξενη η αίσθηση σε αυτή την πόλη. Όλα μοιάζουν τόσο μεγάλα, και ακόμα και τώρα, που έχει περάσει καιρός, δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς αίσθηση μου άφησε αυτή η πόλη, - μάλλον θα έλεγα πως οι αισθήσεις ήταν αντιφατικές… άλλες φορές ένιωθα ελευθερία (ανοιχτοί χώροι, απλωσιά, χωρίς αδιάκριτα βλέμματα, μεγάλα πεζοδρόμια, μεγάλοι δρόμοι, μεγάλα σπίτια, μεγάλα δέντρα, όλα «απλωμένα»), άλλες πάλι φορές ένιωθα μικροσκοπική σε ένα χώρο όπου όλα ήταν τόσο, τόσο μεγάλα!


Αν και έφθασα με μεγάλη καθυστέρηση, η παρέα δεν μου είχε «κρεμάσει τα κουτάλια», αλλά με περίμεναν ανήσυχοι (είχε κλείσει από μπαταρία το κινητό μου, και καταλαβαίνω πως η καλή μου φίλη είχε ανησυχήσει). Είναι φορές που θες να ανοίξει η γη και να σε καταπιεί, και έτσι αισθάνθηκα όταν διαπίστωσα ότι η παρέα (γύρω στα δέκα με δώδεκα άτομα, κάποιους τους είχα ήδη γνωρίσει από τη βραδιά των εγκαινίων, όλοι με υποτροφία στο ίδρυμα Getty,), - οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν έντονο πρόγραμμα και πολύωρη μελέτη και συνήθιζαν να τρώνε και να μελετούν ή κοιμούνται νωρίς- , με περίμεναν μαζί με ένα τραπέζι γεμάτο με homemadeλιχουδιές (εγώ, δεν φθάνει που ήμουν η «ελληνίδα φιλοξενούμενη», είχα καθυστερήσει, και δεν είχα καν σκεφθεί να συνεννοηθώ με την Αλέσια για το βραδυνό, ώστε να αγοράσουμε υλικά για να φτιάξω έστω και μια απλή…greeksalad!). Είμαι σίγουρη ότι είχα γίνει σαν παντζάρι (το έχω αυτό, το «κοκκίνισμα»), όμως όλοι ήταν φιλικοί μαζί μου, και αφού γελάσαμε και έσπευσαν να με διαβεβαιώσουν ότι ήταν απόλυτα λογικό να χαθώ, είναι μεγάλες οι αποστάσεις, αραιή η συγκοινωνία, πάλι καλά που είχα δει τόσα πράγματα, πέσαμε όλοι με τα μούτρα στο φαγητό! Πεινασμένοι όλοι πολύ (η παρέα, γιατί με …περίμεναν), εγώ γιατί ήμουν στο δρόμο όλη μέρα, εξαφανίσαμε σε χρόνο dtτα φαγητά και τα εδέσματα που μας περίμεναν (όλα υπέροχα, εκτός από κάτι φιλετάκια – γαλλική συνταγή - που κυριολεκτικά έμοιαζαν…-και ήταν!- πολύ «αιμόφυρτα» για τα γούστα μου! Με εξαίρεση δύο από την παρέα που ήταν από Αμερική, όλοι οι υπόλοιποι είμασταν Ευρωπαίοι (Γάλλοι, Γερμανοί, Ιταλοί, Βέλγοι, μια Αγγλίδα, μια κοπέλα από Βουδαπέστη και εγώ από την Ελλάδα!), και όλοι (με πρώτους τους Αμερικάνους) συμφώνησαν ομόφωνα ότι η Ευρωπαϊκή κουζίνα είναι ασύγκριτα πιο νόστιμη και θρεπτική από το καθημερινό φαγητό των Αμερικανών (αποτελούμενο κυρίως από έτοιμες –αρκετά άνοστες από ότι κατάλαβα –σαλάτες, πίτσες, burgers, τηγανιτές πατάτες και σάντουιτς)! Ακολούθησε γλυκό (homemadeαπό τη φίλη μου, φτιάχνει το καλύτερο τιραμισού που έχω φάει!!), κουβέντα, και …παιχνίδι! (παντομίμα όπου έπρεπε να ανακαλύψουμε την ταινία που προσπαθούσε να περιγράψει παραστατικά με χειρονομίες αυτός που είχε κληρωθεί).


Από τις πολύ όμορφες βραδιές! Από αυτές που αντιλαμβάνεσαι, για μια ακόμα φορά, πως αυτά που μας ενώνουν –ανθρώπους από διαφορετικές χώρες, με πολύ λίγο χρόνο γνωριμίας – είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν! Νομίζω ότι ήταν ένα όμορφο βράδυ για όλους μας ! J



Η μέρα ξημέρωσε ηλιόλουστη, το κρύο της προηγούμενης νύχτας ανήκε στο παρελθόν, και έτσι σκεφθήκαμε να πάρουμε πρωινό στην αυλή, μαζί με ένα γρήγορο μπάνιο στην πισίνα. Η πολυπόθητη (για μένα) εκδρομή στην «Κοιλάδα του Θανάτου» (η τελική επιλογή μας για τη μέρα που η Αλέσια μου είχε 100% αφιερώσει) είχε προγραμματιστεί για την επομένη , όμως με χαρά η φίλη μου μου ανακοίνωσε, την ώρα που άλειφε μια μεγάλη φέτα μερέντα (επισημαίνοντας με απορία πως είχε την αίσθηση ότι η ίδια μερέντα στην Αμερική είχε περισσότερη ζάχαρη από ότι στην «πατρίδα», αλλά «είναι συσκευασμένες, οπότε, πώς είναι δυνατόν;!!» , - κάτι στο οποίο τείνω να συμφωνήσω, γιατί και εγώ τις λίγες μέρες που έμεινα είχα την αίσθηση ότι τα ίδια πράγματα είναι πολύ πιο «γλυκά» στην Αμερική!), ότι την προηγούμενη μέρα είχε προχωρήσει με τη δουλειά που έπρεπε να παραδώσει, οπότε, τι θα έλεγα, μιας και είχε και καλό καιρό, να παίρναμε το λεωφορείο και να πηγαίναμε μια μεγάλη βόλτα προς τον Ειρηνικό Ωκεανό; Venice beach? Την αγκάλιασα με χαρά, διαβεβαιώνοντάς την πως πραγματικά έβρισκα την ιδέα εξαιρετική!

Απολαύσαμε το πρωινό μας στην πισίνα (αν και Δεκέμβριος, η αυλή ήταν γεμάτη λουλούδια, ιβίσκους, κρίνα, πραγματικά μια ομορφιά!) και φύγαμε για την γνωστή πλατεία (με το δέντρο) που ήταν η στάση του λεωφορείου, αφού πρώτα αποκρυπτογραφήσαμε στον χάρτη τα δύο λεωφορεία που έπρεπε να αλλάξουμε. Η μέρα ήταν πραγματικά όμορφη και ζεστή, και έπειτα από εικοσάλεπτη αναμονή ήλθε και το λεωφορείο μας. Κάναμε την αλλαγή (στη σωστή στάση), και, μετά από μια περίπου ώρα (είπαμε, είναι μεγάλες οι αποστάσεις), φθάσαμε στο τέρμα, στον ειρηνικό ωκεανό, στην τοποθεσία Venice beach (που όπως αποδείχτηκε καμία σχέση δεν είχε με τη Βενετία, -ή αν είχε, εγώ δεν την κατάλαβα αυτή τη σχέση), ήταν όμως ένα ξεχωριστό μέρος!

Η πρώτη εντύπωση ωστόσο, ήταν μάλλον …λίγο απογοητευτική. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να δω, όμως βρεθήκαμε σε μια –απλωτή, πολύ απλωτή, χιλιόμετρα ολόκληρα- παραλία, όπου από την πλευρά της θάλασσας ήταν άμμος , και πιο πέρα , σχεδόν παράλληλα με την αμμουδιά, ο δρόμος, πλαισιωμένος από φοινικιές, και πίσω από τις φοινικιές κτίρια, από τα οποία ξεχώριζαν που και που συστάδες ουρανοξυστών . Μια ομάδα ποδηλατών μας χαιρέτησαν κάνοντας το σήμα της νίκης. Προχωρήσαμε προς την αμμουδιά, με τον ειρηνικό ωκεανό να απλώνεται μπροστά μας. Αν και δεν θα χαρακτήριζα το τοπίο «όμορφο» (με την έννοια ότι πραγματικά στην Ελλάδα έχουμε πανέμορφες, γραφικές παραλίες, και το τοπίο αυτό δύσκολα θα το χαρακτήριζες γραφικό ή έστω «ωραίο»), όσο πλησιάζαμε προς την ακτή του Ειρηνικού, τόσο ένιωθα να διακατέχει μια αίσθηση παράξενη, διαφορετική, που ακόμα και σήμερα που τη θυμάμαι (την αναπολώ και την ξαναζώ, νοητά) δεν μπορώ να την αποτυπώσω μέσα από τις λέξεις. Ήταν μια αίσθηση…ανοιχτού ορίζοντα, και ελευθερίας αλλά και δέους μπροστά στο απέραντο, μια αίσθηση…διαφορετική. Σαν μια στιγμή μετέωρη στο χρόνο, όπου ο πραγματικός ρυθμός του χρόνου έχει κατά ένα παράξενο τρόπο αλλάξει, και μπαίνεις, για λίγο, σε μια «διάσταση» άλλη, διαφορετική..

Περπατήσαμε με την Αλέσια πάνω στην άμμο, σε μια ευχάριστη συντροφική σιωπή. Ο ήλιος πρόσφερε μια γλυκιά ζεστασιά στο κορμί μας καθώς περπατούσαμε, και ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε απαλά. Από τη μεριά του δρόμου μας προσπερνούσαν κυρίως ποδηλάτες, ενώ από τη μεριά της θάλασσας διασταυρωθήκαμε με μερικούς μοναχικούς «surfer-άδες» που προχωρούσαν στην ακροθαλασσιά με τη σανίδα τους, και έμοιαζαν απορροφημένοι στις σκέψεις τους, λες και στον κόσμο όλο υπήρχαν μόνο οι ίδιοι –στην αυτοτελή μοναχικότητά τους- , η σανίδα τους και ο ωκεανός.

Κάποια στιγμή είχαμε την ιδέα να βγάλουμε κάλτσες και παπούτσια και να περπατήσουμε στο νερό. Καθόλου καλή ιδέα!! Αν και η μέρα ήταν ζεστή, πολύ ζεστή για Δεκέμβριο μήνα, το νερό του ωκεανού ήταν παγωμένο!! Ξαναβάλαμε κάλτσες και παπούτσια σε κλάσματα δευτερολέπτου, κοιταχτήκαμε και σκάσαμε στα γέλια! , συνεχίζοντας τον περίπατό μας, «παπουτσωμένες» αυτή τη φορά.

Λίγο πιο κάτω διακρίναμε φιγούρες πουλιών. Πολλές φιγούρες. «Πουλιά της θάλασσας, γλαροπούλια», έδειξε η Αλέσια. Πλησιάσαμε περπατώντας, και, προς έκπληξή μου, κανένας γλάρος δεν φάνηκε να φοβήθηκε, ούτε έδειξε ενοχλημένος ή την οποιαδήποτε διάθεση να πετάξει μακριά. Περπατούσαμε ανάμεσά τους, και εκείνοι απλώς μας κοίταζαν με περιέργεια, συνεχίζοντας τη βόλτα ή τον ρεμβασμό τους ή ότι τέλος πάντων έκαναν, εκεί, στην άκρη του Ειρηνικού. Ένας δυο γλάροι έπαιζαν με τα κύματα που έσκαγαν απαλά πάνω στην άμμο, οι περισσότεροι όμως παρέμεναν ξαπλωμένοι, πολλοί μαζί , ανενόχλητοι από τους ελάχιστους ανθρώπους που όπως εμείς έκαναν τη βόλτα τους πλάι στον Ειρηνικό, ή περπατούσαν με παράξενο βηματισμό πάνω στην άμμο, αφήνοντας παντού παράξενα αποτυπώματα, σαν να σκάλιζαν εκεί, στην ακτή, τις δικές τους –ακατανόητες σε εμάς- ιστορίες.

Σταματήσαμε λίγο να πιούμε νερό (είχαμε προνοήσει να έχουμε μαζί μας) και να ατενίσουμε το τοπίο αφού πρώτα βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες με τους γλάρους της Καλιφόρνιας. Παράξενο τοπίο, σκέφθηκα πάλι. Από τη μια η απεραντοσύνη του ωκεανού. Από την άλλη, ο δρόμος με τους φοίνικες και πίσω από αυτούς μεγάλα κτίρια, αλλού ουρανοξύστες, αλλού άλλα ,πιο χαμηλά κτίρια ή συγκροτήματα κτιρίων. Κάθε άλλο παρά γραφικό στα μάτια μου αυτό το μέρος (τα κτίρια δεν θα τα έλεγα όμορφα, πράσινο, αν εξαιρέσουμε την κορυφή από τους φοίνικες, δεν υπήρχε, και ένα πορτοκαλί πλαστικό πλέγμα που για κάποιο λόγο χώριζε κατά ένα μεγάλο μέρος την παραλία από το δρόμο σίγουρα δεν συνέβαλε στη «γραφικότητα» του τόπου) , αλλά σίγουρα είχε κάτι το ιδιαίτερο, μια ξεχωριστή αύρα, από αυτή που έχουν οι τόποι, κάποιες φορές. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας κατά μήκος της ακτής, βλέποντας μπροστά μας μακριά στο βάθος χαμηλούς λόφους (όπου βρίσκονταν, όπως έμαθα, οι βίλες πολλών διασήμων προσωπικοτήτων), και φοίνικες και ουρανοξύστες να ξεχωρίζουν πού και πού.

Πολύ συχνά, αεροπλάνα προσγειώνονταν ή απογειώνονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας στην πορεία τους προς ή από το αεροδρόμιο του LA, ενώ μεγάλη ήταν και η κίνηση των ελικοπτέρων (το αγαπημένο μέσο μετακίνησης των richandfamousτης περιοχής).

Έχω την αίσθηση πως περπατήσαμε αρκετά χιλιόμετρα κατά μήκος της ακτής εκείνη τη μέρα. Κάποια στιγμή, ο κόσμος που συναντούσαμε άρχιζε να πυκνώνει - όχι ότι είχε «πολυκοσμία», αυτό σε καμία περίπτωση, αλλά συναντούσαμε πλέον περισσότερους ανθρώπους, άλλους να κάνουν τζόκινγκ στην παραλία, άλλοι να έχουν βγει βόλτα με τους σκύλους τους , μόνοι ή με το σύντροφό τους. Κάποια στιγμή ένα πλέγμα παρέκαμψε τη διαδρομή μας στην αμμουδιά πλάι στη θάλασσα, και μας έβγαλε προς τον δρόμο, όπου βρεθήκαμε σε ένα, κατά τη γνώμη μου, καθαρά «αμερικανικό» σκηνικό. Φοίνικες κατά μήκος του δρόμου, κτίρια ή συγκροτήματα κτιρίων, λίγες μονοκατοικίες, κιόσκια για μπύρες, hotdogκαι burgers, πάγκοι με κοσμήματα, χειροποίητα αντικείμενα, άλλα σαν αυτά που συναντάμε παντού και άλλα που θαρρείς και ήθελαν να επιβεβαιώσουν αυτό που λέμε κατά καιρούς «μα είναι τρελοί αυτοί οι Αμερικάνοι!» με ευφάνταστα (κραυγαλέα) ρούχα, γυαλιά, για ανθρώπους ή ακόμα και για σκύλους! Συχνές ήταν επίσης οι πινελιές «freak» culture (ενίοτε και «freak” show), προφανώς εμπνευσμένα από την αμερικανική αίσθηση (και αγάπη) των τρομακτικών ταινιών (προσωπικά αυτές τις freak πινελιές μάλλον κακόγουστες τις βρήκα, παρά …τρομακτικές), αλλά όπως και να το κάνουμε, είχαν την πλάκα τους, και ήταν φυσικά μέρος της ατμόσφαιρας και της ιδιαίτερης «κουλτούρας» της περιοχής.

Κάποια στιγμή φθάσαμε σε ένα μικρό λούνα παρκ πάνω στην άμμο, που αποτελούνταν κυρίως από μια ρόδα και ένα τρενάκι, παράξενο θέαμα μέσα στο απλωτό τοπίο. Όπως με ενημέρωσε η φιλενάδα μου, είχα διασχίσει τη Venice Beachκαι φθάναμε πλέον στην περιοχή της Σάντα Μόνικα. Εδώ πλέον είχε κόσμο, αλλά σίγουρα όχι αυτό που θα λέγαμε «πολύ» κόσμο, ούτε τις οικογένειες, τα παιδάκια και την κοσμοσυρροή που θα περίμενα να συναντήσω σε ένα λούνα παρκ. Το λούνα παρκ αυτό είχε ελάχιστο κόσμο, ενώ ο κόσμος που κυκλοφορούσε στους δρόμους έδειχνε να είναι απορροφημένος στην όποια δραστηριότητά του. Κάποιοι έκαναν ποδήλατο στο δρόμο κατά μήκος της παραλίας, κάποιοι πατίνια, σκέιτ ή γυμναστική (σε ορισμένα μάλιστα σημεία υπήρχαν στημένα μεταλλικά βοηθήματα για να κάνεις γυμναστική πάνω στην άμμο), κάποιοι βόλτα με το σκύλο τους, όλοι όμως έμοιαζαν προσηλωμένοι σε αυτό που είχαν επιλέξει να κάνουν.

Μια και ήμασταν πλέον στη Σάντα Μόνικα (έπειτα από χιλιόμετρα περπάτημα), η Αλέσια μου πρότεινε να τη συνοδέψω για ψώνια (χρειαζόταν μια ζακέτα και ένα δυο πράγματα ακόμα), καθότι ο ξενώνας (όπως και όλα τα σπίτια στο LA) ήταν αρκετά απομονωμένος (τα κοντινότερα «μαγαζιά» στον ξενώνα ήταν η πλατεία στη στάση του λεωφορείου, -που όπως προανέφερα ήταν απόσταση ενός εικοσαλέπτου)-,όπου όμως τα μόνα μαγαζιά που υπήρχαν ήταν ένα μίνι μάρκετ –πανάκριβο!!, -προφανώς εκμεταλλευόταν ότι ήταν το μόνο μαγαζί σε ακτίνα χιλιομέτρων και σουπερ μάρκετ δεν υπήρχε εκεί κοντά-, δυο τρία burger-άδικα, ένα ανθοπωλείο και ένα κομμωτήριο! That was all! – προμήθειες σε φαγώσιμα ή άλλα είδη απαιτούσαν ειδικές διαδρομές).

Μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνω και θέλοντας να ζήσω όσο περισσότερο μπορούσα πλευρές από την καθημερινότητα του τόπου, συμφώνησα πρόθυμα να τη συνοδεύσω στα ψώνια της. Έτσι, αφήσαμε πίσω μας την ακτή του ειρηνικού και διασχίσαμε μια μικρή, τσιμεντένια, κάπως παράξενη πεζογέφυρα η οποία, περνώντας πάνω από ένα είδος υπαίθριου παρκινγκ, μας έβγαζε σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο της περιοχής. Ανεβαίνοντας στη γέφυρα, είδα ότι υπήρχαν πολλές παρόμοιες πεζογέφυρες που συνέδεαν τις λεωφόρους υψηλής κίνησης με την ακτή. Θυμάμαι πως για μια στιγμή στάθηκα εκεί, μετέωρη, θέλοντας να κρατήσω μέσα μου την αίσθηση της στιγμής…Πίσω μου η παραλία του Ειρηνικού, στο πλάι μια συστάδα φοινικιών, μπροστά και κάτω οδικοί άξονες της πόλης… Αναστεναγμός, μια σύντομη περιστροφή επάνω στη γέφυρα, και κατέβηκα βιαστικά να προλάβω τη φίλη και οικοδέσποινά μου αφήνοντας τους ρυθμούς μιας διαφορετικής πόλης να με παρασύρουν .

Το κέντρο της πόλης δεν ήταν μακριά, αλλά καθώς και οι δυο νιώθαμε λίγο κουρασμένες από τα χιλιόμετρα που περπατήσαμε –και για να προλάβουμε και τα μαγαζιά, που ήθελε η φίλη μου, συμφωνήσαμε να πάρουμε για μια ακόμα φορά τα μέσα αστικής συγκοινωνίας. «Ποιο λεωφορείο θα πάρουμε τώρα; », ρώτησα, καθώς περνούσαμε μπροστά από μια στάση, δίχως όμως η φίλη μου να επιβραδύνει το βήμα της. «Θα πάρουμε το metro rapid», απάντησε η οδηγός μου, και εγώ την κοίταξα σαστισμένη να κατευθύνεται προς μια άλλη στάση λεωφορείων, όπου όμως ήταν σηματοδοτημένη με ένα Μ, και τη λέξη Metro. “Eμ, το μετρό αυτό είναι…υπαίθριο;», ρώτησα, για να αντιληφθώ λίγο αργότερα, ότι το Metro Rapid ήταν στην ουσία..λεωφορειακή γραμμή, όχι μετρό, κάτι σαν τα δικά μας λεωφορεία «express».

Σύντομα κατεβήκαμε σε μια εμπορική συνοικία, κάτι σαν τη δική μας Ερμού, ήτοι έναν μεγάλο πεζόδρομο με πολλά καταστήματα, εκ των οποίων ήδη ξεχώριζα γνωστές φίρμες, όπως …mango, zara και Η&Μ. Ο δρόμος πλαισιωνόταν φυσικά από..φοινικιές (πάντα ψηλές και αδύνατες) καθώς και από κάποιο άλλο είδος δέντρων, ενώ ήταν εμφανής και η χριστουγεννιάτικη διακόσμηση (ήταν περίπου δεκαπέντε μέρες πριν τα χριστούγεννα). Αρκετός κόσμος, κάποιοι με τα ποδήλατά τους, κάποιοι με τα σκυλιά τους. Δεν άργησα να ανακαλύψω και το ελληνικό στοιχείο (ένα μαγαζί με πινακίδα «greek cuisine»), ενώ ένα μεγάλο κτίριο με την επιγραφή cinema theater ανακοίνωνε με μεγάλη, ηλεκτρονική πινακίδα (αυτές που έχουν και τα village cinemas και θυμίζουν οθόνες αεροδρομίων) ώρες προβολής των ταινιών.

Μπήκαμε σε δυο τρία μαγαζιά για να αναζητήσει η φίλη μου κάτι που χρειαζόταν (σε είδη ρουχισμού). Αν και θεωρούσα πως, LA ήταν αυτό, οι τιμές θα ήταν πολύ ακριβές, από ότι μπόρεσα να υπολογίσω κάνοντας έναν πρόχειρο υπολογισμό, οι τιμές (τουλάχιστον στα μαγαζιά τύπου Espit, Zara, Mango) ήταν αντίστοιχες των δικών «μας» . Χαζέψαμε για λίγο (προσωπικά δεν έκανα ψώνια, προτιμούσα να κρατήσω τα λίγα χρήματα είχα για περιηγήσεις και για την αυριανή εκδρομή, και, αν εξαιρέσουμε ότι υπήρχε ίσως μεγαλύτερη ποικιλία, στα μαγαζιά αυτά έβρισκες πάνω κάτω ότι θα έβρισκες και στην Αθήνα, δεν είναι ότι είδα κάτι τρομερά πρωτότυπο και διαφορετικό). Όταν η φίλη μου τελείωσε με τα απαραίτητα και βγήκαμε πάλι στο δρόμο, είχε αρχίσει να σουρουπώνει και να ανάβουν τα φωτάκια του δρόμου και της χριστουγεννιάτικης διακόσμησης. Κάναμε μια μικρή βόλτα, και, καθώς είχε πλέον βραδιάσει και έκανε κρύο (η διαφορά της θερμοκρασίας με το που έπεφτε ο ήλιος ήταν παραπάνω από αισθητή), ήπιαμε ένα ζεστό καφέ στα starbucks (εκεί συνάντησα για πρώτη φορά την τακτική της «κλειδωμένης» τουαλέτας που ξεκλειδώνεται με κωδικό που σου δίνουν αφού δείξεις πρώτα την απόδειξη της πληρωμής, - αργότερα το συνάντησα και στην Ελλάδα αυτό, σε λίγες περιπτώσεις, - στο LA από ότι έμαθα αυτή ήταν η συνήθης πρακτική).

Αφού ξεκουραστήκαμε και ζεσταθήκαμε με τον καφέ μας, βγήκαμε πάλι για σεργιάνι στην χριστουγεννιάτικα φωτισμένη πόλη! Ήταν όμορφα, μιλούσαμε (αχ είναι ωραίες οι φιλίες που κρατάνε χρόνια, και δυναμώνουν, και είχαμε λείψει η μία στην άλλη πολύ), κοιτούσαμε τον κόσμο που γύριζε από τα ψώνια του, χαζεύαμε τη διακόσμηση και τα φωτάκια (οι Αμερικάνοι έχουν μανία με τους δεινόσαυρους, και κάποιοι θάμνοι κουρεμένοι σε φιγούρες δεινοσαύρων ήταν πραγματικά εντυπωσιακοί) και μιλούσαμε για σχέδια και όνειρα. Όταν πλέον αποκάμαμε από την κούραση, αναζητήσαμε τη στάση για το λεωφορείο και, αφού είδαμε στο χάρτη της στάσης τη διαδρομή που είχαμε να κάνουμε –είχαμε 3 αλλαγές-, ξεκινήσαμε τη (μακριά ως συνήθως) διαδικασία της επιστροφής! Αύριο θα ήταν η μεγάλη μέρα, η μέρα της εκδρομής μας στην «Κοιλάδα του Θανάτου», την περιβόητη DeathValley! Θα ξυπνούσαμε πρωί, να πάρουμε το λεωφορείο και να πάμε στην εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων, από όπου θα ξεκινούσαμε τη διαδρομή μας! Πήγα για ύπνο με μια αίσθηση προσδοκίας! Με τα βίας έκρυβα την ανυπομονησία μου! J

 

Despinna

Member
Μηνύματα
174
Likes
163
Ταξίδι-Όνειρο
Περού, Ινδία, Αργεντινή,
απο αέρος και πρώτες εντυπώσεις

στον αέρα και πρώτες εντυπώσεις....:)

65417_480685628863_531948863_5642227_3549572_n.jpg


162646_480687383863_531948863_5642249_2157085_n.jpg


162646_480687393863_531948863_5642250_1948163_a.jpg
 

Despinna

Member
Μηνύματα
174
Likes
163
Ταξίδι-Όνειρο
Περού, Ινδία, Αργεντινή,
L.A. (μέρος Β)

Η πόρτα άνοιξε, και αμέσως χάθηκα στην αγκαλιά της Ιταλίδας φίλης μου. Ξαφνικά, συγκινήθηκα...Πόσο μου είχε λείψει η παρέα της, η αστείρευτη ενεργητικότητά της... Και πόσο όμορφο ήταν να συναντιόμαστε πάλι. Έχουμε κατά καιρούς συναντηθεί σε διάφορα μέρη, ομολογώ όμως ότι το L.A. δεν θα περίμενα να είναι ένα από αυτά.Η ζωή όμως είναι απρόβλεπτη, και, τί κι αν η Ελλάδα, και η Ιταλία, και το Παρίσι, (όπου έμενε και μένει), ήταν στην άλλη άκρη της γης, εναν ατλαντικό ωκεανό και μια αμερική "κατά πλάτος" μακριά, όλα έμοιαζαν ξαφνικά τόσο απλά, τόσο..."εύκολα". Ανταμώναμε λοιπόν πάλι "εκεί", στη Sunset Blvd, στην τόσο "αμερικανική" Καλιφόρνια. Και μια (σχεδόν) ολόκληρη εβδομάδα ήταν μπροστά μας.

Η αγκαλιά μας διακόπηκε από τον ευγενικό (αλλά γνήσια φιλικό) χαιρετισμό ενός άλλου υπότροφου του Μουσείου και Ιδρύματος Γκετί, που πέρασε πλάι μας εκείνη την ώρα. Συστηθήκαμε (ήταν γερμανός και τον έλεγαν Μαρκ), και, πολύ ιπποτικά, ο Μαρκ πήρε τη βαλίτσα μου και άρχισε να τη σέρνει προς το διαμέρισμα που θα ήταν το "σπίτι" μου για τις επόμενες μέρες. Στο δρόμο συναντήσαμε και δυο -τρεις ακόμα ιππότροφους, που προφανώς ακούγοντας τη φασαρία βγήκαν να μας χαιρετήσουν. Ένα ζευγάρι από την Ιταλία, μία κοπέλα από τη Γαλλία, ένας Βέλγος.Οι συστάσεις γίνονταν χαρούμενα, ο καθένας έσπευδε να με καλωσόρίσει και να μου δώσει πλήθος πληροφοριών για τη "ζωή" στο εν λόγω κτίριο, εγώ απαντούσα όσο καλύτερα μπορούσα, χωρίς ωστόσο να μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την τεράστια, μακρόστενη πισίνα (θερμαινόμενη μάλιστα) που απλωνόταν μπροστά μου, με γύρω γύρω ξαπλώστρες, λουλούδια, και ψηλούς, αδύνατους φοίνικες (αυτοί οι τόσο χαρακτηριστικοί όπως διαπίστωσα και αργότερα φοίνικες της Καλοφόρνια!) που απλώνονταν ψηλά, στον συνήθως ανέφελο ουρανό.
Πρέπει η φίλη μου να παρατήρησε τη ματιά μου, γιατί αμέσως χαμογέλασε και είπε ότι θα μου κάνει μία σύντομη "ξενάγηση" του κοινόχρηστου εξωτερικού χώρου, του κήπου (αν και καμία σχέση δεν είχε με "garden" ο τεράστιος αυτός χώρος).

Το κτίριο, λοιπόν, ήταν διόροφο και απλωνόταν σε σχήμα Π προς την είσοδο, ενώ στη μέση υπήρχε ο "κήπος". Μπαίνοντας από την είσοδο, ο "κήπος" σε υποδεχόταν με ένα μικρό συντριβάνι και μια λιμνούλα με χρυσόψαρα. Αριστερά και δεξιά, κατά μήκος των δύο πλευρών του, υπήρχαν μακρόστενοι "διάδρομοι¨, υπό μορφή μονοπατιών, στις άκρες των οποίων υπήρχαν τριανταφυλλιές, και άλλα είδη λουλουδιών. Προς την εσωτερική πλευρά των μονοπατιών, περιτοιχισμένη από μια χαμηλή καλαμωτή, ήταν η μεγάλη, θερμαινόμενη πισίνα. Γύρω της ορθώνονταν οι ψηλολέλεκες φοίνικες, -υπήρχαν ξαπλώστρες, μια αιώρα στο βάθος. Μπροστά, υπήρχε ειδικός χώρος για barbecue, ενώ πιο πίσω, υπήρχε μια μικρή, στρογγυλή τούβλινη πισίνα, που, όπως έμαθα λίγη ώρα αργότερα, ήταν το αγαπημένο όλων τους, "jacuzzi" (πώς είναι αυτά που μοιάζουν με μπανιέρες και εχουν δυο -τρεις βρύσες και νεράκι να τρέχει; ε, καμία σχέση!).

Εντυπωσιασμένη παρά τον γνήσιο "σκεπτικισμό" μου προς το όλο αυτό που θεωρούσα χαρακτηριστικά "Αμερικανικό", ακολούθησα την παρέα προς το κτίριο. Πρώτα, περάσαμε στο κυρίως κτίριο (τους κοινόχρηστους χώρους) καθώς έπρεπε να συμπληρώσω τα στοιχεία μου στο βιβλίο των "επισκεπτών"-φιλοξενουμένων. Το κτίριο διέθετε ένα κοινόχρηστο σαλόνι (διακοσμημένο, ομολογώ, με πολύ ζεστό γούστο, υπήρχε μάλιστα και πιάνο, και περιοδικά), μια βιβλοθήκη με τραπεζάκια εξοπλισμένα με computer και τα συναφή, κοινόχρηστη κουζίνα (όλα τα διαμερίσματα διέθεταν ιδιωτική κουζίνα, η κοινόχρηστη όμως διέθετε ειδικότερο εξοπλισμό (διαφόρων ειδών μίξερ, κατσαρολικά καθώς και είδη κοινής χρήσης), ενώ υπήρχε επίσης κοινόχρηστο πλυντήριο-στεγνωτήριο (laundry).

Στη συνέχεια αποσυρθήκαμε στο διαμέρισμά μας, όπου μπόρεσα να τακτοποιηθώ στο "δωμάτιό μου"....Ανετο, φωτεινό, μια χαρά ήταν, σίγουρα παραπάνω απ' ότι περίμενα (άμα προκύπτει ευκαιρία για ταξίδι, α, δεν έχω πρόβλημα, κοιμάμαι και στον καναπέ,και στο χαλί ακόμα! το παραμύθι για την πριγκίπισσα με το ρεβύθι σίγουρα δεν γράφτηκε για μένα!). Το σαλόνι διέθετε τηλεόραση επίπεδης οθόνης, καναπέ, και ένα μεγάλο τραπέζι για φαγητό, η κουζίνα ήταν μικρή και φωτεινή, και υπήρχε wi-fi σε όλους τους χώρους. Ωστόσο, δεν μείναμε μέσα για πολύ, καθώς, όπως ενημερώθηκα, με περίμεναν, -το λοιπόν θα "έπρεπε" να αλλάξω (εμ, μαγιό, έφερα, δεν έφερα; μαγιό λοιπόν!) για ένα σύντομο welcome drink στο χαλαρωτικό jacuzzi. Για λίγο δίστασα, όμως ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός της καλής μου φίλης που δεν θέλησα να της χαλάσω χατήρι. Έτσι, λίγο αργότερα, με μαγιό (και νιώθοντας λίγο σαν αλμοδοβαρική ηρωίδα, -το τελευταίο εικοσιτετράωρο ξεκίνησε χαράματα στην Αθήνα, συνεχίστηκε με εμένα να κατεβαίνω ντυμένη φθινοπωρινά σε ένα χιονισμένο, παγωμένο παρίσι, για να καταλήξω, έπειτα από 17 περίπου ώρες σε ένα αεροπλάνο, να βγαίνω με το μαγιό, νύχτα πια, σε μια πισίνα, σε ένα "κήπο" με φοίνικες στο L.A.!! Ωστόσο, μετά τον αρχικό μου δισταγμό, και αφού πείστηκα να δοκιμάσω τη ζεστή, στρογγυλή πισίνα -jacuzzi, διαπίστωσα ότι τελικά...είναι ωραία! Το jacuzzi (που εγώ από την αρχή το έλεγα "η στρογγυλή μικρή πισίνα") ήταν με νερό που ανακυκλώνεται, καθαρό, με βαθυ-ρηχό χώρο, με σκαλάκια και εσοχές για να καθίσεις, ενώ μπορούσες να διαβαθμίσεις τη θερμοκρασία αλλά και την κίνηση του νερού (εμείς το βάλαμε στο μασάζ, και μπλουμ, χαλαρώσαμε μέσα στο ζεστό νερό με..μπουρμπολήθρες....). Έπειτα από λίγο το jacuzzi και η πισίνα ήταν..σχεδόν γεμάτα, νέες συστάσεις, και εμείς να χαλαρώνουμε κάτω απ' τον ουρανό της καλιφόρνια πίνοντας μαρτίνι και τρώγοντας φρούτα που κάποιος προνόησε να φέρει....Πολύ σύντομα, κάποιος έθεσε την πρόταση της επόμενης μέρας: ξύπνημα στις 7 και αναχώρηση στις 8 το πρωί για hiking στους λόγους της Σάντα Μόνικα. Ολοι κοιτάξανε ξαφνικά εμένα, -για να αρχίσουν στη συνέχεια να με ρωτάνε αν θα ήταν πρόβλημα για μένα, λόγω του jet lang, να τους συνοδέψω σε αυτή την εμπερία. Προσωπικά δεν ήμουν καν σίγουρη τί ακριβώς εννοούν hiking, αλλά και μόνο η σκέψη να δω τους λόφους της Σάντα Μόνικα (όπου κι αν ήταν αυτοί οι λόφοι) ήταν αρκετή για να πω το ναι.. Η προθυμία μου προφανώς τους χαροποίησε και, καθώς η ώρα ήταν πια περασμένη, λίγο αργότερα καληνυχτιστήκαμε και αποσυρθήκαμε στο διαμερισματάκι μας.

Ακολούθησε ένα χαλαρό ντουζ για να ξεπλυθεί το οποιο χλώριο της πισίνας-jacuzzi (να συμπληρώσω εδώ ότι κάθε δωμάτιο είχε το δικό του μπάνιο, χλιδή δηλαδή!!!), ένα ελαφρύ γεύμα που είχε ετοιμάσει η φίλη μου (προσωπικά δεν πεινούσα, αλλά εκτός από λαμπρό μυαλό, η ιταλίδα φίλη μου είναι χρυσοχέρα στο μαγείρεμα, δημιουργώντας ελαφριά αλλά καταπληκτικά φαγητά), και....βουτιά στο κρεβάτι (άλλο αν από την υπερένταση άργησα πολύ να κοιμηθώ, η κούραση γλυκιά, μα ο ύπνος άργησε να έλθει).

Το πρωί κοιμόμουνα για τα καλά όταν άκουσα χτυπήματα στην πόρτα, στο δωμάτιό "μου". Ακαριαία ωστόσο θυμήθκα τους λόφους της Σάντα Μόνικα, - πετάχτηκα πάνω και έσπευσα να ετοιμαστώ. Κολάν, αθλητικά, μια ελαφριά μπλούζα, ένα μπουφανάκι, και έτοιμη...Ηπια τον καφέ μου (με τη φιλενάδα μου να προσπαθει να με πείσει για τις ευεργετικές ιδιότητες ενός κανονικού -ευρωπαικού ομως- πρωινού, - μάταιος κόπος, το πρωινό μου, χρόνια τώρα, είναι απλά καφές, ή γάλα-με -καφέ και μπισκότο σοκολάτας, - τίποτα άλλο δεν πάει κάτι τις πρώτες πρωινές ώρες).

Στις οκτώ παρά πέντε είμασταν στην πίσω αυλή (ω, ναι, υπήρχε και πίσω αυλή, που ουσιαστικά ήταν...χώρος πάρκιγκ). Οπως διαπίστωσα (κάτι που έμελλε να διαπιστώσω πολλές φορές κατά τη συντομη παραμονή μου) o κύριος (αν όχι ο...μόνος) τρόπος μετακίνησης των ανθρώπων στο LA είναι το αυτοκίνητο. Το μετρό καλύπτει ορισμένες μόνο περιοχές, τα λεωφορεία (όπως διαπίστωσα αργότερα εκ πείρας) δεν έρχονται συχνά, και χρησιμοποιούνται κυρίως από τους "μετανάστες" (ήτοι τους -συμπαθέστατους κατ' εμέ- μεξικάνους ή "ινδιάνων" απο πλευράς καταγωγής κατοίκων), ενώ το κύριο μέσο μεταφοράς είναι το αυτοκίνητο. Και μάλιστα το μεγάλο αυτοκίνητο. Όλα αυτά τα μικρο-μεσαία συμπαθέστατα αυτοκίνητα "πόλης" των ευρωπαικών χωρών (fiat, yaris, corsa, golf, κτλ) είναι είδος....που το ψάχνεις στο μικροσκόπιο. Απλά, δεν υπάρχουν! Όλα τα αυτοκίνητα είναι, -όχι απαραίτητα καινούρια-, αλλά μεγάλα (τετράπορτα και...μακριά), -ευτυχώς έχουν φαίνεται τα πολυόροφα γκαράζ, γιατί αν αυτό συνέβαινε σε εμάς, θα ήταν όχι μόνο η Αθήνα αλλά ολόκληρη η χώρα ένα ατελείωτο μποτιλιάρισμα (όχι οτι δεν είναι, είναι, αλλά...κάποιες φορές!). Όπως επίσης διαπίστωσα, τα αυτοκίνητα στην Αμερική είναι -σχεδόν όλα- με αυτόματες ταχύτητες (υποτίθεται ότι έτσι είναι ευκολότερο, εγώ παραμένω πάντως της...κλασικής ευρωπαικής "σχολής"). Ακολούθησε μια μίνι σύσκεψη για το πώς θα χωριστούμε στα αυτοκίνητα (οι περισσότεροι υπότροφοι νοίκιαζαν αυτοκίνητο κατά το χρόνο παραμονής τους, ή αγόραζαν σε χαμηλή τιμή παλαιά, ταλαιπωρημένα αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια, όταν τελείωνε ο χρόνος ή το εξάμηνο ή τρίμηνο της υποτροφίας τα πουλούσαν σε εξίσου χαμηλή τιμή στους επόμενους υποτρόφους). Εμείς καταλήξαμε στο αυτοκίνητο του Μαρκ, το οποίο (τεράστιο, φυσικά σε όγκο, και παμπάλαιο), είχε όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που θα αποκαλούσαμε..."σακαράκα", τόσο απ' έξω, όσο και από μέσα, αφού μάλιστα τα κάλυμα της οροφής είχε σκιστεί, σακούλιαζε και σε ορισμένα σημεία είχε ωραιότατες...τρύπες..! Το διασκεδάσαμε όμως, γελάσαμε πολύ, δεν μπορώ να πω! :)

Κι έτσι, με γέλια, ξεκίνησε η πρώτη αυτή βόλτα στην πόλη του "μεγάλου"...Μεγάλοι, φαρδιοί δρόμοι, μεγάλα πεζοδρόμια, μεγάλα σπίτια, ως επί το πλείστον μονοκατοικίες, μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα. Οι άνθρωποι στους δρόμους ελάχιστοι, -εκτός κι αν βγάζουν βόλτα το σκύλο τους, για όλα τα άλλα οι μετακινήσεις γίνονται με το αυτοκίνητο. Κάποια στιγμή φθάσαμε σε ένα μεγάλο, ανοιχτό χώρο, παρκάραμε το αυτοκίνητο, και μπήκαμε στην είσοδο ενός "πάρκου", αν μπορω να το πω έτσι, ενα μονοπάτι που οδηγούσε σε διαδρομές και ανάβαση στους λόφους της Σάντα Μόνικα, σε κοντινή απόσταση απ' το LA. To τοπίο καλοκαιρινό, λουλούδια, δέντρα, χρώματα (ακόμα και...βουκαμβίλιες!), - ωστόσο, όσο ανεβαίναμε μέσα από στενά μονοπάτια, η φύση άρχισε να αλλάζει, να γίνεται φθινοπωρινή, πετρώδης, όλο και πιο άγρια...Η ανάβαση στους λόφους μετά από μια μέρα ταξίδι, με jet lang (το LA είναι 9 ώρες πίσω από την Αθήνα), και με πολύ λιγο ύπνο δεν θα έλεγα ότι ήταν ακριβώς ξεκούραστη, όμως η φύση ήταν ιδιαίτερη, άγρια όμορφη, και η θέα από τις κορυφές των λόφων αποζημίωνε τον όποιο κόπο μέχρι να την "κατακτήσεις"....

Από τη μια μεριά, - οι λόφοι, και ο ειρηνικός...τεράστια ακτογραμμή, απέραντη θάλασσα, - τυλιγμένη σε ομίχλη..Από την άλλη, το L.A....με το κέντρο του (DownTown) να ξεχωρίζει αμυδρά μέσα στην ομίχλη, μια σειρά απο ουρανοξύστες, κοντά ο ένας στον άλλο, να διακρίνονται, επιβλητικότεροι, ψηλότεροι από τα υπόλοιπα κτίρια, μα και πάλι, τόσο χαμηλοί μπροστά στον απέραντο ουρανό...και, φυσικά, μέσα στις πράσινες πλαγιές των λόφων, μεγάλα, τεράστια σπίτια, -οι βίλες των πλουσίων και διασήμων αστέρων του Χόλιγουντ. "Ενα από αυτά είναι το σπίτι του Μπραντ Πιτ και της Αντζελίνα Τζολί", μου εκμυστηρεύτηκε η ..Ιζαμπέλ, η Γαλλίδα της παρέας. Προσωπικά -αν και θεώρησα αγένεια να της το πω-, η βίλα της Αντζελίνα και του Μπραντ Πιτ με αφήνει παντελώς αδιάφορη, - εκείνο που απολάμβανα ήταν η φύση, (φύση "παρόμοια" αλλά συγχρόνως διαφορετική από τη φύση που έχουμε συνηθίσει), και το ύψος, κι αυτή η εικόνα που σχεδόν άγγιζε τα όρια της αίσθησης, η μεγάλη πόλη να απλώνεται μέχρι τις ακτές του ειρηνικού, μέσα σε σύννεφα ομίχλης, έχοντας κάτι το σχεδόν απόκοσμο, εκεί, στο πρωινό φως , κάτι το "πέρα από το χρόνο" και συγχρόνως το φθαρτό, καθώς, ειδωμένη από τις κορυφές των λόφων της Σάντα Μόνικα, το L.A., απλωμένο ράθυμα στα νερά του μεγάλου ωκεανού, η λεγόμενη "πόλη των διασήμων" δεν ήταν τελικά, παρά αυτό ακριβώς: μια πόλη, που στα γρανάζια του χρόνου, εισέπνεε, εξέπνεε, άλλαζε, ακολουθούσε, εν τέλει, την τροχιά της..

Είχαμε σχεδόν φθάσει πάνω στο ραχοκοκαλιά μιας λοφοσειράς, και ακολουθούσαμε ένα μικρό, στενό μονοπάτι, που ένωνε τις κορυφογραμμές των λόφων, -μια αίσθηση αιθέρια, παράξενη, σαν να ισορροπείς μεταξύ των βουνών, μεταξύ των κόσμων, μεταξύ του νερού και της πόλης, κάτι ανάμεσα στην ελευθερία της φύσης και τους ρυθμούς του "πολιτισμού".. .Και η ψυχή να απλώνεται πάνω απ' τους λόφους, να τρέχει ελεύθερα ίσαμε εκεί που χάνεται το μάτι κι ακόμα πιο πέρα, κι ύστερα να παίρνει στροφή πάνω απ' τον ωκεανό, σαν τα αεροπλάνα που συνέχεια έβλεπες να κάνουν κύκλο πάνω από τη θάλασσα, πόσες πτήσεις, από που έρχονται, και πού να πάνε, και κάτι απ' το μέσα να "πετάει", (πάντα προς την πλευρά του ωκεανού)..Λόφους ανεβήκαμε, Λόφους κατεβήκαμε, το τοπίο πάλι άλλαξε και βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι περίεργα, ψηλά βράχια (στα οποία ανεβήκαμε με τη σειρά, να φθάσουμε ει δυνατόν στο "ψηλότερο" σημείο, να ατενίσουμε από εκεί τον κόσμο! Ξεκούραση για νερό και μπισκοτάκι (χειροποίητο και πεντανόστιμο, από τη Γερμανίδα της παρέας) και στη συνέχεια, σιγά σιγά, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, όχι από τον ίδιο δρόμο, αλλά από άλλο μονοπάτι που μας κατηφόρισε μέσα από πιο θαλλερούς και πιο ήπιας βλάστησης φιδωτούς δρόμους..Αν και για μένα η αγριάδα, το απότομο του τοπιου με άγγιξε περισσότερο (αυτό το αδάμαστο, πώς μου ταιριάζει!!), ομολογώ ότι και η διαδρομή της επιστροφής ήταν ιδιαίτερα όμορφη, μέσα από μονοπάτια με πυκνή βλάστηση, καλάμια, δέντρα, πουρνάρια, έως και πλατάνια...Ευχάριστη έκπληξη ένας ρυθμικός ήχος, σαν κάτι που χτυπάει σε ξύλο, - αναζητώντας την πηγή του ήχου, το βλέμμα μου οδηγήθηκε σε ένα μικρό δρυοκολάπτη, που, κρεμασμένος στον κορμό ενός δέντρου, έσκαβε το φλοιό του με επιμονή. Πλατάνια, κορμί, άγνωστα φυτά, κελαηδίσματα και ήχοι αθέατων σε εμάς πτηνών, θροίσματα, - κι ένα τοπίο που ολοένα και "ημέρευε" όσο κατεβαίναμε.Κατά διαστήματα συναντούσαμε και άλλες παρέες, που απολάμβαναν το περπάτημα στη φύση (εντύπωση μου έκανε ότι είδαμε και άτομα μεγάλης σχετικά ηλικίας), και χαιρετιόμασταν ευγενικά. (Ώρες ώρες νιώθω πως οι άνθρωποι στη φύση έχουν άλλους, πιο γήινους, πιο ανθρώπινες κώδικες επικοινωνίας, - θα χαιρετηθούν, έστω και με ένα νεύμα, θα βοηθήσει ο ένας τον άλλο, θα μοιραστεί κάτι όμορφο μαζί του, ανεξαρτήτου ηλικίας ή εθνικότητας - οι πόλεις, πάλι, θέτουν...τείχη, όρια, γεννούν μια βιασύνη και μια δυσπιστία που πολλαπλασιάζεται σε κάθε επαφή, και κάνει τα απλά, πολυσύνθετα, λες και εκεί οι άνθρωποι φοβούνται να σηκώσουν το βλέμμα, μην τύχει και συναντηθούν τα βλέμματά τους - και ακομα και τότε αποστρέφουν το βλέμμα βιαστικά, σαν να ντρέπονται σχεδόν γι' αυτό).Εντύπωση μου έκανε ότι αρκετοί από όσους συναντήσαμε ήταν άνθρωποι μεγάλης σχετικά ηλικίας, με το ορειβατικό μπαστούνι, το σακίδιο τους....πολύ το χάρηκα! μαγκιά τους!

Κατεβήκαμε μέχρι που φθάσαμε σε σχεδόν επίπεδες εκτάσεις, λιβάδεια με πρασινάδες και άνθρωποι να παίζουν με τα σκυλιά τους..(ένα ακαριαίο τσίμπημα δυνατής νοσταλγίας, πόσο θα άρεσε στον τετράποδό σύντροφό μου να τρέχει εδώ..!!) Κατά διαστήματα "περίπτερα" με φωτογραφίες μας ενημέρωναν για τα είδη πανίδας και χλωρίδας που υπήρχαν εδώ (ο Μαρκ, που είχε ξαναέλθει, μου είπε πως είχε δει αλεπού και ελάφι, - εγώ όμως το μόνο είδος πανίδας που είδα ήταν ο δρυοκολάπτης!).Στην έξοδο του πάρκου μια συστάδα από κατακόκκινα δέντρα με πολλά φύλλα που θρόιζαν στον άνεμο αιχμαλώτισε βλέμματα και εντυπώσεις (red marple trees, όπως μου ανέφεραν - δεν ξέρω την ονομασία τους στα ελληνικά).

Όταν γυρίσαμε, είχε πια μεσημεριάσει, ενώ η πεζοπορία στο βουνο μας είχε ανοίξει την όρεξη. Η φίλη μου πρότεινε να ψήσουμε steaks στο barbecue, απολαμβάνοντας τον μεσημεριανό ήλιο...Αφού φαγαμε (δηλαδή οι υπόλοιποι έφαγαν, ενώ εγώ ακόμα...εψηνα, και ναι, θα ακούσω με σεβασμό και εγκαρτέρηση τις απόψεις περί των "ιδιοτήτων του..ωμού ή σχεδόν ωμού" κρέατος, αλλά δεν πρόκειται να τις...δοκιμάσω ή να τις ενστερνιστώ!), η φίλη μου και μερικοί ακόμα από τους υποτρόφους έπρεπε να ανέβουν στο Μουσείο Γκετί, για συνάντηση με κάποιον καθηγητή..Μου πρότειναν να τους ακολουθήσω, και να επισκεφθώ το Μουσείο και τους κήπους του μέχρι να τελειώσουν, ενώ μετά θα ακολουθούσε σε αίθουσα του Μουσείου εκδήλωση για τα εγκαίνια μιας έκθεσης φωτογραφίας κάποιων ιαπωνέζων φωτογράφων (το όνομα των οποίων ομολογώ πως δεν εχω συγκρατήσει :-( ) , όπου θα μπορούσαμε να πάμε, αν ήθελα..Δέχτηκα ευχαρίστως, κι έτσι,...ξαναμοιραστήκαμε στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για το Γκετί (the Getty Center).

Φθάνοντας στο μουσείο, και αφού μου δόθηκε το απαραίτητο "καρτελάκι" του επισκέπτη ώστε να μπορώ ελεύθερα να κινούμαι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους του, περάσαμε για λίγο απο το γραφείο (όλοι οι υπότροποι είχαν γραφείο για την έρευνά τους, είτε στον τελευταίο όροφο του Μουσείου είτε στη βίλα Γκετύ) του Γάλλου της παρέας, για να αφήσουμε τσάντες, παλτά και ο,τι δεν θα ήθελε ο καθένας να κουβαλάει πάνω του τις επόμενες ώρες)....Ο πίσω τοίχος του γραφείου ήταν τζαμαρία, που έβγαινε σε μικρό μπαλκονάκι, και ω......θέα!!!! το L.A. υποκλινόταν κάτω απ' τα μάτια μου, στο φως του μεσημεριανού ήλιου, επιβλητικό, δυναμικό, με τους λίγους ουρανοξύστες του (άλλους να κάνουν...πηγαδάκια λες και έχουν θέματα να λύσουν και άλλους να στέκονται μόνοι, σκεφτικοί, στωικοί ίσως μέσα στη μεγάλη πόλη!). Δεν ξέρω αν η θέα ήταν αυτό που θα λέγαμε "όμορφη" (σίγουρα έχω ατενίσει τον κόσμο απο ψηλά από πολύ πιο ρομαντικά μέρη), - σίγουρα όμως ήταν επιβλητική! (εγώ πάντως με τέτοια θέα,....δύσκολα θα μπορούσα να συγκεντρωθώ σε οποιαδήποτε έρευνα!).

Λίγο αργότερα, η φίλη μου μαζί με την καινούρια μου παρέα έφυγε για να περευρεθεί στη συνάντηση με τον καθηγητή τους. Δώσαμε ραντεβού σε ένα τρίωρο, και έμεινα ελεύθερη να περιπλανηθώ...Το μουσείο Γκετί, κληροδότημα του Αμερικανού επιχειρηματία και συλλέκτη Ζαν Πολ Γκετί διαθέτει σαφώς αξιόλογα έργα και δεν είναι τυχαίο ότι έχει τη φήμη ενός από τα σημαντικότερα μουσεία-κέντρα τέχνης στην Αμερική (σίγουρα οι μελετητές της ιστορίας της τέχνης -και όχι μόνο- θα μπορούσαν να περάσουν μέρες ολόκληρες στις αίθουσές του), -ξεχωρίζω τις "ίριδες" του Βαν Γκογκ (αγαπημένος μου!!) , ενώ ενδιαφέρουσα ήταν μια -περιοδική νομίζω- έκθεση με σπάνια εικονογράφηση βυζαντινών χειρογράφων, που μόλις είχε στηθεί και ανοίξει για το κοινό. Ωστόσο, η μέρα ήταν όμορφη, ηλιόλουστη, και λίγο αργότερα το "έξω" άρχισε να με καλεί...Και ομολογώ ότι το "έξω", οι κήποι (γιατί περί κήπους πρόκειται, και μάλιστα για εξαιρετικά καλοφτιαγμένους κήπους), ήταν ίσως αυτό που με εντυπωσίασε πιο πολύ! Δεν ξέρω πολλά για την "αρχιτεκτονική κήπων" -εξωτερικών χώρων, έχω όμως την αίσθηση ότι οι εν λόγω κήποι θα ήταν κάλλιστα ζωντανό βιβλίο και υπόδειγμα σε έναν τέτοιο κλάδο, - σε συνδυασμό με τη θέα μάλιστα, και τον καλό καιρό, η βόλτα στους κήπους του μουσείου ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία...Κι αν κάποιος πει ότι το Μουσείο είναι μεγάλο (και είναι!), οι κήποι του είναι ακόμα πιο μεγάλοι, -και πολλοί!, ενώ σε αρκετά σημεία φιλοξενούνται γλυπτά μοντέρνας κυρίως αρχιτεκτονικής.Αλλού πλακόστρωτες αυλές με δέντρα ψηλά, αλλού βεράντες με λουλούδια, αλλού δεντρα φθινοπωρινά, κόκκινα και χρυσαφιά (marples trees), αλλού πάλι περίτεχνα παρτέρια, αλλού ινδιάνικες σκηνές με καλάμια, αλλού κήποι υπό μορφή λαβυρίνθων, αλλού κήποι "τουρλού" (με δέντρα...λίγο απ "ολα", απο ροδιά μέχρι τριανταφυλλιές διαφόρων ποικιλιών και τροπικά είδη!)...Και πριν καλά καλά το καταλάβω, η γλυκιά ώρα του σούρουπου....ο ουρανός να παίρνει κίτρινα -πορτοκαλί και μετά ροζ-μοβ-πορφυρά χρώματα, ο ήλιος, -ο ίδιος ήλιος, ο τόσο "δικός μας", τόσο όμοιος και πάντα τόσο μοναδικός, -, να βυθίζεται κάπου στον ειρηνικό, κι ύστερα το σκοτάδι να πέφτει, αργά, και τα πρώτα φώτα (τα φώτα των αυτοκινήτων) να δημιουργούν φωτεινά φιδίσια μονοπάτια μέσα στην πόλη, στα "έγκατά" της...κίνηση, άνθρωποι που γύριζαν απο τη δουλειά, -κι εγώ, μακριά απο τη δική μου καθημερινότητα, να παρακολουθώ νωχελικά τη δική τους ζωή, τη δική τους καθημερινή στιγμή, κρεμασμένη εκεί, σε ένα πεζούλι, κάτω από ένα κόκκινο δέντρο, ενώ το σκοτάδι πύκνωνε γύρω μου...τα πρώτα φώτα απ τους ουρανοξύστες άρχισαν να ανάβουν, κι ύστερα κι άλλα, κι άλλα, και τα φώτα του μουσείου πίσω μου, και κάπου εκει αντιλήφθηκα ότι οι τρεις ώρες είχαν περάσει, - έπρεπε να γυρίσω πίσω, πριν αρχίσουν να ανησυχούν...

Xάρισα ένα τελευταίο βλέμμα στην απεραντοσύνη του LA (θέλοντας να κρατήσω την εικόνα, να τη ζω, να τη θυμάμαι), κι έπειτα γύρισα την πλάτη μου στη θέα της νύχτας-πάνω-απ-την -πολη και άρχισα να τρέχω προς το μουσείο, προσπαθώντας να θυμηθώ πού είχαμε πει ότι θα βρεθούμε σε ένα κτίριο που και το ίδιο μοιάζει με λαβύρινθο..

(συνεχίζεται..)
 

Despinna

Member
Μηνύματα
174
Likes
163
Ταξίδι-Όνειρο
Περού, Ινδία, Αργεντινή,
ανεβαίνοντας στους λόφους της Σάντα Μόνικα

ανεβαίνοντας στους λόφους της Σάντα Μόνικα

162646_480687398863_531948863_5642251_5593189_n.jpg


163181_480689218863_531948863_5642294_202603_n.jpg


154944_480694403863_531948863_5642362_1129460_n.jpg


154944_480694388863_531948863_5642359_7473985_n.jpg


162703_480690428863_531948863_5642307_2616850_n.jpg


162703_480690438863_2692736_n.jpg
 

Despinna

Member
Μηνύματα
174
Likes
163
Ταξίδι-Όνειρο
Περού, Ινδία, Αργεντινή,
στους κήπους του Μουσείου Γκετί

Βόλτα στους κήπους του Μουσείου Γκετί

69701_480712018863_531948863_5642610_1063711_n.jpg


163427_480710258863_531948863_5642587_1374647_n.jpg


163427_480710253863_531948863_5642586_8186979_n.jpg


155600_480713928863_531948863_5642630_7022284_n.jpg


58062_480717948863_531948863_5642695_1839431_n.jpg


156872_480715238863_531948863_5642656_3042319_n.jpg
 

Εκπομπές Travelstories

Τελευταίες δημοσιεύσεις

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.223
Μηνύματα
884.242
Μέλη
38.915
Νεότερο μέλος
katsanas1962@gmai

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom