Despinna
Member
- Μηνύματα
- 174
- Likes
- 163
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού, Ινδία, Αργεντινή,
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Φωτογραφίες-από αέρος και πρώτες εντυπώσεις
- L.A. (μέρος Β)
- Φωτογραφίες-Σάντα Μόνικα
- Φωτογραφίες-Μουσείο Κέντρο Τέχνης Γκετί
- L.A. (μέρος Γ)
- L.A. (μέρος Δ)
- Φωτογραφίες
- Chinatown
- Φωτογραφίες - L.A. (Down Town)
- Φωτογραφίες - Little Tokyo
- Φωτογραφίες - L.Α. Down Town
- Φωτογραφίες - Σούρουπο στο L.A.
- Φωτογραφίες - L.A. (by night..)
- L.A. (μέρος Ε)
- Φωτογραφίες - Venice Beach
- Φωτογραφίες - Santa Monica
- L.A. (μέρος ΣΤ)
- Φωτογραφίες - Holywood & Universal Studios
L.A (Mέρος Γ)
…Oπως το περίμενα, η παρέα ήταν έτοιμη να με αναζητήσει . Αφού τους καθησύχασα και τους ενημέρωσα για την όμορφη βόλτα μου, ανεβήκαμε πάλι στο γραφείο του Γάλλου της παρέας, για να «ετοιμαστούμε» προκειμένου να παρευρεθούμε στα εγκαίνια της έκθεσης, - αν και εγω προσωπικά δεν έκανα καμία «ετοιμασία», το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω μαγεμένη το LA στα φώτα της νύχτας...Η θέα ήταν ένας ….κινούμενος χάρτης, καθώς όλοι οι κεντρικοί δρόμοι ξεχώριζαν από τα φώτα των αυτοκινήτων, σαν γιρλάντες με φωτάκια σε αέναη κίνηση, δίπλα από «επίπεδα» σχετικά, τεράστια οικοδομικά τετράγωνα, με τους ουρανοξύστες να ξεχωρίζουν, που και που, περήφανοι, φωτισμένοι, να προσπαθούν να «γρατζουνήσουν» θαρρείς τα πέπλα της νύχτας, μα εν τέλει να παραμένουν τόσο μικροί μπροστά της….ο ωκεανός μαύρος, σκοτεινός, σχεδόν δεν ξεχώριζε, ήταν η θάλασσα ένα με τη σκοτεινή νύχτα εκεί που τέλειωναν τα φώτα της πόλης, δεν την έβλεπες, απλά ήξερες ότι είναι εκεί, -εκεί που τελειώνουν τα φώτα…. Βγήκα στο μπαλκονάκι (λίγη ψύχρα, αλλά πολύ καλή θερμοκρασία, Δεκέμβρη μήνα), και αναζήτησα με το βλέμμα το φεγγάρι… Δεν κατάφερα να το εντοπίσω, ίσως δεν είχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα ή ίσως ήταν κρυμμένο, - ενώ η πολύφωτη πόλη κρατούσε το φως από τα αστέρια μακριά.... Διακρίνονταν ωστόσο καθαρά τα φώτα των αεροπλάνων, στη στροφή που έκαναν πάνω από τον ειρηνικό ωκεανό: πάντα, όποια στιγμή και αν κοίταζες, τουλάχιστον τρία αεροπλάνα ήταν σε οπτικό πεδίο, να απογειώνονται ή να ετοιμάζονται για προσγείωση στο αεροδρόμιο της μεγάλης πόλης ..
Για καλή μου τύχη, τα εγκαίνια αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο βαρετά από ότι φανταζόμουν… Ενας σύντομος (πολύ σύντομος!) λόγος που χειροκροτήθηκε (καμιά σχέση με τους δικούς μας ατέλειωτους μονολόγους), και ιαπωνικός μπουφέ (τύπου fingerfood) – αν και δεν είμαι ιδιαίτερα φίλη της ιαπωνικής κουζίνας το φαγητό ήταν πολύ, -και καλό!. Στα θετικά της εκδήλωσης ήταν το ελαφρώς περιποιημένο, αλλά σχετικά «casual» ντύσιμο του κόσμου (όχι ότι δεν έλειψαν και τα περίεργα ντυσίματα, τύπου δωδεκάποντο παπούτσι και ντύσιμο-βάψιμο -μάτι αλλά Κλεοπάτρα, ή δερμάτινο outfit τύπου ασπρόμαυρη, πουά, αγελάδα αλλά αδύνατη και στο ξανθό!, -εμ, να έχει και η «κοινωνική κριτική» ένα στόχο, μια έμπνευση!!!! J ). Ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος ήταν ντυμένος απλά, κομψά, μιλούσε –χαιρετιόταν σε «πηγαδάκια» αλλά χωρίς να φωνάζει, o καθένας συστηνόταν, έλεγε από πού ήταν, τι έκανε, και γενικότερα κυριαρχούσε μια ευχάριστη, φιλική ατμόσφαιρα. Αν και κάποια στιγμή είχα μια…αναλαμπή τύπου «τι κάνω εγώ, με ένα μεταπτυχιακό στο Πάντειο ανάμεσα σε τόσο κόσμο διανοούμενο, που ο καθένας είχε στο ενεργητικό του υποτροφίες, διαλέξεις, δημοσιεύσεις, συγγράμματα! –ή πιο λαϊκά «πού πας βρε Δέσποινα» κατά το «πού πας βρε Καραμήτρο!», τι θα πείς εδώ πέρα!», - ωστόσο ομολογώ ότι ουδέποτε κανείς δεν με έκανε να νιώσω «μειονεκτικά», - όλοι ήταν φιλικοί μαζί μου, με ρωτούσαν ευγενικά με ένα ενδιαφέρον που έμοιαζε ειλικρινές για την Ελλάδα, τις σπουδές μου, τις συνθήκες στη χώρα μου – για μια στιγμή σκέφθηκα πως αν οι πολιτικοί ανά τον κόσμο ήταν όπως αυτοί εδώ οι έξυπνοι μα απλοί ( νέοι ως επί το πλείστον) άνθρωποι, που με σεμνότητα ανέλυαν την έρευνα, τα ενδιαφέροντα, ενίοτε και κάποια βασικά στοιχεία της ζωής τους για να ακούσουν στη συνέχεια με σεβασμό τι έχει να πει ο διπλανός τους, ε, τότε, ο κόσμος, δεν μπορεί, θα ήταν καλύτερος!
Για την έκθεση φωτογραφίας δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα….Τα ονόματα των φωτογράφων και των συντελεστών μου διαφεύγουν (αν υποθέσω ότι τα συγκράτησα ποτέ). Ουσιαστικά επρόκειτο για δύο εκθέσεις ιαπωνέζων καλλιτεχνών, μια πιο μοντέρνα, και μια δεύτερη με ασπρόμαυρες ως επί το πλείστον φωτογραφίες «εποχής». Το πιο μοντέρνο «μέρος» πέρασε μέσα μου σχετικά «αδιάφορα» (η τέχνη είναι άλλωστε υποκειμενική εμπειρία, - υπάρχουν μοντέρνα, «αφηρημένα» με την έννοια ότι δεν παραπέμπουν σε κάτι συγκεκριμένο, έργα τα οποία για κάποιο μυστήριο λόγο με αγγίζουν, ξυπνούν μέσα μου σχήματα, εικόνες, ακόμα και συναισθήματα, - στην πλειοψηφία της όμως η μοντέρνα τέχνη δεν θα έλεγα ότι είναι η αγαπημένη μου, καθώς είναι λίγα τα μοντέρνα έργα που εμπνέουν κάτι , κάτι δυνατό, που «μιλάνε» μέσα μου). Οι παραδοσιακές φωτογραφίες μου άρεσαν περισσότερο, εικόνες-διηγήσεις (όσο μια εικόνα είναι –και μπορεί να είναι- κοινωνός και μάρτυρας και παραστάτης μιας κοινωνίας, και μιας εποχής).
Η ώρα ήταν περασμένη (κοντά 12) όταν φύγαμε από το Μουσείο. Κάποιοι πρότειναν μια έξοδο για ποτό Down Town (στο κέντρο της πόλης), ή στη γειτονική παραλία της Σάντα Μόνικα, oι περισσότεροι όμως έδειχναν κουρασμένοι. Ομολογώ –προς ευγένεια όλων τους-, ότι η τελική ερώτηση τέθηκε σε εμένα, καθότι φιλοξενούμενη για λίγες μέρες, και από μακριά… Εγώ πάλι από τη μια ήθελα να δω όσο μπορώ τον όλο τρόπο ζωής, να βιώσω όσο μπορώ περισσότερο τον παλμό αυτής της πόλης, -από την άλλη καταλάβαινα ότι οι περισσότεροι είχαν ανάγκη από ξεκούραση (χωρίς κι εγώ να πηγαίνω πίσω, αφού το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί πολύ λίγες ώρες, -ευτυχώς που δεν ανήκω στα θύματα του jet lang!). Τελικά συμβιβαστήκαμε με το να πάμε (να μας αφήσουν, με το αυτοκίνητο), οι μισοί περίπου, για ένα ποτό στην πλατεία της «γειτονιάς» (που μόνο «γειτονιά» δεν είναι!), και να γυρίσουμε «σπίτι» με τα πόδια. Η «πλατεία» αποδείχτηκε ουσιαστικά ένα μικρό εμπορικό κέντρο (το οποίο εξυπηρετούσε από ότι κατάλαβα πολλά μεγάααλα οικοδομικά τετράγωνα), απαρτιζόμενο από 2-3 πολύ-μαγαζιά (τύπου σουπερμάρκετ) , ένα μικρό μαγαζί με λουτήρες και ειδικό εξοπλισμό για βάψιμο νυχιών, ένα βιβλιοπωλείο, 2 εστιατόρια, ένα φαστ φουντ (τύπου MC Donalds) και ένα μαγαζί τύπου καφετέρια-μπαρ, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο, και στο οποίο ήπιαμε ένα ποτό (φαίνεται πως ο κόσμος όταν θέλει να πιει πηγαίνει στα μπαρ των παραλιακών περιοχών ή του κέντρου, -τα συνοικιακά εμπορικά κέντρα χρησιμοποιούνται κυρίως από τους κατοίκους των κοντινών οικημάτων, και αυτό «επιλεκτικά» , και είναι, όπως έμαθα λίγο αργότερα, πολύ, πολύ ακριβά.. (να επισημάνω βέβαια ότι μέναμε σε καλή, «ακριβή» περιοχή….μπορεί να μην ήταν Beverly Hills, το Beverly Hills όμως ήταν από τις κοντινές «γειτονιές», κάτι που σαφώς παίζει ρόλο). Όπως μάλιστα μου ανέφερε η φίλη μου (η οποία λατρεύει τη μερέντα), η ίδια συσκευασία μερέντας στο κατάστημα της πλατείας κόστιζε διπλάσια τιμή από ότι στα μεγάλα σουπερμάρκετ που βρίσκονταν πιο κοντά στο κέντρο, -«προφανώς τα καταστήματα αυτά απευθύνονται μόνο στον κόσμο εδώ, εδώ είναι όλοι πλούσιοι, οπότε απλά δεν τους νοιάζει», μου εξήγησε με ένα σήκωμα των ώμων.
Στο δρόμο για το «σπίτι», η ψύχρα της νύχτας ήταν υποφερτή, η διαδρομή ευχάριστη, μάλιστα η πλατεία ήταν στολισμένη εν αναμονή των χριστουγέννων. Ελάχιστοι άνθρωποι έξω με το σκύλο τους (κανένας χωρίς σκύλο!, και αυτοί οι λίγοι που έβγαζαν το σκύλο τους βόλτα μας κοιτούσαν παράξενα, σαν να ήταν κάτι αξιοσημείωτο, η ύπαρξή μας ως πεζοί, εκεί ). Αντιστρόφως ανάλογα, μπορώ να πω πως και για εμένα, γέννημα θρέμμα της Αθήνας, αυτή η ερημιά ήταν πραγματικά παράξενη (αν και όχι «σκιαχτική», -απλά, παράξενη). Τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν τεράστια, και κάθε τετράγωνο απαρτιζόταν από δύο ή τρία σπίτια (όλα μεγάλα!), οπότε οι αποστάσεις είναι πραγματικά μεγάλες - η «κοντινή» πλατεία αποδείχτηκε ένα γεμάτο εικοσάλεπτο (σχεδόν μισάωρο) απόσταση, μέχρι να φθάσουμε στην είσοδο του κτιρίου που μας φιλοξενούσε. Καληνυχτιστήκαμε με την παρέα και, κατάκοπες, σωριαστήκαμε με τη φίλη μου στον καναπέ, να ανταλλάξουμε εντυπώσεις πριν κοιμηθούμε και να κάνουμε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.
…Oπως το περίμενα, η παρέα ήταν έτοιμη να με αναζητήσει . Αφού τους καθησύχασα και τους ενημέρωσα για την όμορφη βόλτα μου, ανεβήκαμε πάλι στο γραφείο του Γάλλου της παρέας, για να «ετοιμαστούμε» προκειμένου να παρευρεθούμε στα εγκαίνια της έκθεσης, - αν και εγω προσωπικά δεν έκανα καμία «ετοιμασία», το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω μαγεμένη το LA στα φώτα της νύχτας...Η θέα ήταν ένας ….κινούμενος χάρτης, καθώς όλοι οι κεντρικοί δρόμοι ξεχώριζαν από τα φώτα των αυτοκινήτων, σαν γιρλάντες με φωτάκια σε αέναη κίνηση, δίπλα από «επίπεδα» σχετικά, τεράστια οικοδομικά τετράγωνα, με τους ουρανοξύστες να ξεχωρίζουν, που και που, περήφανοι, φωτισμένοι, να προσπαθούν να «γρατζουνήσουν» θαρρείς τα πέπλα της νύχτας, μα εν τέλει να παραμένουν τόσο μικροί μπροστά της….ο ωκεανός μαύρος, σκοτεινός, σχεδόν δεν ξεχώριζε, ήταν η θάλασσα ένα με τη σκοτεινή νύχτα εκεί που τέλειωναν τα φώτα της πόλης, δεν την έβλεπες, απλά ήξερες ότι είναι εκεί, -εκεί που τελειώνουν τα φώτα…. Βγήκα στο μπαλκονάκι (λίγη ψύχρα, αλλά πολύ καλή θερμοκρασία, Δεκέμβρη μήνα), και αναζήτησα με το βλέμμα το φεγγάρι… Δεν κατάφερα να το εντοπίσω, ίσως δεν είχε φεγγάρι εκείνη τη νύχτα ή ίσως ήταν κρυμμένο, - ενώ η πολύφωτη πόλη κρατούσε το φως από τα αστέρια μακριά.... Διακρίνονταν ωστόσο καθαρά τα φώτα των αεροπλάνων, στη στροφή που έκαναν πάνω από τον ειρηνικό ωκεανό: πάντα, όποια στιγμή και αν κοίταζες, τουλάχιστον τρία αεροπλάνα ήταν σε οπτικό πεδίο, να απογειώνονται ή να ετοιμάζονται για προσγείωση στο αεροδρόμιο της μεγάλης πόλης ..
Για καλή μου τύχη, τα εγκαίνια αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο βαρετά από ότι φανταζόμουν… Ενας σύντομος (πολύ σύντομος!) λόγος που χειροκροτήθηκε (καμιά σχέση με τους δικούς μας ατέλειωτους μονολόγους), και ιαπωνικός μπουφέ (τύπου fingerfood) – αν και δεν είμαι ιδιαίτερα φίλη της ιαπωνικής κουζίνας το φαγητό ήταν πολύ, -και καλό!. Στα θετικά της εκδήλωσης ήταν το ελαφρώς περιποιημένο, αλλά σχετικά «casual» ντύσιμο του κόσμου (όχι ότι δεν έλειψαν και τα περίεργα ντυσίματα, τύπου δωδεκάποντο παπούτσι και ντύσιμο-βάψιμο -μάτι αλλά Κλεοπάτρα, ή δερμάτινο outfit τύπου ασπρόμαυρη, πουά, αγελάδα αλλά αδύνατη και στο ξανθό!, -εμ, να έχει και η «κοινωνική κριτική» ένα στόχο, μια έμπνευση!!!! J ). Ωστόσο, ο περισσότερος κόσμος ήταν ντυμένος απλά, κομψά, μιλούσε –χαιρετιόταν σε «πηγαδάκια» αλλά χωρίς να φωνάζει, o καθένας συστηνόταν, έλεγε από πού ήταν, τι έκανε, και γενικότερα κυριαρχούσε μια ευχάριστη, φιλική ατμόσφαιρα. Αν και κάποια στιγμή είχα μια…αναλαμπή τύπου «τι κάνω εγώ, με ένα μεταπτυχιακό στο Πάντειο ανάμεσα σε τόσο κόσμο διανοούμενο, που ο καθένας είχε στο ενεργητικό του υποτροφίες, διαλέξεις, δημοσιεύσεις, συγγράμματα! –ή πιο λαϊκά «πού πας βρε Δέσποινα» κατά το «πού πας βρε Καραμήτρο!», τι θα πείς εδώ πέρα!», - ωστόσο ομολογώ ότι ουδέποτε κανείς δεν με έκανε να νιώσω «μειονεκτικά», - όλοι ήταν φιλικοί μαζί μου, με ρωτούσαν ευγενικά με ένα ενδιαφέρον που έμοιαζε ειλικρινές για την Ελλάδα, τις σπουδές μου, τις συνθήκες στη χώρα μου – για μια στιγμή σκέφθηκα πως αν οι πολιτικοί ανά τον κόσμο ήταν όπως αυτοί εδώ οι έξυπνοι μα απλοί ( νέοι ως επί το πλείστον) άνθρωποι, που με σεμνότητα ανέλυαν την έρευνα, τα ενδιαφέροντα, ενίοτε και κάποια βασικά στοιχεία της ζωής τους για να ακούσουν στη συνέχεια με σεβασμό τι έχει να πει ο διπλανός τους, ε, τότε, ο κόσμος, δεν μπορεί, θα ήταν καλύτερος!
Για την έκθεση φωτογραφίας δεν μπορώ να πω πολλά πράγματα….Τα ονόματα των φωτογράφων και των συντελεστών μου διαφεύγουν (αν υποθέσω ότι τα συγκράτησα ποτέ). Ουσιαστικά επρόκειτο για δύο εκθέσεις ιαπωνέζων καλλιτεχνών, μια πιο μοντέρνα, και μια δεύτερη με ασπρόμαυρες ως επί το πλείστον φωτογραφίες «εποχής». Το πιο μοντέρνο «μέρος» πέρασε μέσα μου σχετικά «αδιάφορα» (η τέχνη είναι άλλωστε υποκειμενική εμπειρία, - υπάρχουν μοντέρνα, «αφηρημένα» με την έννοια ότι δεν παραπέμπουν σε κάτι συγκεκριμένο, έργα τα οποία για κάποιο μυστήριο λόγο με αγγίζουν, ξυπνούν μέσα μου σχήματα, εικόνες, ακόμα και συναισθήματα, - στην πλειοψηφία της όμως η μοντέρνα τέχνη δεν θα έλεγα ότι είναι η αγαπημένη μου, καθώς είναι λίγα τα μοντέρνα έργα που εμπνέουν κάτι , κάτι δυνατό, που «μιλάνε» μέσα μου). Οι παραδοσιακές φωτογραφίες μου άρεσαν περισσότερο, εικόνες-διηγήσεις (όσο μια εικόνα είναι –και μπορεί να είναι- κοινωνός και μάρτυρας και παραστάτης μιας κοινωνίας, και μιας εποχής).
Η ώρα ήταν περασμένη (κοντά 12) όταν φύγαμε από το Μουσείο. Κάποιοι πρότειναν μια έξοδο για ποτό Down Town (στο κέντρο της πόλης), ή στη γειτονική παραλία της Σάντα Μόνικα, oι περισσότεροι όμως έδειχναν κουρασμένοι. Ομολογώ –προς ευγένεια όλων τους-, ότι η τελική ερώτηση τέθηκε σε εμένα, καθότι φιλοξενούμενη για λίγες μέρες, και από μακριά… Εγώ πάλι από τη μια ήθελα να δω όσο μπορώ τον όλο τρόπο ζωής, να βιώσω όσο μπορώ περισσότερο τον παλμό αυτής της πόλης, -από την άλλη καταλάβαινα ότι οι περισσότεροι είχαν ανάγκη από ξεκούραση (χωρίς κι εγώ να πηγαίνω πίσω, αφού το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί πολύ λίγες ώρες, -ευτυχώς που δεν ανήκω στα θύματα του jet lang!). Τελικά συμβιβαστήκαμε με το να πάμε (να μας αφήσουν, με το αυτοκίνητο), οι μισοί περίπου, για ένα ποτό στην πλατεία της «γειτονιάς» (που μόνο «γειτονιά» δεν είναι!), και να γυρίσουμε «σπίτι» με τα πόδια. Η «πλατεία» αποδείχτηκε ουσιαστικά ένα μικρό εμπορικό κέντρο (το οποίο εξυπηρετούσε από ότι κατάλαβα πολλά μεγάααλα οικοδομικά τετράγωνα), απαρτιζόμενο από 2-3 πολύ-μαγαζιά (τύπου σουπερμάρκετ) , ένα μικρό μαγαζί με λουτήρες και ειδικό εξοπλισμό για βάψιμο νυχιών, ένα βιβλιοπωλείο, 2 εστιατόρια, ένα φαστ φουντ (τύπου MC Donalds) και ένα μαγαζί τύπου καφετέρια-μπαρ, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο, και στο οποίο ήπιαμε ένα ποτό (φαίνεται πως ο κόσμος όταν θέλει να πιει πηγαίνει στα μπαρ των παραλιακών περιοχών ή του κέντρου, -τα συνοικιακά εμπορικά κέντρα χρησιμοποιούνται κυρίως από τους κατοίκους των κοντινών οικημάτων, και αυτό «επιλεκτικά» , και είναι, όπως έμαθα λίγο αργότερα, πολύ, πολύ ακριβά.. (να επισημάνω βέβαια ότι μέναμε σε καλή, «ακριβή» περιοχή….μπορεί να μην ήταν Beverly Hills, το Beverly Hills όμως ήταν από τις κοντινές «γειτονιές», κάτι που σαφώς παίζει ρόλο). Όπως μάλιστα μου ανέφερε η φίλη μου (η οποία λατρεύει τη μερέντα), η ίδια συσκευασία μερέντας στο κατάστημα της πλατείας κόστιζε διπλάσια τιμή από ότι στα μεγάλα σουπερμάρκετ που βρίσκονταν πιο κοντά στο κέντρο, -«προφανώς τα καταστήματα αυτά απευθύνονται μόνο στον κόσμο εδώ, εδώ είναι όλοι πλούσιοι, οπότε απλά δεν τους νοιάζει», μου εξήγησε με ένα σήκωμα των ώμων.
Στο δρόμο για το «σπίτι», η ψύχρα της νύχτας ήταν υποφερτή, η διαδρομή ευχάριστη, μάλιστα η πλατεία ήταν στολισμένη εν αναμονή των χριστουγέννων. Ελάχιστοι άνθρωποι έξω με το σκύλο τους (κανένας χωρίς σκύλο!, και αυτοί οι λίγοι που έβγαζαν το σκύλο τους βόλτα μας κοιτούσαν παράξενα, σαν να ήταν κάτι αξιοσημείωτο, η ύπαρξή μας ως πεζοί, εκεί ). Αντιστρόφως ανάλογα, μπορώ να πω πως και για εμένα, γέννημα θρέμμα της Αθήνας, αυτή η ερημιά ήταν πραγματικά παράξενη (αν και όχι «σκιαχτική», -απλά, παράξενη). Τα οικοδομικά τετράγωνα ήταν τεράστια, και κάθε τετράγωνο απαρτιζόταν από δύο ή τρία σπίτια (όλα μεγάλα!), οπότε οι αποστάσεις είναι πραγματικά μεγάλες - η «κοντινή» πλατεία αποδείχτηκε ένα γεμάτο εικοσάλεπτο (σχεδόν μισάωρο) απόσταση, μέχρι να φθάσουμε στην είσοδο του κτιρίου που μας φιλοξενούσε. Καληνυχτιστήκαμε με την παρέα και, κατάκοπες, σωριαστήκαμε με τη φίλη μου στον καναπέ, να ανταλλάξουμε εντυπώσεις πριν κοιμηθούμε και να κάνουμε το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.