psilos3
Member
- Μηνύματα
- 6.094
- Likes
- 45.324
- Επόμενο Ταξίδι
- ?
- Ταξίδι-Όνειρο
- Peru, Japan, Iceland
Η νύχτα στην Κρακοβία & επιστροφή
Πιο σύντομη και άνετη η διαδρομή αυτή τη φορά (έτσι είναι άμα πληρώνεις αδρά την πρώτη θέση ), με άφιξη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κρακοβίας πριν τις έξι το απόγευμα. Από λάθος δε βγήκα κατευθείαν αλλά μέσω του mall Galeria Krakowska, που είναι ένα σώμα – μια ψυχή με τον σταθμό, στο οποίο επικρατούσε πανδαιμόνιο από κόσμο εκείνη την ώρα:
Η κοντινότερη έξοδος προς την παλιά πόλη μ’ έφερε μπροστά στη μικρή χριστουγεννιάτικη αγορά της Plac Jana, με τις μυρωδιές να μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Απορώ πως κρατήθηκα:
Αρχικά κατευθύνθηκα απέναντι προς την υπόγεια αγορά προκειμένου να αγοράσω ένα σκουφί, μιας και το δικό μου κάπου χάθηκε νωρίτερα (πέφτει ο σκούφος μου στα λάσπη άιντε βάσανα που `χεις αγάπη που λέει και το άσμα) όπως περνούσα τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μουσείου. Δε γίνεται άλλωστε Κρακοβία χωρίς σκουφί, θεωρείται απαραίτητο αξεσουάρ από τα τέλη του Οκτώβρη και μετά:
Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά έδειξα την αυτοσυγκράτηση μου, παρόλο που η βιτρίνα με τα Πολωνικά ντονατς ήταν προκλητική:
Αντ’ αυτού πέρασα απέναντι, παράλληλα με το παρκάκι πίσω απ’ το θέατρο Juliusz Słowacki της Κρακοβίας με το ψιλόβροχο να δυναμώνει όλο και περισσότερο:
Προχωρώντας προς την οδό Floriańska διαπίστωσα ότι ήταν ώρα ν’ ανοίξω κι εγώ την ομπρέλα μου, γιατί πλέον η βροχή δε σήκωνε αστεία, όπως επίσης πως ήταν ώρα για ένα απογευματινό καφεδάκι που βρήκα λίγο πιο κάτω:
Παρόλες τις δυσκολίες λόγω της βροχής που έπεφτε απτόητη, είπα να κάνω καμιά βόλτα μέχρι την πλατεία Rynek Główny για μερικές νυχτερινές λήψεις της πάντα θελκτικής αυτής πόλης:
Ήταν και μια πολύ καλή αφορμή για επίσκεψη στη Χριστουγεννιάτικη αγορά που είναι στημένη εκεί προκειμένου να πάρω λίγο κλίμα εορτών, σκέψη που έκαναν και αρκετές εκατοντάδες ακόμη κόσμου:
Τα χτυπήματα συνέχισαν να είναι αλλεπάλληλα, με την κάπνα και τις μυρωδιές από τις ψησταριές να με κατακλύζουν από παντού:
Ευτυχώς για το καλό όλων η βροχή έδειχνε να ‘χει σταματήσει τόσο ξαφνικά και τόσο γρήγορα όπως άρχισε:
Έτσι σκεπτόμενος σοφά αποφάσισα να κατευθυνθώ προς το ξενοδοχείο για να τσεκάρω και να ετοιμαστώ προκειμένου να βγω μια και καλή για βράδυ:
Χρόνος για πολλή ξεκούραση δεν υπήρχε, χώρια που η πείνα με τριβέλιζε εδώ και ώρα, έτσι ξανακατέβηκα προς την πλατεία με το φαντασμαγορικό φωτισμό της, απολύτως ανανεωμένος κι έτοιμος για νέες περιπέτειες:
Έκανα ξανά μια βόλτα στην αγορά με σκοπό να χορτάσω τη πείνα μου που όλο και μεγάλωνε, διαπιστώνοντας όμως ότι ο μόνος εφικτός τρόπος πληρωμής ήταν με μετρητά, κάτι για το οποίο δεν είχα φροντίσει νωρίτερα. Κακώς:
Έτσι, με σκοπό να βολτάρω και λίγο βρίσκοντας κάποιο εστιατόριο με Πολωνική κουζίνα έφτασα ως το δρόμο Szewska που διαθέτει ότι υφίσταται σε εστίαση. Λόγω της πολυκοσμίας βέβαια μιας και δεν ήθελα ν’ αργοπορήσω, αρκέστηκα σ’ ένα γευστικότατο και καυτερό ντονέρ, αφήνοντας τα όνειρα μου για τηγανιτά Pierogi και σούπα borscht για την επόμενη εκδρομή στη χώρα…
Μετά από το χορταστικό ντονέρ, το ζητούμενο της νύχτας στη Πολωνική πόλη ήταν ένα. Ποιο μπαρ θα φιλοξενούσε τη μοναξιά μου. Περιπλανήθηκα αρκετά στα στενά γύρω από την κεντρική πλατεία ανάμεσα σε πλήθος κόσμου χωρίς αποτέλεσμα, άλλοτε γιατί δεν έβρισκα θέση κι άλλοτε πάλι γιατί δεν είχα μετρητά. Μια απόπειρα ανάληψης από ATM Euronet απέβη άκαρπη, μιας και το κατώτερο ποσό που μπορούσα να βγάλω ήταν 600zl, κι εγώ χρειαζόμουν σαφώς λιγότερα. Δε πειράζει, αυτά είναι μαθήματα για να φροντίζω να έχω πάντα και λίγα μετρητά πάνω μου. Μ' αρέσει που τα 'λεγα κιόλας...
Τουλάχιστον το καλό στην πόλη της Κρακοβίας ήταν ότι πάντα έχεις να δεις ωραίες εικόνες, σε όποιο στενό κι αν περπατήσεις, όπως αυτής του Globus tower, που χρειάστηκε να φτάσω μέχρι τα όρια της παλιάς πόλης για να δω από κοντά:
Σκεπτόμενος ψύχραιμα κι έχοντας φάει ήδη αρκετό κρύο το φιλοσόφησα αλλιώς. Θα έμπαινα κάπου και αναδιαμόρφωνα το πλάνο μου με έρευνα. Έτσι περνώντας ξανά από την πλατεία μπήκα στο αδιάφορο Pub Polski παραγγέλνοντας ένα Pint και χαζεύοντας το τελευταίο 20λεπτο του Αργεντινή-Μεξικό. Κλάσεις ανώτερο ματς από αυτό του μεσημεριού, θεάματος επιπέδου Δόξα Βύρωνα – Θρασύβουλος Φυλής:
Τουλάχιστον όση ώρα έκατσα για να πιώ τη μπύρα μου φρόντισα να ψάξω επιμελώς κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ήμουν ήδη. Δεν είχα σκοπό να κατέβω στο Kazimierz, αρχικά γιατί δεν ήθελα να μπλέξω με μετακινήσεις και αφετέρου γιατί δεν ήθελα να μπλέξω γενικότερα, έτσι κινήθηκα προς τα πιο κοντινά μπαράκια, με το Viva la Pinta (μα τι ωραίο όνομα) να είναι ένα από αυτά. Κλασσική περίπτωση μπύρας από δεξαμενή, όπως συνηθίζεται αρκετά στην Πολωνία ωστόσο η πρώτη μου επιλογή δεν ήταν πετυχημένη και μου ξύνιζε, φροντίζοντας να το διορθώσω όλο αυτό λίγα λεπτά αργότερα:
Δεν έμεινα πολύ, γιατί εκτός των άλλων δεν είχα βολευτεί καλά στον περιορισμένο χώρο που βρήκα και παράλληλα το συγκεκριμένο μαγαζί δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω κι άλλες εκδοχές της νύχτας στη Κρακοβία.
Έτσι μοιραία κατευθύνθηκα στο επόμενο μπαρ που είχα στα υπόψιν και ήταν λίγα μέτρα παραδίπλα, ένα μπαρ που με κέρδισε αρχικά απ’ τ’ όνομα του (House of Beer), από την εμφάνιση και διακόσμηση του που είδα μόλις πέρασα τη πόρτα του παλιού κλασσικού κτηρίου που το φιλοξενούσε:
Αλλά και από τους ωραίους ήχους πού ήρθαν επιτέλους στ’ αυτιά μου και χρειαζόμουν επιτακτικά:
Γίναμε σκέφτηκα, μιας και βρισκόμουν αναμφίβολα στο κατάλληλο μέρος πιάνοντας και θέση σ’ ένα στρατηγικό σημείο απέναντι από το μπαρ, προκειμένου να μελετήσω το μαυροπίνακα με όλα τα καλά του, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις καταστημάτων με φρέσκια μπύρα. Τα ψέματα είχαν τελειώσει, ξεκινούσαν οι Stout με επίγευση σοκολάτας, όλα υπό τους ήχους των Rammstein που έκαναν ακόμη καλύτερη τη βραδιά:
Τι άλλο να ζητήσει κανείς από το βράδυ του στην Κρακοβία;
Προχώρησα τα 150 μέτρα που με χώριζαν από το ξενοδοχείο με χαμόγελο και μεγάλη ικανοποίηση, λίγο μετά τις δύο το ξημέρωμα…
Η πρωινή πτήση της επομένης δεν έδινε και πολλά περιθώρια ή καλύτερα κανένα, μιας και οριακά περίσσευε για να ξυπνήσω και να κατέβω για πρωινό. Πριν το ρολόι δείξει κιόλας εννιά ήμουν στους άδειους και παγωμένους Κυριακάτικους δρόμους της πόλης:
Πέρασα αυτή τη φορά από την πεζογέφυρα και πήγα κατευθείαν στην πλατφόρμα περιμένοντας λίγα λεπτά μέχρι να ‘ρθει το τρένο. Αυτή είναι άλλωστε (εκτός των βάρβαρων ωρών) και η προτιμότερη λύση μετάβασης από και προς το αεροδρόμιο, διάρκειας μόνο 20 λεπτών με μία ενδιάμεση στάση:
Στο αεροδρόμιο που ήξερα και θυμόμουν πλέον καλά, πήρα ένα διπλό καφέ και σκότωσα ακόμα ένα μισάωρο που περίσσευε καθισμένος σ’ ένα από τα εξωτερικά παγκάκια του:
Φυσικά μετά και το γρήγορο έλεγχο είχα στη διάθεση μου όλο τον απαιτούμενο χρόνο που υπολόγιζα προκειμένου να πάρω προμήθειες. Πολωνία χωρίς ψώνια άλλωστε δε γίνεται! Ξεκίνησα από τα ράφια της Soplica, της πασίγνωστης liqueur vodka, επιλέγοντας αντί για τη στάνταρ (φουντούκι) έκδοση, μια παραλλαγή με φουντούκι και μαύρη σοκολάτα, ιδανική νομίζω για τα Χριστούγεννα που έρχονται:
Η πιο σίγουρη στάση όμως ήταν αυτή στα ράφια της αγαπημένης Żubrówka, προκειμένου να προμηθευτώ μια μεγάλη συσκευασία βότκας με γρασίδι, η απαλή γεύση της οποίας μου ‘χει καθίσει πάρα πολύ καλά:
Ήθελα να πάρω και κάτι φαγώσιμο, ωστόσο δε βρήκα αυτό που έψαχνα αφήνοντας το για την επόμενη φορά.
Η επιβίβαση άλλωστε είχε ξεκινήσει στην ώρα της και δίχως την παραμικρή καθυστέρηση,
δίνοντας έτσι το τέλος που έπρεπε σε μία ακόμα όμορφη εκδρομή σ’ αυτή τη χώρα...
Πιο σύντομη και άνετη η διαδρομή αυτή τη φορά (έτσι είναι άμα πληρώνεις αδρά την πρώτη θέση ), με άφιξη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Κρακοβίας πριν τις έξι το απόγευμα. Από λάθος δε βγήκα κατευθείαν αλλά μέσω του mall Galeria Krakowska, που είναι ένα σώμα – μια ψυχή με τον σταθμό, στο οποίο επικρατούσε πανδαιμόνιο από κόσμο εκείνη την ώρα:
Η κοντινότερη έξοδος προς την παλιά πόλη μ’ έφερε μπροστά στη μικρή χριστουγεννιάτικη αγορά της Plac Jana, με τις μυρωδιές να μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Απορώ πως κρατήθηκα:
Αρχικά κατευθύνθηκα απέναντι προς την υπόγεια αγορά προκειμένου να αγοράσω ένα σκουφί, μιας και το δικό μου κάπου χάθηκε νωρίτερα (πέφτει ο σκούφος μου στα λάσπη άιντε βάσανα που `χεις αγάπη που λέει και το άσμα) όπως περνούσα τους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μουσείου. Δε γίνεται άλλωστε Κρακοβία χωρίς σκουφί, θεωρείται απαραίτητο αξεσουάρ από τα τέλη του Οκτώβρη και μετά:
Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά έδειξα την αυτοσυγκράτηση μου, παρόλο που η βιτρίνα με τα Πολωνικά ντονατς ήταν προκλητική:
Αντ’ αυτού πέρασα απέναντι, παράλληλα με το παρκάκι πίσω απ’ το θέατρο Juliusz Słowacki της Κρακοβίας με το ψιλόβροχο να δυναμώνει όλο και περισσότερο:
Προχωρώντας προς την οδό Floriańska διαπίστωσα ότι ήταν ώρα ν’ ανοίξω κι εγώ την ομπρέλα μου, γιατί πλέον η βροχή δε σήκωνε αστεία, όπως επίσης πως ήταν ώρα για ένα απογευματινό καφεδάκι που βρήκα λίγο πιο κάτω:
Παρόλες τις δυσκολίες λόγω της βροχής που έπεφτε απτόητη, είπα να κάνω καμιά βόλτα μέχρι την πλατεία Rynek Główny για μερικές νυχτερινές λήψεις της πάντα θελκτικής αυτής πόλης:
Ήταν και μια πολύ καλή αφορμή για επίσκεψη στη Χριστουγεννιάτικη αγορά που είναι στημένη εκεί προκειμένου να πάρω λίγο κλίμα εορτών, σκέψη που έκαναν και αρκετές εκατοντάδες ακόμη κόσμου:
Τα χτυπήματα συνέχισαν να είναι αλλεπάλληλα, με την κάπνα και τις μυρωδιές από τις ψησταριές να με κατακλύζουν από παντού:
Ευτυχώς για το καλό όλων η βροχή έδειχνε να ‘χει σταματήσει τόσο ξαφνικά και τόσο γρήγορα όπως άρχισε:
Έτσι σκεπτόμενος σοφά αποφάσισα να κατευθυνθώ προς το ξενοδοχείο για να τσεκάρω και να ετοιμαστώ προκειμένου να βγω μια και καλή για βράδυ:
Χρόνος για πολλή ξεκούραση δεν υπήρχε, χώρια που η πείνα με τριβέλιζε εδώ και ώρα, έτσι ξανακατέβηκα προς την πλατεία με το φαντασμαγορικό φωτισμό της, απολύτως ανανεωμένος κι έτοιμος για νέες περιπέτειες:
Έκανα ξανά μια βόλτα στην αγορά με σκοπό να χορτάσω τη πείνα μου που όλο και μεγάλωνε, διαπιστώνοντας όμως ότι ο μόνος εφικτός τρόπος πληρωμής ήταν με μετρητά, κάτι για το οποίο δεν είχα φροντίσει νωρίτερα. Κακώς:
Έτσι, με σκοπό να βολτάρω και λίγο βρίσκοντας κάποιο εστιατόριο με Πολωνική κουζίνα έφτασα ως το δρόμο Szewska που διαθέτει ότι υφίσταται σε εστίαση. Λόγω της πολυκοσμίας βέβαια μιας και δεν ήθελα ν’ αργοπορήσω, αρκέστηκα σ’ ένα γευστικότατο και καυτερό ντονέρ, αφήνοντας τα όνειρα μου για τηγανιτά Pierogi και σούπα borscht για την επόμενη εκδρομή στη χώρα…
Μετά από το χορταστικό ντονέρ, το ζητούμενο της νύχτας στη Πολωνική πόλη ήταν ένα. Ποιο μπαρ θα φιλοξενούσε τη μοναξιά μου. Περιπλανήθηκα αρκετά στα στενά γύρω από την κεντρική πλατεία ανάμεσα σε πλήθος κόσμου χωρίς αποτέλεσμα, άλλοτε γιατί δεν έβρισκα θέση κι άλλοτε πάλι γιατί δεν είχα μετρητά. Μια απόπειρα ανάληψης από ATM Euronet απέβη άκαρπη, μιας και το κατώτερο ποσό που μπορούσα να βγάλω ήταν 600zl, κι εγώ χρειαζόμουν σαφώς λιγότερα. Δε πειράζει, αυτά είναι μαθήματα για να φροντίζω να έχω πάντα και λίγα μετρητά πάνω μου. Μ' αρέσει που τα 'λεγα κιόλας...
Τουλάχιστον το καλό στην πόλη της Κρακοβίας ήταν ότι πάντα έχεις να δεις ωραίες εικόνες, σε όποιο στενό κι αν περπατήσεις, όπως αυτής του Globus tower, που χρειάστηκε να φτάσω μέχρι τα όρια της παλιάς πόλης για να δω από κοντά:
Σκεπτόμενος ψύχραιμα κι έχοντας φάει ήδη αρκετό κρύο το φιλοσόφησα αλλιώς. Θα έμπαινα κάπου και αναδιαμόρφωνα το πλάνο μου με έρευνα. Έτσι περνώντας ξανά από την πλατεία μπήκα στο αδιάφορο Pub Polski παραγγέλνοντας ένα Pint και χαζεύοντας το τελευταίο 20λεπτο του Αργεντινή-Μεξικό. Κλάσεις ανώτερο ματς από αυτό του μεσημεριού, θεάματος επιπέδου Δόξα Βύρωνα – Θρασύβουλος Φυλής:
Τουλάχιστον όση ώρα έκατσα για να πιώ τη μπύρα μου φρόντισα να ψάξω επιμελώς κάτι καλύτερο απ’ αυτό που ήμουν ήδη. Δεν είχα σκοπό να κατέβω στο Kazimierz, αρχικά γιατί δεν ήθελα να μπλέξω με μετακινήσεις και αφετέρου γιατί δεν ήθελα να μπλέξω γενικότερα, έτσι κινήθηκα προς τα πιο κοντινά μπαράκια, με το Viva la Pinta (μα τι ωραίο όνομα) να είναι ένα από αυτά. Κλασσική περίπτωση μπύρας από δεξαμενή, όπως συνηθίζεται αρκετά στην Πολωνία ωστόσο η πρώτη μου επιλογή δεν ήταν πετυχημένη και μου ξύνιζε, φροντίζοντας να το διορθώσω όλο αυτό λίγα λεπτά αργότερα:
Δεν έμεινα πολύ, γιατί εκτός των άλλων δεν είχα βολευτεί καλά στον περιορισμένο χώρο που βρήκα και παράλληλα το συγκεκριμένο μαγαζί δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσα, θέλοντας να εξερευνήσω κι άλλες εκδοχές της νύχτας στη Κρακοβία.
Έτσι μοιραία κατευθύνθηκα στο επόμενο μπαρ που είχα στα υπόψιν και ήταν λίγα μέτρα παραδίπλα, ένα μπαρ που με κέρδισε αρχικά απ’ τ’ όνομα του (House of Beer), από την εμφάνιση και διακόσμηση του που είδα μόλις πέρασα τη πόρτα του παλιού κλασσικού κτηρίου που το φιλοξενούσε:
Αλλά και από τους ωραίους ήχους πού ήρθαν επιτέλους στ’ αυτιά μου και χρειαζόμουν επιτακτικά:
Γίναμε σκέφτηκα, μιας και βρισκόμουν αναμφίβολα στο κατάλληλο μέρος πιάνοντας και θέση σ’ ένα στρατηγικό σημείο απέναντι από το μπαρ, προκειμένου να μελετήσω το μαυροπίνακα με όλα τα καλά του, όπως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις καταστημάτων με φρέσκια μπύρα. Τα ψέματα είχαν τελειώσει, ξεκινούσαν οι Stout με επίγευση σοκολάτας, όλα υπό τους ήχους των Rammstein που έκαναν ακόμη καλύτερη τη βραδιά:
Τι άλλο να ζητήσει κανείς από το βράδυ του στην Κρακοβία;
Προχώρησα τα 150 μέτρα που με χώριζαν από το ξενοδοχείο με χαμόγελο και μεγάλη ικανοποίηση, λίγο μετά τις δύο το ξημέρωμα…
Η πρωινή πτήση της επομένης δεν έδινε και πολλά περιθώρια ή καλύτερα κανένα, μιας και οριακά περίσσευε για να ξυπνήσω και να κατέβω για πρωινό. Πριν το ρολόι δείξει κιόλας εννιά ήμουν στους άδειους και παγωμένους Κυριακάτικους δρόμους της πόλης:
Πέρασα αυτή τη φορά από την πεζογέφυρα και πήγα κατευθείαν στην πλατφόρμα περιμένοντας λίγα λεπτά μέχρι να ‘ρθει το τρένο. Αυτή είναι άλλωστε (εκτός των βάρβαρων ωρών) και η προτιμότερη λύση μετάβασης από και προς το αεροδρόμιο, διάρκειας μόνο 20 λεπτών με μία ενδιάμεση στάση:
Στο αεροδρόμιο που ήξερα και θυμόμουν πλέον καλά, πήρα ένα διπλό καφέ και σκότωσα ακόμα ένα μισάωρο που περίσσευε καθισμένος σ’ ένα από τα εξωτερικά παγκάκια του:
Φυσικά μετά και το γρήγορο έλεγχο είχα στη διάθεση μου όλο τον απαιτούμενο χρόνο που υπολόγιζα προκειμένου να πάρω προμήθειες. Πολωνία χωρίς ψώνια άλλωστε δε γίνεται! Ξεκίνησα από τα ράφια της Soplica, της πασίγνωστης liqueur vodka, επιλέγοντας αντί για τη στάνταρ (φουντούκι) έκδοση, μια παραλλαγή με φουντούκι και μαύρη σοκολάτα, ιδανική νομίζω για τα Χριστούγεννα που έρχονται:
Η πιο σίγουρη στάση όμως ήταν αυτή στα ράφια της αγαπημένης Żubrówka, προκειμένου να προμηθευτώ μια μεγάλη συσκευασία βότκας με γρασίδι, η απαλή γεύση της οποίας μου ‘χει καθίσει πάρα πολύ καλά:
Ήθελα να πάρω και κάτι φαγώσιμο, ωστόσο δε βρήκα αυτό που έψαχνα αφήνοντας το για την επόμενη φορά.
Η επιβίβαση άλλωστε είχε ξεκινήσει στην ώρα της και δίχως την παραμικρή καθυστέρηση,
δίνοντας έτσι το τέλος που έπρεπε σε μία ακόμα όμορφη εκδρομή σ’ αυτή τη χώρα...