Το τοπίο άλλαζε και μαζί του και εμείς. Αλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι... Μπαξίσι ζητήσανε στην είσοδο του visitor center κι ας είχαμε πληρώσει από πριν την εισοδό μας.Δεν βαριέσαι! Αξιζε ότι βλέπαμε, δεν θα κάναμε θέμα για πέντε ευρώ. Ο οδηγός μας φόρτωσε στην καρότσα ενός παλιού αγροτικού, αφού πήραμε τα απολύτως απαραίτητα και φύγαμε. Αφήσαμε πίσω το χωριό τους (ένα κατίχωρο που λέει και ο Κώστας, άθλιο, βρώμικο και ελεεινό) και προχωρήσαμε στην έρημο.
Το έχω πεί πολλές φορές, μα θα το πω και άλλη μια. Ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης σ αυτόν τον πλανήτη είναι η φύση!! Τι κέφια είχε και σήκωνε τους αέρηδες όλους, να τρέξουν και να παιδέψουν την άμμο, να την στροβιλίσουν γύρω -γύρω δυνατά κι αυτή να πάει και να τυρρανήσει την πέτρα, να την σμιλέψει, να της δώσει μορφή και σχήμα, καμπύλες και κοψίματα! Και έπειτα να πέσει ξανά κατάχαμα και να στρωθεί σαν λιβάδι εδώ, σαν λόφος παραπέρα, σαν λίμνη πιό κει!Και να ναι από την κούραση κόκκινη, ξαναμμένη μα μαλακή και τόσο καθαρή! Κι αυτό να γίνεται αιώνες και αιώνες, ασταμάτητα, αέναα!!Αυτή ήταν η έρημος. Να σου κόβει την ανάσα και να αναρρωτιέσαι πως να χωρέσουν τα μάτια σου τέτοια ομορφιά!!
Οι σκηνές των βεδουίνων απλές, λιτές, από κατσικίσιο μαλλί όλες. Η δική μας, τρία κρεβάτια κολλητά σχεδόν το ένα με το άλλο και αυτό ήταν όλο. Και πάνω παπλώματα και κουβέρτες σε ότι σχέδιο και χρώμα έπιασε το χέρι του βεδουίνου. Το σεβαστήκαμε ότι δεν έδιναν και ιδιαίτερη σημασία σ όλα αυτά. Και τουαλέτα? Ενα παράπηγμα με τρείς τέσσερες τουαλέτες και ένα μπάνιο για όλους. Ας είναι! Στην έρημο ήμασταν.
Στην μεγάλη σκηνή του φαγητού, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας, κάτσαμε γύρω από τα τραπέζια και περιμέναμε να βγει το φαγητό από την γη όπου ψηνόταν. Ενα το φαγητό και μια η στιγμή του σερβιρίσματος! Και πράγματι, σε λίγο άνοιξε ο λάκος και βγήκε από μέσα ένα τριώροφο ταψί γεμάτο μυρωδιές. Το πάνω ταψί είχε αρνί. Σέρβιραν πρώτα τους δικούς τους ανθρώπους, όλο το αρνί. Το παραδοσιακό τους πιάτο είναι αρνί με ρύζι και ψητά λαχανικά, μάνσαφ το λένε, αλλά σε μας σέρβιραν κοτόπουλο με ρύζι, πιθανόν για χάρη του τουρίστα που δεν τρώει τόσο το αρνί. Μας σέρβιρε ο βεδουίνος με περισσή ευγένεια η αλήθεια.
Οι βεδουίνοι εκμεταλεύονται τουριστικά την περιοχή. Είναι πολύ ευγενικοί ανθρωποι, ήρεμοι στην ομιλία και στις κινήσεις τους, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτοί, ούτε ομιλητικοί .Εχουν όμως μιά έμφυτη ευγένεια που σε καθηλώνει από την πρώτη στιγμή. Γοητεύτηκα από την πρώτη στιγμή μαζί τους!
Αφού φάγαμε και ήπιαμε το κλασικό τσάι μας, έπιασε ένας ένα είδος λαούτου. Η μια φωνή έγιναν δύο, μαζεύτηκαν κι άλλοι, χόρευαν,γρήγορα μας ξέχασαν και άρχισαν να γλεντάνε για πάρτη τους .Κάποια στιγμή βρεθήκαμε έξω να θαυμάζουμε τον ουρανό της ερήμου, εκεί που τα αστέρια πολλαπλασιάζονται και έρχονται πιο κοντά σου. Γρήγορα ήρθε κοντά μας ο βεδουίνος με το λαούτο . Μαζεύτηκαν κι άλλοι. Αναψαν γρήγορα φωτιά και άρχισαν πάλι τα τραγούδια τους, κάτι αργά και συρτά σαν αμανέδες, που γλύκαιναν την καρδιά, γλάρωναν τα μάτια και έβρισκε η ψυχή την ευτυχία της. <<Πες μου ένα τραγούδι από την πατρίδα σου να το πιάσω>> λέει το παλικάρι.<<Γιατί? αφού μου αρέσει τόσο το δικό σου>> του είπα. Κάπως έτσι εκείνη την νύχτα μπλέχτηκαν αμανέδες, φωτιές και αστέρια μέσα μου και η έρημος χαράχτηκε για πάντα στην ψυχή μου.....
Το έχω πεί πολλές φορές, μα θα το πω και άλλη μια. Ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης σ αυτόν τον πλανήτη είναι η φύση!! Τι κέφια είχε και σήκωνε τους αέρηδες όλους, να τρέξουν και να παιδέψουν την άμμο, να την στροβιλίσουν γύρω -γύρω δυνατά κι αυτή να πάει και να τυρρανήσει την πέτρα, να την σμιλέψει, να της δώσει μορφή και σχήμα, καμπύλες και κοψίματα! Και έπειτα να πέσει ξανά κατάχαμα και να στρωθεί σαν λιβάδι εδώ, σαν λόφος παραπέρα, σαν λίμνη πιό κει!Και να ναι από την κούραση κόκκινη, ξαναμμένη μα μαλακή και τόσο καθαρή! Κι αυτό να γίνεται αιώνες και αιώνες, ασταμάτητα, αέναα!!Αυτή ήταν η έρημος. Να σου κόβει την ανάσα και να αναρρωτιέσαι πως να χωρέσουν τα μάτια σου τέτοια ομορφιά!!
Οι σκηνές των βεδουίνων απλές, λιτές, από κατσικίσιο μαλλί όλες. Η δική μας, τρία κρεβάτια κολλητά σχεδόν το ένα με το άλλο και αυτό ήταν όλο. Και πάνω παπλώματα και κουβέρτες σε ότι σχέδιο και χρώμα έπιασε το χέρι του βεδουίνου. Το σεβαστήκαμε ότι δεν έδιναν και ιδιαίτερη σημασία σ όλα αυτά. Και τουαλέτα? Ενα παράπηγμα με τρείς τέσσερες τουαλέτες και ένα μπάνιο για όλους. Ας είναι! Στην έρημο ήμασταν.
Στην μεγάλη σκηνή του φαγητού, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας, κάτσαμε γύρω από τα τραπέζια και περιμέναμε να βγει το φαγητό από την γη όπου ψηνόταν. Ενα το φαγητό και μια η στιγμή του σερβιρίσματος! Και πράγματι, σε λίγο άνοιξε ο λάκος και βγήκε από μέσα ένα τριώροφο ταψί γεμάτο μυρωδιές. Το πάνω ταψί είχε αρνί. Σέρβιραν πρώτα τους δικούς τους ανθρώπους, όλο το αρνί. Το παραδοσιακό τους πιάτο είναι αρνί με ρύζι και ψητά λαχανικά, μάνσαφ το λένε, αλλά σε μας σέρβιραν κοτόπουλο με ρύζι, πιθανόν για χάρη του τουρίστα που δεν τρώει τόσο το αρνί. Μας σέρβιρε ο βεδουίνος με περισσή ευγένεια η αλήθεια.
Οι βεδουίνοι εκμεταλεύονται τουριστικά την περιοχή. Είναι πολύ ευγενικοί ανθρωποι, ήρεμοι στην ομιλία και στις κινήσεις τους, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτοί, ούτε ομιλητικοί .Εχουν όμως μιά έμφυτη ευγένεια που σε καθηλώνει από την πρώτη στιγμή. Γοητεύτηκα από την πρώτη στιγμή μαζί τους!
Αφού φάγαμε και ήπιαμε το κλασικό τσάι μας, έπιασε ένας ένα είδος λαούτου. Η μια φωνή έγιναν δύο, μαζεύτηκαν κι άλλοι, χόρευαν,γρήγορα μας ξέχασαν και άρχισαν να γλεντάνε για πάρτη τους .Κάποια στιγμή βρεθήκαμε έξω να θαυμάζουμε τον ουρανό της ερήμου, εκεί που τα αστέρια πολλαπλασιάζονται και έρχονται πιο κοντά σου. Γρήγορα ήρθε κοντά μας ο βεδουίνος με το λαούτο . Μαζεύτηκαν κι άλλοι. Αναψαν γρήγορα φωτιά και άρχισαν πάλι τα τραγούδια τους, κάτι αργά και συρτά σαν αμανέδες, που γλύκαιναν την καρδιά, γλάρωναν τα μάτια και έβρισκε η ψυχή την ευτυχία της. <<Πες μου ένα τραγούδι από την πατρίδα σου να το πιάσω>> λέει το παλικάρι.<<Γιατί? αφού μου αρέσει τόσο το δικό σου>> του είπα. Κάπως έτσι εκείνη την νύχτα μπλέχτηκαν αμανέδες, φωτιές και αστέρια μέσα μου και η έρημος χαράχτηκε για πάντα στην ψυχή μου.....
Last edited: