Αργεντινή Χιλή Παταγονία – Η χώρα του Πουθενά

Μηνύματα
245
Likes
893

ΚΙ ΕΝΑΣ ΣΤΕΡΓΙΑΝΟΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ


Το αυτοκίνητο που μας παίρνει από το λιμάνι κατά την αποβίβαση μας, μας φέρνει έξω από τη πόλη, κοντά στο οικολογικό πάρκο Lapataya, που θα επισκεφτούμε μετά το γεύμα. Το ρεστοράν είναι μέσα σε τοπίο ερημικό. Ένα ξύλινο κτίσμα, τριγυρισμένο από ανθισμένο κήπο. Ο καιρός έχει πλέον κατσουφιάσει απαράδεκτα.

- Θα οργιστώ με το Θεό των ταξιδιών, αν μας βρέξει στο πάρκο, δηλώνω σοβαρά.

- Α, ναι! Κι εκείνος θα βάλει τη γάτα του να κλαίει, με κοντράρει, ως συνήθως, η Γιάννα, και σκάει στα γέλια μαζί με τη Φρόσω, την αιώνια διαιτήτρια των λεκτικών μας ασκήσεων!

- Καλά, καλά! Ξέρετε τι εκδικητικό πλάσμα είμαι εγώ; Θα χάσει ο Θεός την καλύτερη, την πιστότερη πελάτισσα του. Αυτό θα πάθει!

Το τι χαβαλές –συγνώμη κιόλας- γίνεται μέσα στη τεράστια σάλα του εστιατορίου, δεν περιγράφεται. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και Έλληνες βεβαίως, γινόμαστε σαλάτα ρώσσικη! Στα κοινοβιακά τραπέζια φτάνουν ξέχειλες πιατέλες με κάθε λογής κρεατικό. Όλα ψητά, μοσχοβολιστά και γευστικότατα. Στην αρχή παλεύουμε τη υπόθεση με μαχαιροπίρουνο. Όμως τα παϊδάκια, τα πρόστυχα, εγκαταλείπουν περιέργως το πιρούνι μας, και προσγειώνονται ανετότατα όπου βρούν!...

Κοιτιόμαστε και οι τρείς στα μάτια.

Η Φρόσω και εγώ το συμφωνούμε σιωπηρά. «Δια χειρός Βαράγκη», λέει το μήνυμα.

Και ξεδιάντροπα ορμάμε, σαν ξεπεσμένες Ρωμαίες πατρικίες!

Η Γιάννα όμως αρνείται να μας ακολουθήσει. Επιμένει να…χειρουργεί με μαχαιροπίρουνο! Μας κοιτάει επιτιμητικά. Ύστερα αηδιασμένα. Και, στο τέλος, οργισμένα. Η Φρόσω και εγώ διαλέγουμε τη σωτήρια της αδιαφορίας. Και απτόητες…δακτυλίζουμε, ή…χερικώνουμε, αναλόγως του κοψιδιού!...

Πότε πότε γλείφουμε και κανένα δάχτυλο, για να κάνουμε σπονδή τρόπον τινά, στους Ρωμαίους, μια και τους ανέφερα.

- Καλά εσείς δεν ντρέπεστε, πια; Γουρουνοποιηθήκατε τελείως! Δεν είναι να σας βλέπει άνθρωπος! Ξέρετε τι εικόνα παρουσιάζετε;

- Δε μας νοιάζει. Πεινάμε!

- Κι είναι αυτός λόγος να τρώτε έτσι;

- Γιατί; Οι άλλοι δηλαδή πως τρώνε; Για κοίτα γύρω σου. Είσαι η μόνη παράφωνη που κραδαίνει, ως φονικό όπλο, τα μαχαιροπίρουνά της, πάνω από τα βουνά των κρεάτων! Τα, τα, τα!...Απαράδεκτο φιλενάδα, λέω χαιρέκακα, και βουτώ προκλητικά ένα κοψίδι!

Το Parquo Ecologico της Lapatayia, βρίσκεται πάνω στον ομώνυμο κόλπο. Η πανίδα και η χλωρίδα του προστατεύονται αυστηρά. Εδώ βλέπουμε και ένα είδος ποντικιών, που φέρνουν κομματάκι προς σκίουρο. Και είναι χαριτωμένοι. Η θέα από τις όχθες προς το «φιόρδ», το γεμάτο μικρά νησιά-κορφές των Άνδεων που φτάνουν ως εδώ κι ακόμα νοτιότερα- είναι θαυμάσια. Όμως και το κρύο άρχισε να γίνεται αφόρητο, ιδίως πλάι στο νερό.

Στην επιστροφή σταματάμε για λίγο στη λίμνη Rocca. Για ένα μικρό περίπατο. Να ξεμουδιάσουμε. Εντυπωσιάζομαι από τις ιτιές της όχθης. Τα κλαδιά τους ακουμπούν στο νερό και, καθώς τις ταράζει ο αέρας, τινάζουν ένα γύρω τις σταγόνες που μάζεψαν σκύβοντας στη λίμνη…

«Θρηνητικό θέαμα, αυτό των κλαιουσών» σκέπτομαι, καθώς τις καμαρώνω μέσα στο απογευματινό σύθαμπο. Το υποβλητικό φώς, που κάθεται πάνω στην εικόνα που βλέπω, κάνει το τοπίο μυστηριακό κι απόμακρο…

-Ουφ! Όλες οι λίμνες έτσι είναι, λέω φωναχτά, για να δημιουργήσω μία χαραματιά στη μαγεία της ώρας του σύθαμπου. Όλες σε υποβάλλουν και κομματάκι σε τρομάζουν! Άει στο καλό…

Είναι ακόμα μέρα, όταν επιστρέφουμε στην Ουσουάια. Καιρός να της δώσουμε και αυτής λίγη προσοχή. Και, παρά τη πρώτη εντύπωση, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, αρκετά παλιά σπίτια, όμορφους δρόμους, και πολύν ανήφορο. Χριστέ και Παναγιά!

Κάνοντας τη γνωριμία, λοιπόν, με τη πόλη, ψάχνουμε και για Correo! Πρέπει, ανυπερθέτως, να βρούμε «Stampijes»! Πως αλλιώς θα στείλουμε στο προορισμό της την Correspondencia; Ταχυδρομείο ψάχνουμε χριστιανοί! Για να αγοράσουμε γραμματόσημα, που χρειάζεται η αλληλογραφία μας, από το μέρος που οι ντόπιοι ορίζουν ως: «El fin del mundo»! Και με λόγια ελληνικά: «Το τέλος του κόσμου»!...

Ο «κορέος» βρίσκεται επιτέλους, οι «σταμπίγιες» αγοράζονται, οι κάρτες ταχυδρομούνται! Ξένοιασα και από αυτό το βάσανο. Αλλού δεν έβρισκα γραμματόσημα. Αλλού δεν υπήρχε γραμματοκιβώτιο, αλλού δεν υπήρχαν κάρτες. Κινδύνευα να παραδώσω την αλληλογραφία μου…αυτοπροσώπως στην Ελλάδα! Ωσεί Autocorreos!

Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, στην κορφή σχεδόν του βουνού, με ταξί. Είμαστε ψόφιες στη κούραση. Πέφτω άπνους σε μια πολυθρόνα, στο σαλόνι με την πανοραμική θέα, και πίνω ένα γευστικότατο πίσκο.

Ωωωχ! Αυτό είναι ζωή, Στελλίτσα, παιδί μου! Να είσαι καλά, και να γυρίζεις τον κόσμο. Όσο βαστούν τα κότσια σου! Μαγεία είναι αυτή η ώρα! Είδες! Χάρηκες! Κουράστηκες! Ξεκουράζεσαι! Υπολογισμός κάλλιστος! Τι περισσότερο να ζητήσεις; Μην είμαστε και άπληστοι! Υπάρχει και Θεός….Αυτές οι σκέψεις μοιάζουν και με ευχή. Και είναι.

Το βράδυ ρίχνει χιονόνερο. Και η μέρα ξημερώνει χειμωνιάτικη. Θαρρώ πως ψιλοχιονίζει κιόλας.

- Τα ΄δατε; Ο Θεός των ταξιδιών κατατρόμαξε εχθές, από τις απειλές μου! Προκαλώ τις φίλες μου. Την κακοκαιρία τη φύλαγε για πρίν και για μετά. Κι εμείς χαρήκαμε το διάλλειμα της λιακάδας! Εμένα να με ακούτε, κυριούλες μου. Ξέρω τι λέω!

Και οι κυριούλες κουνούν προβληματισμένες το κεφάλι, καθώς ανεβαίνουν στο αεροπλάνο. Λετε αν τις έπεισα «δια το εκδικητικόν του χαρακτήρος μου»;

Η τρίωρη πτήση μας φέρνει στο προτελευταίο μας σταθμο στην Παταγονία. Είναι το Αργεντίνικο Puerto Madryn, στο οποίο φτάνουμε μέσω Trellew. Από το εκεί αεροδρόμιο, ένα αυτοκίνητο θα μας φέρει στο πολυδιαφημισμένο Parquo Ecologico της Χερσονήσου Valdez.

Πριν, ωστόσο, κλείσω οριστικώς και αμετακλήτως τούτο το κεφάλαιο, άειντε να κάνω και το παιδευτικόν μου χρέος! Ξέρετε, τώρα, εσείς! Και η ολίγη ιστορία, ουδένα ποτέ έβλαψε, έτσι δεν είναι; Πάντως, όποιος έχει αντιρρήσεις, δεν έχει παρά να πηδήξει το υπόλοιπον αυτής της σελίδας. Φτου, ξελεφτερία…

Το ενδιαφέρον, λοιπόν, των Ευρωπαίων –και κυρίως των Βρετανών, που είχαν ήδη αποικήσει τα Φώκλαντ- άρχισε πολύ αργά. Μόλις το 1834, μετά την επίσκεψη του Δαρβίνου, σ’ αυτήν την περιοχή. Ξαναθυμηθείτε ότι η Παταγονία ήταν γνωστή από το 1520, μετά την άφιξη, εδώ, του Μαγγελάνου. Η θρησκέια όμως, όπως πάντα συνέβαινε τότε, είχε αρχίσει κομματάκι νωρίτερα. Από το 1800, όταν οι Άγγλοι ιεραπόστολοι βάλθηκαν να εκχριστιανίσουν τίς ντόπιες φυλές, τών Γιαγκάνς, τών ΄Ονας, τών Αλακαλούφ κ.τ.λ.

Δυστυχώς τούς Βρετανούς τούς περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Ο πρώτος ιεραπόστολος Allen Gardiner, πέθανε εδώ από πείνα! Μιά άλλη αποστολή μακελεύτηκε στο νησί Navrino, στον Νότο τής Ushuaia.

Γνωρίζοντας πιά τίς δυσκολίες , οι επόμενες αποστολές, προετοιμάστηκαν καλλίτερα. Και πέτυχαν, εν τέλει, τον εκχριστιανισμό τών ΄Ιντιος, αλλά και τήν πλήρη εξαφάνισή τους, μέσα στον 19ο αιώνα!!!! Διότι, μαζί με τα “θεία” τους και τα “χριστιανικά” τους, κουβάλησαν, κι άγνωστες στην περιοχή και τούς ιθαγενείς, αρρώστειες: τον τύφο, τήν ιλαρά, την ευλογιά, και δεν ξέρω ποιές άλλες πληγές του Φαραώ!!!! Και οι ΄Ιντιος πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα με...κίρυζα! Δυό φορές, μεσα στον ίδιον αιώνα, τούς χτύπησε η ιλαρά. Την πρώτη φορά χάθηκαν οι μισοί.

Τη δεύτερη φορά οι άλλοι μισοί. Αποδεκατίστηκαν οι έρμοι!!!

Ανάμεσα στούς πρώτους Βρετανούς αποίκους ήταν ο Thomas Bridges, που εγκαταστάθηκε στην Ουσουάια, σε μιάν τεράστια Estancia, η οποία και σήμερα ανήκει στούς απογόνους του, και λέγετεαι Ηarberton. Ο γιός του Thomas, Lucas, γεννημένος στα 1874, έμαθε την ντόπια γλώσσα, έφτιαξε λεξικό, κι άφησε πίσω του τίς αναμνήσεις του, με τον τίτλο:

“Ο πιό μακρυνός τόπος τού κόσμου “.

Μεταξύ τού 1874 και 1974, η Ουσουάια είναι τόπος τρόμου. Διότι εδώ εκτοπίζει η Αργεντινή τούς ποινικούς καταδίκους της!!! Δηλαδή, ένα άλλο Νησί τού Διαβόλου, αρκετά μίλια νοτιότερα τής Αμερικανικής ηπείρου.

Από το 1950, η πόλη αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Είναι πλέον ο τόπος, από τον οποίο, η Αργεντινή διαφεντεύει τα συμφεροντά της, στην απέναντι ήπειρο τής Ανταρκτικής...

Κι από τότε ειναι κι ένας πόλος τουριστικής έλξεως, εφ΄όσον είναι η τελευταια κατοικημένη περιοχή , πριν από τον Νότιο Πόλο!......

Αυτό ήταν όλο κι όλο φίλτατοι. Δεν έχει άλλη ιστορία. ΜΟΝΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΡΟΝ βέβαια. Μην επαναπαύεστε, να σάς χαρώ!

Εμπρός λοιπόν, για τον επόμενο σταθμό, με βήμα ταχύ! Το ταξίδι μόλις που ξεπέρασε τη μέση του! ΄Εχει ακόμα “ψαχνό”, σάς διαβεβαιώ....

Την άλλη μέρα το πρωί, κινάμε για το Οικολογικό Πάρκο, 18 χλμ από τη πόλη. Καθ’ οδόν σταματάμε στο εκκλησάκι που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ξεκληρισμένων Ινδιάνων, από το στρατηγό Roca. Ήταν αυτός που άνοιξε το δρόμο στην Αργεντινή, να βάλει πόδι στη Παταγονία. Έξι χιλιόμετρα από τη πόλη, στο Golfo Nuevo, βρίσκεται και το μνημείο, το αφιερωμένο στον Ινδιάνο της ντόπιας φυλής Tehueche. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 1965, για τα εκατοντάχρονα από την αποίκηση της μείζονος περιοχής Chubut, από τους Ουαλλούς. Απ’ το Monumento al Indio Tehueche, η ρότα μας φέρνει στην Caleta Valdez, τη χερσόνησο όπου έχουμε το πρώτο σοκ από το συναπάντημά μας με τα θαλάσσια κήτη. Θαλάσσιοι ελέφαντες, να σας χαρώ!

- Βρε παιδιά! Μονάχα σε ντοκιμαντέρ έχω δεί αυτά τα καταπληκτικά πλάσματα! Στο λιμάνι του Μοντερέι είδα θηλυκά λιοντάρια, σε μικρή ηλικία μάλιστα. Αλλά ελέφαντες; Πως θα είναι άραγε; Αναρωτιέμαι καθώς κατεβαίνουμε από το λεωφορείο. Σίγουρα μεγαλύτεροι από τους λέοντες και ίσως, Miserabile Visu! Δεν πρέπει να τους λείπει μήτε η προβοσκίδα, μήτε οι χαβλιόδοντες! Πως είναι δυνατόν;

- Κόντός ψαλμός, αλληλούια, μ’ αποπαίρνει η Φρόσω που, όταν θέλει, όλα τα ακούει. Ωστόσο έχει δίκιο. Σε λίγο θα ξέρουμε.

Φτάνουμε μπροστά στην απόκρημνη ακτή. Κάτω από τον χωμάτινο γκρεμό, που πάνω του στεκόμαστε, μια ομαλή αμμουδιά. Κι εκεί, πλάι στο νερό, κάτω από τον ήλιο, καμιά δεκαριά θηρία, ξαπλωμένα και ακίνητα! Οι ουρές τους προς το νερό. Το κεφάλι τους προς τη μεριά μας, χωμένο όμως στην άμμο! So jo desperado! Είμαι σε μαύρη κι άραχνη απελπισία!

- Don Pedro, είμαστε μακρυά! Είμαστε ψηλά! Δεν καλοβλέπουμε! Κι αυτά τα κτήνη, εκεί κάτω, έχωσαν τις μούρες τους στο χώμα. Τι νομίζεις ότι βλέπουμε από τόση απόσταση;

Ο Pedro μας κοιτάζει μ’ ένα κακό χαμόγελο, κρεμασμένο στο στόμα του:

- Κρατούν τα κότσια σας να κατρακυλήσετε την κατηφόρα, αλλά και να την ξανανεβείτε μετά; Το επιτρεπτό όριο είναι τρία μέτρα από τα κήτη. Η απόφαση δική σας! Είπε, και μας ατένισε προκλητικά.

Ζυγιάζω το εγχείρημα, στημάροντας ψύχραιμα την κλίση του γκρεμού:

- Άγριο πράμα μοιάζει, αποφαίνομαι. Συγχρόνως όμως διακρίνω κι ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Εγώ θα το επιχειρήσω , δηλώνω, κι ο Θεός βοηθός, αλλά κι εσείς οι δύο, λέω στις φιλενάδες μου. Η μία θα στηρίζει την άλλη. Θα τα καταφέρουμε. Τι λέτε;

- Λέμε, ότι μπορούμε να το επιχειρήσουμε, αποφαίνεται η Φρόσω.

- Allora, adelente senoras!...Η Γιάννα ζήλεψε, προφανώς, τα ισπανικά μου.

- Viva Grecia, αναφωνώ, και ρίχνομαι στο γκρεμό! Πως θα ξαναθυμόμουν το Ζάλογγο, εν μέση Παταγονία, ούτε που το έβαζε ο φτωχός νούς μου, συνεχίζω να κραυγάζω, γλιστρώντας σχεδόν με το πισινό! Δεν ξέρω για τις Σουλιώτισσες, αλλά εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου κομψά, έτσι που γκρεμοτσακίζομαι…

Το μονοπάτι είναι εκτάκτως στριφογυριστό. Είναι αναπόφευκτο, αφού ο κατήφορος είναι σχεδόν κάθετος. Χέρια, πόδια, πωπός επιστρατεύονται για να συνδράμουν! Περιττόν να πώ ότι πίσω μας κατεβαίνει όλο το γκρούπ. Ακόμα και η … «γόβα στιλέτο», η μουρλοθοδώρα της ομάδας! Περπατιστά, σκυφτά, σουρτά, κουτρουβαλιστά, κάποια στιγμή «πιάνουμε» παραλία.

- Καλέ τι χουνέρι ήταν αυτό; Άκου με τον πισινό! Τι κάνει ο ταξιδιώτης για να μην χάσει το αξιοθέατο! Γίνεται αξιοθέατο ο ίδιος, μουρμουρίζω καθώς σκύβω να βγάλω τα παπούτσια μου, πριν βουλιάξω στη παχιά άμμο.

- Δεν ήμασταν οι μόνες ξέρεις.

- Βρε το ξέρω! Αλλά μονάχα για το προσωπικό μου ρεζιλίκι νοιάζομαι! Απαντώ μπουρινιασμένη στη Φρόσω.

Τα κήτη, επιτέλους, είναι μπροστά μας. Σ’ απόσταση αναπνοής. Πλησιάζουμε σιωπηλά, για να μην τα αγριέψουμε. Διότι όταν τα πλησιάσουμε πολύ, κινούνται απειλητικά μουγκρίζοντας ανατριχιαστικά.

- Τη προβοσκίδα και τους χαβλιόδοντες θέλω να φωτογραφίσω, Don Pedro.

- Τι κάθεσαι; Καν’ το.

- Μα τα ‘χουν θαμμένα! Δε βλέπεις;

Ο ξεναγός βλέπει και πλησιάζει περισσότερο από εμάς. Κουνά τα χέρια του και βγάζει μια κοφτή κραυγή. Η απάντηση είναι σήκωμα του κεφαλιού, με τη μούρη ελεύθερη.

- Θεε μου, είναι τω όντι ελέφαντες! Με τα όλα τους! Δεν το πιστεύω!

- Είναι αρσενικά. Μονάχα οι «κύριοι» έχουν όλα τα σουπρεπέ του είδους. Τα θηλυκά είναι μικρότερα, και μπορεί να εκληφθούν από τους μη ειδικούς και ως μεγάλες φώκιες! Τούτα εδώ, είναι 6-7 μέτρα το καθένα και ζυγίζουν 4500 κιλά!

- Κινούνται εύκολα; Ρωτώ

- Ευτυχώς για μας όχι. Γι’ αυτό και δεν θεωρούνται επικίνδυνα. Όσο να σειστούν αυτά, ο κινδυνεύων έχει γίνει άφαντος!

- Άρα εγώ…

- Δεν θα το συμβούλευα, με διακόπτει γελώντας, γιατί κατάλαβε που το πάω. Άστε το καλύτερα. Δε σας φτάνουν τα 3 μέτρα;

Βεβαίως και μου φτάνουν. Αλλά ήθελα να δώ γιατί το τομάρι τους ήταν μπαλωμένο με κάτι ροζωπά μπλάστρια, πάνω σε γκρίζο-καφέ δέρμα.

- Αλλάζουν πετσί. Πέφτει από πάνω τους κομμάτι κομμάτι. Και προσέξτε πως δροσίζονται. Σηκώνουν με τα μπροστά φτεράκια τους, αλλά και με την ουρά τους, νοτισμένη άμμο, και την πετούν πάνω στη πλάτη τους! Έτσι, δεν χρειάζεται να μετακινούνται συχνά προς το νερό. Δεν τους βολεύει. Είναι πολύ αργοκίνητοι. Το ‘παμε.

Έχουμε όλοι γοητευτεί από τούτα τα θαυμαστά πλάσματα!

- Είναι και πολυγαμικά, συνεχίζει ο Pedro. Σ’ έναν «κύριο» αντιστοιχούν 100 «κυρίες»! Και πρέπει να σας πώ πως οι ερωτικοί καυγάδες μεταξύ τους, είναι τρομακτικοί. Τρωικοί μπορώ να σας βεβαιώσω, αποσώνει χαμογελαστός, για να δέιξει στους Νεοέλληνες ότι, αν και Αργεντίνος, γνωρίζει αρχαία ιστορία.

- Θάνατοι; Ρωτώ.

- Μονάχα για βαρείς τραυματισμούς μπορώ να μιλήσω, απαντά διασκεδασμένος. Βλέπετε οι ελέφαντες μας είναι άκρως ερωτικοί! Σαν κι εμάς!

Ο Πέδρο μόνο ερωτικός δεν μου φάινεται, αλλά τέλος πάντων….

- Θεός φυλάξοι! Με τέτοια ασχήμια! Τι ερωτισμό μπορούν να εμπνεύσουν; Απορεί η Φρόσω.

Κι επειδή υποθέτω ότι δεν αναφέρεται στον Πέδρο αλλά στα κτήνη, απαντώ:

- Εν σοφία, Φροσάκι μου! Εν σοφία! Αν δεν έμπαινε και αυτή η σοφία στη μέση, θα χαλούσε η τάξη του κόσμου…

Αφού χορτάσω το θέαμα, το μάτι μου παίρνειδεξιότερα μια παρέα φωκίτσες, που παίζουν θεότρελα μπαινοβγαίνοντας στο νερό. Με τα παπούτσια και τη μηχανή ανα χείρας, σπεύδω προς συνάντηση τους! Με παίρνουν είδηση, οι πονηρούλες, και γλιστρούν με χάρη μοναδική μέσα στο νερό, αφήνοντας με στα κρύα του λουτρού!...Παίζουν στα ρηχά και με εμπαίζουν, οι άτιμες!

Όμως η αμμουδιά έχει χρωματιστά κοχύλια, που έχουν φίλντισι στο εσωτερικό τους. Μ’ αρέσουν, κι αρχίζω να μαζεύω μερικά επιστρέφοντας, με σκυμμένο το κεφάλι. Είμαι πολύ αφοσιωμένη στην επιλογή των χρωμάτων και των σχημάτων, και τινάζομαι ξαφνιασμένη όταν ακούω τον Πέδρο να φωνάζει:

- Please, Stella, do not…ride the elephant! For God’s sake!...

Σηκώνω το κεφάλι και παγώνω. Άλλο ένα βήμα, και θα σκοντάψω πάνω στο πρώτο «κυριούλη» ελέφαντα! Αλαφιάζομαι. Ο ελέφας με παρατηρεί ακίνητος. Θαρρείς πως περιμένει τη μοιραία κίνηση. Στέκω ασάλευτη. Κοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να αναμετριόμαστε. Και σιγά σιγά, αρχίζω να οπισθοχωρώ, ενώ ένα κακόφωνο μουγκριτό με…ξεπροβοδίζει!

Ε, θα το πιστέψετε; Έπαθα ταχυπαλμία!...

Τώρα, να μην αποπειραθώ να σας περιγράψω το πως καταφέραμε να ανεβούμε τον άθλιο ανήφορο, που ούτε να τον κατεβούμε δεν μπορούσαμε! Μας βγήκε το λάδι του νονού μας, μαζί με τη ψυχή! Πλήρως στραπατσαρισμένοι – αλλά ευτυχείς – φτάσαμε στο πλάτωμα, πάνω από το γκρεμό. Επιτέλους! Πήρα μια βαθειά ανάσα, φόρεσα τα παπούτσια μου και έπεσα ξερή πάνω στο χορτάρι, μ’ ένα μακρόσυρτο, ηδονικό:

- Αααααχ!....Να ξαναβρώ την αναπνοή μου, χριστιανοί και ελέφαντες – που δεν είστε ελέφαντες….

Μπράβο μου, σκέφτομαι, καθώς κοιτώ τον ουρανό με τα χέρια σε έκταση, σαν αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης! Δύο φορές μπράβο μου! Ούτε κατσίκι άγριο δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ανηφόρα!

Τι δεν κάνει η περιέργεια και η αγωνία, να δείς και να μάθεις…Αχόρταγη που είμαι στα ταξίδια, Θεέ μου! Μέχρι σε υποθαλάσσιο σπήλαιο, δίχως φώς, τόλμησα να κολυμπήσω, στο Ναμπουκέρου, στα νησιά Γιασάουα. Και ούτε καν ψαροπέδιλα φορούσα για μια κάποια σιγουριά. Στο θεοσκότεινο όμως Ναμπουκέρου μπήκα. Και μάλιστα μέσα από μια μικρή τρύπα, όπου έπρεπε να βουτήξεις το κεφάλι σου μέσα στο νερό! Πως το έκανα; Ιδέα δεν έχω. Είχα τέτοια περιέργεια αν το δώ – με τους φακούς των ανδρών του πληρώματος του πλοίου μας- που το αποτόλμησα. Ε, λοιπόν, σ’ αυτόν τον ανήφορο θα κιότευα; Σιγά!...

Ανάπαυση τέλος. Έχυμε ακόμα μπροστά μας πράματα και θάματα να δούμε. Σε μικρή απόσταση από εδώ θα βρεθούμε στις λίμνες του αλατιού.

- Τι θα πεί αυτό Πέδρο; Πρόκειται για αλικές; Γιατί τις λέτε «λίμνες»;

- Διότι είναι λίμνες. Λίμνες πραγματικές.

- Αλμυρές;

- Ας πούμε.

Τον κοιτώ χαζά και ρωτώ τη Γιάννα:

- Κατάλαβες μήπως εσύ;

- Όχι.

- Ευτυχώς. Για να μην θεωρήσω τον εαυτό μου αποβλακωθέντα. Ας περιμένουμε μπας και το μυστήριο λυθεί μονάχο του. Εδώ, καταπώς φαίνεται, μας περιμένουν διάφορες εκπλήξεις και παραξενιές! Milagros! Milagros!...λέω τραγουδιστά.

- Τι είναι πάλι τούτο το ισπανικό; Που το μάζεψες; Στα σήριαλς;

- «Θαύματα, θαύματα» θα πεί. Και να αφήσεις τα ισπανικά μου ήσυχα, ακούς;

- Ωχ, άφησε με και εσύ! Εδώ δεν μπορούμε να καταλάβουμε απλές έννοιες, και εσύ το χαβά σου! Πές της και εσύ βρε Φρόσω!

- Α, εμένα να με αφήσετε έξω από τις παλαβοσύνες σας! Δεν ανακατώνομαι εγώ σε τέτοια, σοβαρή γυναίκα!

Γελάμε και οι τρείς, και κατεβαίνουμε προβληματισμένες.

- Τίποτα δεν βλέπω ξεναγέ!

- Paciencia! Σε μερικά μέτρα από εδώ, σας περιμένουν οι λίμνες.

- Που όμως δεν είναι λίμνες καθ’ αυτό, ψιθυρίζω στις φιλενάδες μου, πεισμωμένη.

Ευτυχώς ο δρόμος εδώ είναι λατρευτή…ισιάδα! Δόξα σοι! Δεύτερος τέτοιος ανήφορος, σαν τον προηγούμενο, δόση θανατηφόρος!... Και ξαφνικά, εκεί, στ’ αριστερά μας, κάτι μας στραβώνει τελείως. Πονούν τα μάτια μας. Δύο τεράστιες, κάτασπρες, και επικίνδυνα ιριδίζουσες επιφάνειες, μας καίνε τα μάτια! Τα μισοκλείνουμε, για να μειώσουμε την ένταση της αντιλιάς. Σχεδόν δεν βλέπουμε, παρά τα μαύρα μας γυαλιά!

- Δεν το πιστεύω! Τι είναι αυτό; Γκρινιάζω. Δε βλέπω τη μύτη μου.

- Τη μύτη δεν την βλέπεις έτσι κι αλλιώς, απαντά μισόστραβη και η Φρόσω.

- Ο λόγος το λέει χριστιανή μου!

- Ξέχνα τον, και πρόσεχε που πατάς. Γιατί αυτό το πράμα, ότι κι αν είναι, εκτός από εκτυφλωτικόν είναι και ιδιαιτέρως ολισθηρόν!...

- Ολισθηρότατον, τω όντι! Σαν το… «αφέψημα», την πειράζω. Εκείνη ξέρει.

Είναι ένα καλαμπούρι που το κουβαλάμε από την Ινδία. Κι έτσι, χαμογελώντας, πιανόμαστε από τα χέρια, κι αρχίζουμε τον αλατισμένο μας περίπατο, πάνω στο πάτο των, πάλαι ποτέ, λιμνών που, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ήταν αλμυρές. Σήμερα είναι και οι δύο ξερές. Ο βυθός τους όμως αποτελείται από παχύτατο στρώμα φυσικού αλατιού άριστης ποιότητας. Οι λίμνs siempre ες βρίσκονται 42 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κοντά στην οποία κάποτε βρίσκονταν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ήταν αλμυρές. Προφανώς, τροφοδοτούνταν υπογείως, με θαλασσινό νερό. Αργότερα, λόγω προσχώσεων, απομακρύνθηκαν από τον Ατλαντικό, κι έπαψαν να γεμίζουν από αυτόν. Με τα χρόνια, το νερό τους εξατμίστηκε. Κι αποκαλύφθηκε ο βυθός τους, με όλο του το άλας!

- Esto es un milagro, no αιφνιδιάζω το Pedro.

- Si, senora. La natura es siempre milagrosa.

Δίκιο εχει. Η φύση είναι, πράγματι, πάντα θαυμαστή. Διότι, τι θα έβλεπα εγώ στα ταξίδια μου; ‘Ελα ντε!!! Ευτυχώς.

Βεβαίως, το πολύτιμο αυτό προϊόν το εκμεταλλεύονται οι Αργεντίνοι. Γι αυτό και στις άκρες των λιμνών υπάρχουν βουνά αλατιού, όπου το έχουν σωριάσει, προφανώς για να το μεταφέρουν.

Ο βυθός είναι υγρός. Και τρομερά «ολισθηρός» όπως επιμένει η Φρόσω. Περπατάμε με προσοχή, σαν υπάρχουν κάτω από τα πόδια μας αυγά. Τα παπούτσια μας βουλιάζουν και κολλούν.

- Φιλενάδες, δεν είναι για περίπατο ο τόπος. Ελάτε να φωτογραφιστούμε, και να του δίνουμε πάραυτα. Πριν κουτσαθούμε και μπριχού κουλαθούμε! Περί τυφλώσεως τα ‘παμε, να μην τα ξαναλέμε.

Κι επιτέλους, το Οικολογικό Θαλάσσιο Πάρκο της Βαλντέζ. Τι είναι αυτό; Μια καταπληκτική παραξενιά. Κατ’ αρχήν είναι μια αληθινή χερσόνησος στον Ατλαντικό, μαζί με δεκάδες βραχονησίδες. Και μέσα σε αυτόν τον θαλάσσιο χώρο ζούν και πληθύνονται όλων των λογιών τα κήτη. Φώκιες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φάλαινες, θαλάσσιοι λέοντες που σκοτωνόμαστε να δούμε. Κι εδώ πρέπει να πω πως αυτά τα θηλαστικά είναι το ίδιο επικίνδυνα με τα ομώνυμα τους χερσαία. Κινούνται τρομερά γρήγορα, αγριεύουν πολύ, κι αν σε βρούν…εύκαιρο, πρέπει να ‘χεις άγιο!!!

Η προετοιμασία στο Puerto Pyramide, πριν πάρουμε το καραβάκι για τη ξενάγησή μας, έχει πολύ γούστο. Όλα μοιάζουν περίεργα. Πρώτα πρώτα περνάμε από τη Ρεσεψιόν, ούτως ειπείν, του Πάρκου. Βρίσκεται παραχωμένη μέσα σ’ ένα σπήλαιο. Δεν ξέρω για πιο λόγο μας ζητούν στοιχεία και πασαπόρτια, και μας στέλνουν να πάρουμε ένα αδιάβροχο, από μια στοίβα που τη βλέπουμε στο βάθος του σπηλαίου. Είναι τρίχρωμα: πράσινα, κόκκινα και κίτρινα. Διαλέγετε και παίρνετε.

- Για τις φωτογραφίες, παιδιά! Λέω. Θα είμαστε σαν λουλουδάκια!

- Άστο! Γιατί θα λιγωθώ στα γέλια! Άκου «λουλουδάκια»! Ήμαρτον! Αυτή είναι η Μόλυ. Σπανίως ακούγεται αλλά όταν το πεί, το λέει. Και μου μαυρίζει τη ψυχή!

- Γιατί, χριστιανή μου; Θα βάλουμε και τις κουκούλες! Θα κρύψουμε έτσι τα μούτρα μας! Κατάλαβες πως το εννοώ;

- Εννόησα πως το εννοείς, αλλά επιμένω: Άστο! Γιατί θέλω δε θέλω! Ο νούς μου πηγαίνει στο ανέκδοτο και βγάζω ορτικάρια! Με εννοείς;

Οι φωτογραφίες βγαίνουν μέσα σε γενική θυμηδία. Κι έτσι γελώντας, μας ανεβάζουν πάνω σε μια ψηλή πλατφόρμα. Βρίσκεται μέσα στο ρηχό νερό, στηριγμένη πάνω σε πασάλους. Και τι κάνουμε, τώρα, εδώ πάνω; Κανείς μας δεν καταλαβαίνει. Και ξαφνικά εμφανίζεται, μέσα στην ξέρηχη θάλασσα, ένα…..τρακτέρ!

Ναι, μα το Θεό! Τρακτέρ με τα όλα του.

Πίσω του σέρνει μια σιδερένια κατασκευή, άγνωστης, για την ώρα, σε μας, χρήσεως. Γρήγορα και εύκολα, πριν το καταλάβουμε, προσαρμόζεται πάνω της η πλατφόρμα μας.

- Ιησούς Χριστός νικά, σταυροκοπιέμαι. Τι άλλο θα δούν τα μάτια μας. Μωρ’ που σκοπεύει να μας πάει τούτο το…γεωργικό μηχάνημα; Αναρωτιέμαι.

- Να….οργώσουμε τις θάλασσες, παρατηρεί προσφυώς ο αρχηγός μας.

Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αυτός που πρωτοείπε τη φράση, όμως εμείς θα κάνουμε τη ρήση αυτή, πράξη αληθινή.

Το τρακτέρ σύρει την εξέδρα πίσω του, με όλους εμάς να μην πιστεύουμε στα μάτια μας. Μας πάει στ’ ανοιχτά, όπου η θάλασσα βαθαίνει τόσο, όσο να μπορεί ν’ αράξει πλεούμενο. Είναι ένα αρκετά μεγάλο ταχύπλοο. Επιβιβαζόμαστε, χωρίς προβλήματα. Καλημερίζουμε τον καπετάνιο –ξεναγό μας, κι αποχαιρετάμε τον οδηγό του τρακτέρ.

- Μη βιάζεστε να με αποχωριστείτε, μας φωνάζει. Θα ξαναϊδωθούμε, όταν επιστρέψετε. Εγώ θα σας βγάλω παλι έξω, στη στεριά. Buen Divertimiento! Καλή διασκέδαση!


Είμαστε ήδη στο Golfo Nuevo. Κι από εδώ θα ξεκινήσουμε το γύρο της χερσονήσου. Ο καπετάνιος είναι νέος, καλόκαρδος και καλαμπουρτζής. Απαντά ευχαρίστως και στις πιο ανόητες ερωτήσεις μας.

Είναι μεσημεράκι. Κι ενώ ξεκινούμε με ζέστη, μέση στη θάλασσα κάνει μαύρο ψόφο. Καλά που φοράμε τα πλαστικά αδιάβροχα που, εν προκειμένω, χρησιμεύουν ως αντιανεμικά. Και τώρα θυμήθηκα και τα σωσίβια, καλέ! Έκαναν θαύματα στο κρύο, παίζοντας το ρόλο του κασκόλ!

Τα μάτια μας έχουν γουρλώσει. Λογιών λογιών θαλασσοπούλια και κάθε είδους κήτη, βρίσκονται σ’ όλες τις ακτές, σ’ όλες τις μικρές παραλίες και τα βράχια! Οι λέοντες ωστόσο – και μάλιστα αρσενικοί!- βρίσκοντια μακριά μας. Και ψηλότερα από τα άλλα θηλαστικά της περιοχής. Σαν βασιλιάδες σε θρόνο. Να επιβάλλονται στ’ άλλα ζώα της χερσονήσου.

- Καπετάνιε, πως κατεβαίνουν από εκεί πάνω, στο νερό; Σαν δύσκολο φαίνεται.

- Και είναι. Δύσκολο και επικίνδυνο. Πάντως τα καταφέρνουν, ασχέτως αν μερικές φορές χτυπούν άσχημα και τραυματίζονται. Θα πλησιάσουμε περισσότερο, για να μπορέσετε α δείτε με τα κυάλια, πόσο κινδυνεύουν όταν κατεβαίνουν, και πως αγωνίζονται ν’ ανέβουν πάλι.

Είναι πολύ ενδιαφέρον θέαμα. Οδύσσεια θα το έλεγα εγώ. Κακόμοιρα ματαιόδοξα θηλαστικά! Κουτρουβαλούν με τη κεφαλή κάτω! Σούρνονται άτσαλα! Πεφτοσκώνονται! Κατρακυλούν! Κρέμονται! Μουγκρίζουν! Ξεφυσούν! Κι επιτέλους, φτάνουν. Και βουτούν ευτυχισμένα στο νερό. Σκέφτονται άραγε την επιστροφή τους; Διότι μερικά λιοντάρια, βρίσκονται σ’ αυτήν τη φάση: Πολεμούν να σκαρφαλώσουν, πάνω στους γλυστερούς, απότομους βράχους! Μια φρίκη δηλαδή! Κι εκεί βλέπετε τη πονηριά της φύσεως. Τους έχει, προφανέστατα, προικίσει με εντυπωσιακές ικανότητες. Να δείτε με πόση εξυπνάδα διαλέγουν τα σωστά πατήματα, για να αναρριχηθούν με ασφάλεια. Είναι για μας μάθημα και άσκηση υπομονής, επιμονής, εξυπνάδας, σωστών υπολογισμών και γαϊδουρινού πείσματος! Όσο για την εμφάνιση τους, μας αφήνουν άναυδους. Είναι το ακριβώς αντίθετο από τη φώκια. Όσο εκείνη είναι χαριτωμένη, τόσο το λιοντάρι είναι μεγαλόπρεπο. Όσο εκείνη νωχελής και σιγανοπαπαδιά, τόσο εκείνος ευκίνητος και επικίνδυνος. Χαίτη πλούσια. Ανάστημα ψηλό. Ύφος εξουσιαστή! Απίθανο θηλαστικό, μα την αλήθεια.

Το άλλο αξιοθέατο της περιοχής είναι οι βράχοι και τα σχήματα τους. Μέχρι πυραμίδες και Σφίγγες είδαμε! Και οι διαστρωματώσεις τους δαντελλωτές! Χρωματιστές! Εντυπωσιακότατες… Η χερσόνησος Βαλντέζ είναι μια σπάνια εμπειρία. Εκεί βρίσκεις αιτίες να γελάσεις, να διασκεδάσεις, να δείς, να μάθεις, να εκπλαγείς, να εντυπωσιαστείς…

Η μέρα μας τελειώνει σ’ ένα ψαράδικο εστιατόριο. Κοιμόμαστε νωρίς. Αύριο, και πριν τη μεσημεριανή μας πτήση που θα τη βρούμε πάλι στο Trellew, προς Bariloche – μέσω Buenow Aires – θα επισκεφτούμε την Punta Tombo, τη μεγαλύτερη Piguinera της Νότιας Αμερικής. 160 χλμ μακριά από το Puerto Madryn, 700.000 πιγκουίνοι, σε μιαν ακτή πολλών χιλιομέτρων. Περιμένω πως και τι αυτήν την εμπειρία. Πως θα είναι άραγε;

Αφήνουμε αξημέρωτα το Puerto Madryn. Η σημερινή θα είναι μια μακριά μέρα. Ευτυχώς έχει συννεφιά και η ζέστη έχει πέσει. Ωστόσο η υγρασία είναι αφόρητη. Ευτυχώς στην παραλία φυσάει. Λίγο περισσότερο, βέβαια, από το επιθυμητό, αλλά τουλάχιστον στεγνώνει πάνω μας ο ιδρώτας και ανακουφιζόμαστε μια στάλα.

Το θέαμα που αντικρύζουμε, όταν το αυτοκίνητο μπαίνει στα όρια του πάρκου, είναι από τη πρώτη ώρα, συναρπαστικό! Τα παράξενα, σαν κορδωμένα ανθρωπάκια, πουλιά, κυκλοφορούν νωχελικά κατά παρέες, ακόμα και σε μεγάλη απόσταση από το νερό. Εδώ ψηλά, μακριά από τη θάλασσα, ανάμεσα σε φουντωτούς θάμνους, έχουν τις φωλιές τους. Εδώ γεννούν και κλωσούν τ’ αυγά τους, εδώ μεγαλώνουν και «διαπαιδαγωγούν» τα μικρά τους, και γενικώς εδώ νοιώθουν σαν το σπίτι τους. Στη θάλασσα πηγαίνουν μόνο για δροσιά, άσκηση και τροφή. Όταν διαλέξουν το θάμνο, σκάβουν μια λακούβα, όπου εναποθέτουν τ’ αυγά και μετά τα μωρά τους. Αυτές τα φωλιές τις φρουρούν με μεγάλο ζήλο. Σαν ότι πολυτιμότερο. Δεν επιτρέπουν να τις πλησιάσει κανείς. Τις υπερασπίζονται με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Οι πιγκουίνοι είναι εκπληκτικοί οικογενειάρχες. Λατρεύουν την οικογένεια τους και την τιμούν τόσο όσο μήτε οι «λογικοί» άνθρωποι. Κι εδώ μάθαμε και τούτο το συγκινητικό. Οι πιγκουίνοι είναι αυστηρά μονογαμικοί – από τη φύση τους, βεβαίως. Αυτοί δεν έχουν νόμους και θεσμούς κοινωνικούς και άλλα τέτοια μπελαλίδικα. Σ’ όλη τους τη ζωή, μονάχα ένα ταίρι γνωρίζουν. Τη μοιχεία ούτε που τη διανοούνται. Και στο θάνατο; Τι κάνουν όταν ο ένας εκ των δύο πεθαίνει; Ο ζωντανός δε διεκδικεί το δικαίωμα στη ζωή, βρίσκοντας ένα καινούριο ταίρι, για συνεχίσει; Όχι! Καθόλου! Απλώς μαραζώνει ολομόναχος, και σύντομα πεθαίνει.

Δεν είναι, αλήθεια, συγκλονιστικό; Μπορείτε να φανταστείτε τέτοιο αρρωστημένο ρομαντισμό σε πουλιά; Ανατριχιάζω!

Καθώς το πούλμαν κινείται πάνω στην ασφαλτοστρωμένη κεντρική αρτηρία, μια παρέα πιγκουίνων χαζοχαρούμενων, μας κόβει το δρόμο. Στέκουν καταμεσίς της ασφάλτου, και αμς κοιτούν περίεργα, με το βλέμμα στηλό. Είναι οι πιγκουίνοι του Μαγγελάνου. Μετρίου ύψους. Μαυρόασπροι. Κορδωτοί, τρισχαριτωμένοι, με μουρίτσες και ματάκια πα΄ρα πολύ σκεφτικά! Νομίζω ότι είναι τα πιο σοβαρά και αξιοπρεπή πλάσματα του πλανήτη μας. Έχουν στυλ, βρε παιδί μου! Πως να το κάνουμε; Το βλέμμα τους, καθώς μένει καρφωμένο πάνω μας, μοιάζει να λέει:

- Κι άλλοι τρελοί; Μα γιατί μας βλέπουν έτσι; Πιγκουίνοι είμαστε, και μάλιστα από καλή γενιά. Τι το παράξενο μας βρίσκουν;

Και για να μας καταπλήξουν ακόμα περισσότερο, υψώνουν το κεφάλι κατά τον ουρανό, τεντώνουν το λαιμό, ανοίγουν το στόμα κι αφήνουν μια τεράστια κραυγή!

- Μα γιατί το κάνουν αυτό; Τι θέλουν να μας πούν; Μας καλοδέχονται; Μας μισούν; Επιδεικνύουν έτσι τη ματαιοδοξία τους; Τι;

Κανείς δε ξέρει. Και το αυτοκίνητο αναγκάζεται να μας «αδειάσει» εκεί, μες τη μέση του δρόμου. Αφού δεν κουνιούνται τα πουλιά, πρέπει να κινηθούμε εμείς. Στα Εθνικά Πάρκα, προτεραιότητα έχουν πάντα τα ζώα.

- Προχωρήστε μόνοι σας, λέει ο Πέδρο, αλλά σιγά-σιγά. Μην τα τρομάξετε. Μη βάζετε τις φωνές όταν δείτε κάτι περίεργο – που σίγουρα θα δείτε! Ψυχραιμία!

Κατηφορίζουμε τη μικρή πλαγιά, έτσι ώστε να έχουμε πλήρη θέα της μακριάς παραλίας. Απίστευτο το θέαμα. Χιλιάδες είναι οι πιγκουίνοι που συνωστίζονται άνω στην άμμο, μέσα στο νερό, στα τριγυρινά βράχια, στις χαμηλές πλαγιές!...Άλλοι είναι πεσμένοι σε βαθειά…συλλογή και στέκουν ακούνητοι. ‘Αλλοι βουτούν μισοπετώντας μισοπερπατώντας στη θάλασσα. Άλλοι κάνουν σεργιάνι…Και πάντα κατά ομάδες. Πολύ κοινωνικά όντα, τέλος πάντων. Και τρισχαριτωμένα. Δε χορταίνεις να τα βλέπεις. Φορές φορές σου κόβουν την ανάσα με τα καμώματα τους.

Έχουμε χαζέψει εντελώς! Τι να πρωτοδούμε; Το τεράστιο, το αμέτρητο πλήθος; Τις παρέες που σεργιανίζουν με πολλήν αξιοπρέπεια και ύφος; Ή τον κάθε πιγκουίνο χωριστά, για να δούμε σουσούμια και καμώματα; Παλαβώνουμε. Φωτογραφίζουμε πηλαλώντας εδώ κι εκεί, με το μάτι πάντα κολλημένο στο ρολόι. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να αργήσουμε. Έχουμε και μια πτήση να προλάβουμε. Όμως εμένα με πιάνει ένα είδος αμόκ, κι αδιαφορώ. Έως ότου κάποιο βάρβαρο χέρι με βουτά από το σβέρκο:

- Νισάφι! Ο χρόνος τέλειωσε. Γρήγορα στο αυτοκίνητο. Το θέαμα δεν είναι για χόρταση.

- Το ξέρω. Αλλά εγώ μήτε τη γεύση του ορντέβρ δεν κατάλαβα. Γιαννάκι μου!...

Σουρτή και τσουβαλιαστή με χώνουν στο πούλμαν. Θλίβεται η ψυχή μου έως θανάτου.

- Δεν το χάρηκα αρκετά, διαμαρτύρομαι.

- Κανείς δεν το χάρηκε, μου απαντούν βλοσυρά.

Είναι και αυτοί τσαντισμένοι που δεν είχαμε τουλάχιστον μισή μέρα, να απολαύσουμε αυτό το μοναδικό θέαμα.

Κρίμα! Ή ίσως όχι «κρίμα» αλλά «δόξα τω Θεώ» καλό ήταν και τόσο. Αξιωθήκαμε μιας μεγάλης τύχης! Το υπόλοιπο της ημέρας αποδεικνύεται παλαβό. Μόλις και μετά βίας προφταίνουμε να φτάσουμε στο Τρελλεόυ. Με τη ψυχή στα δόντια προλαβαίνουμε να ξεφορτώσουμε τα μπαγκάζια μας στο Μπουένος Άιρες, και να τα μεταφορτώσουμε στην ανταπόκρισή μας για το Μπαριλότσε. Μόλις ανεβήκαμε, το αεροσκάφος ξεκίνησε! Ίσα που το προλάβαμε δηλαδή. Τέτοια καμώματα φίλτατοι!

Vivere Pericolosamente! Αυτό δεν ξέρω πως το λένε ισπανιστί. Θα σας γελάσω!

Στο Bariloce φτάνουμε απογευματάκι. Είμαστε πτώματα, και είναι παράδοξο. Αύριο έχουμε μια πολύ γεμάτη μέρα. Έναν 9ωρο χερσαίο περίπατο. Και την μεθεπομένη έναν επίσης 9ωρο περίπατο, στη λίμνη Nahuel Huapi, με διάφορες στάσεις στις όχθες της, για επίσκεψη άλλων λιμνών και δρυμών!

- Μονάχα ένας καλός ύπνος με σώζει, δήλωσα στη παρέα μου και απελθούσα εξεράθην!

 
Last edited by a moderator:
Μηνύματα
245
Likes
893
Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 1

Από τα 14 μου χρόνια, λοιπόν, κυνηγώ τα Τέκνα του Πλοιάρχου Γκραν ανά την υφήλιο! Το 1987, επιτέλους, συναντήθηκα για πρώτη φορά μαζί τους, στους Μαορί. Στη Ροτορούα της Νέας Ζηλανδίας. Στα εκπληκτικά γκέιζερς, κάτω από το ηφαίστειο Ταραβέρα.

Ε, κι έριξα το κλάμα της ζωής μου! Ξανάγινα έφηβη. Και ξαναδιάβαζα, με τον φακό, τον Ιούλιο Βερν, κάτω από τις κουβέρτες! Κι εκεί, καταμεσής μιας θαυμαστής φύσης που μεγάλυνε την ψυχή μου, άκουσα – θα το πιστέψετε; - τη φωνή της μάνας μου, να διαμαρτύρεται, έξαλλη, στον κατάπληκτο πατέρα μου:

- Εκατό φορές στο είπα, Σταύρε μου! Ο φίλους σου σε πουλάει σκάρτο πράμα. Τέλειωσαν κιόλας οι μπαταρίες του φακού. Πόσο παλιές, πια, ήταν; Δε ντρέπεται ο χριστιανός;

Και τη φωνή του άτυχου Σταύρου να απορεί:

- Μα τι λες γυναίκα; Από κλειστό κουτί τις έβγαλε ο άνθρωπος! Φρεσκότατες είναι.

- Α μάλιστα! Μυρίζουν θάλασσα! Και τότε ο φακός γιατί δε λειτουργεί, με λες; Πώς το εξηγείς εσύ αυτό;

Και δύο ενήλικες να σπάζουν το κεφάλι τους, να εξηγήσουν τα ανεξήγητα καμώματα ενός ευφάνταστου παιδιού! Να και το χαμόγελο των παιδικών αναμνήσεων ανάμεσα στα δάκρυα, κάτω από το το βουνό Ταραβέρα!

Σε κείνο το καταπληκτικό βιβλίο, που λέτε, που φαίνεται πως σημάδεψε όλη τη μετέπειτα ζωή μου, πρωτοέμαθα για τους ανθρωποφάγους Μαορί. Και για τους φοβερούς και τρομερούς κινδύνους στους παγετώνες, κάποιες περιοχής του πλανήτη, παντελώς άγνωστης στη σχολική μου γεωγραφία!

Είχε το παράξενο όνομα ΠΑΤΑΓΟΝΙΑ! Τι αλλόκοτο τοπωνύμιο! Είχε μέσα του κάτι από τους πάγους, τις αγωνίες, τον πάταγο, τον πανικό… Πολύ περίεργο όνομα, μα την αλήθεια! Και δυο περίεργες φυλές: Οι Μαορί και οι Παταγόνες!

Η πρώτη φυλή, αν και άγρια αποδεκατισμένη, είναι ακόμα και σήμερα παρούσα. Ολοζώντανη και αγωνιζόμενη να μην αφανιστεί εντελώς από προσώπου γης, διατηρώντας ευλαβικά τις αρχαίες παραδόσεις. Δικιά της και η Κίρι ντε Κανάουα. Να διαλαλεί την καταγωγή και την περηφάνεια της, σ’όλα τα λυρικά θέατρα του κόσμου. Είναι μια Μαορί!

Η δεύτερη φυλή, οι Παταγόνες, είναι χαμένη για πάντα. Άδικα έψαξα, επί 20 μέρες, για ανθρώπους με τεράστιες πατούσες! Άφαντοι! Ότι έβλεπα ήταν οι μοναχικές φιγούρες των γκαούτσος, να πορεύονται ήσυχα στις απέραντες πάμπες! Και δε μου φάνηκαν καν… πλατυποδίζοντες! Μια χαρά ήταν οι άνθρωποι! Έτσι, από τον Ιούλιο Βερν, μου έμενε μονάχα η ίδια η Παταγονία. Κι αυτήν θα έπρεπε να εξερευνήσω στο ταξίδι του 1995.

Η Παταγονία είναι, αλήθεια, η «Χώρα του Πουθενά».

Η αμερικάνικη Εδέμ. Το Βασίλειο της Γαλήνης!

Το να βρεθείς στην Παταγονία είναι σα να παραδίνεσαι στη Φύση. Είναι σαν να βιώνεις την αρχέγονη σύστασή της! Αυτήν που έχουμε όλοι μας, δυστυχώς πια, ξεχάσει!

Η φύση εκεί, έχει μια παλαιότητα θα έλεγα, που την νοιώθεις βαθιά. Σε γυρνά, αβίαστα, σε κάποια πολύ γνωστή σου ρίζα, μέσα από την ερημιά, τη σιωπή και τη μονιμότητα της ειρήνης!

Η Παταγονία είναι, σ’ ένα μεγάλο μέρος της, έρημος. Και σου δίνει την εντύπωση πως ήταν πάντα έτσι. Πως ποτέ, καμμιά αλλαγή, δεν ήρθε να ταράξει την προαιώνια ισορροπία της. Έτσι ήταν, και θα εξακολουθήσει να είναι έτσι: απόμακρη, υποβλητική, γλυκύτατα τραχειά – αν μου επιτρέπεται το οξύμωρον…

Μέσα σ’ ένα τέτοιο μαγικό τοπίο, είναι φυσικό να ξεστρατίζει ο ξαφνιασμένος νους σου, και να αιωρείται μέσα σε ένα τεράστιο κενό. Και δεν είναι δύσκολο να βλέπεις, τον αλλούτερο αυτόν τόπο από ψηλά, σαν ν’ αγναντεύεις από το διάστημα έναν άγνωστον πλανήτη! Έναν πλανήτη αφημένον στον έλεος των ανέμων, των ερήμων και των πάγων… Δεν θυμάμαι, αλήθεια, ποιος είπε την καταπληκτική φράση «Ο Τέλειος θάνατος είναι στην Παταγονία»!

Τω όντι, έχεις ώρες ώρες, αυτήν την άισθηση του θανάτου. Αλλά και της αρχής. Διότι ανάμεσά τους συνυπάρχουν αρμονικά η έρημος των ανέμων και η αγριότητα των χειμώνων. Αλλά και η ευλογία της ειρήνης και η σοφία της σιωπής! Μέσα σ’ ένα τέτοιο μοναδικό τοπίο, είναι θεμιτό να σκέφτεσαι το Θάνατο – την Τρίτη Αλήθεια του Coleridge: «Ανάμεσα στον Εαυτό μας και τον Δημιουργό»…

Ουφ! Αμάν πια! Πού τον θυμήθηκα, πάλι, αυτόν; Κι αυτός αγαπημένος της εφηβείας μου ήταν! Και τώρα τι έγινε; Για … παλιμπαιδισμό μιλάμε; Εδώ, δηλαδή, τώρα, θα πρέπει να χρησιμοποιήσω ένα…σχετλιαστικό επιφώνημα; Κάτι μεταξύ: φευ!, οίμοι και αλλοί; … Ήμαρτον! Κλείνει η παρένθεση.

Σε τέτοιας λογής φύση δε χωρούν πολλοί και πολλά. Η λιότητα των εικόνων επιβάλλει αφαίρεση, ακόμα και στα αισθήματα. Μένοντας, λοιπόν, αναγκαστικά στα πιο απλά, ανακαλύπτεις, μοιραία, τα πιο ουσιώδη. Και αποταμιεύεις αυθόρμητα τα πιο βασικά. Όσα η όραση, η ακοή και η αφή σου μπορούν να σου δώσουν. Και διαπιστώνεις έκπληκτος, πως τα «απλά» είναι και τα «ουσιώδη», που, όλως περιέργως, μέχρι σήμερα σου διέφευγαν! Και, τελικά, αυτά τα «ουσιώδη» αποτελούν και το υπόβαθρο της ψυχικής σου πληρότητας και ισορροπίας.

Δεν χρειάζεσαι περίτεχνες εικόνες, και περίπλοκες διαδικασίες για να φτάσεις στην απόλυτη Ευδαιμονία. Απλώς τη συναντάς. Έτσι! Τελείως φυσιολογικά. Όπως σου δόθηκε η θεία Χάρη να κάνεις! Κι εσύ, στην άνυδρη και τυφλή διαδρομή σου, Την έχασες ή Την ξέχασες. Τι διάβολο θέλουν τους γκουρού και τον διαλογιασμό οι σοφοί Ανατολίτες; Ας έρθουν στις στέπες της Παταγονίας. Κι είναι σίγουρο πως θα βρουν την πολυπόθητη Νιρβάνα. Η Φύση διδάσκει, ασφαλώς καλύτερα από κάθε σοφό, τις πανάρχαιες αξίες. Εκείνες που, καμμιά ανθρώπινη σκοπιμότητα και κανενός είδους ευτέλεια, δεν τις έχουν κάνει να… αλλοιθωρίσουν! Κάτι ήξεραν οι Χριστιανοί Αναχωρητές. Μέσα στις ερήμους, εύρισκαν, τελικά, το Θεό! Με τρόπο απλό, απέριττο, άμεσο κι αθώο, η Φύση σε οδηγεί στη συνάντηση με το Δημιουργό σου! Εσύ, δεν χρειάζεται να κα΄νεις πολλά. Αρκεί ν’ ανοίξεις την ψυχή σου στην ολοφάνερη Αλήθεια. Όπως το ματάκι του χλωρού κλαδιού αφήνει το νιογέννητο φυλλαράκι του ν’ αντικρύσει ένα πρωί τον ήλιο. Χωρίς ερωτήσεις. Χωρίς απορίες, χωρίς ενδοιασμούς. Διότι έτσι το προστάζει η φυσική ισομετρία. Κι εκείνο δεν την αμφισβήτησε ποτέ. Αυτό, φευ! Είναι ανθρώπινο σουσούμι. Κανένα άλλο πλάσμα δεν διανοήθηκε ποτέ να επέμβει στους φυσικούς κανόνες.

Θα φανταζόσασταν ποτέ ότι το θαυμαστότερο προνόμιο του ανθρώπου – η δυνατότητα να σκέφτεται – θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε λάθος δρόμους; Αμ, τέτοια νόηση να τη βράσω! Εμένα η Παταγονία μου δίδαξε άλλα. Και η Γνώση με τρομοκράτησε μέχρι θανάτου.

Εκεί, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πόσο κακό κάνει το καλό, όταν κάποιοι το χρησιμοποιούν πέρα από κάποια όρια. Χωρίς συνείδηση. Χωρίς κρίση.

Και, προ πάντων, χωρίς Αγάπη. Κι έτσι καταστρέψαμε το χώμα, τα νερά, τον αέρα! Ποια λογική θα μας βοηθήσει να σωθούμε; Ή μήπως τέτοιο σόι λογική, το ανθρώπινο είδος δεν την διαθέτει; Θεέ μου φύλαγε…

Στην Παταγονία, για πρώτη φορά στη ζωή μου, χάρηκα δια το προβεβηκός της ηλικίας μου!!! Σκέφτηκα πως δεν πρόκειται να ζήσω τόσο πολύ, για να δω κάποια τρομερή καταστροφή! (Να, που και τα γηρατειά έχουν και τα καλά τους!...)

Εγώ, ωστόσο, οργανωμένη οικολόγος μη ούσα μεν, αλλά με πολύν καημό για το περιβάλλον, βρέθηκα, ξαφνικά, στον Παράδεισό μου, «σαν έτοιμη από καιρό». Κι ας μην είχα ιδέα από τα πριν, τι επρόκειτο να βρω και να βιώσω, σε κείνον τον απερίγραπτο τόπο. Κι ίσως αυτή η άγνοια, να ήταν η καλύτερη προετοιμασία. Βρέθηκε η καρδιά μου με τις πόρτες ορθάνοιχτες στο μελλούμενο. Σ’αυτό που ένοιωθα να’ρχεται, αλλά δε γνώριζα το πρόσωπό του. Ε, και; Δεν το’παμε;

Η Φύση μεριμνά για όλα εδώ. Αφού «ένα ταξίδι σ’αυτήν, είναι σαν ένα ταξίδι στο υψηλότερο επίπεδο της ύπαρξης. Είναι ένα είδος αρμονίας, μεταξύ του εαυτού μας και του φυσικού περιβάλλοντος, που, τελικά, οδηγεί στην απουσία σκέψης», λένε οι δύο μεγάλοι εραστές της Παταγονίας, ο Theroux και ο Chatwin. Το βιβλίο τους μ’έχει μαγέψει. Ίσως γιατί μοιράζομαι μαζί τους, τα ίδια αισθήματα.

«Απουσία σκέψης», λένε. Ε, λοιπόν, ναι! Αυτό ακριβώς είναι η Παταγονία. Ότι έχει σχέση με τη λογική, είναι εδώ, πράγματι πεπερασμένο. Μπορεί σ’αυτόν τον τόπο να είχε θέση μονάχα η μεταφυσική. Που εγώ, όμως, την αποφεύγω σαν τα κρίματά μου! Διότι δεν την ξέρω. Για να μη σας πω, πως την φοβάμαι κιόλας. Έτσι, εδώ έχω γίνει ένα πελώριο μάτι κι ένα τεράστιο αυτί – σαν εκείνο του τυράννου των Συρακουσών, Διονυσίου! Βλέπω κι αφουγκράζομαι συνεχώς. Και διαρκώς βρίσκομαι σε εγρήγορση. Να μην παραγνωριστούν ήχοι. Να μη μου διαλάθουν εικόνες. Να μη χάσω ούτε ένα λεπτό την επαφή μου με την παράξενη ατμόσφαιρα… Την ατμόσφαιρα του «κενού» και του απροσδιόριστου, που θα μπορούσε να μοιάζει μ’ένα είδος Ζωής-Θανάτου.

Τοπία ανόμοια μεταξύ τους, ριζικά αντίθετα. Εικόνες που σε φέρνουν σε δύσκολη θέση, διότι συχνά δεν τις πιστεύεις. Θαρρείς πως είναι «φάτα μοργκάνα».

Πως σούχει… στρίψει κομματάκι. Κι ολοάξαφνα αλλάζουν. Απροειδοποίητα. Σου’ρχονται καινούριες, σαν πετριές κατακέφαλα… Και νομίζεις ότι… περιπίπτεις εις κώμα ή ακαταληψία!

Η… δοκιμασία αρχίζει κάπως έτσι:

Το αυτοκίνητο τούτη τη στιγμή τρέχει μέσα σε μιαν ατέρμονη στέπα. «Πάμπα» τη λένε εδώ. Μοναδικό της στόλισμα τα φυτικά … σκαντζοχοιράκια! Που τρέχουν ξετρελλαμένα κατά τη φορά του ανέμου. Θέαμα όμορφο μα και αστείο. Αφού εγώ βλέπω σαν αληθινούς σκαντζόχοιρους, τις ολοστρόγγυλες μπάλες από δαντελωτό αγκάθι! Ξεκομμένες από τη ρίζα τους, είναι στο έλεος των δαιμονικών ανέμων. Τις παρακολουθώ ώρες τώρα.

Και, αιφνιδιαστικά, σε μια κούρμπα του δρόμου, το σκηνικό γίνεται δραματικά διαφορετικό. Το τοπίο γίνεται βλοσυρό. Σαν πρόσωπο συνοφρυωμένο. Χάνεται η απέραντη ξερή ισιάδα. Τώρα έχω μπροστά μου βράχια τραχειά, πανύψηλα, χρωματιστά -αχ τι θαύματα κάνει το λυκόφως- με πάλλευκες κορώνες στις κορφές τους. Οι πάγοι εκεί πάνω γυαλοκοπούν με χιλιάδες ιριδισμούς. Θυμίζουν πολύτιμες πέτρες πολλών καρατιών, και περίτεχνου ταγιαρίσματος. Οι αστραπές τους σου καίν’ τα μάτια. Αλλούτερο τούτο το τοπίο. Καμμιά σχέση με την έρημο και τ’αγκάθια της.Πίσω μας το μέρεμα. Μπροστά μας η εξέγερση! Ο θυμός! Η κρυμμένη απειλή. Πίσω μας η τρυφεράδα. Μπροστά μας το δράμα! Πίσω χαλάρωνες. Εδώ αρτσώνεσαι. Σαν να περιμένεις κάτι φοβερό: έναν κακό οιωνό. Την πραγματοποίηση κάποιου χρησμού! Έτσι πρέπει να αισθανόταν ο Μωϋσής όταν, περιδεής, περίμενε στο Σινά, ν’ ακούση την τρομερή φωνή του Θεού των Εβραίων…

Ο αέρας είναι παγωμένος. Ο ουρανός ξαφνικά γίνεται σκοτεινός. Η ατμόσφαιρα είναι δυσοίωνη, κι εγώ δεισιδαίμων:

Μαύρος ουρανός; Κακό θα μ’ εύρει.

Ψέμματα.

Στην επόμενη στροφή, η γαλανή λίμνη! Και στη μέση της ο πανέμορφος παγετώνας. Και τα τεράστια παγόβουνα, που ταξιδεύουν τεμπέλικα. Σαν κουρασμένοι στρατοκόποι. Λευκό και γαλάζιο το χρώμα. Κι ο ήλιος στο γέρμα του να μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι αντί για «καληνύχτα». Και, σε κείνο το μόρτικο κλείσιμο του ματιού, να στροβιλίζονται εκατομμύρια ουράνια τόξα, κάθε φορά που ράγιζε ο παγετώνας. Σύννεφο διάφανο οι κρυστάλλινες σταγόνες. Και μέσα στην κάθε μια τους ο ήλιος να καμαρώνει το λαμπερό του πρόσωπο, γεμίζοντας τον ορίζοντα με χρωματιστά μπουκέτα! Ίριδες σαν λουλούδια, που κατέληγαν μαλακά πάνω στην λαζουρένια λίμνη!!! Μπορείτε αλήθεια, να φτιάξετε την εικόνα στο μυαλό σας;

Και εγώ να χαζεύω. Και να διαπορώ, πώς βρίσκεται, σε τούτο το σημείο της γης, τέτοια φυσική ποικιλία και ομορφιά! Διότι, στην επόμενη στροφή, αποχαιρετάμε δια παντός -δια παντός; Μην το πιστεύετε! Κι αύριο μέρα ξημερώνει!- την στέπα και τους παγετώνες, και χωνόμαστε σε αληθινούς μέλανες δρυμούς. Θεοσκότεινους από την πυκνή βλάστηση. Μοναδικά τους ξέφωτα – σαν κομμάτια καθρέφτη – πάλι οι γλαυκοπράσινες λίμνες. Παράθυρα, θαρρείς της γης, να φέρνουν κοντά της τον ουρανό… Μόνη τους… ανωμαλία, τα βουνά που… φυτρώνουν καταμεσής των δασών και στις όχθες των νερών. Όπως φυτρώνουν συχνά και στη μέση των ερήμων.

Και κείνος ο παταγονικός ουρανός! Ένα μικρό θαύμα. Δέκα φορές την ημέρα άλλαζε διάθεση. Πότε χαμολελούσε κάτω από τα μουστάκια του, μ’έναν γλυκύτατο, χλιαρόν ήλιο. Πότε πάλι θύμωνε με μια κατάμαυρη συννεφιά, που έσερνε τα ξεφτίδια της ως και πάνω στις επιφάνειες των λιμνών. Άλλες φορές ένα σημείο του ορίζοντα γινόταν μολυβί, κι απειλούσε το στερέωμα. Ενώ το διαμετρικά αντίθετο, έκανε άλλο σόι καμώματα: Παγίδευε εδώ κι εκεί το φως, καθώς ο ήλιος φλέρταρε ξεδιάντροπα με κάοπια θρασύδειλα σύννεφα! Και να δεις που τα ξεγελούσε, ο άτιμος! Και τότε, εμείς οι τυχεροί, είχαμε δυο διαφορετικές όψεις της ίδιας εικόνας, όσες φορές ο ήλιος έβγαινε νικητής από το παιχνίδι! Γιατί τη μουντάδα και την τεφρή ατμόσφαιρα, διαδεχόταν ένα μελιχρό φως κι ένας γαλακτώδης ορίζοντας…

Η Παταγονία, όπως το καταλάβατε ήδη, δεν είναι μονάχα μια φυσική καλλονή. Αυτό θα ήταν το λιγότερο. Όμορφα μέρη υπάρχουν παντού. Είναι, προ πάντων, ένα γεωγραφικό στίγμα, φορτωμένο θρύλους, τέρατα, και ανομολόγητους κινδύνους! Κι ακριβώς για τις παραπάνω αιτίες, είναι επίσης γεμάτο από ιστορία, από περιπέτεια, από μαγεία…

Γι’ αυτό το λόγο είναι κι ένα συναίσθημα. Μια ψυχική κατάσταση. Μια περιπέτεια καρδιάς. Και ως τοιαύτη επιφέρει… επιτάχυνση σφυγμού! Ένα ανέβασμα της αρτηριακής πιέσεως. Κι ένα πόνο στο στήθος, που ο κουράντες γιατρός σας θα τον διεγίγνωσκε ως «στηθάγχη»!

Σου κόβεται κάθε τόσο η αναπνοή, κι’ όχι μονάχα γιατί ο Πέριτο Μορένο είναι τόσο μεγαλόπρεπος. Όχι! Σου κόβεται, προ πάντων, διότι στο γραμματόσημο πάνω στην υδρόγειο, που είναι η Ελλάδα, είχες χιλιάδες φορές νοερά μετρήσει, την ιλιγγιώδη απόσταση που σε χώριζε από αυτόν τον θρυλικό, τον μυθιστορηματικό τόπο. Και το χειρότερο;

Δεν πίστευες ότι θα τον έφτανες ποτέ! Όχι σε μια ζωή, αλλά ούτε σε δέκα!

Γεωγραφικά ο χώρος αυτός περιλαμβάνει το Νότιο άκρο της Χιλής και της Αργεντινής, καθώς και το Αρχιπέλαγος των Στενών του Μαγγελάνου. Μετά την Παταγονία αρχίζει η 6η και λιγότερο γνωστή ήπειρος: Η Ανταρκτική. Από την οποία και δανείζεται πολύ θρύλο…

Μίλησα πιο πάνω για την ιστορία που κουβαλά η Παταγονία. Θα το πιστεύατε πως η γνώση γι’ αυτήν ξεκινά από τον Πυθαγόρα; Ήταν ο πρώτος που μίλησε για τον «Αντίχθονα», την αντίθετη στεριά δηλαδή, αφού «χθων» σημαίνει έδαφος, γη. «Αντίχθων» ήταν ο αντίποδας του Βόρειου Πόλου, στα νότια της υδρογείου. Ο εκ Σάμου σοφός, βέβαια, δεν γνώριζε την μετέπειτα ονομασθείσα Ανταρκτική. Στο μαθηματικό μυαλό του, όμως, η Γη χρειαζόταν ένα αντίβαρο για να ισορροπεί στο χαώδες Σύμπαν. Κι αυτός ο αντίπους, έπρεπε να είναι μια «άλλη γη». Ένας Αντίχθων.

Άλλωστε κι ο Κουκ, αυτήν την ήπειρο έψαχνε να βρει στα ταξίδια του με το Endeavour, το Resolute και το Adventure: την περίφημη TERRA AUSTRALIS, που σημαίνει «ΝΟΤΙΑ ΓΗ». Σήμερα ξέρουμε πως ο Κουκ, τότε, δεν κατάφερε να την ανακαλύψει. Βρήκε όμως την Ωκεανία. Και σαν τον Κολόμβο, νόμισε πως πέτυχε το σκοπό του. Γι’αυτό και την ονόμαστε «Αυστραλία», δηλαδή «νότια». Άλλα αντ’ άλλων δηλονότι. Κι ο Κολόμβος για την Ινδία έψαχνε, αλλά τελικά ξεμπάρκαρε στην Αμερική. Ωστόσο τα νησιά της Καραϊβικής, ακόμα τα λέμε «Δυτικές Ινδίες»… Προφανώς εις ανάμνησιν ενός ιστορικού λάθους, που αύξησε τον τότε κόσμο, κατά μιαν ήπειρο!

Αλλά, μια και τον ονοματίσαμε, ελάτε να θυμηθούμε εδώ την όμορφη περιπέτεια του Άγγλου πλοιάρχου Τζέημς Κουκ, που στην Ιστορία και τον θρύλο, πέρασε ως CAPTAIN COOK.

Το 1768 η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου, σε συνεργασία με το Ναυαρχείο, οργάνωσαν την πρώτη αποστολή στον Ειρηνικό. Ήθελαν να παρατηρήσουν την διέλευση της Αφροδίτης μπροστά από τον ήλιο, στις 3 Ιουνίου 1769. Το φαινόμενο θα ήταν ορατό από το νησί της Ταϊτής, όπου και το σχετικό αστεροσκοπείο σήμερα – μνημείο της ιστορικής εκείνης εξόρμησης. Την όλη επιχείρηση ανέθεσαν σ’ ένα ρέκτη ναυτικό, τον James Cook.

Μετά την εκτέλεση της παραγγελίας των επιστημόνων της Βασιλικής Εταιρείας, ο περιπετειώδης πλοίαρχος είχε εντολή να σαλπάρει, ψάχνοντας για μιαν νοτιότερη Ήπειρο που τότε οι αστρονόμοι ονόμαζαν ΝΟΤΙΑ ΓΗ – TERRA AUSTRALIA κατά το λατινικότερον και… επιστημονικότερον…

Θεωρητικά – όπως ακριβώς κι ο Πυθαγόρας, κι ίσως και εξ αιτίας των δικών του συμπερασμάτων – όλοι οι σοφοί του 18ου αιώνα έβρισκαν απολύτως αναγκαία την ύπαρξή της, «για να αντισταθμίζονται οι χερσαίες μάζες του Βορείου Ημισφαιρίου».

Σε τούτο το πρώτο ταξίδι με το πλοίο Endeavour, που σημαίνει «Προσπάθεια», ο Κουκ δεν κατάφερε να φτάσει πολύ νότια. Αντιθέτως, προχώρησε προς τα νοτιο-δυτικά της Ταϊτής, προς τη Νέα Ζηλανδία και την Τασμανία. Ήταν, λοιπόν, φυσικό να πέσει και πάνω στις νοτιοανατολικές ακτές της σημερινής Αυστραλίας, που τότε, βέβαια, ήταν άγνωστη. Το υπόλοιπο ταξίδι του Endeavour ήταν βορεινά προς την Μπατάβια, τη σημερινή Τζακάρτα, την πρωτεύουσα της Ινδονησίας.

Στο δεύτερο ταξίδι του όμως, με το Resolute και το Adventure τούτη τη φορά, ο Κουκ έπλευσε πέρα από τις 70 μοίρες νότια, στην Ανταρκτική. Οι πάγοι όμως τον ξεγέλασαν. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάτω από αυτούς υπήρχε στεριά. Ήταν κι αυτός θύμα της γνώσης της σύστασης του Βορείου Πόλου, που αποτελείται από νερό, παγωμένο φυσικά. Οπότε συνεπέρανε ότι δεν υπήρχε άλλη στεριά νοτιότερα, πλην της Αυστραλίας. Κι έτσι, ελαφρά τη καρδία την ονόμασε ΝΟΤΙΑ ΓΗ, κι έτσι την πρόσφερε στην Βρετανική Κοινοπολιτεία. Και, κοίτα να δεις, πράμα περίεργο! Καλά λένε: καλύτερα να σου βγει το μάτι. Αυστραλία τη βάφτισε κατά λάθος, κι Αυστραλία παρέμεινε. Διόλου την της φτούρισε το καινούριο βαφτιστικό: Ωκεανία. Εγώ φερ’ ειπείν, ουδέποτε διανοήθηκα να πω πως: «Πήγα δύο φορές στην Ωκεανία». Κανείς δε θα καταλάβαινε σε ποιανού διαόλου τη μάνα βρισκόμουν!

Πολύ αργότερα, μόλις το 1911, ο Αμο΄νυτσεν πρώτος, κι ο Σκωτ μετά από αυτόν – με την τραγική κατάληξη της εξερευνητικής αποστολής του- πάτησαν τους αφιλόξενους πάγους του Νοτίου Πόλου. Και βεβαίωσαν τον κόσμο, για την ύπαρξη της ΝΟΤΙΑΣ ΓΗΣ. Όπως ακριβώς το περίμενε ο Πυθαγόρας, φανταζόμενος τον περίφημο Αντίχθονά του!!! Η ΓΗ, πράγματι, χρειαζόταν έναν αντίποδα στο Νότο, για να έρθει στα ίσα της!

Και είναι σε μέγεθος η 5η μεγαλύτερη ήπειρος, με κάτι 14.200.000 τ.χλμ. Θα ήταν στο σχήμα στρογγυλή – μια και αγκαλιάζει ένα κυκλικό σημείο στην υδρόγειο. Όμως υπάρχει η προβολή της Ανταρκτικής Χερσονήσου. Είναι μια γλώσσα γης, προέκταση δηλαδή της Νότιας Ηπείρου προς τη μεριά της Νότιας Αμερικής. Η απόσταση από αυτήν την χερσαία λουρίδα – που είναι φυσικά μέρος της Ανταρκτικής Ηπείρου – είναι μόλις 960 χλμ από τη Λατινική Αμερική. Τόσο, μα τόσο λίγο! Πάνε-ένα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη…

Γι’αυτόν, λοιπόν, τον τόπο που απέχει μονάχα 1.000 χιλ από την Ανταρκτική, γύρω στα 3.00 χιλ από το σημείο του Νότιου Πόλου, και ανεβαίνει βορινά, μέχρι το Rio Colorado της Αργεντινής και την Επαρχία Μαγγελάνου της Χιλής, κίνησα εγώ, το σωτήριο έτος 1995…

Σας μίλησα πολύ για την Ανταρκτική. Όμως, πώς να το κάνουμε; Ήταν στη γετονιά της Παταγονίας, αφού η Γη του Πυρός – μέρος της Παταγονίας φυσικά κι αυτή – είναι η τελευταία κατοικημένη περιοχή της υδρογείου, πριν τη θανατερή σιωπή των πάγων του Νότιου Πόλου.
 

Defkalion

Administrator
Μηνύματα
11.406
Likes
17.236
Ταξίδι-Όνειρο
Αλάσκα
Ξεκίνησε ο άθλος της δακτυλογράφησης της Παταγονίας :D

Έχω πιάσει εγώ τις 20 πρώτες σελίδες και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον @fotast που έκανε τις επόμενες 20.

Αναμείνατε στο ακουστικό σας για τα επόμενα κεφάλαια. :clap:
 

fotast

Member
Μηνύματα
9.409
Likes
14.383
Απλά να σημειώσω ότι το κείμενο για αυτό το ταξίδι της κ.Αδαμαντίδου είναι γραμμένο σε μονοτονικό.Και είναι πιο εύκολη η δακτυλογράφηση σε σχέση με την προηγούμενη ιστορία που είχε τόνους,πνεύματα κτλ.
Για όποιον ενδιαφέρεται να βοηθήσει :haha: , καθώς υπάρχουν ακόμη 60 σελίδες.
 

Defkalion

Administrator
Μηνύματα
11.406
Likes
17.236
Ταξίδι-Όνειρο
Αλάσκα
Για όποιον ενδιαφέρεται να βοηθήσει :haha: , καθώς υπάρχουν ακόμη 60 σελίδες.
Μη τα λες έτσι απότομα και τους τρομάξεις!!! Πες έχουμε λίγες σελίδες ακόμα, φέρτο με το μαλακό :lol::lol::lol:
 

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.200
Likes
20.634
Επόμενο Ταξίδι
Τατζικιστάν
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
Θέλω να τσιριξω από τη χαρά μου!!!!....
Η ιστορία που ζήτησα να διαβάσω ....:kissing2:

Αχ μωρέ! Και μονάχα το όνομα «Γη του Πυρρός» κατακαίει το νου σου! Πυρπολεί τη φαντασία σου! Είναι σαν προσάναμμα στο καμίνι των ταξιδιωτικών σου ονείρων!
Εμενα μου λες ;....
 

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.200
Likes
20.634
Επόμενο Ταξίδι
Τατζικιστάν
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
Απλά να σημειώσω ότι το κείμενο για αυτό το ταξίδι της κ.Αδαμαντίδου είναι γραμμένο σε μονοτονικό.Και είναι πιο εύκολη η δακτυλογράφηση σε σχέση με την προηγούμενη ιστορία που είχε τόνους,πνεύματα κτλ.
Για όποιον ενδιαφέρεται να βοηθήσει :haha: , καθώς υπάρχουν ακόμη 60 σελίδες.
Είπα σε κάποιους να περιμένουν, αλλά είναι χειρότεροι από μένα στην ασυγκρατοσυνη :haha:
Εγώ θα βοηθήσω καλέ μου άνθρωπε, αλλά σε λίγο καιρό από τώρα :)
 

Sassenach77

Member
Μηνύματα
7.200
Likes
20.634
Επόμενο Ταξίδι
Τατζικιστάν
Ταξίδι-Όνειρο
Γη του Πυρός
Ξεκίνησε ο άθλος της δακτυλογράφησης της Παταγονίας :D

Έχω πιάσει εγώ τις 20 πρώτες σελίδες και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον @fotast που έκανε τις επόμενες 20.

Αναμείνατε στο ακουστικό σας για τα επόμενα κεφάλαια. :clap:
Ε τώρα τι να πω ;;;;
Θα την έχετε γράψει μέχρι το Πάσχα, έτσι όπως πάτε !!!:eek::eek: και θα μου στερησετε τη χαρά να γράψω και εγώ. ....Ντροπή. ..και εγώ θελωωωωω
 

fotast

Member
Μηνύματα
9.409
Likes
14.383
Ε τώρα τι να πω ;;;;
Θα την έχετε γράψει μέχρι το Πάσχα, έτσι όπως πάτε !!!:eek::eek: και θα μου στερησετε τη χαρά να γράψω και εγώ. ....Ντροπή. ..και εγώ θελωωωωω
Δεν νομίζω να γραφτεί μέχρι το Πάσχα.40 σελίδες έχουμε μοιράσει μόνον.Όπως είπα υπάρχουν άλλες 60.Άν θέλεις να γράψεις αργότερα διάλεξε απο την μέση και προς το τέλος.Φυσικά κανόνισε με τον @Defkalion .
 

LULLU

Member
Μηνύματα
3.528
Likes
7.845
Επόμενο Ταξίδι
το ψαχνω....
Ταξίδι-Όνειρο
Νιγηρας-Μαλι
ω τι χαρα!!!!!!!!!!!!
 
Μηνύματα
245
Likes
893
Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 2

Ιστορικά, ο γεωγραφικός χώρος της Παταγονίας, δεν έχει και πολλά να πει. Παλιά τον κατοικούσαν άνθρωποι παράξενοι. Σχεδόν μυθικοί: Οι Παταγόνες. Θεέ μου! Τι δεν γράφτηκε γι’ αυτούς!

Ο Μαγγελάνος και το πλήρωμά του, τους θεωρούν «γίγαντες». Κατοπινοί εξερευνητές – κομμάτι … γιαλαντζί, πρέπει να πω – μέτρησαν κιόλας το ύψος τους. Αλλά, τελικώς, δε συμφώνησαν μεταξύ τους. Ωστόσο τους έβγαλαν ψηλούς. Πολύ ψηλούς! Πάνω από 2.50 μέτρα!! Αργότερα αυτά τα νούμερα άρχισαν να… εκπίπτουν! Τα αμφισβητούσαν κάποιοι άλλοι εξερευνητές.

- Ελάτε βρε παιδιά! Μπορεί να ήταν μονάχα 2.00 μέτρα! Άντε 2.10. Αλλά 2.50;

Πάντως είναι σημαντικό ότι για όλους, που τότε επισκέπτονταν την περιοχή, ο κοινός τόπος είναι το ύψος των περίεργων αυτών πλασμάτων! Τους περιγράφουν ως «θηριώδεις»! Ωστόσο, περισσότερο από το ύψος τους, όλοι μιλούν για τα τεράστια πέλματά τους.

- Καλέ είδατε τα ίχνη; Ούτε ελέφαντες να ήτανε!

Ε, καλά! Η κυνική εγώ, απομυθοποίησα κιόλας και τις δύο εντυπώσεις. Τι στο καλό την έχουμε τη λογική; Να μην τη χρησιμοποιούμε πότε πότε; Βασισμένη, βεβαίως, σε διάφορες – γενικώς αντικρουόμενες – πληροφορίες, υποψιάζομαι τι είχε τότε συμβεί. Και μη μου πείτε πως είμαι ευφάνταστη! Στα διάφορα κατατοπιστικά βιβλιαράκια που διαβάζω καθώς και από τις πληροφορίες που παίρνω από τον Οδηγό μου, μαθαίνω αυτά τα πολύ ενδιαφέροντα:

Οι Παταγόνες, για να αποφεύγουν τα κρυοπαγήματα στις τρομακτικά χαμηλές θερμοκρασίες, συνήθιζαν να δένουν τα πόδια τους με χοντρά δέρματα του ζώου με τ’όνομα γκουανάκο! Μπορεί επίσης να χρησιμοποιούσαν και φαρδιές, καλαμένιες πατούσες – οι άνθρωποι των χιονιών τις χρησιμοποιούν ακόμη – για να κάνουν τη βάση των ποδιών τους πλατειά, για να ισορροπούν καλύτερα πάνω στους πάγους.

Έτσι όμως ή αλλοιώς, οι περιγραφές για τους εν λόγω ιθαγενείς, είναι λίγο πολύ τερατώδεις! Σε κείνο πάντως που όλοι συμφωνούν, είναι το γεγονός ότι οι Παταγόνες ήταν άκρως φιλικοί και φιλόξενοι. Γι’αυτό και την έπαθαν!

Καλά λένε πως ο «καλός καλό δεν έχει». Διότι οι Ευρωπαίοι… Ντροπής πράματα, που θα τα πούμε αμέσως παρακάτω.

Όσο τώρα για το ύψος του, έχει κι αυτό την εύκολη εξήγησή του, που τελικά επισήμως κατέβηκε στο 1.90 πλέον. Για να προστατευτούν από το πολικό κρύο, οι άνθρωποι φορούσαν μανδύες από δέρματα, και τα πολύ μακρυά μαλλιά τους τα άφηναν λυτά ν’ ανεμίζουν στους σαρωτικούς βοριάδες. Βάλτε, λοιπόν, τώρα: άντρες ύψους 1.80-1.90. Με τεράστιους, ποδήρεις μανδύες, να φουσκώνουν στους ανέμους. Με χαίτη ν’ ανεμίζει ωσάν βεντάλια. Να περπατούν με μεγάλες δρασκελιές, μεταφέροντας κι από ένα… γιούκο στο κάθε τους ποδάρι, τότε, ακόμα κι εσείς οι άκρως ρεαλιστές, κάπως σαν θηρία θα τους περιγράφατε, παρ’ όλο που γνωρίζετε τον Φασούλα!

Ε, λοιπόν, συγχωρείστε τους Μαγγελάνους, που μας τους περιγράφουν ωσεί… λεβιάθαν!... Απλά οι Παταγόνες ήταν άτομα ρωμαλέα, άκρως εντυπωσιακά. Κρίμα να μην έχουν επιζήσει ως τα σήμερα. Πολύ θα ήθελα να ξέρω αν η εικόνα που έχω γι’ αυτούς, είναι η σωστή. Τους φαντάζομαι, ξέρετε, σαν τους Μασάι της Αφρικής. Εντάξει, εντάξει, στο χλωμότερο, φυσικά! Πάντως, τέτοια θεριά είναι κι εκείνοι. Ίσως και φοβερότεροι. Είναι, βλέπετε κι εκείνη η αναθεματισμένη τους μαυρίλα! Σου κόβονται τα ήπατα. Είναι σαν να τους έχεις πασαλείψει καρβουνόσκονη! Για τέτοιο φόβιο πράμα μιλάμε…

Οι Παταγόνες, δυστυχώς, είχαν την τύχη των άλλων φυλών της περιοχής. Ιδιαίτερα εκείνων της Γης του Πυρός: των ΟΝΑΣ και των ΓΙΑΓΚΑΝΣ. Από όσα μπόρεσα να βρω στα διάφορα κιτάπια, οι Παταγόνες χάθηκαν πρώτοι. Γύρω στα τέλη του 19ου αι., 50 σχεδόν χρόνια μετά την επίσκεψη του Δαρβίνου στη χώρα τους. Κάπου ανάμεσα στο 1880-1900 δηλαδή. Πραγματικός εξολοθρεμός!

Διότι, σίγουρα, μαζί με τα άλλα κακά που τους επιδαψίλευσαν οι άσπροι, τους μόλυναν και με τις αρρώστιες των Ευρωπαίων. Και τούτοι εδώ, οι δύστυχοι, δεν είχαν τα κατάλληλα φάρμακα, δεν ήξεραν καμία θεραπεία και, επιπλέον, το κλίμα της περιοχής δεν βοηθούσε στην ίαση. Άρα ήταν λογικό να αποδεκατιστούν, με γοργούς ρυθμούς.

Έτσι χάσαμε και τους γίγαντες της Παταγονίας. Και κάπως έτσι και τις φυλές της Γης του Πυρός, που ανήκει κι αυτή στην Παταγονία. Γι’ αυτούς ειδικά τους τελευταίους, γνωρίζουμε ότι: από 3.000 που ήταν το 1834, το 1925 χάθηκαν και οι τελευταίοι 50 (!) , από επιδημία ιλαράς να σας χαρώ! Ότι υπάρχει σήμερα στο νησί της Tierra del Fuego είναι κάποιοι μιγάδες, κι ένα μνημείο αφιερωμένο στον Ινδιάνο “AL INDIO”, στην πλατεία της πρωτεύουσας Ushuaia.

Ωστόσο, για τη Γη του Πρόυς, τον Μαγγελάνο και τα Στενά του, θα τα ξαναπούμε όταν έρθει η ώρα τους.

Μετά την επίσκεψη του Μαγγελάνου, οι πρώτοι άποικοι εδώ ήταν οι Ουαλοί.

Στην πρώτη επαφή των Παταγόνων με τα μέλη του πληρώματος του πλοίου του ρηξικέλευθου θαλασσοπόρου το 1521, συνέβησαν και κάποια άκρως ενδιαφέροντα γεγονότα, που αξίζει τον κόπο να αναφέρω εδώ!

Κάποια μέρα, στην ως τα τότε παντέρμη παραλία, οι άντρες του Μαγγελάνου είδαν, κατάπληκτοι, ένα μοναχικό, πανύψηλο πλάσμα, να χαζεύει με την ησυχία του το σκαρί και τους λευκούς ανθρώπους! Είχε το πρόσωπο βαμμένο κόκκινο και κίτρινο, στα μάγουλα ζωγραφισμένες καρδιές και το κεφάλι άτριχο, βαμμένο άσπρο! Οι Ισπανοί εντυπωσιάστηκαν. Κι ευθύς αποφάσισαν να πάνε ένα… δείγμα στο βασιλιά τους, τον Κάρολο τον 5ο.

Δεν κουράστηκαν πολύ να ξεγελάσουν δυο αθώους Παταγόνες, με τα γνωστά τερτίπια των πολιτισμένων. Τους συνέλαβαν, τους αγρίεψαν, και τους πέρασαν χειροπέδες, σαν να είχαν σκοτώσει τη μάνα και τον πατέρα των Ισπανών. Και τους πέταξαν στ’ αμπάρια του πλοίου. Και τότε, έγιναν τα ύστερα του κόσμου. Χαλασμός Κυρίου.

Διότι οι άκακοι γίγαντες, μετά το πρώτο σοκ, κατάλαβαν με τρόμο τι έπαθαν. Αυτοί οι ελεύθεροι, καλωσυνάτοι άνθρωποι των πάγων και των ανέμων, βρέθηκαν μαντρωμένοι. Περιορισμένοι σε δυο πήχες τόπο, και μάλιστα αλυσοδεμένοι. Αδύνατο να αντέξουν τη φυλακή και της χειροπέδες. Κι άρχισε ο μέγας θρήνος. Σπάραζαν οι Παταγόνες μέσα στα δεσμά τους. Ολόλυζαν και τράνταζαν τις βαρειές αλυσίδες. Και με λυγμούς επικαλούνταν τον Setebos, που κατά τους πολύξερους Ισπανούς ήταν ο… Σατανάς, για να τους ελευθερώσει από τους… φιλάνθρωπους και, κατά τα άλλα, θεοσεβούμενους Χριστιανούς!

Το αποτέλεσμα, όπως καταλαβαίνετε, ήταν αναπόφευκτο. Περιορισμένοι μέσα στο σκοτάδι του μικρού, βρώμικου αμπαριού, άφαγοι και δεμένοι χειροπόδαρα, οι Παταγόνες, αυτά τα μοναδικά πλάσματα της αναπεπταμένης πάμπας και των τρελών αέρηδων, δεν άντεξαν. Πέθαναν πριν οι Ισπανοί ξεκινήσουν για την επιστροφή τους στην Ευρώπη. Πέθαναν από καημό. Κι από ντροπή.

Και μ’ ένα πελώριο ερωτηματικό στο αθώο μυαλό τους: Πώς τους έλαχε μια τέτοια μοίρα; Τέτοιος ατιμωτικός θάνατος; Πού ήταν οι αιώνιοι πάγοι, να γείρουν πάνω τους και να τ κλείσουν για πάντα τα μάτια; Πού οι ήσυχες λίμνες και τα βουερά ποτάμια όπου ψάρευαν τη νόστιμη τροφή τους; Πού βρίσκονταν οι δικοί τους άνθρωποι για να τους παρηγορήσουν; Να τους συντρέξουν; Να τους ανακουφίσουν την ύστατη ώρα; Ήταν ολομόναχοι. Αβοήθητοι. Συντετριμμένοι. Γι’ αυτούς τους λεύτερους κι αδέσμευτους ανθρώπους, τάφος έγινε ένα στενό, τυφλό αμπάρι. Ενός ξένου κι αφιλόξενου πλοίου. Ανάμεσα σε παράξενους κι επικίνδυνους ανθρώπους, που αλυσόδεναν χωρίς λόγο. Χωρίς αιτία. Και χωρίς ντροπή…

Ωστόσο οι «ελεήμονες» χριστιανοί, πρόλαβαν να κάνουν το χριστιανικό τους καθήκον: Βάφτισαν τους… «αγρίους» στα κύματα του Ειρηνικού! Προς δόξαν της ανθρώπινης παράνοιας, και τα πολιτισμικής σχιζοφρένειας. Και πάντα στο όνομα του ενός και μοναδικού Θεού της Αγάπης! Μη χειρότερα! Γιατί, Παναγίτσα μου, οι άνθρωποι ερμήνευσαν, μέσα στους αιώνες τόσο στραβά κι ανάποδα τα θεία λόγια, του Γλυκού, του Τρυφερού, του Ταπεινού; Τα λόγια της καλοσύνης και της παραμυθίας Εκείνου, του Μοναδικού; Αυτή η απορία θα με τρώει χρόνια! Είναι ποτέ δυνατόν να ερμηνεύεται τόσο λάθος, κάτι τόσο φανερό; Τόσο καθαρό; Τόσο απλό; Θα τρελαθώ δηλαδή! Τόσο ηλίθιο είναι το ανθρώπινο είδος;

Το χριστιανικό όνομα, μάλιστα, του ενός το ξέρουμε κιόλας. Τον ονομάτισαν Πάολο. Κι ως Παύλο τον βοήθησαν να φτάσει, μιαν ώρα γρηγορότερα, στον καινούριο Θεό του. Ποιος άραγε να είπε στους Σπανιόλους, ότι οι δύο Παταγόνες βιάζονταν να τον γνωρίσουν; Καλά τα βόλευαν ως εκείνη τη στιγμή, με τον δικό τους Setebos. Είχαν τουλάχιστον την ελευθερία και τη ζωή τους. Σε τι ωφέλησε τάχα ο θεός των ξένων, που το μόνο που φαίνεται ότι γνώριζε ήταν οι αλυσίδες και η χωρίς λόγο τιμωρία; Μ’ αυτήν την απορία πρέπει να πέθαναν από τους Ευρωπαίους, οι πρώτοι Παταγόνες. Και με την ίδια μένω κι’ εγώ!

Πρώτοι αποίκησαν αυτήν την περιοχή – όπως ήδη αναφέρθηκε – οι Ουαλοί. Έφτασαν στο Puerto Madryn το 1865, με το γολετόμπρικο Mimosa. Ήταν μονάχα 153 ψυχές.

Ήρθαν εδώ μετανάστες, από τις κοιλάδες εξόρυξης κάρβουνου, από φάρμες εγκαταλελειμμένες, και κυνηγημένοι από το τέρας της ανεργίας. Και εδώ στέργιωσαν. Στο Puerto Madryn, στο Trelew -διαβάζετε Τρελέου- ,στο Gaiman, ζουν ακόμα Ουαλοί. Μεταξύ τους βρίσκονται και Σκωτσέζοι μικροκαλλιεργητές. Και οι δύο λαοί διατηρούν πολύ ζωντανή την πολιτιστική τους κληρονομιά, εδώ και 130 χρόνια. Γι’ αυτό και ο γεωγραφικός αυτός χώρος διαθέτει πολλούς λευκούς.

Δε νοιώθεις καθόλου την παρουσία Ινδιάνων. Άλλωστε, η Χιλή και κυρίως η Αργεντινή, είναι, γενικώς, λευκές. Διότι εδώ οι άποικοι αφάνισαν σχεδόν όλους τους ιθαγενείς. Οι λιγοστοί που σώθηκαν, το οφείλουν στην πρόνοιά τους, να εξαφανιστούν πάνω στις Άνδεις, όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα τα χωριά τους. Προφανώς, κι όχι σίγουρα χωρίς λόγο, αποφεύγουν να κατεβαίνουν συχνά στις πόλεις! Ακόμα και τώρα! Ο ατταβιστικός φόβος για τον ξένο, που ρήμαξε κάποτε το κατάμερο και τους προγόνους τους, ζει πολύ έντονα μέσα τους!

Δεν θέλω, για την ώρα, να μιλήσω περισσότερο για ιστορία. Σε τούτον τον τόπο, μόνο για φύση πρέπει να μιλάς. Άντε και για λίγη γεωγραφία, για να δικαιολογούνται τα φυσικά φαινόμενα. Η ιστορία πρέπει να είναι περιορισμένη.

Ίσα ίσα για να ξέρουμε πώς αντιμετώπισε η Ευρώπη αυτόν τον γεωγραφικό χώρο.
 
Μηνύματα
245
Likes
893
BUENOS AIRES

Αυτό είναι το πλήρες όνομα της πρωτεύουσας της Αργεντινής. Σημαίνει: Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΜΑΣ (εννοεί την Παναγία) ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΑΝΕΜΩΝ.

Τούτη την πόλη την έβλεπα για δεύτερη φορά. Έτσι, η αρχοντιά και η φινέτσα της διόλου δε με εξέπληξαν. Απλώς ξαναθυμήθηκα πως είναι μια πόλη που ανασαίνει, που είναι λειτουργική και πανέμορφη. Καταλαβαίνετε, φυσικά, ότι έχει μια θαυμάσια ρυμοτομία. Κι είναι αυτό που με κάνει να απορώ: Οι Πορτένιος – έτσι λέγοντα οι κάτοικοι του Buenos Aires: οι του λιμανιού, αφού η πόλη έχει ένα τεράστιο λιμάνι – οι Πορτένιος, λοιπόν, δεν διέθεταν μπατζανάκη; Κουνιάδο; Κουμπάρο; Συγγενείς μέχρι 15ου βαθμού, για να στραβώσουν, να στενέψουν και να κοντύνουν ένα δρόμο, ή μια λεωφόρο, για να διασώσουν τα οικόπεδά τους; Ξέρετε φίλτατοι, για ποια ισιάδα και ευθεία μιλάμε; Απίστευτα πράγματα!

Οι λεωφόροι είναι φαρδιές και σκιερές. Είναι θαυμάσιας αρχιτεκτονικής τα παλιά, βαριά κτίρια. Τα πάρκα είναι δεκάδες. Οι εκκλησίες εκατοντάδες. Τα αγάλματα χιλιάδες. Και τεράστιες, ανοικονόμητες πλατείες, γεμάτες αιωνόβια δέντρα. Αν δεν υπολογίσεις σωστά τις διαστάσεις τους, χάθηκες! Θα είσαι μονίμως καθυστερημένος! Υπολογίζω την ώρα καθώς στέκω δίβουλη μπροστά στο τεράστιο και μεγαλόπρεπο κτίριο της Γερουσίας, πάνω στην Plaza del Congreso. Στην άλλη άκρη της θηριώδους πλατείας, υπάρχει πάρκο με συντριβάνι, με αγάλματα, με δέντρα, με λουλουδιασμένα παρτέρια, με όμορφα δημόσια, παλιά κτίρια με, με, με… Κοιτώ το ρολόι μου προβληματισμένη:

- Μισή ώρα! Προλαβαίνω να πάω και να ‘ρθω τρεχάλα; Χμ! Υποψιάζομαι πως μόλις και θα τα καταφέρω, βγάζω την ετυμηγορία, και ξαμολιέμαι μέσα στη μεσημεριανή ζέστη και υγρασία. Και πράγματι. Η ώρα έφτασε τσίμα-τσίμα και η ψυχή μου στα δόντια μου, από το τρεχαλητό και την αγωνία. Είδατε τι κακό πράμα είναι η άπλα, και η έλλειψη συγγενών μέχρι 15ου βαθμού; Έτσι θα μπορούσε να είναι και η Αθήνα του Ζάουμπερτ! Η οδός Σταδίου, εφ’ ειπείν, θα έφτανε λογικά μέχρι την είσοδο του Σταδίου. Αλλοιώτικα δεν είχε νόημα να την ονομάσουν «Σταδίου».

Η πόλη αυτή δεν είναι μονάχα ανοιχτή στους Καλούς Ανέμους της φύσεως… Είναι ανοιχτή, επίσης, σ’όλες τις καλλιτεχνικές τάσεις, απ’ οποιαδήποτε κουλτούρα κι αν προέρχονται, λατινοαμερικάνικη ή μη. Ίσως διότι οι Πορτένιος προέρχονται από όλα τα πλάτη και τα μήκη της υδρογείου. Μωσαϊκό εθνοτήτων και φυλών. Μια πόλη-ταπισερί…

Γεννήθηκε μέσα στα γλυκά νερά του ποταμόκολπου του Ριό ντε λα Πλάτα. Οι πρώτοι εξερευνητές, παρασυρμένοι από το μέγεθος του Δέλτα του ποταμού του Ασημιού -Rio de la Plata- το νόμισαν… θάλασσα. Έλα, όμως, που τα νερά αυτής της παλαβής θάλασσας ήταν γλυκά; Σιγά που θα ‘σκαγαν οι Σπανιόλοι!

MILAGRO! MILAGRO! «Θαύμα θαύμα»! Αναφώνησαν και βάφτισαν την εκβολή του ποταμού: Γλυκειά Θάλασσα! Και καθάρισαν! Όχι που θα ‘σκαγαν! Σ’όλα έδινε απάντηση ο Καθολικισμός! Milagro λοιπόν, και το πρόβλημα τέλος…

Τούτη η πόλη υπήρξε και η πρώτη που επισκέφθηκε ο Μαγγελάνος, στην αναζήτηση του περάσματος Catay, τα Στενά που φέρνουν σήμερα το όνομά του.

La Ciudad de los Buenos Aires, είναι, τελικά, το σύνολο πολλών πραγμάτων, στην τέχνη και την κουλτούρα γενικότερα. Είναι η πόλη των ανόμοιων ανθρώπων, που όμως καταφέρνουν να συμβιούν και να συνυπάρχουν άριστα. Πέτυχαν να μετατρέπουν το διαφορετικό, σε πρόκληση για ανανέωση και δημιουργία. Είναι ακόμα το λίκνο του τανγκό, που εξέθρεψε γενιές και γενιές, στην Ευρώπη, μετά τη βασιλεία του βαλς. Αλλά, προ πάντων, είναι η πόρτα για την είσοδο σε μια θαυμαστή χώρα, που προσφέρεται για μαγικές εξερευνήσεις, και απολαυστικές ανακαλύψεις…

Στους δρόμους και τα κτίριά της, στις πλατείες και τις εκκλησίες της, στα αγάλματα και τα πάρκα της, είναι πολύ εύκολο να «διαβάσεις» την ιστορία της.

Ήρωάς της και αγαπημένος της, ο Jose de San Martin, γεννημένος στα 1788. Στις 22 Μαϊου του 1810, 22 χρονών παλικαρόπουλο, συνήγειρε τους αποίκους με τον ενθουσιασμό του, τους έπεισε να σηκώσουν τα όπλα κατά των Ισπανών προγόνων τους, τους ενεθάρρυνε να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους έδενε με την Ευρώπη, και να ανακηρύξουν την Αργεντινή κράτος ανεξάρτητο.

Έξι χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Κι αυτός παιδί 28 χρονών ευτύχησε να δει πατρίδα αργεντίνικη, κι όχι σπανιόλικη! Στις 9 Ιουλίου του 1815 ο San Martin παρέδιδε στους συμπατριώτες του πατρίδα ανεξάρτητη. Να ζουν γι’ αυτήν, να δουλεύουν γι’ αυτήν, κι αυτή να τους αντιγυρίζει τους κόπους τους. Να ξέρουν, τέλος πάντων, για ποιον δουλεύουν, οι άνθρωποι. Για τον βασιλιά της Ισπανίας; Για τον τοπικό Κυβερνήτη; Για την Καθολική Εκκλησία; Για ποιον, επί τέλους;

Ωστόσο, αυτού του είδους η κοσμογονία συνετελείτο, την ίδια ακριβώς στιγμή, και σ’ ολόκληρη τη Νότια Αμερική. Στο βορρά ο Simon Bolivar, ο Ελευθερωτής, ο διάσημος πλέον El Libertador, αλώνιζε κυριολεκτικά. Κι έστελνε στα κονάκια τους, στην Ισπανία, τους ντόπιους βασιλικούς εκπροσώπους. Στο νότο επίσης – πλην του San Martin – στη Χιλή πάλευε, για τον ίδιο σκοπό ο Ο’ Χίγγινγκς. Τα ύστερα του κόσμου και στη Χιλή! Κοσμοχαλασιά. Οι Ισπανοί πια, δεν ήξεραν από πού τους έρχονταν οι κατακεφαλιές! Είχαν παραζαλιστεί τελείως! Σαϊνι τώρα, πλέον, στον ιερό αγώνα ο νεαρός Αργεντίνος, μάζεψε 5.000 στρατό και, χωρίς να διστάσει λεπτό, όρμησε στις Άνδεις. Ως γνωστόν, τούτη η οροσειρά, που χωρίζει στα δύο -σ’ Ανατολή και Δύση- όλη τη Νότια Αμερική, είναι και το φυσικό σύνορο των δύο αυτών χωρών. Άγρια εκστρατεία! Σκληρή, οδυνηρή κι αβέβαιη. Οι Άνδεις είναι τρομερά βουνά. Σκέτος γρανίτης. Αδιαπέραστος. Όμως οι επαναστάτες δεν πισωδρόμησα. Βρήκαν αυτό που ως τα σήμερα είναι γνωστό ως «Πέρασμα Γαριβάλδη», και αντάμωσαν, ύστερα από τρομερές περιπέτειες με τις δυνάμεις του Ο’ Χίγγινγκς, στη Χιλή.

Οι δύο στρατοί, μεταξύ 1817 και 1822, έκαναν τους έρμους τους Ισπανούς τόπι! Και τους σαβούρντηξαν, κατά Ευρώπη μεριά με την ουρά στα σκέλια, ελευθερώνοντας από δαύτους τη Χιλή, την Αργεντινή, το Περού και το Εκουαδόρ.

Αναρωτιέστε, σίγουρα, ποιο ήταν το τέλος του μεγάλου αυτού άνδρα. Φοβάμαι πως το επιμύθιον αυτής της ιστορίας θα είναι μάλλον θλιβερό. Σαν εκείνο της ιστορίας της άλλης μεγάλης ιστορικής φυσιογνωμίας, του El Libertador. Πέθανε κι αυτός, καταπικραμένος, στην εξορία, στο Παρίσι. Μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα, την Querida Argentina, το 1850. Ήταν κιόλας 62 χρονών. Πλήρης ημερών για κείνην την εποχή! Ο άτυχος Simon Bolivar πέθανε μόλις 47 ετών (1783-1830).

Σ’ αυτούς τους κοινούς αγώνες, η Μοίρα έφερε κοντά τους δυο άντρες. Όμως, παρά τα όμοια οράματα και τους υψηλούς σκοπούς, δεν κατάφεραν να τα βρουν μεταξύ τους. Η συνάντησή τους στην παραθαλάσσια πόλη Γκουαγιακίλ του Εκουαδόρ, στις 26 Ιουλίου του 1822, κατέληξε σε φιάσκο. Ο San Martin επέστρεψε στη Λίμα – την πολεμική του έδρα – υπέβαλε την παραίτησή του από το στράτευμα και αυτοεξορίστηκε. Κανείς μέχρι σήμερα, δεν ξέρει με σγιουριά, αν αυτή του η κίνηση έγινε για ν’αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσης στον Bolivar – δυο αρχιστράτηγοι μόνο κακό θα μπορούσαν να κάνουν σ’ έναν πόλεμο – ή γιατί ένοιωσε προσωπικά προσβεβλημένος. Η δική μου γνώμη; Η προσωπικότητα του Bolivar φαίνεται ότι ήταν πολύ ισχυρότερη εκείνης του Martin.

Κι έκρινε πως ήταν συμφερότερο για τον αγώνα να επικρατήσει ο καλύτερος. Να σας πω κι άλλη μια σκέψη μου; Αν έτσι πράγματι έπραξε ο San Martin, τότε εγώ θαυμάζω τον περήφανον αυτόν άνδρα, 10 φορές περισσότερο από τον Bolivar. Θυσίασε τις φιλοδοξίες του στο καλό του μεγάλου αγώνα προτιμώντας, αντί τη δόξα, την αφάνεια και τη σιωπή. Πάλι καλά που η Ιστορία δεν τον ξέχασε. Η Αργεντινή σήμερα τον λατρεύει…

Κάλιο αργά! Και το μάθημα της Ιστορίας, τέλος! Νισάφι!


---------------------------------------------------


Τούτη τη φορά που βρίσκομαι εδώ, κάνει ζέστη πολλή.

Και δε με ενθαρρύνει σε πεζοπορίες και εξερευνήσεις, μέσα στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο απολαμβάνω έναν περίπατο πάνω στις δύο, φημισμένες για το μήκος και τα κτίριά τους λεωφόρους: Την Avenida de Mayo και την Avenida 9 de Julio. Εκείνη δα του Μαϊου και τι δεν έχει πάνω της! Ξεκινά από την ανατολή με την Casa Rosada – το Κόκκινο Σπίτι – που είναι και η προεδρική κατοικία. Μπροστά της η πελωρίων διαστάσεων Plaza de Mayo, πάνω στην οποία βρίσκεται και η Catedral Metropolitana. Σ’ ένα από τα παρεκκλήσια της είναι θαμμένος και ο Αργεντινός ήρωας Jose de San Martin. Ένα βήμα πιο κει, πάντα πάνω στην πλατεία, βρίσκεται και το Δημαρχείο, το γνωστό Cabildo. Και η λεωφόρος καταλήγει στη δύση στην Plaza del Congreso όπου και το Palacio del Congreso, το μέγαρο της Γερουσίας δηλαδή.

Κάπου εκεί, στο μέσο αυτού του μεγαλόπρεπου δρόμου, έρχεται να διασταυρωθεί μαζί του ο άλλος τεράστιος δρόμος, η Avenida της 9ης Ιουλίου. Αυτή, που ξεκινάει από το νότο για να καταλήξει στο βορριά στο Σταθμό, φιλοξενεί λίγο μετά τη διασταύρωση με τη Λεωφόρο του Μαϊου, το πανέμορφο κτίριο της Όπερας, το φημισμένο Teatro Colon, καθώς και τον Οβελίσκο.

Και τα αγάλματα! Αχ εκείνα τα αγάλματα! Πλήθος! Τόσα πολλά και τόσο όμορφα!

Φυσικά είναι και το νεκροταφείο! Ένα ανοικτό μουσείο. Στο κέντρο, το κατάκεντρο της πρωτεύουσας! Στην αριστοκρατική συνοικία Recoleta. Από τη μια μεριά τα πολυτελή ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, με τα… «καμάκια» επιπέδου. Κι από την άλλη η «ματαιότης ματαιοτήτων»! Η ψυχρότητα και η ακινησία του θανάτου. Και, μέσα σ’ αυτήν την υπαίθρια Γλυπτοθήκη, πόλος έλξης ο τάφος της Evita Duarte Peron.

Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα η Κυρία Προέδρου, που ωστόσο στην Αργεντινή λατρεύεται σαν αγία! Σε μένα φυσικά, αλλά και σε σας δεν πέφτει λόγος, κι οι αντιρρήσεις περισσεύουν. Τι μας νοιάζει εμάς; Δικιά μας ήταν η γυναίκα;

Στη Recoleta υπάρχει και ο αριστοκρατικός δρόμος Alvear, όπου και το ομώνυμο παλιό κι αρχοντικό ξενοδοχείο. Εδώ η οικογένεια Ωνάση κρατούσε μονίμως μια σουίτα. Και σ’ αυτό το ξενοδοχείο έσβησε η μεγάλη δυναστεία, η οποία ξεκίνησε από ένα φτωχόσπιτο στην άλλη άκρη του Μπουένος Άιρες, στη βρώμικη Μπόκα!

Πόσες συγκλονιστικές περιπέτειες έζησε, αλήθεια, αυτός ο δαιμόνιος άνθρωπος, για να καλύψει την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στη Μπόκα και την Αλβεάρ! Και, να, οι ακαταλαβίστικοι κύκλοι της Μοίρας! Που θέλησε σε τούτη την πανάκριβη συνοικία να τελειώσει ένα σύγχρονο παραμύθι, με τον πιο τραγικό τρόπο. Διότι, αντί της γνωστής κατακλείδας όλων των παραμυθιών με τα βασιλόπουλα και τις όμορφες πριγκιποπούλες «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», είχε τέλος τραγικό:

Το θάνατο ενός νέου κοριτσιού, που τα είχε όλα αλλά του έλειπε το χαμόγελο. Ήταν μια πολύ πολύ θλιμμένη πριγκίπισσα. Που είχε τα πάντα, αλλά δεν είχε τίποτα. Ίσως ο θάνατος να ήταν ότι καλύτερο γι’ αυτήν. Γιατί αυτή ήταν μια μοντέρνα βασιλοπούλα. Δεν είχα καμία σχέση με τις παλιές. Έτσι, η ενήλικη ζωή της άρχισε ανάποδα. Συνήθως, η Ωραία Κοιμωμένη πρώτα πεθαίνει, και μετά ανασταίνεται από το φιλί του ωραίου και ρομαντικού πρίγκιπα. Τούτη, η δική μας, ωστόσο δεν τα κατάφερε στη ζωή! Δεν μπόρεσε να βρει τον ρομαντικό πρίγκιπα του παιδικού παραμυθιού…

Κι ύστερα σου λένε «Έλα μωρέ, παραμύθι είναι! Το πιστεύεις;» Ε, να, που και τα παραμύθια έχουν τις αλήθειες τους. Ψέματα;

Η Μπόκα δε θα έμενε πάντα φτωχή, άγνωστη και καταφρονεμένη, αν ο Κάρλος Γκαρντέλ δεν τραγουδούσε εκείνο το συγκινητικότατο τανγκό, με τον τίτλο El Caminito -Το μονοπάτι- , που έκανε: το γύρο του κόσμου, τον μουσικό πλούσιο και τη Μπόκα αξιοθέατο!

Φοβάμαι πως τελικά ήταν το Caminito που στοίχειωσε τη Μπόκα, κι όχι ο μύθος του Ωνάση! Έρωτα, το μεγαλείο σου! Να και μια φορά που το χρήμα το βάζει στα πόδια, μπροστά στις ανησυχίες της καρδιάς… Κι όλοι οι τουρίστες όταν φτάνουν στο μικρό ταπεινό λιμάνι, ψάχνουν του σκοτωμού να βρουν τα λόγια του τραγουδιού, που είναι γραμμένα πάνω σε μια χρωματιστή λαμαρίνα-τοίχο ενός σπιτιού, στο μικρό ξέφωτο που οι ζωγράφοι εκθέτουν τα έργα τους:

Camnito que entonces estabas
Bordeato de trebol y juncos en flor
Una sombre ya pronto seras
Una sombre lo mismo que yo…



Μονοπάτι που κάποτε ήσουν
από πρασιές και λουλούδια στεφανωμένο
Σκιά θα γίνεις γρήγορα
όπως σκιά είμαι κι εγώ…


Αμ κάτι τέτοια μελαγχολικά τραγούδαγε ο γλυκύτατος Carlos, και τον Ιούνιο του 1953, όταν πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, γυναίκες σ’ όλο τον κόσμο αυτοκτονούσαν με διάφορους τρόπους!

Η Μπόκα όμως έχει και μιαν άλλη ιστορία που μας αφορά. Εδώ υπάρχει το σπίτι του πολυπράγμονα συμπατριώτη μας. Είναι ένα διώροφο ταπεινό οίκημα βαμμένο μπλε. Κάτω στεγάζεται ένα ψαράδικο. Και, πάνω από αυτό έμενε προπολεμικά ο μετέπειτα πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Και το κτίσιμο της αυτοκρατορίας του άρχισε από δω. Από τη βρώμικη τούτη γειτονιά. Και ξέρετε πώς; Με λίγες δεκαρίτσες που έπαιρνε από αυτούς που διαπεραίωνε στην απέναντι ακτή του στενού, σχεδόν κλειστού λιμανιού, με το νοικιασμένο του βαρκάκι!

Ένα νοικιασμένο σκαφάκι και μερικά σεντάβος στην αρχή. Και μετά γεννήθηκε ο μύθος, που θάμπωσε τον κόσμο, αλλά και τρεις αξιόλογες γυναίκες. Η μια ήταν κληρονόμος μιας μυθικής περιουσίας. Η άλλη ήταν χήρα ενός μυθικού Προέδρου που είχε την τύχη να πεθάνει νέος και ωραίος, πριν ευτελιστεί κι απογοητεύσει. Και η Τρίτη – και τραγική – μια μυθική φωνή! Η φωνή του αιώνα! Που τραγούδησε σ’ όλον τον κόσμο, γοητεύοντάς τον. Στον ίδιο κόσμο που ο μύθος του Ωνάση τάραζε βασιλιάδες στην Ανατολή και Προέδρους Δημοκρατιών στη Δύση… Φαίνεται πως αυτός ο άνθρωπος είχε τη σφραγίδα του ξεχωριστού. Δεν τον ικανοποιούσαν τα κοινά και τα τετριμμένα. Αυτό που αποφάσιζε να πάρει θα έπρεπε να είναι έξω από τα κοινά μέτρα.

Και ήταν. Όλα του. Και οι ευτυχίες του και οι τραγωδίες του.

Σαν παραμύθι… Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα φτωχό, μπλε σπιτάκι στη βρώμικη Μπόκα, ένας νεαρός άντρας ονειρευόταν…

-------------------------------


Την ημέρα της αναχώρησής μας από το Μπουένος Άιρες, συνέβη κι ένα παλαβό, που όταν το θυμάμαι και τώρα, γελάω. Η σκηνή είναι κάπως έτσι:

Είναι πρωί. Οι μεγάλες βαλίτσες μας βρίσκονται στο πεζοδρόμιο για φόρτωση στο πούλμαν. Εγώ, κατά πάγια συνήθειά μου στα ταξίδια, τρέχω μονίμως πίσω από το κυρίως μπαγκάζι μου, συχνά ξεπαρατώντας το σακ βουαγιάζ μου τήδε κακείσε.

Τούτο το πρωινό, πάντως, ήμουν εκτάκτως προσεκτική. Είχα αφήσει το σερνάμενο μικρό βαλιτσόνι μου στην ασφάλεια του ξενοδοχείου, και καθόμουν ήσυχα στο πεζοδρόμιο. Οπότε, μπρος στις περιστρεφόμενες πόρτες ακούγεται φασαρία, διαμαρτυρίες αλαμπουρνέζικες, και δυο άνθρωποι τραβολογούν ο καθείς προς τη μεριά του, το βαλιτσάκι μου! Σαστίζω. Είναι η Γιάννα κι ένας κοντοστούπης Γιαπωνέζος.

- Στέλλα! Ο κύριος… Fujitsu σου πήρε τη βαλίτσα! Δική σου δεν είναι; Δεν κάνω τόσο λάθος! Αυτός διαμαρτύρεται πως είναι δική του. Εξήγησέ του!

Η βαλίτσα είναι πράγματι δική μου. Χρώμα, σχήμα, όλα ίδια. Όμως η έντονη διαμαρτυρία του ανθρωπάκου με βάζει σε σκέψη.

- Από πού την πήρες Γιάννα, παιδί μου;

- Καλέ, δίπλα του την είχε! Φαίνεται πως την πήρε κατά λάθος. Πές του!

Δεν έχω άλλη λύση. Η Γιάννα δε λέει ν’ αφήσει το χερούλι, κι ο σχιστομάτης δε λέει να σταματήσει τη διαμαρτυρία, τραβώντας κι αυτός κατά τη μεριά του το υποτιθέμενο «έχει μου». Ορμάω στο σαλόνι, να βρω επιτέλους την άκρη. Το βιος μου είναι ακουμπισμένο εκεί που το είχα αφήσει βγαίνοντας! Βγαίνω ασθμαίνουσα έξω σέρνοντάς το πίσω μου. Ο εξ Ανατολής μας έχει ρουμπώσει. Πώς να δικαιολογηθούμε;

- Γιάννα, παράτα κορίτσι μου πάραυτα τη βαλίτσα. Δική του είναι…

Η Γιάννα, η οποία είναι πάντα κομψή και προσεκτική σ’ ότι κάνει, παίρνει το χρώμα των Γιαπωνέζων: γίνεται κίτρινη! Ο δικός μας όμως Γιαπωνέζος είναι ακόμα μωβέ! Και δος του μουρμουρίζει τα κορακίστικά του. Η Γιάννα στη σαστιμάρα της δε βλέπει το μπαγκάζι που σέρνω ξωπίσω μου, κι επιμένει να κρατά του Γιαπωνέζου.

Την ίδια ώρα ο Αργύρης, ο οποίος είχε πάρει χαμπάρι τον καυγά νωρίτερα από μένα, και είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε μια δεύτερη όμοια τσάντα μέσα στο σαλόνι, αποφασίζει να επέμβει:

- Γιάννα, αν δεν αφήσεις το γιαπωνέζικο περιουσιακό στοιχείο σ’ αυτόν που του ανήκει, φοβάμαι ότι θα θυμηθούμε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο!

Ο Βεροιώτης συνταξιδιώτης μας, που δεν αφήνει ευκαιρία για πείραγμα και καλαμπούρι, είναι ξερός από τα γέλια! Κι όσο η Γιάννα αρνείται ν’ αφήσει το σάκο, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις μας, τόσο αυτός χτυπιέται. Ο Ιάπωνας ανεβάζει πίεση κι εγώ είμαι ακόμα σαστισμένη, σαν τη φίλη μου. Η χριστιανή είναι σίγουρη πως με προστατεύει και δεν δέχεται κουβέντα!

Ε, κάποια ώρα όλοι συνερχόμαστε και η παρεξήγηση λύνεται. Γουρλώνει το μάτι ο ταλαίπωρος εξ Ιαπωνίας, όταν βλέπει ότι τα βαλιτσόνια μας είναι όμοια. Και επιτέλους, καταλαβαίνει τι έγινε. Και παίρνει περιχαρής το έχει του.

- Καλά! Εγώ, τώρα, πώς στο καλό την έπαθα έτσι; Οδύρεται το Γιαννάκι.

- Μα δεν έγινε δε και τίποτε σπουδαίο! Λάθος ήταν!

- Δεν καταλαβαίνεις; Άσε που δεν άκουγα τις δικές του διαμαρτυρίες, δεν άκουγα κι εσάς, ούτε κι έβλεπα τη δεύτερη βαλίτσα. Τι έπαθα πρωινιάτικα, μου λες; Για τρελλή θα με πέρασε ο Χριστιανός!

- Βουδιστής είναι ο άνθρωπος και λίγο μας νοιάζει τι γνώμη θα έχει για μας. Μήπως θα τον ξαναδούμε θαρρείς; Ηρέμησε και πάμε.

Ηρεμούμε. Δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε, κι ότι έγινε έγινε! Φτάνουμε στο αεροδρόμιο, μπαίνουμε στο σαλόνι, κι ο Γιαπωνέζος μπάστακας, με το βαλιτσόνι, ανάμεσα στα πόδια του τούτη τη φορά. Τον κοιτώ άφωνη. Με κοιτά τρομοκρατημένος! Και μετά βάζουμε και οι δυο τα γέλια. Η Γιάννα είναι έξαλλη:

- Δεν το πιστεύω αυτό που βλέπω! Αυτή ήταν η παρηγοριά σου, πως δεν θα τον ξαναβλέπαμε; Τι κάνω εγώ τώρα, δηλαδή;

- Χαμογέλασε συμπαθητικά, και να σκέφτεσαι πως δεν πρόκειται να πάρουμε το ίδιο αεροπλάνο…

- Τώρα μάλιστα! Και τόσην ώρα που θα τον έχω μπροστά μου; Εσύ δεν καταλαβαίνεις τη θέση μου, γιατί δεν είδες τι έγινε. Παιδί μου, άρπαξα μέσα από τα μούτρα του ανθρώπου τη βαλίτσα του, την ώρα που αυτός κουβέντιαζε αμέριμνος με τους φίλους του. Κι έφυγα! Το καταλαβαίνεις αυτό; Κι ύστερα να τρέχει σαν παλαβός ξωπίσω μου και να μη μπορεί να μου την αποσπάσει με κανένα τρόπο! Σίγουρα θα με πέρασε για καμιά… μανιακή. Ντρέπομαι!

- Σου είπα πως είναι η τελευταία φορά που τον βλέπουμε. Ησύχασε.

Το περιστατικό ξεχάστηκε, καθώς και οι δυο μας περί άλλα ετυρβάζαμε. Και την ώρα της αναγγελίας της πτήσης, σταθήκαμε στην ουρά, για το τσεκάρισμα των καρτών επιβιβάσεως. Και, κάποια στιγμή, έδωσε ο Θεός κι ανεβήκαμε στο αεροσκάφος, πανευτυχείς που οι κουραστικές διαδικασίες της επιβίβασης τέλειωσαν. Πάνω στην ώρα που βρήκα τη θέση μου και προσπαθούσα να βολέψω το σακ βουαγιάζ μου πάνω από την κεφαλή μου, τον είδα. Δηλαδή τον ματαξαναείδα για την ακρίβεια!

- Όχι, βόγγηξα. Όχι πάλι! Φιλενάδα, βοήθεια!

- Μαμά που, πρόστρεξε! Και με βεβαίωνες μισή ώρα πριν! Θα σε πνίξω!

Η Γιάννα είναι, τώρα πλέον, απαρηγόρητη. Κι έχει δίκιο.

Όμως μας είδε κι ο Nagasaki! Κι έπαθε κάτι σαν θέρμη, σαν δάγγειο! Ένα τέτοιο πράγμα τέλος πάντων. Άρχισε να τρέμει και να χάνει το χρώμα του. Και να μου γνέφει εν πλήρει απελπισία.

- IMPOSSIMBLE, IMPOSSIMBLE!

- Ποιο πουλάκι μου είναι το Impossimble;

Η αεροσυνοδός με πλησιάζει γνέφοντας κι αυτή, πως Impossimble. Και τελικά εδέησε να καταλάβω. Το σακί μας δε χωρούσε στα ντουλάπια πάνω από τα καθίσματα. Μα τι θα τα κάναμε όμως; Θα τα «φέραμε» ως Καρυάτιδες;

- Θα τα πάρω εγώ και θα τα τοποθετήσω στο πίσω μέρος του σκάφους. Θα τα πάρετε όταν αποβιβαστείτε!

Κοιταζόμαστε με τον Fujitsu απελπισμένοι. Η Γιάννα βάζει τα γέλια:

- Θα συμβούλευα να βρεις ένα τρόπο να ξεχωρίζεις το βιος σου από κείνο του Γιαμαμότο. Διότι δεν θα υποστήριζα πως είναι πολύ κομψό το ντύσιμο με γιαπωνέζικο σωβρακάκι! Εκτός αν προτίθεσαι να λανσάρεις μόδα! Για να σε δω! Μμ, πάντως θα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπο… είπε και κάθισε.

Αυτό το κορίτσι ταξιδεύει στην άκρη του κόσμου, όπως ταξιδεύει με το τρόλεϋ στην Αθήνα: χωρίς αποσκευές! Αν είναι δυνατόν!

Εγώ πάντως τη λύση τη βρήκα για ν’ αποφύγω το New Look! Έδεσα στο βαλιτσόνι μου ένα χρωματιστό κορδελάκι! Για να μην υποχρεωθεί ο δύστυχος Γιαπωνέζος να κάνει εμφανίζεις με την… κομπινεζόν μου!

Δεν τον ξανάδαμε τον Γιοκοχάμα. Ελπίζω να είναι καλά ο άνθρωπος…
 

Εκπομπές Travelstories

Booking.com

Στατιστικά φόρουμ

Θέματα
33.268
Μηνύματα
885.771
Μέλη
38.947
Νεότερο μέλος
GThan

Κοινοποιήστε αυτή τη σελίδα

Top Bottom