St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 893
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 1
- Περί του «Τέλους του Κόσμου» γενικώς – μέρος 2
- Buenos Aires
- San Telmo
- El Calafate & Largo Argentino
- Perito Moreno, Lo Mismo
- Ένα Φυσικό Θαύμα
- Paine
- Στον Γκρι Παγετώνα και στα παγόβουνα της λίμνης Gray
- Επαρχία Magallanes και οπτική επαφή με τα ομώνυμα Στενά
- Punta Arenas
- Tierra Del Fuego κι'εγώ!
- Ushuaia
- Ushuaia και Κρουαζιέρα στα Στενά Beagle
- Κι ένας στεργιανός περίπατος
- Bariloce
- Mentoza & Santiago
- Valparaiso
- Τα νόμπελ της ποίησης
- Επίλογος
PAINE
Το Εθνικό Πάρκο των Torres και το Lago Pehoe
Φτάνουμε στα σύνορα νωρίς το μεσημεράκι. Ένας γρήγορος έλεγχος διαβατηρίων για την έξοδο από την Αργεντινή, κι αποχαιρετιόμαστε εγκάρδια με την Κλαούντια και τον Χόρχε. Αυτοί οι δύο έχουν καταναλώσει ήδη δυο μπουγέλα "μάτε" ως τα τώρα, και σιγοπίνουν ένα φρέσκο, καθώς περιμένουν να ξεμπλέξουμε και με τις διατυπώσεις εισόδου μας στη Χιλή. Εδώ, θα αλλλάξουμε μέσον. Θα μας παραλάβουν, ξεναγός, οδηγός κι αυτοκίνητο, ντόπια. Ωστόσο οι Αργεντίνοι φίλοι μας θα περιμένουν έως ότου δουν το χιλιανό πούλμαν να φτάνει διότι, μέχρι στιγμής τέτοιο είδος δεν βλέπουμε στον ορίζοντα. Και λιγουλάκι ανησυχούμε. Ευτυχώς η μέρα είναι ηλιόλουστη και δροσερή, κι η περιοχή προσφέρεται για περπάτημα. Ευκαιρία να ξεμουδιάσουμε.
- Φοβερή ξεραϊλα φιλενάδα, λέω στη Φρόσω, με την οποία κάνουμε έναν όμορφο περίπατο.
- Κι ερημιά! Παρατηρεί εκείνη.
Πράγματι, ο τόπος είναι μια μεγάλη πεδιάδα -τα βουνά μόλις διακρίνονται στο βάθος- δίχως δέντρα, δίχως σπίτια, δίχως ανθρώπους. Τρία-τέσσερα Ι.Χ. μονάχα βρίσκονται εδώ. Άλλα από αυτό μπαίνουν, κι άλλα φεύγουν.
Το πούλμαν φτάνει, με μικρή καθυστέρηση. Από μακρυά γνέφουμε στους Αργεντίνους μας που, τώρα πια, ξεκινούν κι αυτοί για επιστροφή στο Καλαφάτε.
Ο Χιλιανός ξεναγός μας λέγεται Marcos. Είναι νεότατο παιδί, μεταξύ 25 και 28. Μας καλωσορίζει γελαστός. Μια και οι συνοριακές διαδικασίες έχουν ήδη τελειώσει, οι βαλίτσες φορτώνονται αμέσως. Κι εκεί που νομίζουμε πως ξεκινάμε, αρχίζει το σφράγισμα του πούλμαν! Κι εγώ αρχίζω να αισθάνομαι σαν πολύτιμο ECU, κλειδαμπαρωμένο μέσα σε... χρηματοκιβώτιο της Τράπεζας της Αγγλίας...
- Τρελλοί καλέ είναι αυτοί; Τι στο καλό κάνουν; Γιατί βάζουν ταινίες σ' όλες τις συνδέσεις του αυτοκινήτου; Τρύπιο είναι;
- Σκόνη! Λέει ο Μάρκος.
- Σκόνη! Τι σκόνη δηλαδή; Τι εννοείς;
- Α, οι δρόμοι μας, ξέρετε, είναι χώμα και χαλίκι.
- Α, μάλιστα. Αλλά οι πάγοι, οι νεροποντές και το βάρος του χιονιού, δεν αφήνουν, για πολύ, ζωντανό έναν ασφαλτοστρωμένο και νοικοκυρεμένο δρόμο...
Καταλαβαίνω τώρα.
Σαν τους δρόμους μέσα στη ζούγκλα. Για να τους συντηρήσουν πρέπει να τους καθαρίζουν, κάθε λίγο και λιγάκι, από τις ρίζες που φυτρώνουν παντού. Ακόμα και μέσα στις πιο μικρές ρωγμές του τσιμέντου. Κι απάνω σου, που λέει ο λόγος, μπορεί να φυτρώσουν, αν τύχει και μείνεις λίγη ώρα ακούνητος! Είναι απερίγραπτοι οι τρόποι που εφευρίσκει η Φύση για να καταστρέψει τα ανθρώπινα δημιουργήματα και, μάλιστα, σε χρόνο μηδέν!...
Έτσι ταξιδεύουμε ως... βουλωμένα γράμματα, με την όσο το δυνατόν μικρότερη ποσότητα σκόνης στα ρουθούνια μας. Δε βαρυέστε! Ίσως να χρειαζόμασταν ένα πραγματικό χρηματοκιβώτιο, για να γλυτώσουμε τελικά από δαύτην. Διότι όταν φτάνουμε στο ξενοδοχείο, μπαίνει πραγματική μπουγάδα στις βαλίτσες και τα βαλιτσόνια! Και να σηκώνεται ένα ντουμάνι...
Ήδη ταξιδεύουμε στη Χιλιανή Παταγονία.
Από την Αθήνα έχουμε πληροφορία ότι στο Paine θα μείνουμε σε ξενοδοχείο πάνω στο μικρό νησί της λίμνης Pehoe. Αναρωτιέμαι τι σόι πάρκο θα είναι αυτό. Σαν το Cruger Park της Νότιας Αφρικής, ας πούμε; Σαν το Ιγκουασού στη Βραζιλία; Σαν το Σινγκριρίγια της Κεϋλάνης; Σαν τι, άραγε;
Κι ενώ στο ξεκίνημα η διαδρομή ήταν σαν εκείνη από το Ρίο Γκαγιέγκος-Καλαφάτε -έρημος αερική, γεμάτη σκαντζοχοιράκια- σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται ορεινή. Η πρώτη μας επαφή με τα όρη τ' άγρια βουνά είναι οπτική.
Τρεις πανέμορφοι γρανίτες, δίκην πύργων -Torres- κρατούν περήφανα, σε ύψη μεταξύ 2450 και 3050 μέτρων, τα χιονισμένα τους φωτοστέφανα. Είναι άγριοι, απότομοι, κατάξεροι. Τα δυνατά τους όμως "πόδια" βυθίζονται στα νερά της γαλαζοπράσινης λίμνης Nordenskjiold - κι αν καταφέρετε να διαβάσετε τον γλωσσοδέτη, σας πρέπει ένα ταξίδι στην Παταγονία!
Σταματάμε με φωνές τον οδηγό μας. Ο Μάρκος όμως διαμαρτύρεται.
- Είναι πολύ μακρυά μας ακόμα, βρε παιδιά! Και δεν είναι και η καλύτερη πλευρά τους! Υπομονέψτε. Αύριο θα τους δείτε σ' όλο τους το μεγαλείο.
Τι μας λέει ο άνθρωπος! Εμείς, πρώτη φορά βλέπουμε κάτι τέτοιο, και δε μας κρατάν σαράντα άλογα! Ειδικώς εμένα! Η οποία τοον έναν από τους τρεις τον βάφτισα κιόλας, με το όνομα: Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ. Διότι είχε πάνω στην κορφή του μια "πλάκα" με καμιά δεκαριά στίγματα! Ίδιο καντράν ρολογιού! Και μ΄ αυτό το σουσούμι μπορούσα να τον αναγνωρίσω οπουδήποτε.
Άλλωστε, όπου κι αν ταξιδέψαμε δυο μέρες εκεί, στη "γειτονιά μας", όλο τριγύρω τους βρισκόμασταν! Ίσως, βέβαια, να μην ήταν η "γειτονιά" που νομίζαμε εμείς αλλά το μεγάλο τους ύψος, που τους έκανε ορατούς από μεγάλη απόσταση.
Μέσα στον ενοχλητικά ψυχρόν πια αέρα -η ώρα είναι ήδη περασμένη- κατεβαίνουμε να φωτογραφίσουμε. Και δεν μπορούμε να κρύψουμε την έκπληξή μας.
- Μα εμείς νομίζαμε πως με τον Πέριτο Μορένο ξεμπερδέψαμε από παγετώνες. Όμως εδώ βλέπουμε πράματα και θάματα, λέω και φωτογραφίζω σεληνιασμένη.
Η Φρόσω που με ξέρει χρόνια, και ξέρει πολύ καλά τους ταξιδιωτικούς καημούς μου, βάζει τα γέλια.
- Λύσσαξες τόσα χρόνια με την Παταγονία, ψέματα; Από σένα την πρωτακούσαμε, στις αρχές της δεκαετίας του '80, που πρωτογνωριστήκαμε στη Νότιο Αμερική, θυμάσαι; Ε, τόσο εύκολα νόμιζες πως θα ξεμπερδεύεις μαζί τους. Σημαίνει πως το ενδιαφέρον σου είναι περιορισμένο. Κι εμένα δε μου φτάνει.
Στο Πάρκο Πάινε φτάνουμε, έχοντας περάσει ξυστά από μιαν ακρουλίτσα της τεράστιας λίμνης Sarmiento. Είναι ήδη μούχρωμα. Κάνει κρύο. Και σηκώθηκε αέρας.
- Θεέ μου! Έτσι τη φανταζόμουνα την ατμόσφαιρα, όταν ονειρευόμουν την Παταγονία! Ακριβώς έτσι: κρύο, αέρας, συννεφιά! Κι ίσως και καμιά βροχή! Αν είμαι τυχερή, βέβαια!...
Σε λίγο φτάνουμε στη δική μας λίμνη. Την Pehoe. Εδώ πρέπει να πω πως, κοιτώντας το χάρτη της περιοχής, σαστίζω με το πλήθος των λιμνών. Κι όχι μικρές κι ασήμαντες! Όχι!
Οι λίμνες είναι γενικώς μεγάλες. Συχνά τεράστιες. Σαν την Del Toro, την Sarmiento, την Grey, την Nordenskjold… Για να μη σας πω πως μερικές μικρότερες ενώνονται η μια με την άλλη, και φτιάχνουν κάτι εξωφρενικά νερένια σχήματα, που η ομορφιά τους, με τις τόσες κούρμπες και τα τόσα κανάλια, δεν περιγράφεται, Ας είναι καλά το λιώσιμο των παγετώνων! Παιδιά δικά τους οι λίμνες και τα ποτάμια όλης αυτής της καταπληκτικής περιοχής, που γειτονεύει με το Νότιο Πόλο.
Το ξενοδοχείο μας βρίσκεται πάνω στο πολύ μικρό νησάκι της λίμνης Pehoe. Κάτω ακριβώς από τους τρεις Torres. Είναι πράγματι μια σταλίτσα γης. Χωρά δυο μικρά συγκροτήματα bungallows, κι ένα συγκρότημα κοινόχρηστων χώρων. Εκεί βρίσκονται το σαλόνι, το μπαρ, η τραπεζαρία και το μαγαζάκι με τα αναμνηστικά. Φυσικά, τούτο το σύνολο των χώρων έχει έναν και μόνο τοίχο! Οι άλλοι τρεις είναι τζαμαρίες. Έτσι έχουμε καιμέσα, τις μεγαλόπρεπες εικόνες του έξω: τους Tres Torres –τους τρεις πύργους- τη λίμνη και τις αντανακλάσεις τους μέσα στα σκουρογάλαζα νερά.
Στο νησάκι φτάνουμε με τα… πόδια, περπατώντας πάνω σε μια μακρυά, άσπρη, ξύλινη γέφυρα, που συνδέει τη στεριά με την κουκίδα γης μέσα στο νερό. Το συγκρότημα δεν έχει φως! Το ηλεκρτικό έρχεται από μια γεννήτρια, που αρχίζει να λειτουργεί στις 19:00 και σταματά τα μεσάνυχτα, ακριβώς! Αυτό, βέβαια, σημαίνει πως δεν μπορούμε να πληθούμε αμέσως, αφού δεν υπάρχει ζεστό νερό. Κι εμείς είμαστε σαν φτερά ξεσκονίσματος, που ρούφηξαν το κουρνιαχτό ενός μηνός, πάνω από τα έπιπλα! Τόσες ώρες, πορευόμασταν μέσα σε φοβερή σκόνη, παρά το «σφράγισμα» όλων των χαραμάδων του λεωφορείου, με αυτοκόλλητες ταινίες.
Τα δωμάτιά μας είναι κουκλίστικα. Κι ακριβώς γι΄ αυτό είναι μονάχα για κούκλες, κι όχι για κανονικούς ανθρώπους. Καλόγουστα, φιλικά, ζεστά αλλά τόσο στενόχωρα, που ούτε μια βαλίτσα δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε!
- Αν ανοίξω τη δική μου ανάμεσα στα δυο κρεβάτια, σε πειράζει να την πηδάς; Μονάχα πρόσεξε μη σκοντάψεις κάποια ώρα! Θα τσακιστείς σε καμιά κώχη, προτείνει η Γιάννα.
Δε διαφωνώ. Κι εγώ;
- Θαρρώ πως βρήκα και του λόγου μου τη λύση, λέω ξαφνικά. Θα τη βάλω πρώτα στο διάδρομο για να τη… μπουγαδιάσω κομμάτι. Ύστερα θα την ανοίξω, θα πάρω από μέσα το θέλημά μου, θα την κλείσω, κι ύστερα τα τη στήσω πίσω από την πόρτα, για να μην την κλωτσάμε. Ουδέν πρόβλημα!
Έτσι και γίνεται. Κι όλα λειτουργούν ρολόγι αφού:
- Όσο να’ ρθει το ρημάδι το φως, εμείς μπορούμε να κάνουμε με τα πόδια τον… περίδρομο του νησιού, προτείνω προσφυώς!
Ρίχνουμε πάνω μας τα ζεστά τζάκετς κι αμολιόμαστε στον μικρόν ανήφορο.
Το νησί βρίσκεται σ’ ένα μπράτσο της λίμνης Pehoe. Εκεί να δείτε τσαπατσουλιά σχήματος. Αν τούτο η λίμνη είχε κάπου κάποιο διέξοδο, θα την έλεγε κανείς ποτάμι. Ποτάμι σκουληκαντέρα! Το βασικό της σχήμα είναι μακρύστενο, με πάμπολλες διακλαδώσεις. Πολλές από αυτές ενώνονται με μεγαλύτερες ή μικρότερες γειτονικές λίμνες. Σ’ όλο το μήκος των μπράτσων της, παραστέκουν ψηλά βουνά, με κοργές παγωμένες.
- Για όνομα! Ακόμα και στο χάρτη είναι πανέμορφη αυτή η περιοχή! Ποτάμια έχει, καταρράκτες διαθέτει, οι λίμνες της περισσεύουν, οι παγετώνες πυργώνονται πάνω της. Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας, μονολογώ, καθώς παρατηρώ το τοπίο γύρω μου.
- Χμ. Σκέψου τώρα, τι πρόκειται να δούμε αύριο, υπερθεματίζει η Φρόσω.
Αύριο! Μου φαίνεται τόσο μακρυνό! Εγώ δεν έχω ακόμα χορτάσει το σήμερα!
- Εγώ πάντως, θέλω να πλυθώ. Δεν αντέχω τόση σκόνη πάνω μου. Αισθάνομαι σαν την Αρετούσα με τον Κωνσταντή, που «κουρνιαχτό μυρίζει»! Παραφράζω κατσούφικα τον Κορνάρο!
Στο τέλος φυσικά, όλα τα προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους. Και τρώμε κι ένα νοστιμότατο δείπνο, με ψάρι της λίμνης, πριν πάμε για ύπνο. Όλοι είμαστε ψόφιοι από την κούραση.
Το πρωινό είναι μαγευτικό.
Κατ’ αρχήν η σ υ χ ί α! Τίποτε δε σαλεύει! Μήτε τα νερά! Έχουν γίνει ένας λείος, σκουρόχρωμος καθρέφτης.
Και, εκεί μέσα, ναρκισσεύονται –σε βαθμό κακουργήματος!- οι Tres Torres!
Εικόνα δίδυμη.
Η μια ψηλά: Λαμπερή, απαστράπτουσα, ζωντανή.
Η άλλη, κάτω: Μουντή, απόμακρη, σχεδόν δυσοίωνη στην ακινησία και την υποβλητικότητά της.
Φεύγω τρεχάτη πάνω στη μακρυά γέφυρα, προς την αντικρυνή στεριά. Πρέπει να χωρέσω μέσα στο φακό μου όλην αυτήν την εξαίσια εικόνα, χωρίς να παραλείψω το παραμικρό. Για να θυμάμαι πώς ακριβώς είδαν τα μάτια μου αυτό το τοπίο εκείνο το λαμπερό πρωινό:
Τρεις γιγαντιαίοι, τεφροί γρανίτες, με αστραφτερούς πάγους στις κορφές. Πίσω τους, ένας κατακάθαρος, περουζένιος ορίζοντας. Πάνω τους, ένα τεράστιο γαλακτερό σύννεφο, σαν στο στερέωμα! Και, κάτω, στα πόδια τους, η λίμνη, με τη μουντή θαμπάδα, και τις αντανακλάσεις των «Πύργων» στα νερά της…
Φαντάζεστε, τώρα, την ομορφιά του μπρέκφαστ, με τον μυρωδάτο καφέ, τα φρεσκοψημένα κρουασάν και το τηγανισμένο μπέικον, με θέα αυτό το ασύγκριτο τοπίο!
- Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάφαγα με στόμα και μάτια! Αποφαίνομαι μπουκωμένη.
Και οι ακηκοότες συμφωνούν, κουνώντας σιωπηλά το κεφάλι.
Ξεκινάμε. Κι ο Μάρκος έχει να μας αναγγείλει κάτι σοβαρό:
- Πώς τα πάτε με την πεζοπορία; Αρχίζει χαμογελώντας.
- Ε, καλάάά…
- Και με τον ανήφορο;
Μουγγαμάρα. Καμιά… προσφορά.
- Δεν ακούω! λέει γελαστά
- Πάντως δεν φταιν΄ τ΄ αυτιά σου, τον πληροφορώ μουτρωμένη. Σκάλες κι ανήφορους τους εξήντλησα στη Λάσα, την αναθεματισμένη. Κι ορκίστηκα να μην την ξαναπάθω, Μάρκος μου, χρυσέ! Ωστόσο μιλάμε για μακρύ ανήφορο;
- Χμ, Μάλλον!
Όταν ένας 28χρονος λέει «μάλλον», εγώ πρέπει να μεταφράσω: «να μένει το βύσσινο!» Ο… αυτοχειριασμός δεν είναι καθόλου του τύπου μου. Ναι, αλλά αν δεν δω ό,τι πρέπει, έχω χάσει τα λεφτά μου! Τι ήρθα, τότε, να κάνω σε τούτη την άκρη της γης;
Καλή ερώτηση, Που χωρά μια και μόνη απάντηση: Σκάσε κι ανέβαινε….
Αρχίζουμε μαλακά. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος αλλά ίσιος. Και μας φέρνει σχεδόν ανώδυνα, στο Salto Chico –τον Μικρό Καταρράκτη του Rio Paine– του ποταμού Πάινε. Είναι τω όντι μικρός, σε σύγκριση με άλλους. Όμως, όπως όλοι οι… συνάδελφοί του, είναι πολύ όμορφος. Ορμητικός, θρασύς κι επικίνδυνος. Πηδά πάνω από βράχους, από κροκάλες, από εξογκώματα. Και, τελικά, γκρεμοτσακίζεται με πάταγο, μέσα σ’ ένα μικρό φαράγγι, που καταλήγει στη λίμνη.
Κατεβαίνουμε πέτρα-πέτρα, όσο κοντύτερα γίνεται στα αφρισμένα νερά. Βρόντος, χλαπαταγή, χαμός… Δεν μιλάμε, διότι δεν ακουγόμαστε.
Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των κουφών, σε μια τελείως αυθαίρετη έκδοση! Που, όμως, αποδίδει. Καταλαβαινόμαστε τελικά!
Εγώ, πάντως, δεν ξεχνώ τον υπεσχημένον ανήφορο. Και η προοπτική μού φέρνει κάτι σαν κνησμό στα πλευρά! Ε, κι ύστερα; Αφρίζει ξαφρίζει τον παράν μου έδωκα!
Η πορεία στη θαμνώδη περιοχή είναι, για την ώρα, άνετη. Ένα καλούτσικο μονοπάτι, πότε τέλεια ισιάδα, πότε κάποιος ψιλοανήφορος…
Τίποτε το τραγικό.
Ακόμα.
Και σε λίγο:
- Παιδιά, προδοσία! Τον είδατε;
- Προς το τέλος του γίνεται κομματάκι χειρότερος, γελά ο Μάρκος.
Θέλω να κάνω έγκλημα. Ή χαρακίρι! Το ίδιο κάνει. Ο μόνος τρόπος να γλητώσω το επικείμενο μαρτύριο. Αηδίες! Αφού το είπαμε: «Σκάσε κι ανέβαινε…». Αναγκαστικά σκάω. Πού να μου μείνει ανάσα για κουβέντα. Ξεφυσάμε όλοι σαν τις όρκες, τις δολοφόνους φάλαινες! Πάντα στα μουγγά.
Σε λίγο αρχίζουν οι απώλειες:
- Εγώ παιδιά, ζεστάθηκα. Θα σας περιμένω εδώ, στη σκιά!
Σε πέντε λεπτά άλλος:
- Εγώ λέω να επιστρέφω σιγά-σιγά!
Αργότερα ένας τρίτος:
- Μα γιατί βασανιζόμαστε; Τι πάμε να δούμε; Όμορφα δεν είναι κι εδώ;
Από τους 17 μείναμε μονάχα 5, συν τον Μάρκος. Εγώ, όλως περιέργως, πάω καλά. Μαζί με τους μπροστάρηδες.
- Πόσο lontano πάει η maleta, ξεναγέ; (Έτσι λένε τη βαλίτσα, ισπανιστί!).
- Ω, σχεδόν τελειώσαμε. Μας μένει μονάχα ένα μάλλον δύσκολο κομμάτι ακόμα.
Τα «σχεδόν» και τα «μάλλον» των νέων ανθρώπων, μου φέρνουν γενικώς ρίγη ελονοσίας. Ξέρω, πια, να τα μεταφράζω σωστά. Και τρομοκρατούμαι.
- Μα, πού μας πας, άνθρωπε; Τι θα δούμε, επί τέλους;
- Sorpresa, senora, sorpresa!
- Να τη βράσω εγώ τη sorpresa. Θέλω να ξέρω τι μου γίνεται.
- Pacienza, senora! Pacienza!
- Μπα, που κακό να μη σ’ εύρει, χριστιανέ μου! Μας ξεκατίνιασες, πια!
Pieta, βρε! Pieta! Έλεος, να χαρείς!
Ο Μάρκος γελάει με τα ισπανικά μου αλλά εκτιμά την προσπάθεια, αφού καταλαβαίνει τι θέλω να πω! Είναι γνώστης του… πόνου μου!
- Δεν έχει έλεος, senior! Ανήφορο έχει! Adelante, adelante!
- «Εμπρός, εμπρός» αλλά εγώ θέλω να πάω πίσω!
- Mui tardes! Πολύ αργά! Adelante! Forza!
- Πού να τη βρω τη forza καλέ; Είμαι άπνους! Ή σχεδόν…
Αλλάζω τακτική. Άλλωστε έχω εξαντλήσει το ισπανικό μου λεξιλόγιο. Σιγανεύω το βήμα μου. Χαλαρώνω το ρυθμό μου. Φροντίζω τις ανάσες μου.
- Όχι σαν… ιπποπόταμος, χρυσή μου! Σαν πετεινό του ουρανού, αυτοσυμβουλεύομαι. Κι ας βάλει κι ο Θεός το χέρι του!
Ξαναξεκινώ. Με το κεφάλι σκυφτό. Να βαραίνω κατά μπρος, και να μην πισωπατώ. Θέλει κι η δυσκολία την πονηριά της!
- Ει, Στέλλα! Εμείς φτάσαμε! Κουράγιο, δεν είσαι μακρυά.
Είναι ο Αργύρης με την Ερμιόνη. Πάτησαν κορφή. Μου κουνούν ενθουσιασμένοι τα αμπέχωνά τους.
Καλός ο λόγος τους. Μου ξαναδίνει τη χαμένη μου αισιοδοξία. Και, επί τέλους, πατώ κι εγώ κορφή:
- Ε, δεν ήταν και Mui terrible, καταφέρνω να πω στον Μάρκος. Αλλά τώρα είμαι κυριολεκτικά άπνους!
- Gracias a Dios, απαντά ανακουφισμένος, και μου απλώνει το χέρι για το τελευταίο μέτρο.
- Αμάν, Χριστούλη μου! Que Vista! Καταφέρνω να αναφωνίσω, πριν χυθώ, σαν καυτό… ζελέ πάνω σε μια πλατειά κοτρώνα!
Τρέμω. Από κούραση αλλά κι από έκπληξη. Ο, μέχρι λίγο πριν μακρυνός, παγετώνας υψώνεται πάνω μας σε απόσταση αναπνοής. Είναι βυθισμένος στην απέναντι όχθη της λίμνης, που εδώ είναι brazo –τουτέστιν στενή. Θαρρώ πως, αν απλώσω το χέρι, θα τον αγγίξω.
- Vale la pena; ρωτά γελαστός ο Μάρκος.
- Μωρέ vale και παραvale! Σίγουρα αξίζει τον κόπο. Και τον ανήφορο. Και το αγκομαχητό μπορώ να σου πω!...
Εδώ πάνω φυσά ένα δροσερό, λεπτό σαν ιστός αράχνης, αεράκι.
Ησυχία!
Χρώμα!
Μεγαλοπρέπεια!
- Νοιώθω σαν κόκκος σταριού, μ’ αυτό το θηρίο φάτσα, μονολογώ.
Γενικώς, νοιώθω σαν «τίποτε» μέσα σ’ αυτήν την απεραντωσύνη και την ομορφιά. Είμαι χαμένη. Ή σαν χαμένη…
Πράσινο, γκρι, γαλάζιο και άσπρο, μέσα στο νερό και πάνω στο βουνό. Κίτρινα κόκκινα και μωβ λουλούδια που φυτρώνουν γύρω μας κι ως τις άκρες του νερού.
Μέχρι το φυτό Calafate βρίσκουμε και τρώμε.
«Για να ξαναγυρίσουμε εδώ», λέει. Κάποτε, ίσως…
Τι να περιγράψω, αλήθεια, από τούτο τον περίπατο των δύο ωρών;
Τα λόγια προσβάλλουν τις εικόνες.
Ας τις αφήσουμε έτσι, άθικτες στη μνήμη μου. Γιατί έτσι τους πρέπει.
Διότι, φαίνεται τελικά, πως είναι κι αυτός ένας τρόπος για να προσδιοριστούν, υποκειμενικά, έστω, οι έννοιες της Αυθεντικότητας, και της Μοναδικότητας.
Τι άλλο, πράγματι, θα μπορούσες να σκεφτείς, μπροστά σε τέτοια θεάματα, όταν σου λύνονται τα γόνατα και σου δένεται η γλώσσα;
Όταν, οι απερίγραπτες εικόνες, κάνουν να ξεσπούν μέσα σου παράδοξοι ίμεροι, φερμένοι στο Ώριμο Σήμερα από το Χτες γης Εφηβείας σου;
Το Εθνικό Πάρκο των Torres και το Lago Pehoe
Φτάνουμε στα σύνορα νωρίς το μεσημεράκι. Ένας γρήγορος έλεγχος διαβατηρίων για την έξοδο από την Αργεντινή, κι αποχαιρετιόμαστε εγκάρδια με την Κλαούντια και τον Χόρχε. Αυτοί οι δύο έχουν καταναλώσει ήδη δυο μπουγέλα "μάτε" ως τα τώρα, και σιγοπίνουν ένα φρέσκο, καθώς περιμένουν να ξεμπλέξουμε και με τις διατυπώσεις εισόδου μας στη Χιλή. Εδώ, θα αλλλάξουμε μέσον. Θα μας παραλάβουν, ξεναγός, οδηγός κι αυτοκίνητο, ντόπια. Ωστόσο οι Αργεντίνοι φίλοι μας θα περιμένουν έως ότου δουν το χιλιανό πούλμαν να φτάνει διότι, μέχρι στιγμής τέτοιο είδος δεν βλέπουμε στον ορίζοντα. Και λιγουλάκι ανησυχούμε. Ευτυχώς η μέρα είναι ηλιόλουστη και δροσερή, κι η περιοχή προσφέρεται για περπάτημα. Ευκαιρία να ξεμουδιάσουμε.
- Φοβερή ξεραϊλα φιλενάδα, λέω στη Φρόσω, με την οποία κάνουμε έναν όμορφο περίπατο.
- Κι ερημιά! Παρατηρεί εκείνη.
Πράγματι, ο τόπος είναι μια μεγάλη πεδιάδα -τα βουνά μόλις διακρίνονται στο βάθος- δίχως δέντρα, δίχως σπίτια, δίχως ανθρώπους. Τρία-τέσσερα Ι.Χ. μονάχα βρίσκονται εδώ. Άλλα από αυτό μπαίνουν, κι άλλα φεύγουν.
Το πούλμαν φτάνει, με μικρή καθυστέρηση. Από μακρυά γνέφουμε στους Αργεντίνους μας που, τώρα πια, ξεκινούν κι αυτοί για επιστροφή στο Καλαφάτε.
Ο Χιλιανός ξεναγός μας λέγεται Marcos. Είναι νεότατο παιδί, μεταξύ 25 και 28. Μας καλωσορίζει γελαστός. Μια και οι συνοριακές διαδικασίες έχουν ήδη τελειώσει, οι βαλίτσες φορτώνονται αμέσως. Κι εκεί που νομίζουμε πως ξεκινάμε, αρχίζει το σφράγισμα του πούλμαν! Κι εγώ αρχίζω να αισθάνομαι σαν πολύτιμο ECU, κλειδαμπαρωμένο μέσα σε... χρηματοκιβώτιο της Τράπεζας της Αγγλίας...
- Τρελλοί καλέ είναι αυτοί; Τι στο καλό κάνουν; Γιατί βάζουν ταινίες σ' όλες τις συνδέσεις του αυτοκινήτου; Τρύπιο είναι;
- Σκόνη! Λέει ο Μάρκος.
- Σκόνη! Τι σκόνη δηλαδή; Τι εννοείς;
- Α, οι δρόμοι μας, ξέρετε, είναι χώμα και χαλίκι.
- Α, μάλιστα. Αλλά οι πάγοι, οι νεροποντές και το βάρος του χιονιού, δεν αφήνουν, για πολύ, ζωντανό έναν ασφαλτοστρωμένο και νοικοκυρεμένο δρόμο...
Καταλαβαίνω τώρα.
Σαν τους δρόμους μέσα στη ζούγκλα. Για να τους συντηρήσουν πρέπει να τους καθαρίζουν, κάθε λίγο και λιγάκι, από τις ρίζες που φυτρώνουν παντού. Ακόμα και μέσα στις πιο μικρές ρωγμές του τσιμέντου. Κι απάνω σου, που λέει ο λόγος, μπορεί να φυτρώσουν, αν τύχει και μείνεις λίγη ώρα ακούνητος! Είναι απερίγραπτοι οι τρόποι που εφευρίσκει η Φύση για να καταστρέψει τα ανθρώπινα δημιουργήματα και, μάλιστα, σε χρόνο μηδέν!...
Έτσι ταξιδεύουμε ως... βουλωμένα γράμματα, με την όσο το δυνατόν μικρότερη ποσότητα σκόνης στα ρουθούνια μας. Δε βαρυέστε! Ίσως να χρειαζόμασταν ένα πραγματικό χρηματοκιβώτιο, για να γλυτώσουμε τελικά από δαύτην. Διότι όταν φτάνουμε στο ξενοδοχείο, μπαίνει πραγματική μπουγάδα στις βαλίτσες και τα βαλιτσόνια! Και να σηκώνεται ένα ντουμάνι...
Ήδη ταξιδεύουμε στη Χιλιανή Παταγονία.
Από την Αθήνα έχουμε πληροφορία ότι στο Paine θα μείνουμε σε ξενοδοχείο πάνω στο μικρό νησί της λίμνης Pehoe. Αναρωτιέμαι τι σόι πάρκο θα είναι αυτό. Σαν το Cruger Park της Νότιας Αφρικής, ας πούμε; Σαν το Ιγκουασού στη Βραζιλία; Σαν το Σινγκριρίγια της Κεϋλάνης; Σαν τι, άραγε;
Κι ενώ στο ξεκίνημα η διαδρομή ήταν σαν εκείνη από το Ρίο Γκαγιέγκος-Καλαφάτε -έρημος αερική, γεμάτη σκαντζοχοιράκια- σιγά σιγά αρχίζει να γίνεται ορεινή. Η πρώτη μας επαφή με τα όρη τ' άγρια βουνά είναι οπτική.
Τρεις πανέμορφοι γρανίτες, δίκην πύργων -Torres- κρατούν περήφανα, σε ύψη μεταξύ 2450 και 3050 μέτρων, τα χιονισμένα τους φωτοστέφανα. Είναι άγριοι, απότομοι, κατάξεροι. Τα δυνατά τους όμως "πόδια" βυθίζονται στα νερά της γαλαζοπράσινης λίμνης Nordenskjiold - κι αν καταφέρετε να διαβάσετε τον γλωσσοδέτη, σας πρέπει ένα ταξίδι στην Παταγονία!
Σταματάμε με φωνές τον οδηγό μας. Ο Μάρκος όμως διαμαρτύρεται.
- Είναι πολύ μακρυά μας ακόμα, βρε παιδιά! Και δεν είναι και η καλύτερη πλευρά τους! Υπομονέψτε. Αύριο θα τους δείτε σ' όλο τους το μεγαλείο.
Τι μας λέει ο άνθρωπος! Εμείς, πρώτη φορά βλέπουμε κάτι τέτοιο, και δε μας κρατάν σαράντα άλογα! Ειδικώς εμένα! Η οποία τοον έναν από τους τρεις τον βάφτισα κιόλας, με το όνομα: Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ. Διότι είχε πάνω στην κορφή του μια "πλάκα" με καμιά δεκαριά στίγματα! Ίδιο καντράν ρολογιού! Και μ΄ αυτό το σουσούμι μπορούσα να τον αναγνωρίσω οπουδήποτε.
Άλλωστε, όπου κι αν ταξιδέψαμε δυο μέρες εκεί, στη "γειτονιά μας", όλο τριγύρω τους βρισκόμασταν! Ίσως, βέβαια, να μην ήταν η "γειτονιά" που νομίζαμε εμείς αλλά το μεγάλο τους ύψος, που τους έκανε ορατούς από μεγάλη απόσταση.
Μέσα στον ενοχλητικά ψυχρόν πια αέρα -η ώρα είναι ήδη περασμένη- κατεβαίνουμε να φωτογραφίσουμε. Και δεν μπορούμε να κρύψουμε την έκπληξή μας.
- Μα εμείς νομίζαμε πως με τον Πέριτο Μορένο ξεμπερδέψαμε από παγετώνες. Όμως εδώ βλέπουμε πράματα και θάματα, λέω και φωτογραφίζω σεληνιασμένη.
Η Φρόσω που με ξέρει χρόνια, και ξέρει πολύ καλά τους ταξιδιωτικούς καημούς μου, βάζει τα γέλια.
- Λύσσαξες τόσα χρόνια με την Παταγονία, ψέματα; Από σένα την πρωτακούσαμε, στις αρχές της δεκαετίας του '80, που πρωτογνωριστήκαμε στη Νότιο Αμερική, θυμάσαι; Ε, τόσο εύκολα νόμιζες πως θα ξεμπερδεύεις μαζί τους. Σημαίνει πως το ενδιαφέρον σου είναι περιορισμένο. Κι εμένα δε μου φτάνει.
Στο Πάρκο Πάινε φτάνουμε, έχοντας περάσει ξυστά από μιαν ακρουλίτσα της τεράστιας λίμνης Sarmiento. Είναι ήδη μούχρωμα. Κάνει κρύο. Και σηκώθηκε αέρας.
- Θεέ μου! Έτσι τη φανταζόμουνα την ατμόσφαιρα, όταν ονειρευόμουν την Παταγονία! Ακριβώς έτσι: κρύο, αέρας, συννεφιά! Κι ίσως και καμιά βροχή! Αν είμαι τυχερή, βέβαια!...
Σε λίγο φτάνουμε στη δική μας λίμνη. Την Pehoe. Εδώ πρέπει να πω πως, κοιτώντας το χάρτη της περιοχής, σαστίζω με το πλήθος των λιμνών. Κι όχι μικρές κι ασήμαντες! Όχι!
Οι λίμνες είναι γενικώς μεγάλες. Συχνά τεράστιες. Σαν την Del Toro, την Sarmiento, την Grey, την Nordenskjold… Για να μη σας πω πως μερικές μικρότερες ενώνονται η μια με την άλλη, και φτιάχνουν κάτι εξωφρενικά νερένια σχήματα, που η ομορφιά τους, με τις τόσες κούρμπες και τα τόσα κανάλια, δεν περιγράφεται, Ας είναι καλά το λιώσιμο των παγετώνων! Παιδιά δικά τους οι λίμνες και τα ποτάμια όλης αυτής της καταπληκτικής περιοχής, που γειτονεύει με το Νότιο Πόλο.
Το ξενοδοχείο μας βρίσκεται πάνω στο πολύ μικρό νησάκι της λίμνης Pehoe. Κάτω ακριβώς από τους τρεις Torres. Είναι πράγματι μια σταλίτσα γης. Χωρά δυο μικρά συγκροτήματα bungallows, κι ένα συγκρότημα κοινόχρηστων χώρων. Εκεί βρίσκονται το σαλόνι, το μπαρ, η τραπεζαρία και το μαγαζάκι με τα αναμνηστικά. Φυσικά, τούτο το σύνολο των χώρων έχει έναν και μόνο τοίχο! Οι άλλοι τρεις είναι τζαμαρίες. Έτσι έχουμε καιμέσα, τις μεγαλόπρεπες εικόνες του έξω: τους Tres Torres –τους τρεις πύργους- τη λίμνη και τις αντανακλάσεις τους μέσα στα σκουρογάλαζα νερά.
Στο νησάκι φτάνουμε με τα… πόδια, περπατώντας πάνω σε μια μακρυά, άσπρη, ξύλινη γέφυρα, που συνδέει τη στεριά με την κουκίδα γης μέσα στο νερό. Το συγκρότημα δεν έχει φως! Το ηλεκρτικό έρχεται από μια γεννήτρια, που αρχίζει να λειτουργεί στις 19:00 και σταματά τα μεσάνυχτα, ακριβώς! Αυτό, βέβαια, σημαίνει πως δεν μπορούμε να πληθούμε αμέσως, αφού δεν υπάρχει ζεστό νερό. Κι εμείς είμαστε σαν φτερά ξεσκονίσματος, που ρούφηξαν το κουρνιαχτό ενός μηνός, πάνω από τα έπιπλα! Τόσες ώρες, πορευόμασταν μέσα σε φοβερή σκόνη, παρά το «σφράγισμα» όλων των χαραμάδων του λεωφορείου, με αυτοκόλλητες ταινίες.
Τα δωμάτιά μας είναι κουκλίστικα. Κι ακριβώς γι΄ αυτό είναι μονάχα για κούκλες, κι όχι για κανονικούς ανθρώπους. Καλόγουστα, φιλικά, ζεστά αλλά τόσο στενόχωρα, που ούτε μια βαλίτσα δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε!
- Αν ανοίξω τη δική μου ανάμεσα στα δυο κρεβάτια, σε πειράζει να την πηδάς; Μονάχα πρόσεξε μη σκοντάψεις κάποια ώρα! Θα τσακιστείς σε καμιά κώχη, προτείνει η Γιάννα.
Δε διαφωνώ. Κι εγώ;
- Θαρρώ πως βρήκα και του λόγου μου τη λύση, λέω ξαφνικά. Θα τη βάλω πρώτα στο διάδρομο για να τη… μπουγαδιάσω κομμάτι. Ύστερα θα την ανοίξω, θα πάρω από μέσα το θέλημά μου, θα την κλείσω, κι ύστερα τα τη στήσω πίσω από την πόρτα, για να μην την κλωτσάμε. Ουδέν πρόβλημα!
Έτσι και γίνεται. Κι όλα λειτουργούν ρολόγι αφού:
- Όσο να’ ρθει το ρημάδι το φως, εμείς μπορούμε να κάνουμε με τα πόδια τον… περίδρομο του νησιού, προτείνω προσφυώς!
Ρίχνουμε πάνω μας τα ζεστά τζάκετς κι αμολιόμαστε στον μικρόν ανήφορο.
Το νησί βρίσκεται σ’ ένα μπράτσο της λίμνης Pehoe. Εκεί να δείτε τσαπατσουλιά σχήματος. Αν τούτο η λίμνη είχε κάπου κάποιο διέξοδο, θα την έλεγε κανείς ποτάμι. Ποτάμι σκουληκαντέρα! Το βασικό της σχήμα είναι μακρύστενο, με πάμπολλες διακλαδώσεις. Πολλές από αυτές ενώνονται με μεγαλύτερες ή μικρότερες γειτονικές λίμνες. Σ’ όλο το μήκος των μπράτσων της, παραστέκουν ψηλά βουνά, με κοργές παγωμένες.
- Για όνομα! Ακόμα και στο χάρτη είναι πανέμορφη αυτή η περιοχή! Ποτάμια έχει, καταρράκτες διαθέτει, οι λίμνες της περισσεύουν, οι παγετώνες πυργώνονται πάνω της. Τι άλλο θα δουν τα μάτια μας, μονολογώ, καθώς παρατηρώ το τοπίο γύρω μου.
- Χμ. Σκέψου τώρα, τι πρόκειται να δούμε αύριο, υπερθεματίζει η Φρόσω.
Αύριο! Μου φαίνεται τόσο μακρυνό! Εγώ δεν έχω ακόμα χορτάσει το σήμερα!
- Εγώ πάντως, θέλω να πλυθώ. Δεν αντέχω τόση σκόνη πάνω μου. Αισθάνομαι σαν την Αρετούσα με τον Κωνσταντή, που «κουρνιαχτό μυρίζει»! Παραφράζω κατσούφικα τον Κορνάρο!
Στο τέλος φυσικά, όλα τα προβλήματα βρίσκουν τη λύση τους. Και τρώμε κι ένα νοστιμότατο δείπνο, με ψάρι της λίμνης, πριν πάμε για ύπνο. Όλοι είμαστε ψόφιοι από την κούραση.
Το πρωινό είναι μαγευτικό.
Κατ’ αρχήν η σ υ χ ί α! Τίποτε δε σαλεύει! Μήτε τα νερά! Έχουν γίνει ένας λείος, σκουρόχρωμος καθρέφτης.
Και, εκεί μέσα, ναρκισσεύονται –σε βαθμό κακουργήματος!- οι Tres Torres!
Εικόνα δίδυμη.
Η μια ψηλά: Λαμπερή, απαστράπτουσα, ζωντανή.
Η άλλη, κάτω: Μουντή, απόμακρη, σχεδόν δυσοίωνη στην ακινησία και την υποβλητικότητά της.
Φεύγω τρεχάτη πάνω στη μακρυά γέφυρα, προς την αντικρυνή στεριά. Πρέπει να χωρέσω μέσα στο φακό μου όλην αυτήν την εξαίσια εικόνα, χωρίς να παραλείψω το παραμικρό. Για να θυμάμαι πώς ακριβώς είδαν τα μάτια μου αυτό το τοπίο εκείνο το λαμπερό πρωινό:
Τρεις γιγαντιαίοι, τεφροί γρανίτες, με αστραφτερούς πάγους στις κορφές. Πίσω τους, ένας κατακάθαρος, περουζένιος ορίζοντας. Πάνω τους, ένα τεράστιο γαλακτερό σύννεφο, σαν στο στερέωμα! Και, κάτω, στα πόδια τους, η λίμνη, με τη μουντή θαμπάδα, και τις αντανακλάσεις των «Πύργων» στα νερά της…
Φαντάζεστε, τώρα, την ομορφιά του μπρέκφαστ, με τον μυρωδάτο καφέ, τα φρεσκοψημένα κρουασάν και το τηγανισμένο μπέικον, με θέα αυτό το ασύγκριτο τοπίο!
- Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάφαγα με στόμα και μάτια! Αποφαίνομαι μπουκωμένη.
Και οι ακηκοότες συμφωνούν, κουνώντας σιωπηλά το κεφάλι.
Ξεκινάμε. Κι ο Μάρκος έχει να μας αναγγείλει κάτι σοβαρό:
- Πώς τα πάτε με την πεζοπορία; Αρχίζει χαμογελώντας.
- Ε, καλάάά…
- Και με τον ανήφορο;
Μουγγαμάρα. Καμιά… προσφορά.
- Δεν ακούω! λέει γελαστά
- Πάντως δεν φταιν΄ τ΄ αυτιά σου, τον πληροφορώ μουτρωμένη. Σκάλες κι ανήφορους τους εξήντλησα στη Λάσα, την αναθεματισμένη. Κι ορκίστηκα να μην την ξαναπάθω, Μάρκος μου, χρυσέ! Ωστόσο μιλάμε για μακρύ ανήφορο;
- Χμ, Μάλλον!
Όταν ένας 28χρονος λέει «μάλλον», εγώ πρέπει να μεταφράσω: «να μένει το βύσσινο!» Ο… αυτοχειριασμός δεν είναι καθόλου του τύπου μου. Ναι, αλλά αν δεν δω ό,τι πρέπει, έχω χάσει τα λεφτά μου! Τι ήρθα, τότε, να κάνω σε τούτη την άκρη της γης;
Καλή ερώτηση, Που χωρά μια και μόνη απάντηση: Σκάσε κι ανέβαινε….
Αρχίζουμε μαλακά. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος αλλά ίσιος. Και μας φέρνει σχεδόν ανώδυνα, στο Salto Chico –τον Μικρό Καταρράκτη του Rio Paine– του ποταμού Πάινε. Είναι τω όντι μικρός, σε σύγκριση με άλλους. Όμως, όπως όλοι οι… συνάδελφοί του, είναι πολύ όμορφος. Ορμητικός, θρασύς κι επικίνδυνος. Πηδά πάνω από βράχους, από κροκάλες, από εξογκώματα. Και, τελικά, γκρεμοτσακίζεται με πάταγο, μέσα σ’ ένα μικρό φαράγγι, που καταλήγει στη λίμνη.
Κατεβαίνουμε πέτρα-πέτρα, όσο κοντύτερα γίνεται στα αφρισμένα νερά. Βρόντος, χλαπαταγή, χαμός… Δεν μιλάμε, διότι δεν ακουγόμαστε.
Προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα των κουφών, σε μια τελείως αυθαίρετη έκδοση! Που, όμως, αποδίδει. Καταλαβαινόμαστε τελικά!
Εγώ, πάντως, δεν ξεχνώ τον υπεσχημένον ανήφορο. Και η προοπτική μού φέρνει κάτι σαν κνησμό στα πλευρά! Ε, κι ύστερα; Αφρίζει ξαφρίζει τον παράν μου έδωκα!
Η πορεία στη θαμνώδη περιοχή είναι, για την ώρα, άνετη. Ένα καλούτσικο μονοπάτι, πότε τέλεια ισιάδα, πότε κάποιος ψιλοανήφορος…
Τίποτε το τραγικό.
Ακόμα.
Και σε λίγο:
- Παιδιά, προδοσία! Τον είδατε;
- Προς το τέλος του γίνεται κομματάκι χειρότερος, γελά ο Μάρκος.
Θέλω να κάνω έγκλημα. Ή χαρακίρι! Το ίδιο κάνει. Ο μόνος τρόπος να γλητώσω το επικείμενο μαρτύριο. Αηδίες! Αφού το είπαμε: «Σκάσε κι ανέβαινε…». Αναγκαστικά σκάω. Πού να μου μείνει ανάσα για κουβέντα. Ξεφυσάμε όλοι σαν τις όρκες, τις δολοφόνους φάλαινες! Πάντα στα μουγγά.
Σε λίγο αρχίζουν οι απώλειες:
- Εγώ παιδιά, ζεστάθηκα. Θα σας περιμένω εδώ, στη σκιά!
Σε πέντε λεπτά άλλος:
- Εγώ λέω να επιστρέφω σιγά-σιγά!
Αργότερα ένας τρίτος:
- Μα γιατί βασανιζόμαστε; Τι πάμε να δούμε; Όμορφα δεν είναι κι εδώ;
Από τους 17 μείναμε μονάχα 5, συν τον Μάρκος. Εγώ, όλως περιέργως, πάω καλά. Μαζί με τους μπροστάρηδες.
- Πόσο lontano πάει η maleta, ξεναγέ; (Έτσι λένε τη βαλίτσα, ισπανιστί!).
- Ω, σχεδόν τελειώσαμε. Μας μένει μονάχα ένα μάλλον δύσκολο κομμάτι ακόμα.
Τα «σχεδόν» και τα «μάλλον» των νέων ανθρώπων, μου φέρνουν γενικώς ρίγη ελονοσίας. Ξέρω, πια, να τα μεταφράζω σωστά. Και τρομοκρατούμαι.
- Μα, πού μας πας, άνθρωπε; Τι θα δούμε, επί τέλους;
- Sorpresa, senora, sorpresa!
- Να τη βράσω εγώ τη sorpresa. Θέλω να ξέρω τι μου γίνεται.
- Pacienza, senora! Pacienza!
- Μπα, που κακό να μη σ’ εύρει, χριστιανέ μου! Μας ξεκατίνιασες, πια!
Pieta, βρε! Pieta! Έλεος, να χαρείς!
Ο Μάρκος γελάει με τα ισπανικά μου αλλά εκτιμά την προσπάθεια, αφού καταλαβαίνει τι θέλω να πω! Είναι γνώστης του… πόνου μου!
- Δεν έχει έλεος, senior! Ανήφορο έχει! Adelante, adelante!
- «Εμπρός, εμπρός» αλλά εγώ θέλω να πάω πίσω!
- Mui tardes! Πολύ αργά! Adelante! Forza!
- Πού να τη βρω τη forza καλέ; Είμαι άπνους! Ή σχεδόν…
Αλλάζω τακτική. Άλλωστε έχω εξαντλήσει το ισπανικό μου λεξιλόγιο. Σιγανεύω το βήμα μου. Χαλαρώνω το ρυθμό μου. Φροντίζω τις ανάσες μου.
- Όχι σαν… ιπποπόταμος, χρυσή μου! Σαν πετεινό του ουρανού, αυτοσυμβουλεύομαι. Κι ας βάλει κι ο Θεός το χέρι του!
Ξαναξεκινώ. Με το κεφάλι σκυφτό. Να βαραίνω κατά μπρος, και να μην πισωπατώ. Θέλει κι η δυσκολία την πονηριά της!
- Ει, Στέλλα! Εμείς φτάσαμε! Κουράγιο, δεν είσαι μακρυά.
Είναι ο Αργύρης με την Ερμιόνη. Πάτησαν κορφή. Μου κουνούν ενθουσιασμένοι τα αμπέχωνά τους.
Καλός ο λόγος τους. Μου ξαναδίνει τη χαμένη μου αισιοδοξία. Και, επί τέλους, πατώ κι εγώ κορφή:
- Ε, δεν ήταν και Mui terrible, καταφέρνω να πω στον Μάρκος. Αλλά τώρα είμαι κυριολεκτικά άπνους!
- Gracias a Dios, απαντά ανακουφισμένος, και μου απλώνει το χέρι για το τελευταίο μέτρο.
- Αμάν, Χριστούλη μου! Que Vista! Καταφέρνω να αναφωνίσω, πριν χυθώ, σαν καυτό… ζελέ πάνω σε μια πλατειά κοτρώνα!
Τρέμω. Από κούραση αλλά κι από έκπληξη. Ο, μέχρι λίγο πριν μακρυνός, παγετώνας υψώνεται πάνω μας σε απόσταση αναπνοής. Είναι βυθισμένος στην απέναντι όχθη της λίμνης, που εδώ είναι brazo –τουτέστιν στενή. Θαρρώ πως, αν απλώσω το χέρι, θα τον αγγίξω.
- Vale la pena; ρωτά γελαστός ο Μάρκος.
- Μωρέ vale και παραvale! Σίγουρα αξίζει τον κόπο. Και τον ανήφορο. Και το αγκομαχητό μπορώ να σου πω!...
Εδώ πάνω φυσά ένα δροσερό, λεπτό σαν ιστός αράχνης, αεράκι.
Ησυχία!
Χρώμα!
Μεγαλοπρέπεια!
- Νοιώθω σαν κόκκος σταριού, μ’ αυτό το θηρίο φάτσα, μονολογώ.
Γενικώς, νοιώθω σαν «τίποτε» μέσα σ’ αυτήν την απεραντωσύνη και την ομορφιά. Είμαι χαμένη. Ή σαν χαμένη…
Πράσινο, γκρι, γαλάζιο και άσπρο, μέσα στο νερό και πάνω στο βουνό. Κίτρινα κόκκινα και μωβ λουλούδια που φυτρώνουν γύρω μας κι ως τις άκρες του νερού.
Μέχρι το φυτό Calafate βρίσκουμε και τρώμε.
«Για να ξαναγυρίσουμε εδώ», λέει. Κάποτε, ίσως…
Τι να περιγράψω, αλήθεια, από τούτο τον περίπατο των δύο ωρών;
Τα λόγια προσβάλλουν τις εικόνες.
Ας τις αφήσουμε έτσι, άθικτες στη μνήμη μου. Γιατί έτσι τους πρέπει.
Διότι, φαίνεται τελικά, πως είναι κι αυτός ένας τρόπος για να προσδιοριστούν, υποκειμενικά, έστω, οι έννοιες της Αυθεντικότητας, και της Μοναδικότητας.
Τι άλλο, πράγματι, θα μπορούσες να σκεφτείς, μπροστά σε τέτοια θεάματα, όταν σου λύνονται τα γόνατα και σου δένεται η γλώσσα;
Όταν, οι απερίγραπτες εικόνες, κάνουν να ξεσπούν μέσα σου παράδοξοι ίμεροι, φερμένοι στο Ώριμο Σήμερα από το Χτες γης Εφηβείας σου;
Last edited by a moderator: