anny
Member
- Μηνύματα
- 3.423
- Likes
- 1.792
- Επόμενο Ταξίδι
- Ιστρια
- Ταξίδι-Όνειρο
- γύρος του κόσμου
Η διάθεσή μας λόγω ήλιου ήταν αρκετά ανεβασμένη. Βοηθούσε και το γεγονός ότι η θερμοκρασία ήταν σε πολύ υποφερτά επίπεδα. Δρόμο πήραμε και δρόμο αφήσαμε. Το τοπίο πέρα από τους αυτοκινητόδρομους, δεν είχε και ιδιαίτερες εναλλαγές. Το ίδιο σχεδόν ξερό και αδιάφορο όπως τις προηγούμενες ημέρες. Σε κάποια σημεία μόνο υπήρχαν αρκετά ελαιόδεντρα. Σε περίπου δύο ωρίτσες φθάσαμε στο Τολέδο. Η πρώτη εικόνα της πόλης από μακριά ήταν φανταστική. Κάναμε μια παράκαμψη αψηφώντας τις οδηγίες του gps, γιατί το τοπίο μας άρεσε πιο πολύ από την αντίθετη πλευρά και στη συνέχεια κάναμε μια μικρή στάση για να απολαύσουμε τη θέα και να «τσεκάρουμε» τα πιθανά σημεία για φωτογραφική εξόρμηση.
Λόγω του ότι το Τολέδο είναι χτισμένο πάνω σε λόφο, μέσα σε τείχη, έχει στενούς δρόμους και πολλούς τουρίστες, σκεφτήκαμε ότι το να κυκλοφορούσαμε με το αυτοκίνητο μέσα στην πόλη δε θα ήταν καλή ιδέα. Οπότε, η σκέψη του να βρούμε ξενοδοχείο ακριβώς έξω από κάποια είσοδο, μας φάνηκε πολύ καλή. Πράγματι, το απλό, φθηνό, καθαρό και συμπαθητικό ξενοδοχείο μας, ήταν πολύ κοντά στην Puerta de Bisagra απ’όπου ξεκινά ένας μακρύς και πολύ ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στην κεντρική πλατεία Zocodover (ναι, ναι, εδώ δεν έχει plaza mayor). Η συμπαθέστατη ρεσεψιονίστ όμως μας ενημέρωσε για τις κυλιόμενες σκάλες (escaleras mecanicas) που βρίσκονται λιγο πιο δεξιά από την Puerta de Bisagra και τη μεγάλη ανηφόρα, οι οποίες σε ανεβάζουν εύκολα και ξεκούραστα σε άλλο σημείο της πόλης. Αποφασίσαμε να διαλέξουμε τις σκάλες για την ανάβαση και αποδείχθηκε ότι κάναμε πολύ καλά. Στην πορεία, αυτόν τον τρόπο ακολουθούσαμε όλες τις φορές για τις βόλτες μας. Ανεβαίναμε από τις σκάλες και κατεβαίναμε από το μακρύ, κατηφορικό πλέον δρόμο, προς την έξοδο από την παλιά πόλη.
Σε αυτή την πρώτη μας βόλτα λοιπόν, προχωρώντας μέσα στο λαβύρινθο της πόλης, ακολουθώντας τα πολλά στενά δρομάκια και μη γνωρίζοντας ακόμα το μέρος, πηγαίναμε σχεδόν στα τυφλά. Δεν είχαμε συγκεκριμένο δρομολόγιο, απλά χαζεύαμε. Ήταν ήδη αργά το μεσημέρι και ο κόσμος είχε γεμίσει τα περισσότερα εστιατόρια.
Κάποια στιγμή είπαμε να δοκιμάσουμε και εμείς την τοπική κουζίνα για να πάρουμε δυνάμεις. Για καλή μας τύχη, ο δρόμος μας έβγαλε σε ένα μικρό και κρυμμένο από το δρόμο ξέφωτο, κάπου κοντα στην Plaza de la Magdalena (όπως είδαμε αργότερα στο χάρτη), όπου βρίσκονταν δύο εστιατόρια με λίγα τραπεζάκια έξω.
Αποφασίσαμε να κάτσουμε στο ένα από αυτά. Το μαγαζί μέσα ήταν πολύ μικρό, σαν κουτούκι και είχε ένα παράθυρο όπως παλιά τα δικά μας σουβλατζίδικα, απ’όπου ο σερβιτόρος έπαιρνε τα πιάτα για να σερβίρει στα τραπεζάκια της αυλής. Με τα λίγα ισπανικά μας καταφέραμε να συνεννοηθούμε μια χαρά με το συμπαθέστατο κύριο. Παραγγείλαμε δύο από τις τοπικές σπεσιαλιτέ. Η πρώτη ήταν ένα πιάτο με μικρά κομματάκια ελάφι με μια νόστιμη σκούρα κρασάτη σαλτσούλα . Η δεύτερη, ήταν το πιάτο carcamusa (καρκαμούσα). Ένα είδος κοκκινιστού με μικρά κομματάκια κρέας από χοιρινό, μοσχάρι και λουκάνικο chorizo, με σαλτσούλα που είχε πιπεριές, σκορδάκι και κρεμμυδάκι. Το φαγητό συνολικά ήταν καλό, οι μπύρες κρύες, το σέρβις γρήγορο και οι τιμές σχεδόν αστείες. Το μαγαζάκι λέγεται Bar de Tapas El Corallito, και βρίσκεται στην Bajada del Corral de Don Diego 10.
Στη συνέχεια, αφού περάσαμε από την κεντρική πλατεία, την οποία βρήκαμε αρκετά αδιάφορη, αποφασίσαμε να ξεκουράσουμε τα βασανισμένα μας κορμάκια στο ξενοδοχείο, έτσι ώστε να έχουμε περισσότερο κουράγιο και διάθεση για νέες απογευματινές περιπέτειες.
Πράγματι, αργά το απογευματάκι και πριν πέσει ο ήλιος (κι εδώ νύχτωνε αργά), πήραμε το αυτοκίνητο για να ξαναπάμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού Tajo, για να θαυμάσουμε με την ησυχία μας την εκπληκτική εικόνα του Toledo, που τόσο πολύ μας είχε εντυπωσιάσει νωρίτερα.
Η πόλη γενικά μου άρεσε πιο πολύ από μακριά, παρά από κοντά. Νομίζω ότι η πραγματική μαγεία της είναι αυτή η μακρινή εικόνα. Η πόλη μέσα είναι πολύ τουριστική και αν και αρκετά κλειστοφοβική, δεν είναι τόσο «σκοτεινή» όσο τη φανταζόμουν ή όσο θα την ήθελα . Παρόλα αυτά, το βράδυ πράγματι αλλάζει. Έχει άλλο πρόσωπο. Οι ορδές των τουριστών έχουν φύγει και η σχετική ησυχία βοηθά πολύ στο να γίνει η πόλη πιο ελκυστική.
Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε πολύ πρωί. Γρήγορο καφεδάκι στην καταπράσινη πλατεία δίπλα στην Puerta de Bisagra και κατευθυνθήκαμε στην Iglesia de Santo Tome, όπου βρίσκεται ο πίνακας του El Greco «η ταφή του κόμη του Οργκάθ». Ευτυχώς φθάσαμε με το άνοιγμα, οπότε μπορέσαμε να τον απολαύσουμε με την ησυχία μας και χωρίς κόσμο. Συνεχίσαμε με βόλτα στα στενά σοκάκια του Τολέδο, χάζεμα στα μαγαζάκια, περάσαμε έξω από το Μουσείο El Greco το οποίο παραμένει ακόμα κλειστό για συντήρηση και γυρίσαμε προς τον καθεδρικό ναό. Μικρή η ουρά για εισιτήρια και επίσης μικρή ουρά για να μπούμε στο ναό. Κύριος σκοπός μας να δούμε τους πίνακες που φιλοξενεί, ανάμεσα στους οποίους αρκετούς του El Greco. Συνεχίσαμε την περιπλάνηση στην πόλη και μετά από μια μικρή στάση για μπυρίτσα, ακριβώς έξω από τη «μυστική» πορτούλα που καταλήγει το πλαινό πέρασμα από το δημαρχείο προς την calle de la ciudad και καταλήξαμε στην Iglesia de los Jesuitas (San Ildefonso). Ανεβήκαμε στο καμπαναριό του, να θαυμάσουμε τη θέα του Τολέδο από ψηλά και να βγάλουμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες. Το ανέβασμα ήταν εύκολο. Τα σκαλιά άνετα, όχι στενά και λογικά σε νούμερο. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και καταλήξαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.
Το βραδάκι ξαναβγήκαμε για την τελευταία βόλτα στην πόλη και φυσικά για φαγάκι. Επειδή η πόλη είναι παλιά, τα κτίρια ψηλά οι δρόμοι στενοί και τα ξέφωτα λιγοστά, τα περισσότερα εστιατόρια δεν έχουν τραπεζάκια έξω, ούτε φυσικά κήπους και αυλές. Οπότε, η cerveceria Gambrinus μας «τράβηξε» αμέσως, μιας και είχε τραπεζάκια σε μια ας την πούμε μικρή πλατειούλα πάνω στην calle Santo Tome. Δοκιμάσαμε διάφορους τοπικούς μεζέδες όπως χοιρινό cochinillo cochifrito , καρκαμούσα (ξανά), τηγανητά κομματάκια γαλέου με ελαφριά γεύση από κάρυ, ουρά ταύρου και διάφορα άλλα, φυσικά με τη συνοδεία παγωμένης μπύρας Cruzcampo, η οποία έγινε η δεύτερη αγαπημένη μας μετά την Estrella. Ήταν η καλύτερη επιλογή για ευχάριστο κλείσιμο της βραδιάς, αλλά και για αποχαιρετισμό της πόλης.
Την επομένη θα είμασταν πολλές ώρες στο δρόμο πριν καταλήξουμε στη Βαλένθια.
Λόγω του ότι το Τολέδο είναι χτισμένο πάνω σε λόφο, μέσα σε τείχη, έχει στενούς δρόμους και πολλούς τουρίστες, σκεφτήκαμε ότι το να κυκλοφορούσαμε με το αυτοκίνητο μέσα στην πόλη δε θα ήταν καλή ιδέα. Οπότε, η σκέψη του να βρούμε ξενοδοχείο ακριβώς έξω από κάποια είσοδο, μας φάνηκε πολύ καλή. Πράγματι, το απλό, φθηνό, καθαρό και συμπαθητικό ξενοδοχείο μας, ήταν πολύ κοντά στην Puerta de Bisagra απ’όπου ξεκινά ένας μακρύς και πολύ ανηφορικός δρόμος που οδηγεί στην κεντρική πλατεία Zocodover (ναι, ναι, εδώ δεν έχει plaza mayor). Η συμπαθέστατη ρεσεψιονίστ όμως μας ενημέρωσε για τις κυλιόμενες σκάλες (escaleras mecanicas) που βρίσκονται λιγο πιο δεξιά από την Puerta de Bisagra και τη μεγάλη ανηφόρα, οι οποίες σε ανεβάζουν εύκολα και ξεκούραστα σε άλλο σημείο της πόλης. Αποφασίσαμε να διαλέξουμε τις σκάλες για την ανάβαση και αποδείχθηκε ότι κάναμε πολύ καλά. Στην πορεία, αυτόν τον τρόπο ακολουθούσαμε όλες τις φορές για τις βόλτες μας. Ανεβαίναμε από τις σκάλες και κατεβαίναμε από το μακρύ, κατηφορικό πλέον δρόμο, προς την έξοδο από την παλιά πόλη.
Σε αυτή την πρώτη μας βόλτα λοιπόν, προχωρώντας μέσα στο λαβύρινθο της πόλης, ακολουθώντας τα πολλά στενά δρομάκια και μη γνωρίζοντας ακόμα το μέρος, πηγαίναμε σχεδόν στα τυφλά. Δεν είχαμε συγκεκριμένο δρομολόγιο, απλά χαζεύαμε. Ήταν ήδη αργά το μεσημέρι και ο κόσμος είχε γεμίσει τα περισσότερα εστιατόρια.
Κάποια στιγμή είπαμε να δοκιμάσουμε και εμείς την τοπική κουζίνα για να πάρουμε δυνάμεις. Για καλή μας τύχη, ο δρόμος μας έβγαλε σε ένα μικρό και κρυμμένο από το δρόμο ξέφωτο, κάπου κοντα στην Plaza de la Magdalena (όπως είδαμε αργότερα στο χάρτη), όπου βρίσκονταν δύο εστιατόρια με λίγα τραπεζάκια έξω.
Αποφασίσαμε να κάτσουμε στο ένα από αυτά. Το μαγαζί μέσα ήταν πολύ μικρό, σαν κουτούκι και είχε ένα παράθυρο όπως παλιά τα δικά μας σουβλατζίδικα, απ’όπου ο σερβιτόρος έπαιρνε τα πιάτα για να σερβίρει στα τραπεζάκια της αυλής. Με τα λίγα ισπανικά μας καταφέραμε να συνεννοηθούμε μια χαρά με το συμπαθέστατο κύριο. Παραγγείλαμε δύο από τις τοπικές σπεσιαλιτέ. Η πρώτη ήταν ένα πιάτο με μικρά κομματάκια ελάφι με μια νόστιμη σκούρα κρασάτη σαλτσούλα . Η δεύτερη, ήταν το πιάτο carcamusa (καρκαμούσα). Ένα είδος κοκκινιστού με μικρά κομματάκια κρέας από χοιρινό, μοσχάρι και λουκάνικο chorizo, με σαλτσούλα που είχε πιπεριές, σκορδάκι και κρεμμυδάκι. Το φαγητό συνολικά ήταν καλό, οι μπύρες κρύες, το σέρβις γρήγορο και οι τιμές σχεδόν αστείες. Το μαγαζάκι λέγεται Bar de Tapas El Corallito, και βρίσκεται στην Bajada del Corral de Don Diego 10.
Στη συνέχεια, αφού περάσαμε από την κεντρική πλατεία, την οποία βρήκαμε αρκετά αδιάφορη, αποφασίσαμε να ξεκουράσουμε τα βασανισμένα μας κορμάκια στο ξενοδοχείο, έτσι ώστε να έχουμε περισσότερο κουράγιο και διάθεση για νέες απογευματινές περιπέτειες.
Πράγματι, αργά το απογευματάκι και πριν πέσει ο ήλιος (κι εδώ νύχτωνε αργά), πήραμε το αυτοκίνητο για να ξαναπάμε στην απέναντι πλευρά του ποταμού Tajo, για να θαυμάσουμε με την ησυχία μας την εκπληκτική εικόνα του Toledo, που τόσο πολύ μας είχε εντυπωσιάσει νωρίτερα.
Η πόλη γενικά μου άρεσε πιο πολύ από μακριά, παρά από κοντά. Νομίζω ότι η πραγματική μαγεία της είναι αυτή η μακρινή εικόνα. Η πόλη μέσα είναι πολύ τουριστική και αν και αρκετά κλειστοφοβική, δεν είναι τόσο «σκοτεινή» όσο τη φανταζόμουν ή όσο θα την ήθελα . Παρόλα αυτά, το βράδυ πράγματι αλλάζει. Έχει άλλο πρόσωπο. Οι ορδές των τουριστών έχουν φύγει και η σχετική ησυχία βοηθά πολύ στο να γίνει η πόλη πιο ελκυστική.
Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε πολύ πρωί. Γρήγορο καφεδάκι στην καταπράσινη πλατεία δίπλα στην Puerta de Bisagra και κατευθυνθήκαμε στην Iglesia de Santo Tome, όπου βρίσκεται ο πίνακας του El Greco «η ταφή του κόμη του Οργκάθ». Ευτυχώς φθάσαμε με το άνοιγμα, οπότε μπορέσαμε να τον απολαύσουμε με την ησυχία μας και χωρίς κόσμο. Συνεχίσαμε με βόλτα στα στενά σοκάκια του Τολέδο, χάζεμα στα μαγαζάκια, περάσαμε έξω από το Μουσείο El Greco το οποίο παραμένει ακόμα κλειστό για συντήρηση και γυρίσαμε προς τον καθεδρικό ναό. Μικρή η ουρά για εισιτήρια και επίσης μικρή ουρά για να μπούμε στο ναό. Κύριος σκοπός μας να δούμε τους πίνακες που φιλοξενεί, ανάμεσα στους οποίους αρκετούς του El Greco. Συνεχίσαμε την περιπλάνηση στην πόλη και μετά από μια μικρή στάση για μπυρίτσα, ακριβώς έξω από τη «μυστική» πορτούλα που καταλήγει το πλαινό πέρασμα από το δημαρχείο προς την calle de la ciudad και καταλήξαμε στην Iglesia de los Jesuitas (San Ildefonso). Ανεβήκαμε στο καμπαναριό του, να θαυμάσουμε τη θέα του Τολέδο από ψηλά και να βγάλουμε και τις απαραίτητες φωτογραφίες. Το ανέβασμα ήταν εύκολο. Τα σκαλιά άνετα, όχι στενά και λογικά σε νούμερο. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας και καταλήξαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση.
Το βραδάκι ξαναβγήκαμε για την τελευταία βόλτα στην πόλη και φυσικά για φαγάκι. Επειδή η πόλη είναι παλιά, τα κτίρια ψηλά οι δρόμοι στενοί και τα ξέφωτα λιγοστά, τα περισσότερα εστιατόρια δεν έχουν τραπεζάκια έξω, ούτε φυσικά κήπους και αυλές. Οπότε, η cerveceria Gambrinus μας «τράβηξε» αμέσως, μιας και είχε τραπεζάκια σε μια ας την πούμε μικρή πλατειούλα πάνω στην calle Santo Tome. Δοκιμάσαμε διάφορους τοπικούς μεζέδες όπως χοιρινό cochinillo cochifrito , καρκαμούσα (ξανά), τηγανητά κομματάκια γαλέου με ελαφριά γεύση από κάρυ, ουρά ταύρου και διάφορα άλλα, φυσικά με τη συνοδεία παγωμένης μπύρας Cruzcampo, η οποία έγινε η δεύτερη αγαπημένη μας μετά την Estrella. Ήταν η καλύτερη επιλογή για ευχάριστο κλείσιμο της βραδιάς, αλλά και για αποχαιρετισμό της πόλης.
Την επομένη θα είμασταν πολλές ώρες στο δρόμο πριν καταλήξουμε στη Βαλένθια.
Last edited by a moderator: