anny
Member
- Μηνύματα
- 3.423
- Likes
- 1.792
- Επόμενο Ταξίδι
- Ιστρια
- Ταξίδι-Όνειρο
- γύρος του κόσμου
Ξεκινήσαμε σχετικά νωρίς από το Τολέδο, με κατεύθυνση νότια προς την Κονσουέγρα. Το χωριό είμασταν σίγουροι ότι δεν θα «έλεγε» και πολλά, αλλά ο λόγος που θα πηγαίναμε έως εκεί ήταν ο λόφος ακριβώς από πάνω του, στον οποίο είναι χτισμένοι στη σειρά δώδεκα ανεμόμυλοι. Ισπανία χωρίς ανεμόμυλους του Δον Κιχώτη δε γίνεται.
Ξεκινήσαμε με ψιλοσυννεφιά η οποία όσο πήγαινε και πύκνωνε και σε περίπου μια ωρίτσα διαδρομής στα άγονα τοπία της Castile – La Mancha, φτάσαμε στην Κονσουέγρα. Πράγματι λοιπόν, το χωριό ήταν αρκετά αδιάφορο, αλλά άξιζε η διαδρομή μέχρι εδώ για να χαζέψουμε και να φωτογραφήσουμε τους κάτασπρους ανεμόμυλους δίπλα στο καστράκι. Η έντονη πλέον συννεφιά, τους έκανε πιο εντυπωσιακούς και «σκοτεινούς». Τουρίστες υπήρχαν ελάχιστοι και η ερημιά του τοπίου σου έδινε την εντύπωση ότι όπου νάναι από κάπου θα εμφανιστεί και ο Δον Κιχώτης.
Το πρόγραμμα έλεγε ότι θέλαμε να φτάσουμε κάποια στιγμή χαλαρά το απόγευμα στη Βαλένθια. Αν δεν κάναμε καμία παράκαμψη, από το Τολέδο σε τέσσερις ώρες περίπου θα φτάναμε στον προορισμό μας. Εμείς όμως είχαμε σχεδιάσει αυτή την πρώτη σύντομη βόλτα στην Κονσουέγρα και μετά στάση στην Κουένκα (περίπου δύο ώρες από τη Κονσουέγρα με βορειοανατολική κατεύθυνση) για να δούμε τα φημισμένα κρεμαστά της σπίτια και όχι μόνο.
Οι δρόμοι γενικά πολύ καλοί και το πρόγραμμα φαινόταν ότι θα τηρηθεί σωστά. Βέβαια, όσο προχωράγαμε και πλησιάζαμε προς την Κουένκα, τόσο ο καιρός φόρτωνε. Με την καθοδήγηση του gps, φτάσαμε εύκολα στην πόλη. Κατευθυνθήκαμε προς το τουριστικό σημείο όπου βρίσκεται η γέφυρα de San Pablo και απέναντι τα φημισμένα κρεμαστά σπίτια. Λίγο πριν την ανηφορίτσα που απο τον κεντρικό δρόμο οδηγεί στο σημείο που μας ενδιέφερε, υπήρχε το τελευταίο πάρκινγκ που θα μπορούσαμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο. Πράγμα που κάναμε. Πήραμε τις φωτογραφικές μας μηχανές και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από το υπόγειο πάρκινγκ, για κακή μας τύχη, ανακαλύπτουμε ότι είχε ήδη αρχίσει να ψιχαλίζει. «Εντάξει μωρέ», σκεφτήκαμε, «και τί έγινε? Το πολύ πολύ να βραχούμε και λίγο» Και έτσι ξεκινήσαμε να ανέβουμε την όχι πολύ μεγάλη ανηφόρα προς τη γέφυρα. Ο καιρός όμως είχε πιο άγριες διαθέσεις και η βροχή άρχισε να δυναμώνει λίγο.
Εφόσον δεν είχαμε διανύσει και πολύ μεγάλη απόσταση, γυρίσαμε πίσω στο πάρκινγκ να πάρουμε την ομπρελίτσα μας και τα αδιάβροχά μας (ναι είχαμε μεριμνήσει να τα έχουμε μαζί μας) και έτσι να συνεχίσουμε λίγο πιο άνετα. Αφού κάναμε που κάναμε τόση απόσταση, να μη δούμε δυό πράγματα, να μη βγάλουμε και δυό φωτογραφίες? Αφού λοιπόν εξοπλιστήκαμε με τα απαραίτητα και ξαναβγήκαμε από το πάρκινγκ, ο καιρός είχε αγριέψει ακόμα περισσότερο. Όχι μόνο έβρεχε δυνατά, αλλά δε φαινόντουσαν και καθόλου σημάδια βελτίωσης. Παρόλα αυτά, αποφασίσαμε και ξεκινήσαμε μέσα στη βροχή. Είμασταν αποφασισμένοι, έστω αυτά τα δύο κλικ στη μηχανή να τα κάναμε. Φτάνοντας στη γέφυρα οι ουρανοί είχαν ανοίξει και οι αστραπές και οι βροντές έδιναν ρεσιτάλ. Εμείς ήδη μούσκεμα σχεδόν μέχρι το κόκκαλο, καταφέραμε να βγάλουμε κυριολεκτικά πέντε φωτογραφίες και αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το σχέδιο Κουένκα.
Η επιστροφή στο αυτοκίνητο πλέον επιβαλλόταν. Μπαίνοντας στο υπόγειο πάρκινγκ, ανακαλύπτουμε ότι το νερό που κατέβαινε από το βουνό, έμπαινε κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε μορφή καταρράκτη μέσα στο πάρκινγκ, ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Αλλάξαμε γρήγορα ρούχα και παπούτσια και ξεκινήσαμε να φύγουμε, πριν το νερό που ήδη στη μια πλευρά του υπογείου έφτανε μέχρι τον αστράγαλο, αρχίσει να ανεβαίνει ακόμα πιο επικίνδυνα.
Η αμέσως επόμενη αναποδιά ήταν ότι το μηχανάκι πληρωμής για την έξοδο είχε χαλάσει. Μαζί με κάποιον άλλο ισπανό προσπαθούσαμε να βρούμε απεγνωσμένα τον μπάρμπα ταμία που είχαμε δει νωρίτερα και ο οποίος τελικά ήταν έξω και χάζευε τη βροχή. Με τα πολλά συννενοηθήκαμε, μας άνοιξε την μπάρα και βγήκαμε. «Ωραία, είπαμε. Σωθήκαμε!!!» Αλλά, πού να ξέραμε τί μας επιφύλασσε η συνέχεια!. Αφού προχωρήσαμε για λίγο και πήραμε την πρώτη στροφή για να κατευθυνθούμε προς την έξοδο της πόλης με προορισμό τη Βαλένθια, ένας εκκωφαντικός θόρυβος ξεκίνησε. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι η βροχή δεν ήταν πλέον βροχή. Ήταν χαλάζι. Πολύ, δυνατό και χοντρό. Σκέπαστρο δεν υπήρχε πλέον πουθενά, οπότε αισθανθήκαμε και τυχεροί που απλά βρήκαμε ένα άνοιγμα στο δρόμο για να σταματήσουμε.
Λίγη ώρα αργότερα, αφού το χαλάζι σταμάτησε και συνέχιζε μια ελαφριά ψιλή βροχούλα, αποφασίσαμε να ξαναξεκινήσουμε. Ακολουθήσαμε τις οδηγίες του gps, διασχίσαμε διάφορα δρομάκια γεμάτα νερό και λάσπη και φτάνοντας σε κάποια κεντρική διασταύρωση οι οδηγίες μας έλεγαν να στρίψουμε αριστερά. Προσπαθώντας λοιπόν να το κάνουμε, βλέπουμε στο βάθος αυτοκίνητα σταματημένα στη μέση του δρόμου και κολλημένα μέσα στη λάσπη. Κάναμε αναστροφή όπως οι περισσότεροι και κατευθυνθήκαμε προς την αντίθετη πλευρά. ΄Ομως, όπου και να πηγαίναμε, το gps επέμενε. «Στρίψτε αριστερά. Στρίψε αριστερά» Πράγμα το οποίο δεν έπαιζε με τίποτα γιατί θα καταλήγαμε να εγκλωβιστούμε και εμείς στα ορμητικά ποτάμια λάσπης που κατέβαιναν από το βουνό.
Η εικόνα ήταν αυτή που μερικές φορές βλέπουμε στις ειδήσεις για διάφορες περιοχές, που λένε για έντονες βροχοπτώσεις και τρομακτικές πλημμύρες. Που λένε ότι «πνίγηκε» το τάδε μέρος στα καλά καθούμενα. Έτσι και στην Κουένκα. Μέσα σε λίγα λεπτά, από το πουθενά, έβλεπες τον κίνδυνο και την καταστροφή μπροστά σου.
Σκεφτήκαμε ψύχραιμα το θέμα και είπαμε να περιμένουμε λίγο μήπως και καλυτερέψουν τα πράγματα. Αν όχι, θα γνωρίζαμε την τοπική κουζίνα και τις τοπικές μπύρες, έως ότου ο δρόμος άνοιγε. Το τελευταίο, δε χρειάστηκε τελικά γιατί η βροχή σταμάτησε, οπότε και τα νερά με τη λάσπη άρχισαν σιγά σιγά να υποχωρούν. Προσεκτικά ξεκινήσαμε προς την έξοδο από την πόλη.
Ο καιρός μας φάνηκε να ψιλοφτιάχνει, αλλά όσο προχωράγαμε άλλαζε και διαθέσεις. Σε όλη τη διαδρομή μια έβρεχε, μια ψιχάλιζε, μια έβγαζε λίγες δειλές αχτίδες ήλιου και πάλι από την αρχή. Για αρκετά χιλιόμετρα βρεθήκαμε πάλι σε μπόρα που δε βλέπαμε στα πέντε μέτρα μπροστά μας. Μοναδικός μας οδηγός, τα πίσω φώτα της μπροστινής νταλίκας. Ο άστατος καιρός ήταν και η αιτία να μη μπορέσουμε να απολαύσουμε το τοπίο που από την Κουένκα και για αρκετά χιλιόμετρα τα χωράφια ήταν γεμάτα ηλιοτρόπια. Όπου και να γύριζες το μάτι, υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις ηλιοτρόπιων. Πόσο διαφορετικές θα ήταν αυτές οι εικόνες με ήλιο!
Μετά από δυόμισυ περίπου ώρες στο δρόμο και με πολλές αλλαγές του καιρού, ευτυχώς πλέον προς το καλύτερο, φτάσαμε στη Βαλένθια. Το ξενοδοχείο μας δίπλα στο υπέροχο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, ήταν σε πολύ κεντρικό και βολικό σημείο. (ευχαριστούμε Dafni) Booking.com: ξενοδοχείο Zenit Valencia, Valencia, Ισπανία - 797 Σχόλια πελατών. Κάντε κράτηση σε ξενοδοχείο τώρα!
Αν και η τιμή χρέωσης του πάρκινγκ ήταν αρκετά τσιμπημένη (όπως και σε όλα τα ξενοδοχεία στη Βαλένθια), η τιμή του δωματίου ήταν πολύ ελκυστική για τετράστερο κεντρικό ξενοδοχείο.
Τακτοποιήσαμε τα πράγματα και τα μουσκεμένα μας ρούχα και μετά από ένα ευεργετικό μπανάκι βγήκαμε να πάρουμε μια πρώτη οπτική και πραγματική γεύση της πόλης.
Μπαίνοντας στην παλιά πόλη και εμείς αναρωτηθήκαμε αμέσως όπως και αρκετοί άλλοι. «Μα καλά, τόσο όμορφη είναι η Βαλένθια?» Μας έδωσε την εντύπωση ότι έχει μια περίεργη κάπως «αποικιακή» ομορφιά και αρχοντιά.
Θα την ανακαλύπταμε όμως καλύτερα με το φως της ημέρας. Προς το παρόν, προείχε η επιβίωσή μας. Έπρεπε να φάμε κάτι. Όσο και αν πεινάγαμε, αντισταθήκαμε και δεν μπήκαμε στο πρώτο μαγαζί που μας γυάλισε λιγότερο ή περισσότερο. Μας ήρθε η τρελλή ιδέα να δοκιμάσουμε επιτέλους παέγια. Τόσες μέρες στην Ισπανία και την είχαμε επίτηδες αποφύγει. Άλλωστε η Βαλένθια θεωρείται η πατρίδα της παέγιας, οπότε δεν μπορεί, οι πιθανότητες να κακοπέσουμε θα ήταν μειωμένες. Είμασταν ήδη διαβασμένοι για τα είδη (με ψαρικά ή με κρεατικά ή ανάμεικτη), καθώς και για τους χρόνους που χρειάζεται μια παέγια να ψηθεί. Επίσης, ξέραμε ότι υπάρχουν πολλές κατεψυγμένες τις οποίες λίγο πολύ καταλαβαίνεις ποιά μαγαζιά τις σερβίρουν. Αν και πεινασμένοι πολύ, είμασταν διατεθιμένοι να περιμένουμε το εικοσάλεπτο που χρειάζεται για να ετοιμαστεί μια σωστή παέγια για δύο.
Αφού περάσαμε από διάφορα μαγαζάκια με πολύ ή λιγότερο κόσμο, με κλασικά ισπανικό φαγητό, tapas bars και marisquerias (εστιατόρια με ψαρικά), ο δρόμος μας έβγαλε σε μια μικρή πλατειούλα με ένα συμπαθητικό εστιατόριo, το El Rall (οδός Tundidores 2). elrall.es
Αποφασίσαμε να καθίσουμε και ευτυχώς αποδείχθηκε ότι το ένστικτό μας, μας οδήγησε σωστά. Παραγγείλαμε μια παέγια θαλασσινών για δύο και μέχρι να ετοιμαστεί, ένα ορεκτικό με ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Δεν ξέρω αν η πραγματικά καλή παέγια θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά αυτή ήταν καταπληκτική. Ωραία χυλωμένο το ρύζι, με αρκετά θαλασσινά (γαρίδες, μυδια, κ.α.) και πολύ μα πολύ νόστιμη. Το δεύτερο μπουκάλι κρασί δε, την έκανε ακόμα καλύτερη. Η εικοσάλεπτη τουλάχιστον αναμονή για την Παρασκευή της, άξιζε και με το παραπάνω. Ιδού και τα πειστήρια.
Γυρνώντας αποκαμωμένοι στο ξενοδοχείο, είπαμε να ρίξουμε και μια ματιά και στις φωτογραφίες της ημέρας και φυσικά να κάνουμε και το απαραίτητο backup. Και εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η κάρτα είχε χτυπήσει. Τόση ταλαιπωρία και οι φωτογραφίες απλά δεν υπήρχαν. Οι πρώτες «πατέντες» ανάκτησης δεν είχαν αποτέλεσμα και έτσι απλά ελπίζαμε ότι θα βρεθεί κάποια λύση αφού γυρίζαμε στην Αθήνα (πράγμα που ευτυχώς έγινε).
Λίγο πριν κοιμηθούμε, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν Παρασκευή και 13.
Ξεκινήσαμε με ψιλοσυννεφιά η οποία όσο πήγαινε και πύκνωνε και σε περίπου μια ωρίτσα διαδρομής στα άγονα τοπία της Castile – La Mancha, φτάσαμε στην Κονσουέγρα. Πράγματι λοιπόν, το χωριό ήταν αρκετά αδιάφορο, αλλά άξιζε η διαδρομή μέχρι εδώ για να χαζέψουμε και να φωτογραφήσουμε τους κάτασπρους ανεμόμυλους δίπλα στο καστράκι. Η έντονη πλέον συννεφιά, τους έκανε πιο εντυπωσιακούς και «σκοτεινούς». Τουρίστες υπήρχαν ελάχιστοι και η ερημιά του τοπίου σου έδινε την εντύπωση ότι όπου νάναι από κάπου θα εμφανιστεί και ο Δον Κιχώτης.
Το πρόγραμμα έλεγε ότι θέλαμε να φτάσουμε κάποια στιγμή χαλαρά το απόγευμα στη Βαλένθια. Αν δεν κάναμε καμία παράκαμψη, από το Τολέδο σε τέσσερις ώρες περίπου θα φτάναμε στον προορισμό μας. Εμείς όμως είχαμε σχεδιάσει αυτή την πρώτη σύντομη βόλτα στην Κονσουέγρα και μετά στάση στην Κουένκα (περίπου δύο ώρες από τη Κονσουέγρα με βορειοανατολική κατεύθυνση) για να δούμε τα φημισμένα κρεμαστά της σπίτια και όχι μόνο.
Οι δρόμοι γενικά πολύ καλοί και το πρόγραμμα φαινόταν ότι θα τηρηθεί σωστά. Βέβαια, όσο προχωράγαμε και πλησιάζαμε προς την Κουένκα, τόσο ο καιρός φόρτωνε. Με την καθοδήγηση του gps, φτάσαμε εύκολα στην πόλη. Κατευθυνθήκαμε προς το τουριστικό σημείο όπου βρίσκεται η γέφυρα de San Pablo και απέναντι τα φημισμένα κρεμαστά σπίτια. Λίγο πριν την ανηφορίτσα που απο τον κεντρικό δρόμο οδηγεί στο σημείο που μας ενδιέφερε, υπήρχε το τελευταίο πάρκινγκ που θα μπορούσαμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο. Πράγμα που κάναμε. Πήραμε τις φωτογραφικές μας μηχανές και ξεκινήσαμε. Βγαίνοντας από το υπόγειο πάρκινγκ, για κακή μας τύχη, ανακαλύπτουμε ότι είχε ήδη αρχίσει να ψιχαλίζει. «Εντάξει μωρέ», σκεφτήκαμε, «και τί έγινε? Το πολύ πολύ να βραχούμε και λίγο» Και έτσι ξεκινήσαμε να ανέβουμε την όχι πολύ μεγάλη ανηφόρα προς τη γέφυρα. Ο καιρός όμως είχε πιο άγριες διαθέσεις και η βροχή άρχισε να δυναμώνει λίγο.
Εφόσον δεν είχαμε διανύσει και πολύ μεγάλη απόσταση, γυρίσαμε πίσω στο πάρκινγκ να πάρουμε την ομπρελίτσα μας και τα αδιάβροχά μας (ναι είχαμε μεριμνήσει να τα έχουμε μαζί μας) και έτσι να συνεχίσουμε λίγο πιο άνετα. Αφού κάναμε που κάναμε τόση απόσταση, να μη δούμε δυό πράγματα, να μη βγάλουμε και δυό φωτογραφίες? Αφού λοιπόν εξοπλιστήκαμε με τα απαραίτητα και ξαναβγήκαμε από το πάρκινγκ, ο καιρός είχε αγριέψει ακόμα περισσότερο. Όχι μόνο έβρεχε δυνατά, αλλά δε φαινόντουσαν και καθόλου σημάδια βελτίωσης. Παρόλα αυτά, αποφασίσαμε και ξεκινήσαμε μέσα στη βροχή. Είμασταν αποφασισμένοι, έστω αυτά τα δύο κλικ στη μηχανή να τα κάναμε. Φτάνοντας στη γέφυρα οι ουρανοί είχαν ανοίξει και οι αστραπές και οι βροντές έδιναν ρεσιτάλ. Εμείς ήδη μούσκεμα σχεδόν μέχρι το κόκκαλο, καταφέραμε να βγάλουμε κυριολεκτικά πέντε φωτογραφίες και αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το σχέδιο Κουένκα.
Η επιστροφή στο αυτοκίνητο πλέον επιβαλλόταν. Μπαίνοντας στο υπόγειο πάρκινγκ, ανακαλύπτουμε ότι το νερό που κατέβαινε από το βουνό, έμπαινε κατά ένα μεγάλο ποσοστό σε μορφή καταρράκτη μέσα στο πάρκινγκ, ανάμεσα στα αυτοκίνητα. Αλλάξαμε γρήγορα ρούχα και παπούτσια και ξεκινήσαμε να φύγουμε, πριν το νερό που ήδη στη μια πλευρά του υπογείου έφτανε μέχρι τον αστράγαλο, αρχίσει να ανεβαίνει ακόμα πιο επικίνδυνα.
Η αμέσως επόμενη αναποδιά ήταν ότι το μηχανάκι πληρωμής για την έξοδο είχε χαλάσει. Μαζί με κάποιον άλλο ισπανό προσπαθούσαμε να βρούμε απεγνωσμένα τον μπάρμπα ταμία που είχαμε δει νωρίτερα και ο οποίος τελικά ήταν έξω και χάζευε τη βροχή. Με τα πολλά συννενοηθήκαμε, μας άνοιξε την μπάρα και βγήκαμε. «Ωραία, είπαμε. Σωθήκαμε!!!» Αλλά, πού να ξέραμε τί μας επιφύλασσε η συνέχεια!. Αφού προχωρήσαμε για λίγο και πήραμε την πρώτη στροφή για να κατευθυνθούμε προς την έξοδο της πόλης με προορισμό τη Βαλένθια, ένας εκκωφαντικός θόρυβος ξεκίνησε. Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι η βροχή δεν ήταν πλέον βροχή. Ήταν χαλάζι. Πολύ, δυνατό και χοντρό. Σκέπαστρο δεν υπήρχε πλέον πουθενά, οπότε αισθανθήκαμε και τυχεροί που απλά βρήκαμε ένα άνοιγμα στο δρόμο για να σταματήσουμε.
Λίγη ώρα αργότερα, αφού το χαλάζι σταμάτησε και συνέχιζε μια ελαφριά ψιλή βροχούλα, αποφασίσαμε να ξαναξεκινήσουμε. Ακολουθήσαμε τις οδηγίες του gps, διασχίσαμε διάφορα δρομάκια γεμάτα νερό και λάσπη και φτάνοντας σε κάποια κεντρική διασταύρωση οι οδηγίες μας έλεγαν να στρίψουμε αριστερά. Προσπαθώντας λοιπόν να το κάνουμε, βλέπουμε στο βάθος αυτοκίνητα σταματημένα στη μέση του δρόμου και κολλημένα μέσα στη λάσπη. Κάναμε αναστροφή όπως οι περισσότεροι και κατευθυνθήκαμε προς την αντίθετη πλευρά. ΄Ομως, όπου και να πηγαίναμε, το gps επέμενε. «Στρίψτε αριστερά. Στρίψε αριστερά» Πράγμα το οποίο δεν έπαιζε με τίποτα γιατί θα καταλήγαμε να εγκλωβιστούμε και εμείς στα ορμητικά ποτάμια λάσπης που κατέβαιναν από το βουνό.
Η εικόνα ήταν αυτή που μερικές φορές βλέπουμε στις ειδήσεις για διάφορες περιοχές, που λένε για έντονες βροχοπτώσεις και τρομακτικές πλημμύρες. Που λένε ότι «πνίγηκε» το τάδε μέρος στα καλά καθούμενα. Έτσι και στην Κουένκα. Μέσα σε λίγα λεπτά, από το πουθενά, έβλεπες τον κίνδυνο και την καταστροφή μπροστά σου.
Σκεφτήκαμε ψύχραιμα το θέμα και είπαμε να περιμένουμε λίγο μήπως και καλυτερέψουν τα πράγματα. Αν όχι, θα γνωρίζαμε την τοπική κουζίνα και τις τοπικές μπύρες, έως ότου ο δρόμος άνοιγε. Το τελευταίο, δε χρειάστηκε τελικά γιατί η βροχή σταμάτησε, οπότε και τα νερά με τη λάσπη άρχισαν σιγά σιγά να υποχωρούν. Προσεκτικά ξεκινήσαμε προς την έξοδο από την πόλη.
Ο καιρός μας φάνηκε να ψιλοφτιάχνει, αλλά όσο προχωράγαμε άλλαζε και διαθέσεις. Σε όλη τη διαδρομή μια έβρεχε, μια ψιχάλιζε, μια έβγαζε λίγες δειλές αχτίδες ήλιου και πάλι από την αρχή. Για αρκετά χιλιόμετρα βρεθήκαμε πάλι σε μπόρα που δε βλέπαμε στα πέντε μέτρα μπροστά μας. Μοναδικός μας οδηγός, τα πίσω φώτα της μπροστινής νταλίκας. Ο άστατος καιρός ήταν και η αιτία να μη μπορέσουμε να απολαύσουμε το τοπίο που από την Κουένκα και για αρκετά χιλιόμετρα τα χωράφια ήταν γεμάτα ηλιοτρόπια. Όπου και να γύριζες το μάτι, υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις ηλιοτρόπιων. Πόσο διαφορετικές θα ήταν αυτές οι εικόνες με ήλιο!
Μετά από δυόμισυ περίπου ώρες στο δρόμο και με πολλές αλλαγές του καιρού, ευτυχώς πλέον προς το καλύτερο, φτάσαμε στη Βαλένθια. Το ξενοδοχείο μας δίπλα στο υπέροχο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, ήταν σε πολύ κεντρικό και βολικό σημείο. (ευχαριστούμε Dafni) Booking.com: ξενοδοχείο Zenit Valencia, Valencia, Ισπανία - 797 Σχόλια πελατών. Κάντε κράτηση σε ξενοδοχείο τώρα!
Αν και η τιμή χρέωσης του πάρκινγκ ήταν αρκετά τσιμπημένη (όπως και σε όλα τα ξενοδοχεία στη Βαλένθια), η τιμή του δωματίου ήταν πολύ ελκυστική για τετράστερο κεντρικό ξενοδοχείο.
Τακτοποιήσαμε τα πράγματα και τα μουσκεμένα μας ρούχα και μετά από ένα ευεργετικό μπανάκι βγήκαμε να πάρουμε μια πρώτη οπτική και πραγματική γεύση της πόλης.
Μπαίνοντας στην παλιά πόλη και εμείς αναρωτηθήκαμε αμέσως όπως και αρκετοί άλλοι. «Μα καλά, τόσο όμορφη είναι η Βαλένθια?» Μας έδωσε την εντύπωση ότι έχει μια περίεργη κάπως «αποικιακή» ομορφιά και αρχοντιά.
Θα την ανακαλύπταμε όμως καλύτερα με το φως της ημέρας. Προς το παρόν, προείχε η επιβίωσή μας. Έπρεπε να φάμε κάτι. Όσο και αν πεινάγαμε, αντισταθήκαμε και δεν μπήκαμε στο πρώτο μαγαζί που μας γυάλισε λιγότερο ή περισσότερο. Μας ήρθε η τρελλή ιδέα να δοκιμάσουμε επιτέλους παέγια. Τόσες μέρες στην Ισπανία και την είχαμε επίτηδες αποφύγει. Άλλωστε η Βαλένθια θεωρείται η πατρίδα της παέγιας, οπότε δεν μπορεί, οι πιθανότητες να κακοπέσουμε θα ήταν μειωμένες. Είμασταν ήδη διαβασμένοι για τα είδη (με ψαρικά ή με κρεατικά ή ανάμεικτη), καθώς και για τους χρόνους που χρειάζεται μια παέγια να ψηθεί. Επίσης, ξέραμε ότι υπάρχουν πολλές κατεψυγμένες τις οποίες λίγο πολύ καταλαβαίνεις ποιά μαγαζιά τις σερβίρουν. Αν και πεινασμένοι πολύ, είμασταν διατεθιμένοι να περιμένουμε το εικοσάλεπτο που χρειάζεται για να ετοιμαστεί μια σωστή παέγια για δύο.
Αφού περάσαμε από διάφορα μαγαζάκια με πολύ ή λιγότερο κόσμο, με κλασικά ισπανικό φαγητό, tapas bars και marisquerias (εστιατόρια με ψαρικά), ο δρόμος μας έβγαλε σε μια μικρή πλατειούλα με ένα συμπαθητικό εστιατόριo, το El Rall (οδός Tundidores 2). elrall.es
Αποφασίσαμε να καθίσουμε και ευτυχώς αποδείχθηκε ότι το ένστικτό μας, μας οδήγησε σωστά. Παραγγείλαμε μια παέγια θαλασσινών για δύο και μέχρι να ετοιμαστεί, ένα ορεκτικό με ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Δεν ξέρω αν η πραγματικά καλή παέγια θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά αυτή ήταν καταπληκτική. Ωραία χυλωμένο το ρύζι, με αρκετά θαλασσινά (γαρίδες, μυδια, κ.α.) και πολύ μα πολύ νόστιμη. Το δεύτερο μπουκάλι κρασί δε, την έκανε ακόμα καλύτερη. Η εικοσάλεπτη τουλάχιστον αναμονή για την Παρασκευή της, άξιζε και με το παραπάνω. Ιδού και τα πειστήρια.
Γυρνώντας αποκαμωμένοι στο ξενοδοχείο, είπαμε να ρίξουμε και μια ματιά και στις φωτογραφίες της ημέρας και φυσικά να κάνουμε και το απαραίτητο backup. Και εκεί ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η κάρτα είχε χτυπήσει. Τόση ταλαιπωρία και οι φωτογραφίες απλά δεν υπήρχαν. Οι πρώτες «πατέντες» ανάκτησης δεν είχαν αποτέλεσμα και έτσι απλά ελπίζαμε ότι θα βρεθεί κάποια λύση αφού γυρίζαμε στην Αθήνα (πράγμα που ευτυχώς έγινε).
Λίγο πριν κοιμηθούμε, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν Παρασκευή και 13.
Last edited by a moderator: