chrikky
Member
Τo Checkpoint Charlie, άλλοτε σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, ήταν το σημείο σύνδεσης Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Σήμερα, το σημείο έχει μετατραπεί σε ιδιαίτερα τουριστικό μέρος, με δεκάδες μαγαζιά που πουλούν ποικίλα ενθύμια και… άπειρα κομματάκια από το τείχος (μιλάμε για πολύυυ κομμάτι από το τείχος... ακόμη και στα καρτ-ποστάλ έχουν ανοίξει μία τρύπα σε κάποιο σημείο και έχουν κοτσάρει κομμάτι από το τείχος - τώρα κατά πόσον είναι αληθινά όλα αυτά… who knows?). Στο σημείο εισόδου υπάρχει ακόμη μία αναπαράσταση του φυλάκιου του συνοριακού φρουρού που υπήρχε στο δυτικό μέρος της πόλης (American Sector), καθώς και μία ρέπλικα της πινακίδας «You are leaving the American Sector» σε τρεις γλώσσες. Νομίζω ότι πληρώνεις για να φωτογραφηθείς με το φρουρό... τι να σας πω... δεν το επεδίωξα. Στην περιοχή υπάρχει κι ένα μουσείο (δεν πήγαμε), όπου μπορείτε να μάθετε περισσότερα για τους τρόπους που επινοούσαν οι κάτοικοι για να αποδράσουν από το Ανατολικό Βερολίνο, ενώ θα βρείτε και μια υπαίθρια έκθεση με κείμενα και φωτογραφίες, σχετικές με το τείχος και τις ιστορίες του. Αναμφίβολα, μεταγχολικό σημείο, αν και η υπερβολική τουριστική εκμετάλλευση είναι λίγο ενοχλητική ως εικόνα.

Στη συνέχεια, και αφού η φίλη μου σταμάτησε σ’ ένα καφέ για να ξεκουραστεί για λίγο, εγώ προσπάθησα να μπω για λίγο στους ρυθμούς του Kreuzberg, για το οποίο τόσα είχα ακούσει στην Αθήνα. Η κούραση όμως με περιόρισε σε μια απλή βόλτα στην OranienStrasse και πάλι πίσω, καθώς είχε έρθει η ώρα για... φαγητό, μετά από τόσες ώρες περιπλάνησης στη γερμανική πρωτεύουσα, αφήνοντας την όμορφη αυτή περιοχή με το ξεχωριστό χρώμα για κάποια άλλη επίσκεψη στο Βερολίνο.

Επιλέξαμε το εστιατόριο Maximilian’s στη Friedrichstrasse, λόγω του ότι (α) πεινάγαμε και το... βρήκαμε μπροστά μας σε μια περιοχή που έτσι κι αλλιώς δεν ξέραμε κάτι άλλο και (β) η φίλη μου έχει μία ιδιαίτερη σχέση με τη βαυαρέζικη κουζίνα. Δεν το μετανιώσαμε, καθώς η κουζίνα του ήταν συμπαθέστατη. Ξεκινήσαμε με ένα goulash (ουγγαρέζικη σπεσιαλιτέ μεν, πεντανόστιμη δε) το οποίο δεν είχα ξαναφάει εκτός Ελλάδας και η φίλη μου είχε μια ανησυχία μήπως δε μου αρέσει, γιατί δεν είμαι και πολύ φαν των καυτερών φαγητών. Πήραμε έτσι μόνο ένα και το μετανιώσαμε, καθώς ...γλείψαμε το πιάτο μέχρι τελευταίας... σταγόνας. Ένα πιάτο με λουκάνικα και sauerkraut (ξινολάχανο) δε θα μπορούσε για ακόμη μια φορά να λείπει από το τραπέζι μας, όπως και οι μπύρες, ενώ για κυρίως πιάτο έφαγα ένα πολύ ωραίο φιλέτο με μανιτάρια και τηγανιτές πατάτες. Γενικά, το μαγαζί μάς άφησε ικανοποιημένους. Σίγουρα, φαντάζομαι ότι το Βερολίνο έχει πολύ καλύτερα εστιατόρια, αλλά το ταξίδι μου ήταν πολύ μικρό για να ανακαλύψω άλλα ή να φάω σε περισσότερα. Another time!
Προς το παρόν, θέλαμε να πάμε μία βόλτα στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε, επιτέλους, μία νυχτερινή βόλτα στην πόλη. Δε θέλαμε τίποτα τρελό, γιατί η κούραση έδινε το «παρών», απλά να μη μείνουμε το βράδυ στο δωμάτιο. Ρωτήσαμε στο ξενοδοχείο και μας πρότειναν την περιοχή Nikolaiviertel, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η «Πλάκα» του Βερολίνου. Μέχρι να αποφασίσουμε να βγούμε, η ώρα είχε πάει 10:30. Ε, μια χαρά ώρα θα σκεφτείτε! Αμ δε... Εδώ είναι Γερμανία κυρίες και κύριοι! Φτάσαμε στο -πανέμορφο ομολογουμένως- Nikolaiviertel περπατώντας από το ξενοδοχείο και ψάχνοντας τα μαγαζάκια (μπυραρίες κυρίως) που μας είχε προτείνει σ’ έναν τυπωμένο χάρτη από το Internet ένα εξυπηρετικό παιδί από τη reception του Agon. Η περιοχή -που είναι και η παλαιότερη του Βερολίνου κάτι που δικαιολογεί και τη διαφορετικότητά της από την υπόλοιπη πόλη- είναι υπέροχη, γεμάτη γραφικά στενάκια (δύο μέρες σε μία πόλη με τεράστια πεζοδρόμια και δρόμους... ναι... μου είχαν λείψει τα στενά!) και μακάρι να είχαμε χρόνο να την επισκεφθούμε και με το φως της ημέρας. Εν πάσει περιπτώσει, και τη νύχτα ήταν υπέροχα αν και... σχετικά έρημα. Όπως καταλαβαίνετε, την ώρα που φτάσαμε τα μαγαζιά εκεί είχαν αρχίσει να κλείνουν. Για ανοικτές κουζίνες με φαγητό ούτε λόγος (ευτυχώς είχαμε φάει, οπότε δεν ψάχναμε κάτι τέτοιο έτσι κι αλλιώς) ακόμη όμως και το να πιούμε μία μπύρα αποδείχθηκε δύσκολο. Στο πρώτο μαγαζί που πήγαμε (μία μπυραρία που μέσα φτιάχνανε και επιτόπου τις μπύρες) μας είπαν ότι κλείνουνε, έτσι φύγαμε απογοητευμένες. Στο δεύτερο, αν και, φυσικά, είχε κλείσει η κουζίνα τους, μας δεχθήκανε για μία μπύρα, και εμείς -μην έχοντας και πολλές επιλογές- είπαμε να δεχθούμε την πρότασή τους, μια και δύσκολα στην περιοχή θα εντοπίζαμε κάτι άλλο ενδιαφέρον ανοικτό. Το μαγαζάκι ήταν πανέμορφο πάντως. Μία εσωτερική σκάλα κατέβαινε στον κάτω όροφο, ήταν στολισμένο για τα Χριστούγεννα και με φοβερό χρώμα. Κάτσαμε στο ξύλινο μπαρ και παραγγείλαμε δύο μπύρες. Διάλεξα μια Berliner (από το όνομα προφανώς... ε να μη δοκιμάσω και κάτι... εντελώς τοπικό; ) και σε λίγο βλέπω τον μπάρμαν να μου σερβίρει ένα τεράστιο ποτήρι άδειο, το μπουκάλι της μπύρας και να με ρωτάει ποιο από δύο μπουκαλάκια με πράσινο ή κόκκινο χρώμα ήθελε να συνδυάσω με την μπύρα. Δε μου είχε ξανατύχει η αλήθεια (εξού και η... απλοϊκή περιγραφή για να σας βάλω καλύτερα στο κλίμα), η φίλη μου όμως που μιλάει γερμανικά και συνεννοήθηκε μαζί του, μου εξήγησε ότι είναι κάτι σαν σναπ που τα βάζουνε μέσα στην μπύρα (το ένα ήταν με φρούτα του δάσους και το άλλο με κάτι άλλο που δε θυμάμαι). Τελικά, διάλεξα το κόκκινο, έγινε η... ένωση και η μπύρα μου πήρε ένα ροζ-φούξια χρώμα. Μια χαρά ήταν. Γύρω στις 12 όμως και με το φόβο ότι σε λίγο θα... μας διώχνανε, είπαμε να φύγουμε. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε και να βρούμε κάτι πιο after (ναι υπάρχουν πολλά στην πόλη, απλά πρέπει να ξέρεις πού πας και τι ψάχνεις... μη νομίζει κανείς από την περιγραφή μου ότι το Βερολίνο είναι μια πόλη που κοιμάται στις 10 το βράδυ), η κούραση όμως ήταν δεδομένη, οπότε είπαμε να επιστρέψουμε στο hotel, γιατί την επόμενη μας περίμενε μισή ακόμη μέρα περιήγησης συν το ταξίδι...

Επιστρέφοντας στην Alexanderplatz, τράβηξε το βλέμμα μου το Weitzeiteuhr (Ρολόι Παγκόσμιας Ώρας). Είναι ένα ρολόι που δείχνει την ώρα σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Όπως βλέπετε, η ώρα στην Αθήνα ήταν 1, όταν τράβηξα τη φωτό...

Στη συνέχεια, και αφού η φίλη μου σταμάτησε σ’ ένα καφέ για να ξεκουραστεί για λίγο, εγώ προσπάθησα να μπω για λίγο στους ρυθμούς του Kreuzberg, για το οποίο τόσα είχα ακούσει στην Αθήνα. Η κούραση όμως με περιόρισε σε μια απλή βόλτα στην OranienStrasse και πάλι πίσω, καθώς είχε έρθει η ώρα για... φαγητό, μετά από τόσες ώρες περιπλάνησης στη γερμανική πρωτεύουσα, αφήνοντας την όμορφη αυτή περιοχή με το ξεχωριστό χρώμα για κάποια άλλη επίσκεψη στο Βερολίνο.
Επιλέξαμε το εστιατόριο Maximilian’s στη Friedrichstrasse, λόγω του ότι (α) πεινάγαμε και το... βρήκαμε μπροστά μας σε μια περιοχή που έτσι κι αλλιώς δεν ξέραμε κάτι άλλο και (β) η φίλη μου έχει μία ιδιαίτερη σχέση με τη βαυαρέζικη κουζίνα. Δεν το μετανιώσαμε, καθώς η κουζίνα του ήταν συμπαθέστατη. Ξεκινήσαμε με ένα goulash (ουγγαρέζικη σπεσιαλιτέ μεν, πεντανόστιμη δε) το οποίο δεν είχα ξαναφάει εκτός Ελλάδας και η φίλη μου είχε μια ανησυχία μήπως δε μου αρέσει, γιατί δεν είμαι και πολύ φαν των καυτερών φαγητών. Πήραμε έτσι μόνο ένα και το μετανιώσαμε, καθώς ...γλείψαμε το πιάτο μέχρι τελευταίας... σταγόνας. Ένα πιάτο με λουκάνικα και sauerkraut (ξινολάχανο) δε θα μπορούσε για ακόμη μια φορά να λείπει από το τραπέζι μας, όπως και οι μπύρες, ενώ για κυρίως πιάτο έφαγα ένα πολύ ωραίο φιλέτο με μανιτάρια και τηγανιτές πατάτες. Γενικά, το μαγαζί μάς άφησε ικανοποιημένους. Σίγουρα, φαντάζομαι ότι το Βερολίνο έχει πολύ καλύτερα εστιατόρια, αλλά το ταξίδι μου ήταν πολύ μικρό για να ανακαλύψω άλλα ή να φάω σε περισσότερα. Another time!
Προς το παρόν, θέλαμε να πάμε μία βόλτα στο ξενοδοχείο να ξεκουραστούμε ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε, επιτέλους, μία νυχτερινή βόλτα στην πόλη. Δε θέλαμε τίποτα τρελό, γιατί η κούραση έδινε το «παρών», απλά να μη μείνουμε το βράδυ στο δωμάτιο. Ρωτήσαμε στο ξενοδοχείο και μας πρότειναν την περιοχή Nikolaiviertel, που θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι η «Πλάκα» του Βερολίνου. Μέχρι να αποφασίσουμε να βγούμε, η ώρα είχε πάει 10:30. Ε, μια χαρά ώρα θα σκεφτείτε! Αμ δε... Εδώ είναι Γερμανία κυρίες και κύριοι! Φτάσαμε στο -πανέμορφο ομολογουμένως- Nikolaiviertel περπατώντας από το ξενοδοχείο και ψάχνοντας τα μαγαζάκια (μπυραρίες κυρίως) που μας είχε προτείνει σ’ έναν τυπωμένο χάρτη από το Internet ένα εξυπηρετικό παιδί από τη reception του Agon. Η περιοχή -που είναι και η παλαιότερη του Βερολίνου κάτι που δικαιολογεί και τη διαφορετικότητά της από την υπόλοιπη πόλη- είναι υπέροχη, γεμάτη γραφικά στενάκια (δύο μέρες σε μία πόλη με τεράστια πεζοδρόμια και δρόμους... ναι... μου είχαν λείψει τα στενά!) και μακάρι να είχαμε χρόνο να την επισκεφθούμε και με το φως της ημέρας. Εν πάσει περιπτώσει, και τη νύχτα ήταν υπέροχα αν και... σχετικά έρημα. Όπως καταλαβαίνετε, την ώρα που φτάσαμε τα μαγαζιά εκεί είχαν αρχίσει να κλείνουν. Για ανοικτές κουζίνες με φαγητό ούτε λόγος (ευτυχώς είχαμε φάει, οπότε δεν ψάχναμε κάτι τέτοιο έτσι κι αλλιώς) ακόμη όμως και το να πιούμε μία μπύρα αποδείχθηκε δύσκολο. Στο πρώτο μαγαζί που πήγαμε (μία μπυραρία που μέσα φτιάχνανε και επιτόπου τις μπύρες) μας είπαν ότι κλείνουνε, έτσι φύγαμε απογοητευμένες. Στο δεύτερο, αν και, φυσικά, είχε κλείσει η κουζίνα τους, μας δεχθήκανε για μία μπύρα, και εμείς -μην έχοντας και πολλές επιλογές- είπαμε να δεχθούμε την πρότασή τους, μια και δύσκολα στην περιοχή θα εντοπίζαμε κάτι άλλο ενδιαφέρον ανοικτό. Το μαγαζάκι ήταν πανέμορφο πάντως. Μία εσωτερική σκάλα κατέβαινε στον κάτω όροφο, ήταν στολισμένο για τα Χριστούγεννα και με φοβερό χρώμα. Κάτσαμε στο ξύλινο μπαρ και παραγγείλαμε δύο μπύρες. Διάλεξα μια Berliner (από το όνομα προφανώς... ε να μη δοκιμάσω και κάτι... εντελώς τοπικό; ) και σε λίγο βλέπω τον μπάρμαν να μου σερβίρει ένα τεράστιο ποτήρι άδειο, το μπουκάλι της μπύρας και να με ρωτάει ποιο από δύο μπουκαλάκια με πράσινο ή κόκκινο χρώμα ήθελε να συνδυάσω με την μπύρα. Δε μου είχε ξανατύχει η αλήθεια (εξού και η... απλοϊκή περιγραφή για να σας βάλω καλύτερα στο κλίμα), η φίλη μου όμως που μιλάει γερμανικά και συνεννοήθηκε μαζί του, μου εξήγησε ότι είναι κάτι σαν σναπ που τα βάζουνε μέσα στην μπύρα (το ένα ήταν με φρούτα του δάσους και το άλλο με κάτι άλλο που δε θυμάμαι). Τελικά, διάλεξα το κόκκινο, έγινε η... ένωση και η μπύρα μου πήρε ένα ροζ-φούξια χρώμα. Μια χαρά ήταν. Γύρω στις 12 όμως και με το φόβο ότι σε λίγο θα... μας διώχνανε, είπαμε να φύγουμε. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε και να βρούμε κάτι πιο after (ναι υπάρχουν πολλά στην πόλη, απλά πρέπει να ξέρεις πού πας και τι ψάχνεις... μη νομίζει κανείς από την περιγραφή μου ότι το Βερολίνο είναι μια πόλη που κοιμάται στις 10 το βράδυ), η κούραση όμως ήταν δεδομένη, οπότε είπαμε να επιστρέψουμε στο hotel, γιατί την επόμενη μας περίμενε μισή ακόμη μέρα περιήγησης συν το ταξίδι...
Επιστρέφοντας στην Alexanderplatz, τράβηξε το βλέμμα μου το Weitzeiteuhr (Ρολόι Παγκόσμιας Ώρας). Είναι ένα ρολόι που δείχνει την ώρα σε κάθε περιοχή του πλανήτη. Όπως βλέπετε, η ώρα στην Αθήνα ήταν 1, όταν τράβηξα τη φωτό...
Attachments
-
84,7 KB Προβολές: 301