gkalla
Member
- Μηνύματα
- 1.658
- Likes
- 8.759
- Επόμενο Ταξίδι
- Ισπανία
- Ταξίδι-Όνειρο
- Κούβα, Περού, Ν. Ζηλανδία
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Καταλονία - Μέρος 1ο Girona, Figueres
- Καταλονία - Μέρος 2ο Besalú, Ripoll, Sort, Montardit de Dalt, Sant Maurici
- Αραγονία - Ναβάρα Asin de Broto, Broto, Jaca, Pamplona
- Χώρα των Βάσκων – Μέρος 1ο San Sebastian, Bilbao
- Χώρα των Βάσκων – Μέρος 2ο Bilbao, Gernica, Vitoria, Sobrón
- Ριόχα, Αραγονία, Καταλονία (Μέρος 3ο) Logroño, Zaragoza, LLeida
- Καταλονία - Μέρος 4ο Barcelona
- Επίλογος – Χρήσιμες πληροφορίες
Χώρα των Βάσκων – Μέρος 1ο
San Sebastian, Bilbao
Οι φωτογραφίες από τις παραλίες του San Sebastian που είχαμε δει πριν την αναχώρησή μας και η πιθανότητα να κάνουμε μπάνιο στον Ατλαντικό ωκεανό, έσπρωξαν κάποιους από εμάς να φορέσουμε μαγιό πριν την αναχώρηση από την Παμπλόνα.
Το San Sebastian (Donostia στα βασκικά) είναι μια παραλιακή πόλη στον Βισκαϊκό κόλπο πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, γνωστή για τις όμορφες παραλίες της ενώ παράλληλα θεωρείτε και η γαστρονομική πρωτεύουσα της Ισπανίας.
Φτάσαμε στην πόλη που μας υποδέχθηκε με μια λαμπρή λιακάδα και ανθισμένα πάρκα και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς την κεντρική της παραλία.
Η παραλία La Concha και η παραλία Ondarreta είναι δυο πλατιές παραλίες μέσα στην πόλη με χρυσαφένια αμμουδιά. Θεωρητικά καλές για κολύμπι ενώ από πάνω περνά παράλληλος πεζόδρομος.
Αντικρίζοντας τες ανάμεικτα συναισθήματα μας κατέλαβαν. Από την μια, μετά από αρκετές ημέρες στα βουνά, μας άρεσε η εικόνα της θάλασσας από την άλλη όμως, η πολυκατοικία στυλ Λουτράκι στο πίσω μέρος της παραλίας καθώς και οι άπειροι λουόμενοι που είχαν στριμωχτεί κατά μήκος της, μας έκοψαν οποιαδήποτε διάθεση για κολύμπι. Προσθέτοντας μάλιστα το θολό νερό της θάλασσας και τα άπειρα σκάφη που ήταν δεμένα σχεδόν στην είσοδο του κόλπου μας δημιουργήθηκε η διάθεση να φύγουμε γρήγορα από την περιοχή. Κάναμε και έναν γρήγορο έλεγχο στην άλλη παραλία της πόλης, την Zurriola, που βρίσκεται ανατολικά και έξω από την παλιά πόλη, η οποία βλέπει απ’ ευθείας στον Βισκαϊκό κόλπο και τον ωκεανό. Ωστόσο είχε πολύ έντονο κυματισμό οπότε εγκαταλείψαμε την ιδέα και αποφασίσαμε να κινηθούμε στο κέντρο της παλιά πόλης (Parte Vieja).
Η παλιά πόλη (Parte Vieja), με τα λιθόκτιστα δρομάκια, τα όμορφα κτίρια με τα γεμάτα λουλούδια μπαλκόνια, τις εντυπωσιακές εκκλησίες, τα κρυμμένα μαγαζάκια, τα ψαγμένα pintxos bars και τα πολλά κλασικά μπαρ, ήταν ασφυκτικά γεμάτη κόσμο. Καταλάβαμε για τα καλά ότι είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε τις ορδές των καλοκαιρινών τουριστών στο κάθε βήμα μας.
Το γνωστό θέμα της μεγάλης παρέας ξαναπρόβαλε και μάλιστα πιο έντονα. Μην μπορώντας να βρούμε τραπέζι για όλους στα εστιατόρια που είχαμε σταμπάρει αναγκαστήκαμε να κάτσουμε τελικά σε αυτό που είχε πολύ χώρο διαθέσιμο. Λάθος, μέγα λάθος!!! Το χειρότερο φαγητό σε όλη μας την εκδρομή το φάγαμε εδώ. Πανιασμένα, μπαγιάτικα pintxos, μερίδες εστιατόριού γκουρμέ, κόστος γκουρμέ αλλά από γεύση… τίποτα. Στην γαστρονομική πρωτεύουσα της Ισπανίας μείναμε νηστικοί.
Ολίγον απογοητευμένοι μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και πήραμε τον δρόμο για το Μπιλμπάο.
Περάσαμε από το Zarautz (παραλιακό χωριό με την μακρύτερη παραλία της χώρας των Βάσκων) που ήταν πάνω στη διαδρομή μας και από ένα μικρό γραφικό ψαροχώρι την Getaria. Διασχίσαμε το χαοτικό κομμάτι στις παρυφές του Μπιλμπάο, κάνοντας άφθονα μπρος – πίσω με το GPS να τα έχει παίξει με όλους αυτούς του ανισόπεδους κόμβους και τις ατέλειωτες διασταυρώσεις δρόμων υψηλής κυκλοφορίας για να καταλήξουμε σ’ ένα μικρό χωριό, το El Regato, περίπου 10 χμ έξω από το κέντρο της πόλης.
Το ξενοδοχείο – οικογενειακή επιχείρηση που μείναμε είχε μια αύρα από αντίστοιχα ξενοδοχεία της Ελλάδας της δεκαετίας του ’80 κυρίως όσον αφορά την αισθητική και τους κοινόχρηστους χώρους. Τα όποια προβλήματα συναντήσαμε όμως λύθηκαν από τον ιδιαίτερα ενεργητικό ξενοδόχο. Μόνος του, χωρίς καμιά βοήθεια, κουβάλησε και αντικατέστησε χαλασμένα ψυγειάκια, άλλαξε σεντόνια και ότι άλλο χρειάστηκε.
Ο γιός της οικογένειας είχε αναλάβει τη ρεσεψιόν, το μπαρ και το σερβίρισμα των πελατών στο μικροσκοπικό εστιατόριο της επιχείρησης. Και η μαμά; Αχ η μαμά. Λάθος! Αχ η Πιλάρ!!! Κλασική φιγούρα που άνετα θα μπορούσε να παίζει στις ταινίες του Αλμαδόβαρ. Δεσποτική, με ύφος και ντύσιμο 1.000 καρατιών, μοίραζε διαταγές, αγριοκοίταζε σύζυγο και γιο, διόρθωνε με ένα νεύμα της όλα τα κακώς κείμενα της επιχείρησης μέχρι και τα ισπανικά μας διόρθωνε σε αυστηρό τόνο.
Πεινασμένοι όπως ήμασταν από την «γαστριμαργική απόλαυση» του Σαν Σεμπαστιάν φάγαμε γρήγορα – γρήγορα και χωρίς πολλές τσιριμόνιες φοβούμενοι την πιθανή κατσάδα από την Πιλάρ απολαμβάνοντας και ένα πολύ ωραίο πεπόνι που μας σέρβιραν για φρούτο.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε κάπως αργά για να επισκεφτούμε τα 2 κύρια μουσεία της πόλης, το περίφημο Guggenheim και το μουσείο καλών τεχνών της πόλης. Η βροχή που είχε ξεκινήσει από νωρίς (συμβαίνει συχνά σ’ αυτή την πόλη) ήταν ο βασικός λόγος που θα βλέπαμε και τα 2 μουσεία σε μια μέρα καθώς οι βόλτες δεν θα ήταν εύκολες.
Φτάνοντας στο Guggenheim, λόγω και της καθυστέρησης μας, βρήκαμε μια διόλου ευκαταφρόνητη ουρά επισκεπτών μπροστά μας. Μπορέσαμε όμως, έστω και υπό βροχή να απολαύσουμε την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του κτιρίου καθώς και τον περίφημο γιγάντιο σκύλο από λουλούδια στην είσοδο του.
Η σύγχρονη τέχνη, μπορώ να πω, δεν είναι το φόρτε μου όμως τα εκθέματα του μουσείου, περίεργα, ιδιότροπα, πρωτοποριακά, κάποια ακατανόητα δεν με άφησαν αδιάφορο. Όλοι σχεδόν βρήκαμε κάποια από αυτά τα ιδιόρρυθμα έργα ελκυστικά και ο χρόνος πέρασε σαν νερό. Ιδιαίτερα δε, μας άρεσαν και κάποια από τα έργα που βρίσκονταν έξω από το μουσείο προς το ποτάμι όπως η μεγάλη αράχνη και οι μεταλλικές τουλίπες. Βλέποντάς τα μέσα από τις τζαμαρίες του μουσείου, μέσα στην βροχή και την ομίχλη που είχε πέσει στο μεσοδιάστημα, ήταν μια απόκοσμη εμπειρία.
Μετά το απαραίτητο διάλλειμα στο πολύ καλό ιταλικό Il Giardino Della Nonna Trattoria δίπλα στο Guggenheim και ενώ η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει ξεκινήσαμε τον δεύτερο γύρο τέχνης στο Museo de Bellas Artes. Αν και στα εκθέματα του, περιλαμβάνονταν αρκετοί σημαντικοί πίνακες (από Montigliani μέχρι Picaso και από Van Gogh έως Goya), οι δυνατές εντυπώσεις από το Guggenheim μαζί με την συσσωρευμένη κούρασή μας λειτούργησαν κάπως αποθαρρυντικά με αποτέλεσμα να μην εντυπωσιαστούμε ιδιαίτερα.
Γυρίσαμε το ξενοδοχείο με σκοπό να χαλαρώσουμε λίγο με ένα κρασάκι πριν πάμε για ύπνο. Το σκηνικό στο κατάλυμα ήταν ήρεμο. Η σατράπης ξενοδόχος εξαφανισμένη και ο ταλαίπωρος γιός είχε μείνει για να εξυπηρετήσει την όποια απαίτηση της νύχτας. Ήρθε λοιπόν να μας πάρει παραγγελία και τότε ο Δ θυμήθηκε το ωραίο πεπόνι που είχαμε φάει το προηγούμενο βράδυ.
Του είχαμε πει δε, πως το πεπόνι λέγεται melón οπότε με περισσή άνεση παρήγγειλε:
«Melón, por favor» (πεπόνι παρακαλώ)
Για να έρθει ως απάντηση η ερώτηση του αποκαμωμένου γιού που έβλεπε έξτρα δουλειά νυχτιάτικα:
«¿Para comer?» (Για να το φάτε; )
Και για να πάρει την «πληρωμένη» απάντηση:
«No, para beber» (Όχι για να το πιούμε).
Φυσικά γυρίζοντας στη Ελλάδα ξεκινήσαμε ομαδικά ως παρέα να πίνουμε λικέρ πεπονιού όταν ανακαλύψαμε ότι υπάρχει!!!
Έπρεπε να πάμε μέχρι την Ισπανία για να μάθουμε ότι το πεπόνι μπορεί και να πίνεται…
San Sebastian, Bilbao
Οι φωτογραφίες από τις παραλίες του San Sebastian που είχαμε δει πριν την αναχώρησή μας και η πιθανότητα να κάνουμε μπάνιο στον Ατλαντικό ωκεανό, έσπρωξαν κάποιους από εμάς να φορέσουμε μαγιό πριν την αναχώρηση από την Παμπλόνα.
Το San Sebastian (Donostia στα βασκικά) είναι μια παραλιακή πόλη στον Βισκαϊκό κόλπο πολύ κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, γνωστή για τις όμορφες παραλίες της ενώ παράλληλα θεωρείτε και η γαστρονομική πρωτεύουσα της Ισπανίας.
Φτάσαμε στην πόλη που μας υποδέχθηκε με μια λαμπρή λιακάδα και ανθισμένα πάρκα και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς την κεντρική της παραλία.

Η παραλία La Concha και η παραλία Ondarreta είναι δυο πλατιές παραλίες μέσα στην πόλη με χρυσαφένια αμμουδιά. Θεωρητικά καλές για κολύμπι ενώ από πάνω περνά παράλληλος πεζόδρομος.
Αντικρίζοντας τες ανάμεικτα συναισθήματα μας κατέλαβαν. Από την μια, μετά από αρκετές ημέρες στα βουνά, μας άρεσε η εικόνα της θάλασσας από την άλλη όμως, η πολυκατοικία στυλ Λουτράκι στο πίσω μέρος της παραλίας καθώς και οι άπειροι λουόμενοι που είχαν στριμωχτεί κατά μήκος της, μας έκοψαν οποιαδήποτε διάθεση για κολύμπι. Προσθέτοντας μάλιστα το θολό νερό της θάλασσας και τα άπειρα σκάφη που ήταν δεμένα σχεδόν στην είσοδο του κόλπου μας δημιουργήθηκε η διάθεση να φύγουμε γρήγορα από την περιοχή. Κάναμε και έναν γρήγορο έλεγχο στην άλλη παραλία της πόλης, την Zurriola, που βρίσκεται ανατολικά και έξω από την παλιά πόλη, η οποία βλέπει απ’ ευθείας στον Βισκαϊκό κόλπο και τον ωκεανό. Ωστόσο είχε πολύ έντονο κυματισμό οπότε εγκαταλείψαμε την ιδέα και αποφασίσαμε να κινηθούμε στο κέντρο της παλιά πόλης (Parte Vieja).

Η παλιά πόλη (Parte Vieja), με τα λιθόκτιστα δρομάκια, τα όμορφα κτίρια με τα γεμάτα λουλούδια μπαλκόνια, τις εντυπωσιακές εκκλησίες, τα κρυμμένα μαγαζάκια, τα ψαγμένα pintxos bars και τα πολλά κλασικά μπαρ, ήταν ασφυκτικά γεμάτη κόσμο. Καταλάβαμε για τα καλά ότι είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε τις ορδές των καλοκαιρινών τουριστών στο κάθε βήμα μας.

Το γνωστό θέμα της μεγάλης παρέας ξαναπρόβαλε και μάλιστα πιο έντονα. Μην μπορώντας να βρούμε τραπέζι για όλους στα εστιατόρια που είχαμε σταμπάρει αναγκαστήκαμε να κάτσουμε τελικά σε αυτό που είχε πολύ χώρο διαθέσιμο. Λάθος, μέγα λάθος!!! Το χειρότερο φαγητό σε όλη μας την εκδρομή το φάγαμε εδώ. Πανιασμένα, μπαγιάτικα pintxos, μερίδες εστιατόριού γκουρμέ, κόστος γκουρμέ αλλά από γεύση… τίποτα. Στην γαστρονομική πρωτεύουσα της Ισπανίας μείναμε νηστικοί.

Ολίγον απογοητευμένοι μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και πήραμε τον δρόμο για το Μπιλμπάο.
Περάσαμε από το Zarautz (παραλιακό χωριό με την μακρύτερη παραλία της χώρας των Βάσκων) που ήταν πάνω στη διαδρομή μας και από ένα μικρό γραφικό ψαροχώρι την Getaria. Διασχίσαμε το χαοτικό κομμάτι στις παρυφές του Μπιλμπάο, κάνοντας άφθονα μπρος – πίσω με το GPS να τα έχει παίξει με όλους αυτούς του ανισόπεδους κόμβους και τις ατέλειωτες διασταυρώσεις δρόμων υψηλής κυκλοφορίας για να καταλήξουμε σ’ ένα μικρό χωριό, το El Regato, περίπου 10 χμ έξω από το κέντρο της πόλης.
Το ξενοδοχείο – οικογενειακή επιχείρηση που μείναμε είχε μια αύρα από αντίστοιχα ξενοδοχεία της Ελλάδας της δεκαετίας του ’80 κυρίως όσον αφορά την αισθητική και τους κοινόχρηστους χώρους. Τα όποια προβλήματα συναντήσαμε όμως λύθηκαν από τον ιδιαίτερα ενεργητικό ξενοδόχο. Μόνος του, χωρίς καμιά βοήθεια, κουβάλησε και αντικατέστησε χαλασμένα ψυγειάκια, άλλαξε σεντόνια και ότι άλλο χρειάστηκε.

Ο γιός της οικογένειας είχε αναλάβει τη ρεσεψιόν, το μπαρ και το σερβίρισμα των πελατών στο μικροσκοπικό εστιατόριο της επιχείρησης. Και η μαμά; Αχ η μαμά. Λάθος! Αχ η Πιλάρ!!! Κλασική φιγούρα που άνετα θα μπορούσε να παίζει στις ταινίες του Αλμαδόβαρ. Δεσποτική, με ύφος και ντύσιμο 1.000 καρατιών, μοίραζε διαταγές, αγριοκοίταζε σύζυγο και γιο, διόρθωνε με ένα νεύμα της όλα τα κακώς κείμενα της επιχείρησης μέχρι και τα ισπανικά μας διόρθωνε σε αυστηρό τόνο.
Πεινασμένοι όπως ήμασταν από την «γαστριμαργική απόλαυση» του Σαν Σεμπαστιάν φάγαμε γρήγορα – γρήγορα και χωρίς πολλές τσιριμόνιες φοβούμενοι την πιθανή κατσάδα από την Πιλάρ απολαμβάνοντας και ένα πολύ ωραίο πεπόνι που μας σέρβιραν για φρούτο.
Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε κάπως αργά για να επισκεφτούμε τα 2 κύρια μουσεία της πόλης, το περίφημο Guggenheim και το μουσείο καλών τεχνών της πόλης. Η βροχή που είχε ξεκινήσει από νωρίς (συμβαίνει συχνά σ’ αυτή την πόλη) ήταν ο βασικός λόγος που θα βλέπαμε και τα 2 μουσεία σε μια μέρα καθώς οι βόλτες δεν θα ήταν εύκολες.
Φτάνοντας στο Guggenheim, λόγω και της καθυστέρησης μας, βρήκαμε μια διόλου ευκαταφρόνητη ουρά επισκεπτών μπροστά μας. Μπορέσαμε όμως, έστω και υπό βροχή να απολαύσουμε την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του κτιρίου καθώς και τον περίφημο γιγάντιο σκύλο από λουλούδια στην είσοδο του.


Η σύγχρονη τέχνη, μπορώ να πω, δεν είναι το φόρτε μου όμως τα εκθέματα του μουσείου, περίεργα, ιδιότροπα, πρωτοποριακά, κάποια ακατανόητα δεν με άφησαν αδιάφορο. Όλοι σχεδόν βρήκαμε κάποια από αυτά τα ιδιόρρυθμα έργα ελκυστικά και ο χρόνος πέρασε σαν νερό. Ιδιαίτερα δε, μας άρεσαν και κάποια από τα έργα που βρίσκονταν έξω από το μουσείο προς το ποτάμι όπως η μεγάλη αράχνη και οι μεταλλικές τουλίπες. Βλέποντάς τα μέσα από τις τζαμαρίες του μουσείου, μέσα στην βροχή και την ομίχλη που είχε πέσει στο μεσοδιάστημα, ήταν μια απόκοσμη εμπειρία.


Μετά το απαραίτητο διάλλειμα στο πολύ καλό ιταλικό Il Giardino Della Nonna Trattoria δίπλα στο Guggenheim και ενώ η βροχή είχε σχεδόν σταματήσει ξεκινήσαμε τον δεύτερο γύρο τέχνης στο Museo de Bellas Artes. Αν και στα εκθέματα του, περιλαμβάνονταν αρκετοί σημαντικοί πίνακες (από Montigliani μέχρι Picaso και από Van Gogh έως Goya), οι δυνατές εντυπώσεις από το Guggenheim μαζί με την συσσωρευμένη κούρασή μας λειτούργησαν κάπως αποθαρρυντικά με αποτέλεσμα να μην εντυπωσιαστούμε ιδιαίτερα.

Γυρίσαμε το ξενοδοχείο με σκοπό να χαλαρώσουμε λίγο με ένα κρασάκι πριν πάμε για ύπνο. Το σκηνικό στο κατάλυμα ήταν ήρεμο. Η σατράπης ξενοδόχος εξαφανισμένη και ο ταλαίπωρος γιός είχε μείνει για να εξυπηρετήσει την όποια απαίτηση της νύχτας. Ήρθε λοιπόν να μας πάρει παραγγελία και τότε ο Δ θυμήθηκε το ωραίο πεπόνι που είχαμε φάει το προηγούμενο βράδυ.
Του είχαμε πει δε, πως το πεπόνι λέγεται melón οπότε με περισσή άνεση παρήγγειλε:
«Melón, por favor» (πεπόνι παρακαλώ)
Για να έρθει ως απάντηση η ερώτηση του αποκαμωμένου γιού που έβλεπε έξτρα δουλειά νυχτιάτικα:
«¿Para comer?» (Για να το φάτε; )
Και για να πάρει την «πληρωμένη» απάντηση:
«No, para beber» (Όχι για να το πιούμε).
Φυσικά γυρίζοντας στη Ελλάδα ξεκινήσαμε ομαδικά ως παρέα να πίνουμε λικέρ πεπονιού όταν ανακαλύψαμε ότι υπάρχει!!!
Έπρεπε να πάμε μέχρι την Ισπανία για να μάθουμε ότι το πεπόνι μπορεί και να πίνεται…

Last edited: