vasiliss
Member
- Μηνύματα
- 984
- Likes
- 9.107
- Επόμενο Ταξίδι
- ;;;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Ρωσία -Ισλανδία - Περού
Ημέρα 3η (συνέχεια) : .... Αυλώνα – Χειμάρρα – Άγιοι Σαράντα
Ερχόμενοι στο Berat, το κομμάτι Φιερ – Μπεράτ ήταν τραγικό, όπως έχω ξαναπεί. Όταν το ανέφερα στον Νίκο, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερο να επιστρέψω μέσω Lushnjë, όπου η διαδρομή είχε περισσότερα χιλιόμετρα μεν, ο δρόμος όμως ήταν autostrada δε. Γέλασα από μέσα μου, δύσπιστος γαρ, καθώς πολλές φορές είχα ακούσει για autostrada στην Αλβανία, αλλά ακόμη δεν την είχα δει, όμως τον εμπιστεύτηκα και τελικά κάναμε την παράκαμψη για Lushnjë.
Τελικά αποδείχτηκε ότι άδίκως ήμουν τόσο δύσπιστος, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου Lushnjë – Φίερ ήταν με διαχωριστικό και 2 λωρίδες ανά κατεύθυνση και επίσης ένα μεγάλο κομμάτι από Φίερ έως Αυλώνα, ήταν καινούριος αυτοκινητόδρομος.
Πολύ σύντομα λοιπόν φτάσαμε στην Αυλώνα. Η Αυλώνα είναι μία μεγάλη πόλη με λιμάνι και μεγάλο παραλιακό μέτωπο,
μεγάλους δρόμους και πολλές, πάρα πολλές, ατελείωτες θα έλεγα καινουριοφτιαγμένες πολυκατοικίες. Θα έλεγε κάποιος ότι ποτέ δεν υπήρξε παλιά πόλη σε αυτό το σημείο, αλλά όλα σχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν από την αρχή. Πράγμα που βέβαια δεν ισχύει. Και οι περισσότερες πολυκατοικίες ήταν ακατοίκητες. Μείναμε με την απορία για τι ακριβώς είχε συμβεί σε αυτή την πόλη. Σύμφωνα με την άποψη ενός μετανάστη που συναντήσαμε αργότερα κοντά στο χωριό Δρυμάδες, εκεί είχε πέσει πολύ χρήμα από τους μετανάστες, αλλά είχε ξεπλυθεί και πολύ μαύρο χρήμα.
Κάναμε μία μικρή βόλτα στο παραλιακό κομμάτι, φάγαμε κάτι πρόχειρο και πήραμε τον παραλιακό;; δρόμο για τους Άγιους Σαράντα.
Εδώ θα κάνω μία μικρή παρένθεση. Τα πιτσιρίκια μας τράβηξαν μερικές σέλφι με φόντο τους φοίνικες, την παραλία και τα μεγάλα κτίρια και τις έστειλαν στους φίλους τους με το σχόλιο: « Για καφέ στο Μαϊάμι». Οι φίλοι, μικροί γαρ, το πίστεψαν, το αναπαρήγαγαν και όταν επιστρέψαμε πίσω στην Ελλάδα, είχε κυκλοφορήσει η φήμη - στον στενό μας κύκλο - ότι όντως είχαμε πάει στο Μαϊάμι.


Μία από τις επίμαχες φωτογραφίες:
Άντε τώρα να εξηγείς ότι δυστυχώς, δεν έχουμε τα οικονομικά προσόντα να πεταχτούμε για ένα τετραήμερο για καφέ στο Μαϊάμι.

Ο δρόμος κινείται άλλοτε παραλιακά και άλλοτε σκαρφαλώνει πάνω στα βουνά. Στα παραλιακά κομμάτια βλέπεις μία έντονη τουριστική ανάπτυξη, που αυξάνεται καθώς πλησιάζεις τους Αγίους Σαράντα.
Όταν φτάσαμε στο εθνικό πάρκο Llogara, μετά από αρκετές στροφές και ανηφόρες, μείναμε έκπληκτοι από την βλάστηση, καθώς όσες ημέρες είχαμε κινηθεί στην Αλβανία, πυκνό δάσος δεν είχαμε συναντήσει πουθενά.
Από το street view της Google
Η περιοχή της Llogara έχει χαρακτηριστεί εθνικό πάρκο. Περάσαμε κάποιους χώρους αναψυχής με εστιατόρια – καφέ κτλ., όλοι σκεφτήκαμε ότι καλά θα ήταν να σταματήσουμε για καφέ, καθώς το τοπίο ήταν πολύ όμορφο, όμως κανείς δεν εξέφρασε αυτήν την επιθυμία του μέσω των walkie talkie, κι έτσι προσπεράσαμε το πάρκο.
Από το street view της Google
Όταν φτάσαμε στην κορυφή του βουνού και είδαμε την θάλασσα, το τοπίο άλλαξε δραματικά. Βράχος πάνω στον βράχο, με ελάχιστα ίχνη βλάστησης.
Απέναντι όμως από τον φιδογυριστό δρόμο, απλώνεται γαλάζια η Αδριατική.
Σε κάποιο σημείο του δρόμου όπου υπήρχε σημείο παρατήρησης, σταματήσαμε για να θαυμάσουμε την θέα. Από κάτω απλωνόταν τα χωριά Δρυμάδες και Dhermi με τις ομώνυμες παραλίες τους και κάποια μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα σε αυτές. Από το σημείο που βρισκόμασταν, το καλοκαίρι – μας είπαν – ξεκινούσαν παρά πέντε, που σε πήγαιναν έως κάποια από τις παραλίες. Ωραία εμπειρία φαντάζομαι, όχι βέβαια για υψοφοβικούς.
Συνεχίσαμε λοιπόν με στόχο το παραλιακό κομμάτι της Χειμάρρας, όπου και καθίσαμε για καφέ. Εκεί καταφέραμε και ήπιαμε τον πρώτο freddo του ταξιδιού – παράδοξο που οι μετανάστες δεν είχαν εισάγει αυτήν την εξαιρετική ελληνική συνήθεια στην Αλβανία.
Σουρούπωνε όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από εκεί, οπότε ελάχιστα είδαμε από την υπόλοιπη διαδρομή έως τους Αγίους Σαράντα.
Τακτοποιηθήκαμε στα εξαιρετικά και πάμφθηνα δωμάτιά μας ( 13€ το τετράκλινο) και πήγαμε για φαγητό στην πολύ καλή ψαροταβέρνα Kapiteni που μας είχε προτείνει ο ιδιοκτήτης των διαμερισμάτων μας.
Άλλη μία ημέρα είχε φτάσει στο τέλος της.
Ερχόμενοι στο Berat, το κομμάτι Φιερ – Μπεράτ ήταν τραγικό, όπως έχω ξαναπεί. Όταν το ανέφερα στον Νίκο, μου είπε ότι θα ήταν καλύτερο να επιστρέψω μέσω Lushnjë, όπου η διαδρομή είχε περισσότερα χιλιόμετρα μεν, ο δρόμος όμως ήταν autostrada δε. Γέλασα από μέσα μου, δύσπιστος γαρ, καθώς πολλές φορές είχα ακούσει για autostrada στην Αλβανία, αλλά ακόμη δεν την είχα δει, όμως τον εμπιστεύτηκα και τελικά κάναμε την παράκαμψη για Lushnjë.
Τελικά αποδείχτηκε ότι άδίκως ήμουν τόσο δύσπιστος, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου Lushnjë – Φίερ ήταν με διαχωριστικό και 2 λωρίδες ανά κατεύθυνση και επίσης ένα μεγάλο κομμάτι από Φίερ έως Αυλώνα, ήταν καινούριος αυτοκινητόδρομος.
Πολύ σύντομα λοιπόν φτάσαμε στην Αυλώνα. Η Αυλώνα είναι μία μεγάλη πόλη με λιμάνι και μεγάλο παραλιακό μέτωπο,

μεγάλους δρόμους και πολλές, πάρα πολλές, ατελείωτες θα έλεγα καινουριοφτιαγμένες πολυκατοικίες. Θα έλεγε κάποιος ότι ποτέ δεν υπήρξε παλιά πόλη σε αυτό το σημείο, αλλά όλα σχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν από την αρχή. Πράγμα που βέβαια δεν ισχύει. Και οι περισσότερες πολυκατοικίες ήταν ακατοίκητες. Μείναμε με την απορία για τι ακριβώς είχε συμβεί σε αυτή την πόλη. Σύμφωνα με την άποψη ενός μετανάστη που συναντήσαμε αργότερα κοντά στο χωριό Δρυμάδες, εκεί είχε πέσει πολύ χρήμα από τους μετανάστες, αλλά είχε ξεπλυθεί και πολύ μαύρο χρήμα.

Κάναμε μία μικρή βόλτα στο παραλιακό κομμάτι, φάγαμε κάτι πρόχειρο και πήραμε τον παραλιακό;; δρόμο για τους Άγιους Σαράντα.

Εδώ θα κάνω μία μικρή παρένθεση. Τα πιτσιρίκια μας τράβηξαν μερικές σέλφι με φόντο τους φοίνικες, την παραλία και τα μεγάλα κτίρια και τις έστειλαν στους φίλους τους με το σχόλιο: « Για καφέ στο Μαϊάμι». Οι φίλοι, μικροί γαρ, το πίστεψαν, το αναπαρήγαγαν και όταν επιστρέψαμε πίσω στην Ελλάδα, είχε κυκλοφορήσει η φήμη - στον στενό μας κύκλο - ότι όντως είχαμε πάει στο Μαϊάμι.




Μία από τις επίμαχες φωτογραφίες:

Άντε τώρα να εξηγείς ότι δυστυχώς, δεν έχουμε τα οικονομικά προσόντα να πεταχτούμε για ένα τετραήμερο για καφέ στο Μαϊάμι.
Ο δρόμος κινείται άλλοτε παραλιακά και άλλοτε σκαρφαλώνει πάνω στα βουνά. Στα παραλιακά κομμάτια βλέπεις μία έντονη τουριστική ανάπτυξη, που αυξάνεται καθώς πλησιάζεις τους Αγίους Σαράντα.
Όταν φτάσαμε στο εθνικό πάρκο Llogara, μετά από αρκετές στροφές και ανηφόρες, μείναμε έκπληκτοι από την βλάστηση, καθώς όσες ημέρες είχαμε κινηθεί στην Αλβανία, πυκνό δάσος δεν είχαμε συναντήσει πουθενά.
Από το street view της Google
Η περιοχή της Llogara έχει χαρακτηριστεί εθνικό πάρκο. Περάσαμε κάποιους χώρους αναψυχής με εστιατόρια – καφέ κτλ., όλοι σκεφτήκαμε ότι καλά θα ήταν να σταματήσουμε για καφέ, καθώς το τοπίο ήταν πολύ όμορφο, όμως κανείς δεν εξέφρασε αυτήν την επιθυμία του μέσω των walkie talkie, κι έτσι προσπεράσαμε το πάρκο.
Από το street view της Google
Όταν φτάσαμε στην κορυφή του βουνού και είδαμε την θάλασσα, το τοπίο άλλαξε δραματικά. Βράχος πάνω στον βράχο, με ελάχιστα ίχνη βλάστησης.

Απέναντι όμως από τον φιδογυριστό δρόμο, απλώνεται γαλάζια η Αδριατική.

Σε κάποιο σημείο του δρόμου όπου υπήρχε σημείο παρατήρησης, σταματήσαμε για να θαυμάσουμε την θέα. Από κάτω απλωνόταν τα χωριά Δρυμάδες και Dhermi με τις ομώνυμες παραλίες τους και κάποια μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα σε αυτές. Από το σημείο που βρισκόμασταν, το καλοκαίρι – μας είπαν – ξεκινούσαν παρά πέντε, που σε πήγαιναν έως κάποια από τις παραλίες. Ωραία εμπειρία φαντάζομαι, όχι βέβαια για υψοφοβικούς.


Συνεχίσαμε λοιπόν με στόχο το παραλιακό κομμάτι της Χειμάρρας, όπου και καθίσαμε για καφέ. Εκεί καταφέραμε και ήπιαμε τον πρώτο freddo του ταξιδιού – παράδοξο που οι μετανάστες δεν είχαν εισάγει αυτήν την εξαιρετική ελληνική συνήθεια στην Αλβανία.





Σουρούπωνε όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από εκεί, οπότε ελάχιστα είδαμε από την υπόλοιπη διαδρομή έως τους Αγίους Σαράντα.
Τακτοποιηθήκαμε στα εξαιρετικά και πάμφθηνα δωμάτιά μας ( 13€ το τετράκλινο) και πήγαμε για φαγητό στην πολύ καλή ψαροταβέρνα Kapiteni που μας είχε προτείνει ο ιδιοκτήτης των διαμερισμάτων μας.
Άλλη μία ημέρα είχε φτάσει στο τέλος της.