mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.794
- Likes
- 8.438
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Η καλή μέρα απ'το πρωί φαίνεται
Ο προγραμματισμός ήταν αρκετά δύσκολος. Οι πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο είναι πολύ λίγες συγκριτικά με ό,τι είναι συνηθισμένος ο –όπως λέει και ο αδερφός μου- αλλοτριωμένος δυτικός άνθρωπος και η γλώσσα δε βοηθάει καθόλου. Η οργάνωση αφέθηκε σε 2-3 άτομα και αποφασίστηκε το εξής πλάνο:
Εν τέλει συνειδητοποιήσαμε ότι το πλάνο είχε τρύπες και έγιναν φυσικά κάποιες τροποποιήσεις “en vivo y en directo” όπως λεν και στο χωριό μου.
Η πτήση ήταν πρωινή και οι μισοί από μας δεν είχαμε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ ενώ οι άλλοι μισοί είχαν κοιμηθεί ελάχιστα. Αυτό που θέλαμε ήταν να φτάσουμε ήσυχα, αναίμακτα, χωρίς καθυστερήσεις. Η πτήση με τη wizzair ήτο ακριβής, ο έλεγχος γρήγορος και οι δύο βαλίτσες μας περίμεναν ήδη στον κινούμενο ιμάντα. Ρίξαμε μια ματιά στο αεροδρόμιο, μιας και το τελευταίο βράδυ προβλεπόταν να το περάσουμε εκεί. Ήταν μικρό, με μόλις μία καφετέρια και τα γνωστά μαγαζιά για συνάλλαγμα κλπ. Βγαίνοντας ψάχναμε το βανάκι της Georgian Bus για να πάμε στο Batumi. Ο οδηγός μας έκανε νόημα πως τα εισιτήρια τα βγάζουμε από μέσα και με μόλις 15 Λάρι το άτομο είχαμε τα εισιτήρια και από μία κάρτα sim έκαστη και έκαστος. Στο βανάκι ήμασταν μονάχα εμείς και ένας ακόμη τύπος, πέραν του οδηγού. Λόγω του ότι ήμασταν μάλλον αρκετά άτομα για τα δεδομένα τους, τις περισσότερες μετακινήσεις τις κάναμε είτε πριβέ είτε με 1-2 άτομα ακόμη.
Στο δρόμο κάποιοι κοιμήθηκαν. Προσωπικά δε μπορώ να κοιμηθώ υπό νορμάλ συνθήκες, πόσο μάλλον όταν η διαδρομή περιλαμβάνει ορεινούς καταπράσινους όγκους, οι οποίοι αν και προτιμώ το γυμνό (για τα βουνά πάντα) θύμιζαν τροπικό τοπίο,και σπίτια κάπως περίεργα, όλα με πολλά μεγάλα παράθυρα και εξωτερικές σκάλες, αραιά τοποθετημένα ανάμεσα σε αχανείς άφραχτες εκτάσεις. Η οδήγηση ήταν άθλια και δε μπορούσαμε παρα να τη σχολιάζουμε ακατάπαυστα.
Κάπου στο δίωρο άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Το σπίτι στο Batumi είχα αναλάβει να το κλείσω εγώ όμως δεν είχα προηγούμενη εμπειρία με airbnb και ενταξει ήμουν ήδη κάπως νευριασμένη που το μεγαλύτερο βάρος της οργάνωσης είχε πέσει και πάλι πάνω μου που δεν πολυασχολήθηκα, το έκλεισα και ούτε μίλησα με τον ιδιοκτήτη ούτε τίποτα. Δε φανταζόμουν βέβαια ότι αυτό θα μου γυρίσει μπούμερανγκ. Οι κάρτες που μας είχε δώσει η υπάλληλος της Georgian Bus δε λειτουργούσαν και δε συνέφερε με τίποτα να συνδεθώ στο ίντερνετ από δεδομένα. Πώς θα ήξερε ο ιδιοκτήτης ότι ερχόμαστε;
Η ώρα περνούσε γρήγορα και ακόμη πιο γρήγορα προσπερνούσε ο οδηγός τα αυτοκίνητα, σε στροφές και με αυτοκίνητα στο απέναντι ρεύμα. Ήμασταν εν δυνάμει νεκροί. Και ενώ οι άλλοι ανησυχούσαν για τις ζωές τους εγώ, που ήμουν συνηθισμένη από την οδήγηση λόγω λατινικής Αμερικής, ανησυχούσα για τη βραδινή μας διαμονή. ΑΝ ξημερώναμε δηλαδή. Φτάνουμε στο Batumi και ο οδηγός λέει κάτι στα Γεωργιανά και μας κοιτάει. Καταλαβαίνουμε ότι θέλει να του πούμε τη διεύθυνση. Εκεί πετάγεται και ο μουγκοθόδωρας συνεπιβάτης μας, ο οποίος εν τέλει ήταν είτε Γεωργιανός που είχε κάνει Ελλάδα στο παρελθόν(άποψη τσοπάνας) είτε Έλληνας που κάνει Γεωργία(άποψη των υπολοίπων). Με τα πολλά του λέω τη διεύθυνση. Μου λέει, 30 λάρι. Λέμε ναι. Κι εδώ ξεκινά η παράσταση. Κυρίες και κύριοι, αλήτες κι αλήτισσες, νεράιδες και παλληκάρια, παρακαλείστε να κλείσετε τα κινητά σας, να αποσυνδέσετε τις βόμβες, να κρύψετε τα ραβδιά σας και να συγκεντρωθείτε στο θέαμα.
Η πόλη δε φαινόταν ούτε μεγάλη ούτε όμορφη. Εντάξει, κάθε πόλη είναι όμορφη αλλά υπάρχουν ομορφιές και ομορφιές. Ε αυτή ήταν στις δεύτερες. Είχε περάσει περίπου μία ώρα και είχαμε κάνει το γύρο της πόλης 2-3 φορές. Ο οδηγός είχε συγκεκριμένη τακτική που απ’ότι φαίνεται δεν απέδιδε. Πλησίαζε αρκετά στο λιμάνι, απομακρυνόταν, έκανε κάτι κύκλους, σταματούσε να ρωτήσει όλους τους περαστικούς και ξαναγυρνούσε στο λιμάνι. Οι πρώτες υποψίες είχαν αρχίσει κι εγώ έσπευδα να τους καθησυχάσω όλους. «’Αντε καλέ, να δείτε που ο οδηγός δεν είναι ντόπιος και δεν τα ξέρει. Αφού το είδα γω, κέντρο καράκεντρο είναι το σπίτι. Και τί σπίτι! Σπιταρώνα! Τί; Αν μίλησα με τον ιδιοκτήτη; Ε, βασικά η κράτηση είναι επιβεβαιωμένη. Ναι σας λέω! Αφού το είδα και στο e-banking, μου ‘χει πάρει τα λεφτά. Τί έλεγαν οι κριτικές για το σπίτι; Ε, χμμ, να, δεν είχε κριτικές. Γενικά δεν είχε καμία προηγούμενη κράτηση! Αν πάω καλά; Ήθελα απλώς να δώσω την ευκαιρία σε έναν νέο ενοικιαστή.»
Ο οδηγός, εμφανώς νευριασμένος σταματάει. Είχαμε κλείσει μία ώρα κάνοντας επανάληψη τις οδούς της πόλης και η δική μας οδός πουθενά. Βγαίνει από το βανάκι. Να δείτε που θα μας παρατήσει. Μου λέει κάτι. Του δείχνω τη διεύθυνση στο κινητό. Μου παίρνει το κινητό και φεύγει. Εγκεφαλικό. 12 ανθρώπινα και 2 τσοπανίσια μάτια τον παρακολουθούν από το παράθυρο. Δείχνει το κινητό σε έναν ταξιτζή. Πάει το κινητάκι μου! Τον πληρώνει κιόλας. Κανονικά ο ταξιτζής δε θα έπρεπε να τον πληρώσει για να αγοράσει το κινητό μου; Περίεργα το έχουν εδώ στον Πόντο!
Ο οδηγός μπαίνει πάλι στο βανάκι, με φωνάζει και μου δίνει το κινητό μου. Ανακούφιση. Ο ταξιτζής βάζει μπρος, βάζει μπρος και ο δικός μας. Τον είχε πληρώσει για να τον οδηγήσει στη διεύθυνση. Ταριφς οβ δε γουόρλντ-σταθερή αξία! Μετά από μία 10λεπτη οδήγηση έντρομο το μάτι μου παίρνει την οδό που ψάχναμε. Κοριτσάρα μου πας καλά; Έχεις να κοιμηθείς 30 ώρες, να φας 20 ώρες, έχεις στον οργανισμό σου καμπόσα λίτρα μπύρας που ένα ένα ζητάνε να βγουν και δε χαίρεσαι που επιτέλους φτάνεις. Δώστε μου μισό λεπτό και θα σας εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα.
Αν και δεν ήθελα να το παραδεχτώ, είχαμε φύγει αρκετά από το κέντρο της πόλης. Επίσης, ο κόσμος ήταν λίγο περίεργος. Η συνοικία φαινόταν αρκετά φτωχική και άρχιζαν να ακούγονται ψύχραιμες εκφράσεις του στυλ «Θα μας σφάξουν!» που όσο κι αν έσπευδα να διαψεύσω και να υπενθυμίσω σε όλους ότι δηλώνουν περίτρανα οπαδοί της παρακμής άρα θα πρέπει να χαίρονται, δε μπόρεσα να τους καθησυχάσω. Α! Και τέλος, ο δρόμος δεν ήταν δρόμος. Ήταν χωματόδρομος που πλαισιωνόταν από ημιτελή σπίτια. Το δρόμο διέκοπταν κάθε λίγο έργα που δημιουργούσαν κάτι τεράστιες τρύπες στη μέση του και βουνά από χώμα και χαλίκι ακριβώς δίπλα τους. Είχα κι εκεί επιχείρημα!Ο δρόμος δίπλα από το σπίτι μου φτιάχτηκε κάπου στο 2002. Ναι αμέ, 10 χρόνια σε χωματόδρομο έπαιζα μήλα, τίποτα δεν έπαθα. Δεν έπιασε!! Έπαιζα και ψείρες. Τίποτα! Και αμπάριζα! Εκεί πήγα να κερδίσω μερικούς αλλά εν τέλει λύγισαν!
(Τσο)-Εντάξει είμαστε ακόμη στο 10(τυχαίρος αριθμός) μέχρι το 90 μπορεί να αλλάξει το σκηνικό!
Γέλια ακαθόριστης ψυχοσύνθεσης και διάθεσης ερέθισαν το τύμπανο του αφτιού μου. Είχαμε γίνει όλοι μια αγκαλιά, οι αγωνίες μας είχαν ενωθεί και οι σφυγμοί μας αυξανόταν μαζί με τους αριθμούς των σπιτιών. Όσο προχωρούσε το βανάκι το σκηνικό κάπως βελτιωνόταν- τουλάχιστον δεν έκανε γκελ κάθε τρεις και λίγο ήτοι δεν υπήρχαν πλέον τρύπες- αλλά ο χωματόδρομος χωματόδρομος. Η μηχανή σβήνει. Έπαθε βλάβη; Πού τέτοια τύχη! Είχαμε απλώς φτάσει στο μαγευτικό προορισμό μας. Ο οδηγός απηυδισμένος μας κάνει νόημα να κατέβουμε, να πάρουμε τα μπογαλάκια μας και να μη μας ξαναδεί ποτέ στα μάτια του. Του λέμε να περιμένει γιατί δε μπορεί, έχει γίνει κάποιο λάθος.
Όλα τα βλέμματα πάνω μου, ένιωθα σα σταρ! Τί χαρά!
-Τον Οτάρ θέλω.
Έρχεται ένας που μου το παίζει Οτάρ. Του λέω δεν είσαι αυτός που έκλεισα το σπίτι.
-(ακαταλαβίστικα γεωργιανά)
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων)
-Γκαβαρίτσι παρούσκι;(μιλάς ρωσικά)
-Τσουτ τσουτ(Λιγάκι). Τρομάρα μου!
-(ακαταλαβίστικα ρωσικά)
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων)
Νί γκαβαριού παρούσκι(δε μιλάω ρωσικά). (Αυτός ο διάλογος έμελλε να γίνει η ρουτίνα της τσοπάνας για τις επόμενες μέρες).
-Ρεκονστρουξιόν, ρεκονστρουξιόν.
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων).
Ο τύπος με οδηγεί στον πάνω όροφο του σπιτιού. Μας ανοίγει η μάλλον γυναίκα του. Μαζί μου έρχονται ο Κώστας και η Αλεξία. Το σπίτι μοιάζει με το σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό μου(ναι σ’αυτό το χωριό που μιλάμε και ισπανικά) μόνο που είναι λίγο πιο κιτς.
(τσο)- Ωραία αίσθηση. Βουκολικό μέρος! Ειδικά τα σεμεδάκια πάνω στην τηλεόραση του ’80 σου δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψεις στο χρόνο!
(Κώστας και Αλεξία)- Άγριο βλέμμα.
Η γυναίκα φαίνεται κάπως αναστατωμένη. Μας ζητάει κάποια λεφτά. Της λέμε έχουμε κάνει κράτηση και έχουμε πληρώσει ήδη. Ούτε που το κατάλαβε. Με κοιτάει και αρχίζει να μιλάει πιο γρήγορα και απ’το φως, στα ρωσικά.
-Νί γκαβαριού παρούσκι.
Κάνει το ίδιο και στον Κώστα και στην Αλεξία.
Τον εποικοδομητικό διάλογο διακόπτει κάθε τρεις και λίγο ένας υπόκωφος ήχος από τρυπάνι. Ο Κώστας και η Αλεξία έχουν φρικάρει μαζί τους κι εγώ αν και προσπαθώ να μην το δείξω.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια ή όπως λένε και στο χωριό μου “el que no corre vuela”. Ένας μεγάλος και αρκετά αργός υπολογιστής με windows xp (και στο χωριό μου τέτοιους είχαμε) ανοίγει και με καλεί να συνδεθώ για να τους δέιξω την κράτηση.
-Χεχε, να, δε θυμάμαι τον κωδικό.
-Κάνε υπενθύμιση και μπες στο μέηλ σου να τον πάρεις.
-Χεχε, ούτε κωδικό μέηλ θυμάμαι απ’έξω.
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων).
Κάπου εκεί μπαίνει ό Οταρ αλαφιασμένος φωνάζοντας ρεκονστρουξιόν.
Η γυναίκα ξεκινά να του λέει κάτι στα ρωσικά ακόμη πιο γρήγορα απ’ότι μιλούσε σε μας και εμείς αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας στα ελληνικά. Στο μεταξύ με ενημερώνουν απ’το κοντρόλ ότι το κοινό μου έξω απ’το σπίτι με ζητάει. Να δείτε που θα θέλει να με ευχαριστήσει!
Βγαίνω έξω. Η υποδοχή δεν είναι και η καλύτερη που θα μπορούσε. Η φάση των νεύρων έχει φύγει και τώρα έρχεται ο βομβαρδισμός ερωτήσεων. Ο Οτάρ συνεχίζει να φωνάζει ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν! Παίρνει κάποιον τηλέφωνο και μου το δίνει να μιλήσω (ήταν σύνηθες φαινόμενο όπως θα συνειδητοποιούσαμε στη συνέχεια όλοι να έχουν ένα γνωστό που να μιλάει αγγλικά και να τον παίρνουν για να του πούμε τί θέλουμε πια και φωνάζουμε τόσο). Του λέω πώς έχει το πράμα και το μεταφέρει στον Οτάρ. Σε 2 λεπτά ο αγγλομαθής κύριος(κελεπούρι κορίτσια) είναι εκεί μαζί με τη μερσέντα του και μου λέει ότι όχι δεν έχουμε κάνει κράτηση. Στο μεταξύ τον κοιτάω και κοιτάω και τη φωτο του airbnb που την εχω κάνει screenshot και βλέπω ότι αυτός είναι ο πραγματικός Οτάρ. Του λέω είσαι ο Οτάρ μου λέει δεν είμαι βρε είσαι βρε δεν είμαι. Σκάνε και οι γείτονες να μας πούν στα Γεωργιανά ότι δεν είναι αυτός ο Οτάρ και ότι ο Οτάρ είναι ο τύπος «ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν» χώνονται και οι δικοί μου και αρχίζουν να φωνάζουν και να μην τα πολυλογώ πολύ ωραία περάσαμε. Έφυγε και η πείνα έφυγε και η νύστα, όλα έφυγαν. Ο κύριος κελεπούρης μου ζητάει τα πειστήρια ότι έχω κάνει κράτηση, εγώ ίντερνετ στο κινητό δεν και μου δίνει το δικό του υπερσύγχρονο κινητό, παράδοξο για τα δεδομένα της χώρας(να δείτε που θα ασχολούνταν με τίποτα παράνομα εμπόρια ο κύριος κελεπούρης). Με τα πολλά συνδέομαι στο gmail από το κινητό του (και δεν αποσυνδέθηκα ποτέ) αλλά στο airbnb για κάποιο λόγο δε μπορώ να μπω. Ο Οτάρ θυμάται να με καλέσει μέσα στο γραφείο του που είχε κι εκεί υπολογιστή πιο σύγχρονο από αυτόν του σπιτιού και πάμε εγώ και αυτός μέσα. Με το που μπαίνω και πατάω airbnb βγαίνει προφανώς το δικό του airbnb και βλέπω κυκλάκι(=ένα αδιάβαστο μήνυμα). Τον κοιτάω να δω αν κοιτάει. Κοιτάει κοιτάει. Πατάω στο κυκλάκι και βλέπω φάτσα φόρα την εαυτή μου να τρώει βατόμουρα και κάτι να γράφει στα γεωργιανά. Ε κι εκεί το μυστικό ξεδιαλύνεται και για τους δυό μας. Εγώ καταλαβαίνω ότι ποτέ δεν είχε δει την κράτηση και δε μπορούσαμε να μείνουμε(κρίμα!) γιατί έκανε στο σπίτι ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν και αυτός μόλις μαθαίνει ότι ναι, έχω κάνει κράτηση.
Και τώρα τί; Τα λεφτά φυσικά και δε θα μας δεις ποτέ ξανά στη ζωή σου κύριε Οτάρι!
Πρόθυμα μας έδωσε τα λεφτά μαζί με τις κρατήσεις της airbnb και βγήκα έξω με τον αέρα της νικήτριας να ανακοινώσω τα χαρμόσυνα. Αποφασίζουμε να φύγουμε και μιας που έχουμε τα λεφτά να βρούμε ένα τίμιο χοστελάκι στο κέντρο να απλώσουμε τις αρίδες μας όταν ένας γείτονας βγαίνει και μας κάνει μια προσφορά 100 λάρι για το δικό του σπίτι. Όχι φίλε μου να μας λείπει το βύσσινο του λέμε και φεύγουμε όταν ωπ! Χιούστον έχουμε πρόβλημα! απορούμε πώς θα φύγουμε από αυτό το λαβύρινθο. Πετάγεται ένας φίλος του Οτάρ με υπερτρομακτική φάτσα αλλά καρδιά μικρού παιδιού(συμπέρασμα τσοπάνας για να ελαφρύνει το κλίμα) και μας κάνει υπερπροσφορά 5 λάρι για να μας πετάξει όλους στο κέντρο. Μπαίνουμε μέσα, χαιρετάμε τον Οτάρ ο οποίος μας λέει «παρντόν»(το μιλάει το ξενόγλωσσο ο άτιμος) και την κάνουμε. Ομόφωνα αποφασίστηκε ότι η κατάστασή μας χρήζει τροφής και έτσι αποφασίζουμε να μπούμε στο πρώτο μαγαζί που βρίσκουμε, τα Goodys της Γεωργίας. Δίνοντας ένα ρεσιτάλ καταναλωτισμού πηρα(με) ό,τι υπήρχε γραμμένο στον κατάλογο παίρνοντας μια πρώτη κακή γεύση από τη γεωργιανή γαστρονομία. Στο μεταξύ η Ελίζα σπεύδει να με ευχαριστήσει που είχα την υπομονή να συνεννοηθώ τόση ώρα-επιτέλους κι ένας άνθρωπος που το εκτίμησε! Τί; Δε θέλετε να πάτε ταξίδι μαζί μου; Ε, καλά....
Χατσαπούρι-σα να λέμε πεϊνιρλί με αβγό. Στην πραγματικότητα είναι νόστιμο αλλά φάγαμε τη χείριστη και πλέον λιπαρή εκδοχή του.
Σούπα με Χινκάλι. Είχε μέσα κιμά και αποφεύγω τους κιμάδες απ'έξω. Βγαίνει και σε βερσιόν με μανιτάρια με τυρί και νομίζω με σπανάκι. Κρίμα που δεν του έδωσα δεύτερη ευκαιρία.
Τελικά η πόλη δεν ήταν άσχημη όπως πιστεύαμε κατα τη διάρκεια της βόλτας μας με το βανάκι.
Ο προγραμματισμός ήταν αρκετά δύσκολος. Οι πληροφορίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο είναι πολύ λίγες συγκριτικά με ό,τι είναι συνηθισμένος ο –όπως λέει και ο αδερφός μου- αλλοτριωμένος δυτικός άνθρωπος και η γλώσσα δε βοηθάει καθόλου. Η οργάνωση αφέθηκε σε 2-3 άτομα και αποφασίστηκε το εξής πλάνο:

Εν τέλει συνειδητοποιήσαμε ότι το πλάνο είχε τρύπες και έγιναν φυσικά κάποιες τροποποιήσεις “en vivo y en directo” όπως λεν και στο χωριό μου.
Η πτήση ήταν πρωινή και οι μισοί από μας δεν είχαμε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ ενώ οι άλλοι μισοί είχαν κοιμηθεί ελάχιστα. Αυτό που θέλαμε ήταν να φτάσουμε ήσυχα, αναίμακτα, χωρίς καθυστερήσεις. Η πτήση με τη wizzair ήτο ακριβής, ο έλεγχος γρήγορος και οι δύο βαλίτσες μας περίμεναν ήδη στον κινούμενο ιμάντα. Ρίξαμε μια ματιά στο αεροδρόμιο, μιας και το τελευταίο βράδυ προβλεπόταν να το περάσουμε εκεί. Ήταν μικρό, με μόλις μία καφετέρια και τα γνωστά μαγαζιά για συνάλλαγμα κλπ. Βγαίνοντας ψάχναμε το βανάκι της Georgian Bus για να πάμε στο Batumi. Ο οδηγός μας έκανε νόημα πως τα εισιτήρια τα βγάζουμε από μέσα και με μόλις 15 Λάρι το άτομο είχαμε τα εισιτήρια και από μία κάρτα sim έκαστη και έκαστος. Στο βανάκι ήμασταν μονάχα εμείς και ένας ακόμη τύπος, πέραν του οδηγού. Λόγω του ότι ήμασταν μάλλον αρκετά άτομα για τα δεδομένα τους, τις περισσότερες μετακινήσεις τις κάναμε είτε πριβέ είτε με 1-2 άτομα ακόμη.
Στο δρόμο κάποιοι κοιμήθηκαν. Προσωπικά δε μπορώ να κοιμηθώ υπό νορμάλ συνθήκες, πόσο μάλλον όταν η διαδρομή περιλαμβάνει ορεινούς καταπράσινους όγκους, οι οποίοι αν και προτιμώ το γυμνό (για τα βουνά πάντα) θύμιζαν τροπικό τοπίο,και σπίτια κάπως περίεργα, όλα με πολλά μεγάλα παράθυρα και εξωτερικές σκάλες, αραιά τοποθετημένα ανάμεσα σε αχανείς άφραχτες εκτάσεις. Η οδήγηση ήταν άθλια και δε μπορούσαμε παρα να τη σχολιάζουμε ακατάπαυστα.
Κάπου στο δίωρο άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Το σπίτι στο Batumi είχα αναλάβει να το κλείσω εγώ όμως δεν είχα προηγούμενη εμπειρία με airbnb και ενταξει ήμουν ήδη κάπως νευριασμένη που το μεγαλύτερο βάρος της οργάνωσης είχε πέσει και πάλι πάνω μου που δεν πολυασχολήθηκα, το έκλεισα και ούτε μίλησα με τον ιδιοκτήτη ούτε τίποτα. Δε φανταζόμουν βέβαια ότι αυτό θα μου γυρίσει μπούμερανγκ. Οι κάρτες που μας είχε δώσει η υπάλληλος της Georgian Bus δε λειτουργούσαν και δε συνέφερε με τίποτα να συνδεθώ στο ίντερνετ από δεδομένα. Πώς θα ήξερε ο ιδιοκτήτης ότι ερχόμαστε;
Η ώρα περνούσε γρήγορα και ακόμη πιο γρήγορα προσπερνούσε ο οδηγός τα αυτοκίνητα, σε στροφές και με αυτοκίνητα στο απέναντι ρεύμα. Ήμασταν εν δυνάμει νεκροί. Και ενώ οι άλλοι ανησυχούσαν για τις ζωές τους εγώ, που ήμουν συνηθισμένη από την οδήγηση λόγω λατινικής Αμερικής, ανησυχούσα για τη βραδινή μας διαμονή. ΑΝ ξημερώναμε δηλαδή. Φτάνουμε στο Batumi και ο οδηγός λέει κάτι στα Γεωργιανά και μας κοιτάει. Καταλαβαίνουμε ότι θέλει να του πούμε τη διεύθυνση. Εκεί πετάγεται και ο μουγκοθόδωρας συνεπιβάτης μας, ο οποίος εν τέλει ήταν είτε Γεωργιανός που είχε κάνει Ελλάδα στο παρελθόν(άποψη τσοπάνας) είτε Έλληνας που κάνει Γεωργία(άποψη των υπολοίπων). Με τα πολλά του λέω τη διεύθυνση. Μου λέει, 30 λάρι. Λέμε ναι. Κι εδώ ξεκινά η παράσταση. Κυρίες και κύριοι, αλήτες κι αλήτισσες, νεράιδες και παλληκάρια, παρακαλείστε να κλείσετε τα κινητά σας, να αποσυνδέσετε τις βόμβες, να κρύψετε τα ραβδιά σας και να συγκεντρωθείτε στο θέαμα.
Η πόλη δε φαινόταν ούτε μεγάλη ούτε όμορφη. Εντάξει, κάθε πόλη είναι όμορφη αλλά υπάρχουν ομορφιές και ομορφιές. Ε αυτή ήταν στις δεύτερες. Είχε περάσει περίπου μία ώρα και είχαμε κάνει το γύρο της πόλης 2-3 φορές. Ο οδηγός είχε συγκεκριμένη τακτική που απ’ότι φαίνεται δεν απέδιδε. Πλησίαζε αρκετά στο λιμάνι, απομακρυνόταν, έκανε κάτι κύκλους, σταματούσε να ρωτήσει όλους τους περαστικούς και ξαναγυρνούσε στο λιμάνι. Οι πρώτες υποψίες είχαν αρχίσει κι εγώ έσπευδα να τους καθησυχάσω όλους. «’Αντε καλέ, να δείτε που ο οδηγός δεν είναι ντόπιος και δεν τα ξέρει. Αφού το είδα γω, κέντρο καράκεντρο είναι το σπίτι. Και τί σπίτι! Σπιταρώνα! Τί; Αν μίλησα με τον ιδιοκτήτη; Ε, βασικά η κράτηση είναι επιβεβαιωμένη. Ναι σας λέω! Αφού το είδα και στο e-banking, μου ‘χει πάρει τα λεφτά. Τί έλεγαν οι κριτικές για το σπίτι; Ε, χμμ, να, δεν είχε κριτικές. Γενικά δεν είχε καμία προηγούμενη κράτηση! Αν πάω καλά; Ήθελα απλώς να δώσω την ευκαιρία σε έναν νέο ενοικιαστή.»
Ο οδηγός, εμφανώς νευριασμένος σταματάει. Είχαμε κλείσει μία ώρα κάνοντας επανάληψη τις οδούς της πόλης και η δική μας οδός πουθενά. Βγαίνει από το βανάκι. Να δείτε που θα μας παρατήσει. Μου λέει κάτι. Του δείχνω τη διεύθυνση στο κινητό. Μου παίρνει το κινητό και φεύγει. Εγκεφαλικό. 12 ανθρώπινα και 2 τσοπανίσια μάτια τον παρακολουθούν από το παράθυρο. Δείχνει το κινητό σε έναν ταξιτζή. Πάει το κινητάκι μου! Τον πληρώνει κιόλας. Κανονικά ο ταξιτζής δε θα έπρεπε να τον πληρώσει για να αγοράσει το κινητό μου; Περίεργα το έχουν εδώ στον Πόντο!
Ο οδηγός μπαίνει πάλι στο βανάκι, με φωνάζει και μου δίνει το κινητό μου. Ανακούφιση. Ο ταξιτζής βάζει μπρος, βάζει μπρος και ο δικός μας. Τον είχε πληρώσει για να τον οδηγήσει στη διεύθυνση. Ταριφς οβ δε γουόρλντ-σταθερή αξία! Μετά από μία 10λεπτη οδήγηση έντρομο το μάτι μου παίρνει την οδό που ψάχναμε. Κοριτσάρα μου πας καλά; Έχεις να κοιμηθείς 30 ώρες, να φας 20 ώρες, έχεις στον οργανισμό σου καμπόσα λίτρα μπύρας που ένα ένα ζητάνε να βγουν και δε χαίρεσαι που επιτέλους φτάνεις. Δώστε μου μισό λεπτό και θα σας εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα.
Αν και δεν ήθελα να το παραδεχτώ, είχαμε φύγει αρκετά από το κέντρο της πόλης. Επίσης, ο κόσμος ήταν λίγο περίεργος. Η συνοικία φαινόταν αρκετά φτωχική και άρχιζαν να ακούγονται ψύχραιμες εκφράσεις του στυλ «Θα μας σφάξουν!» που όσο κι αν έσπευδα να διαψεύσω και να υπενθυμίσω σε όλους ότι δηλώνουν περίτρανα οπαδοί της παρακμής άρα θα πρέπει να χαίρονται, δε μπόρεσα να τους καθησυχάσω. Α! Και τέλος, ο δρόμος δεν ήταν δρόμος. Ήταν χωματόδρομος που πλαισιωνόταν από ημιτελή σπίτια. Το δρόμο διέκοπταν κάθε λίγο έργα που δημιουργούσαν κάτι τεράστιες τρύπες στη μέση του και βουνά από χώμα και χαλίκι ακριβώς δίπλα τους. Είχα κι εκεί επιχείρημα!Ο δρόμος δίπλα από το σπίτι μου φτιάχτηκε κάπου στο 2002. Ναι αμέ, 10 χρόνια σε χωματόδρομο έπαιζα μήλα, τίποτα δεν έπαθα. Δεν έπιασε!! Έπαιζα και ψείρες. Τίποτα! Και αμπάριζα! Εκεί πήγα να κερδίσω μερικούς αλλά εν τέλει λύγισαν!
(Τσο)-Εντάξει είμαστε ακόμη στο 10(τυχαίρος αριθμός) μέχρι το 90 μπορεί να αλλάξει το σκηνικό!
Γέλια ακαθόριστης ψυχοσύνθεσης και διάθεσης ερέθισαν το τύμπανο του αφτιού μου. Είχαμε γίνει όλοι μια αγκαλιά, οι αγωνίες μας είχαν ενωθεί και οι σφυγμοί μας αυξανόταν μαζί με τους αριθμούς των σπιτιών. Όσο προχωρούσε το βανάκι το σκηνικό κάπως βελτιωνόταν- τουλάχιστον δεν έκανε γκελ κάθε τρεις και λίγο ήτοι δεν υπήρχαν πλέον τρύπες- αλλά ο χωματόδρομος χωματόδρομος. Η μηχανή σβήνει. Έπαθε βλάβη; Πού τέτοια τύχη! Είχαμε απλώς φτάσει στο μαγευτικό προορισμό μας. Ο οδηγός απηυδισμένος μας κάνει νόημα να κατέβουμε, να πάρουμε τα μπογαλάκια μας και να μη μας ξαναδεί ποτέ στα μάτια του. Του λέμε να περιμένει γιατί δε μπορεί, έχει γίνει κάποιο λάθος.
Όλα τα βλέμματα πάνω μου, ένιωθα σα σταρ! Τί χαρά!
-Τον Οτάρ θέλω.
Έρχεται ένας που μου το παίζει Οτάρ. Του λέω δεν είσαι αυτός που έκλεισα το σπίτι.
-(ακαταλαβίστικα γεωργιανά)
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων)
-Γκαβαρίτσι παρούσκι;(μιλάς ρωσικά)
-Τσουτ τσουτ(Λιγάκι). Τρομάρα μου!
-(ακαταλαβίστικα ρωσικά)
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων)
Νί γκαβαριού παρούσκι(δε μιλάω ρωσικά). (Αυτός ο διάλογος έμελλε να γίνει η ρουτίνα της τσοπάνας για τις επόμενες μέρες).
-Ρεκονστρουξιόν, ρεκονστρουξιόν.
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων).
Ο τύπος με οδηγεί στον πάνω όροφο του σπιτιού. Μας ανοίγει η μάλλον γυναίκα του. Μαζί μου έρχονται ο Κώστας και η Αλεξία. Το σπίτι μοιάζει με το σπίτι της γιαγιάς μου στο χωριό μου(ναι σ’αυτό το χωριό που μιλάμε και ισπανικά) μόνο που είναι λίγο πιο κιτς.
(τσο)- Ωραία αίσθηση. Βουκολικό μέρος! Ειδικά τα σεμεδάκια πάνω στην τηλεόραση του ’80 σου δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψεις στο χρόνο!
(Κώστας και Αλεξία)- Άγριο βλέμμα.
Η γυναίκα φαίνεται κάπως αναστατωμένη. Μας ζητάει κάποια λεφτά. Της λέμε έχουμε κάνει κράτηση και έχουμε πληρώσει ήδη. Ούτε που το κατάλαβε. Με κοιτάει και αρχίζει να μιλάει πιο γρήγορα και απ’το φως, στα ρωσικά.
-Νί γκαβαριού παρούσκι.
Κάνει το ίδιο και στον Κώστα και στην Αλεξία.
Τον εποικοδομητικό διάλογο διακόπτει κάθε τρεις και λίγο ένας υπόκωφος ήχος από τρυπάνι. Ο Κώστας και η Αλεξία έχουν φρικάρει μαζί τους κι εγώ αν και προσπαθώ να μην το δείξω.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια ή όπως λένε και στο χωριό μου “el que no corre vuela”. Ένας μεγάλος και αρκετά αργός υπολογιστής με windows xp (και στο χωριό μου τέτοιους είχαμε) ανοίγει και με καλεί να συνδεθώ για να τους δέιξω την κράτηση.
-Χεχε, να, δε θυμάμαι τον κωδικό.
-Κάνε υπενθύμιση και μπες στο μέηλ σου να τον πάρεις.
-Χεχε, ούτε κωδικό μέηλ θυμάμαι απ’έξω.
-(χαμόγελο τσοπάνας-άγριο βλέμμα υπολοίπων).
Κάπου εκεί μπαίνει ό Οταρ αλαφιασμένος φωνάζοντας ρεκονστρουξιόν.
Η γυναίκα ξεκινά να του λέει κάτι στα ρωσικά ακόμη πιο γρήγορα απ’ότι μιλούσε σε μας και εμείς αρχίζουμε να μιλάμε μεταξύ μας στα ελληνικά. Στο μεταξύ με ενημερώνουν απ’το κοντρόλ ότι το κοινό μου έξω απ’το σπίτι με ζητάει. Να δείτε που θα θέλει να με ευχαριστήσει!
Βγαίνω έξω. Η υποδοχή δεν είναι και η καλύτερη που θα μπορούσε. Η φάση των νεύρων έχει φύγει και τώρα έρχεται ο βομβαρδισμός ερωτήσεων. Ο Οτάρ συνεχίζει να φωνάζει ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν! Παίρνει κάποιον τηλέφωνο και μου το δίνει να μιλήσω (ήταν σύνηθες φαινόμενο όπως θα συνειδητοποιούσαμε στη συνέχεια όλοι να έχουν ένα γνωστό που να μιλάει αγγλικά και να τον παίρνουν για να του πούμε τί θέλουμε πια και φωνάζουμε τόσο). Του λέω πώς έχει το πράμα και το μεταφέρει στον Οτάρ. Σε 2 λεπτά ο αγγλομαθής κύριος(κελεπούρι κορίτσια) είναι εκεί μαζί με τη μερσέντα του και μου λέει ότι όχι δεν έχουμε κάνει κράτηση. Στο μεταξύ τον κοιτάω και κοιτάω και τη φωτο του airbnb που την εχω κάνει screenshot και βλέπω ότι αυτός είναι ο πραγματικός Οτάρ. Του λέω είσαι ο Οτάρ μου λέει δεν είμαι βρε είσαι βρε δεν είμαι. Σκάνε και οι γείτονες να μας πούν στα Γεωργιανά ότι δεν είναι αυτός ο Οτάρ και ότι ο Οτάρ είναι ο τύπος «ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν» χώνονται και οι δικοί μου και αρχίζουν να φωνάζουν και να μην τα πολυλογώ πολύ ωραία περάσαμε. Έφυγε και η πείνα έφυγε και η νύστα, όλα έφυγαν. Ο κύριος κελεπούρης μου ζητάει τα πειστήρια ότι έχω κάνει κράτηση, εγώ ίντερνετ στο κινητό δεν και μου δίνει το δικό του υπερσύγχρονο κινητό, παράδοξο για τα δεδομένα της χώρας(να δείτε που θα ασχολούνταν με τίποτα παράνομα εμπόρια ο κύριος κελεπούρης). Με τα πολλά συνδέομαι στο gmail από το κινητό του (και δεν αποσυνδέθηκα ποτέ) αλλά στο airbnb για κάποιο λόγο δε μπορώ να μπω. Ο Οτάρ θυμάται να με καλέσει μέσα στο γραφείο του που είχε κι εκεί υπολογιστή πιο σύγχρονο από αυτόν του σπιτιού και πάμε εγώ και αυτός μέσα. Με το που μπαίνω και πατάω airbnb βγαίνει προφανώς το δικό του airbnb και βλέπω κυκλάκι(=ένα αδιάβαστο μήνυμα). Τον κοιτάω να δω αν κοιτάει. Κοιτάει κοιτάει. Πατάω στο κυκλάκι και βλέπω φάτσα φόρα την εαυτή μου να τρώει βατόμουρα και κάτι να γράφει στα γεωργιανά. Ε κι εκεί το μυστικό ξεδιαλύνεται και για τους δυό μας. Εγώ καταλαβαίνω ότι ποτέ δεν είχε δει την κράτηση και δε μπορούσαμε να μείνουμε(κρίμα!) γιατί έκανε στο σπίτι ρεκονστρουξιόν ρεκονστρουξιόν και αυτός μόλις μαθαίνει ότι ναι, έχω κάνει κράτηση.
Και τώρα τί; Τα λεφτά φυσικά και δε θα μας δεις ποτέ ξανά στη ζωή σου κύριε Οτάρι!
Πρόθυμα μας έδωσε τα λεφτά μαζί με τις κρατήσεις της airbnb και βγήκα έξω με τον αέρα της νικήτριας να ανακοινώσω τα χαρμόσυνα. Αποφασίζουμε να φύγουμε και μιας που έχουμε τα λεφτά να βρούμε ένα τίμιο χοστελάκι στο κέντρο να απλώσουμε τις αρίδες μας όταν ένας γείτονας βγαίνει και μας κάνει μια προσφορά 100 λάρι για το δικό του σπίτι. Όχι φίλε μου να μας λείπει το βύσσινο του λέμε και φεύγουμε όταν ωπ! Χιούστον έχουμε πρόβλημα! απορούμε πώς θα φύγουμε από αυτό το λαβύρινθο. Πετάγεται ένας φίλος του Οτάρ με υπερτρομακτική φάτσα αλλά καρδιά μικρού παιδιού(συμπέρασμα τσοπάνας για να ελαφρύνει το κλίμα) και μας κάνει υπερπροσφορά 5 λάρι για να μας πετάξει όλους στο κέντρο. Μπαίνουμε μέσα, χαιρετάμε τον Οτάρ ο οποίος μας λέει «παρντόν»(το μιλάει το ξενόγλωσσο ο άτιμος) και την κάνουμε. Ομόφωνα αποφασίστηκε ότι η κατάστασή μας χρήζει τροφής και έτσι αποφασίζουμε να μπούμε στο πρώτο μαγαζί που βρίσκουμε, τα Goodys της Γεωργίας. Δίνοντας ένα ρεσιτάλ καταναλωτισμού πηρα(με) ό,τι υπήρχε γραμμένο στον κατάλογο παίρνοντας μια πρώτη κακή γεύση από τη γεωργιανή γαστρονομία. Στο μεταξύ η Ελίζα σπεύδει να με ευχαριστήσει που είχα την υπομονή να συνεννοηθώ τόση ώρα-επιτέλους κι ένας άνθρωπος που το εκτίμησε! Τί; Δε θέλετε να πάτε ταξίδι μαζί μου; Ε, καλά....





Χατσαπούρι-σα να λέμε πεϊνιρλί με αβγό. Στην πραγματικότητα είναι νόστιμο αλλά φάγαμε τη χείριστη και πλέον λιπαρή εκδοχή του.

Σούπα με Χινκάλι. Είχε μέσα κιμά και αποφεύγω τους κιμάδες απ'έξω. Βγαίνει και σε βερσιόν με μανιτάρια με τυρί και νομίζω με σπανάκι. Κρίμα που δεν του έδωσα δεύτερη ευκαιρία.


Τελικά η πόλη δεν ήταν άσχημη όπως πιστεύαμε κατα τη διάρκεια της βόλτας μας με το βανάκι.