mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.794
- Likes
- 8.438
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Λίγη ακόμη ταλαιπωρία
Το Batumi Surf Hostel βρισκόταν πολύ κοντά στα γεωργιανά Goody’s κι έτσι δε χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ. Στην υποδοχή βρισκόταν ένα παιδί ακαθόριστης ηλικίας (από 15 μέχρι 30) και ακαθόριστης προελεύσεως (μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ) με πολύ σερφοστυλάκι μας υποδέχτηκε και μας υπέδειξε τα δωμάτιά μας. Εντάξει δεν ήταν και το καλύτερο χόστελ που έχω πάει αλλά έτσι όπως ήμασταν εκείνη τη στιγμή φάνταζε παραδεισένιο. Κάποιες διαφωνίες ως προς το τί θα κάνουμε, αν θα κοιμηθούμε τώρα για να ξυπνήσουμε το βραδάκι ή αν θα το πάρουμε σερί μα πριν προλάβουμε να καταλήξουμε κάπου βυθιστήκαμε όλοι συγχρονισμένα στη διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας (δηλαδή στον ύπνο). Όλοι και όλες εκτός από την Ελίζα η οποία για κάποιο λόγο σε όλο το ταξίδι κοιμόταν τελευταία και ξυπνούσε πρώτη.
Μετά από ένα 3ωρο περίπου ξυπνήσαμε κάπως πιο κοιμισμένοι από πριν και αποφασίσαμε να κάνουμε τη βραδινή μας βόλτα για να ελέγξουμε την περιοχή, μιας και ήταν Σάββατο. Η πόλη άδεια, το μπαρ που μας πρότεινε ο ακαθόριστος τύπος είχε κλείσει κι έτσι μετά από κάποιες γύρες στο κέντρο αποφασίσαμε να μπούμε σε ένα μπαρ που είχε κόσμο. Η νυχτερινή ζωή είναι για μένα δυστυχώς ή ευτυχώς σημαντικο κριτήριο και η Γεωργία δεν έλεγε πολλά σ’αυτό το κομμάτι ομολογουμένως. Παρόλαυτα το μαγαζί είχε όμορφα διακοσμημένα τα τραπέζια του και κάποιες διόλου αδιάφορες εικαστικές παρεμβάσεις που σε συνδυασμό με τη φθηνή μπύρα (στον πόλεμο μπύρα vs κρασί τάσσομαι ξεκάθαρα και με πλήρη συνείδηση των πράξεών μου υπέρ της μπύρας) έκαναν πιο ευχάριστη τη βραδινή μας έξοδο. Δυστυχώς το μαγαζί έκλεινε, το ίδιο και τα μάτια μου βέβαια. Κάποιοι κατευθύνθηκαν προς αναζήτηση τροφής, η Αλεξία είχε ήδη πάει για ύπνο κι εγώ με την Ελίζα κάναμε μια επίσκεψη στο μίνιμάρκετ για να τσιμπήσουμε κάτι. Το γιαούρτι έκατσε σα πέτρα στο τσοπανίσιο μου στομάχι κι έτσι βαριά κι ασήκωτη βυθίστηκα για άλλη μια φορά σε ύπνο βαθύ.
Το πρωί έμαθα πως οι υπόλοιποι εντόπισαν αρκετά κοντά στο χόστελ ένα μαγαζί που έφτιαχνε shawarma η οποία λένε ότι ήτο εξαιρετική. Το φαγητό αυτό έμελλε να είναι το κυρίως γεύμα αρκετών σε σχεδόν όλο το ταξίδι. Συνεχίζοντας λοιπόν με τα του φαγητού, καθίσαμε σε ένα πολύ ζεστό μαγαζάκι για πρωινό. Εδώ να αναφέρω, σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη καταλάβει, ότι η σχέση μου με την τουαλέτα για το number 2 είναι μια σχέση μίσους και πάθους που εκτός από ένταση και φλόγα έχει και τακτικότητα και συνέπεια και κυρίως συχνότητα. Να το πω πιο απλά το πρωί με το που ξυπνήσω άντε στο πρώτο μισάωρο, αν δεν επισκεφτώ την τουαλέτα, πάει να πει ότι έχει αναστηθεί ο Καποδίστριας, ότι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα πάρει πίσω την Πόλη και άλλοι τέτοιοι αστικοί μύθοι. Το σιγουράκι μου λοιπόν ήταν ότι κάθομαι αφήνω τα μπογαλάκια μου πίνω μια τζούρα καφέ και φεύγω για τη νεκρανάσταση. Ελάτε όμως που το μαγαζί δεν είχε τουαλέτα. Ναι! Καλά ακούσατε. Ολόκληρο μαγαζί εστίασης και δεν είχε τουαλέτα! Και τί έκανε η τσοπάνα κυρίες και κύριοι γι αυτό; Παρήγγειλε έναν αμερικάνο και όλο τον κατάλογο σε φαγητό! Και όπως θα μαντεύετε μετά έφυγε τρέχοντας για το χόστελ.
Μετά τη συνεδρία το μενού είχε επίσκεψη στο βοτανικό κήπο που ήταν και ο κύριος λόγος που επιλέξαμε να επισκεφτούμε το Μπατούμι, πέραν του ότι θέλαμε να δούμε όπωσδήποτε και μια παραθαλάσσια πόλη. Ο οδηγός μας έκλεψε για ακόμη μια φορά στα εισιτήρια αλλά μικρό το κακό, πληρώσαμε την είσοδο και ξεχυθήκαμε για τον μεγάλο βοτανικό κήπο με τα τροπικά φυτά και την όμορφη θέα.
Η βόλτα στο Mtsvane-Kontskhi διήρκησε αρκετά δεδομένου ότι η έκταση είναι αρκετά μεγάλη και με ποικιλλομορφία ως προς τα είδη φυτών και ανθέων. Το τοπίο ήταν όμορφο και απρόσμενα «τροπικό» αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω όμως, δε νομίζω να επισκεπτόμασταν αυτή την πόλη που δε μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα.
Από το μέρος όπου μας υπέδειξαν βρήκαμε ένα βανάκι και αρχίσαμε δια του κινητού να κάνουμε παζάρια για να φτασουμε στην Τιφλίδα. Γενικά χαρήκαμε αρκετά που καταφέραμε να πετύχουμε την τιμή που θέλαμε (125 λάρι συνολικά αν δεν απατώμεν) αλλά εν τέλει συνειδητοποιήσαμε ότι τα λεφτά δεν ήταν καθόλου λίγα για τα δεδομένα της χώρας. Η διαδρομή διήρκησε ~5 ώρες και ο οδηγός αποδείχτηκε συγγενής της Βίκυς της γκαζιάρας, σε βαθμό που οι μισοί φρίκαραν υπερβολικά. Κάθε τρεις και λίγο του έκαναν παρατήρηση να πάει πιο σιγά, αν και το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι συνεχόμενες προσπεράσεις στις στροφές και μάλιστα με οχήματα από την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που οι ίδιοι μάλλον θεωρούν φυσιολογικό. Ο οδηγός δε μιλούσε γρι αγγλικά προφανώς και αφού δοκίμασε τα πάντα, απ’ το να χαμηλώσει το –ρεγκετόν-στυλ-ντεσπασίτο ράδιο μέχρι να ανοιγοκλείσει 30 φορές τα παράθυρα έπαιξε το μεγάλο του χαρτί και πήρε τηλέφωνο μια αγγλομαθή γυναίκα. Η τσοπάνα κλήθηκε να μεταφέρει τις ανησυχίες ολόκληρης της παρέας στη δύσμοιρη τούτη γυναίκα που έπρεπε στις 3 τα ξημερώματα να μιλάει με μια βοσκοπούλα και αυτή με τη σειρά της εξέφρασε τις ανησυχίες στο Ραϊκόνεν της Γεωργίας. Αφού χαμογέλασε όλο σιγουριά ότι θα αφήσει τους πελάτες ευχαριστημένους, χαμήλωσε ταχύτητα για τα επόμενα 3 λεπτά και μετά συνέχισε όλο χάρη να πετά στον ουρανό εεε στον κακοτράχαλο γεωργιανό δρόμο.
Κατα τις 5 το πρωί λοιπόν φτάνουμε σε έναν έρημο δρόμο όπου ο κυρ-οδηγός σταματά και μας λέει ότι φτάσαμε και ότι πρέπει να πάρουμε από εδώ έναν απ’τους φίλους του τους ταρίφες για να μας πάει κέντρο. Μα μου εμείς του λέγαμε ότι μας πήρε απ το κέντρο του Μπατουμίου άρα να μας πάει στο κέντρο της Τιφλίδας παρακαλώ ανένδοτος αυτός, απειλητικοί οι συνάδελφοι έτοιμοι να μας πιούν το αίμα, ζητώντας μας σχεδόν όσα λεφτά πληρώσαμε για 5 ώρες για διαδρομή 10 λεπτών. Όχι ευχαριστούμε εμείς όλο πείσμα, βρε πάρτε δε θα βρείτε καλύτερα αυτοί, η επιμονή έγινε εκνευρισμός από αμφότερες τις πλευρές οπότε ξεκίνησαν οι φωνές και οι προσπάθειες από εμάς να βρούμε άλλα ταξί. Οι κύριοι όμως δεν παρέδιδαν τα όπλα, έλεγαν κάτι σε όλους αυτούς που μας έκαναν μια σχετικά λογική προσφορά και οι δεύτεροι έφευγαν χωρίς να συνεργαστούμε. Δε ξέρω αν όλο αυτό είναι κάποιος άτυπος κανόνας, αν ήταν τα ταξί-γκέτο ή ο,τιδήποτε αλλά χρυσή συμβουλή, αν πάρετε βανάκι(μασρούτκα) από τη Γεωργία διασαφηνίστε από την αρχή που θα σας αφήσει. Με τα πολλά βρήκαμε έναν καλό όπως πιστεύαμε άνθρωπο να μας πάει με σχετικά λίγα χρήματα ( που και πάλι απ’ότι μάθαμε μετά καθόλου λίγα δεν ήταν) και ο κύριος αφού μας άφησε έξω από το χόστελ όπου θα μέναμε το 1ο βράδυ (τα υπόλοιπα θα παίρναμε airbnb απλά λόγω μιας ασυνεννοησίας το 1ο ξεμείναμε) ανέβηκε μαζί μας μέχρι την πόρτα. Όταν άνοιξε η κοπέλα που ήταν στη ρεσεψιόν της είπε κάτι στα γεωργιανά, το πρόσωπο της κοπέλας κάπως άλλαξε κι εμείς ανησυχήσαμε ότι κάτι συμβαίνει. Μίλησαν για λίγο, η ρεσεψιονίστ πήρε ένα τηλέφωνο και ύστερα από λίγο ο ταξιτζής έφυγε. Τότε η κοπέλα μας είπε ότι ο τύπος της είπε ότι είχε συμφωνία με το αφεντικό του χόστελ να μας μεταφέρει και να τα πληρώσουν αυτοί και ότι ήθελε τα λεφτά, κάτι που φυσικά δε συνέβαινε. Η ώρα είχε περάσει και όλοι έσπευσαν να κοιμηθούν εκτός από τη μικρή τσοπάνα, η οποία για ακόμη μία φορά έμελλε να κάνει ολονυχτία στην τουαλέτα, επιβεβαιώνοντας το χρυσό κανόνα ότι για να πάει καλά ένα ταξίδι, πρέπει να συνοδεύεται από διάρροια.
Η όμορφη διακόσμηση στους τοίχους του μπαρ το πρώτο βράδυ.
Και το λάητ πρωινό το αμέσως επόμενο πρωί
Μέγκαντεθ λαίμαι.
Το τάβλι φαίνεται πως είναι σταθερή αξία.
Αρκετά γραφικός,
Το Batumi Surf Hostel βρισκόταν πολύ κοντά στα γεωργιανά Goody’s κι έτσι δε χρειάστηκε να περπατήσουμε πολύ. Στην υποδοχή βρισκόταν ένα παιδί ακαθόριστης ηλικίας (από 15 μέχρι 30) και ακαθόριστης προελεύσεως (μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ) με πολύ σερφοστυλάκι μας υποδέχτηκε και μας υπέδειξε τα δωμάτιά μας. Εντάξει δεν ήταν και το καλύτερο χόστελ που έχω πάει αλλά έτσι όπως ήμασταν εκείνη τη στιγμή φάνταζε παραδεισένιο. Κάποιες διαφωνίες ως προς το τί θα κάνουμε, αν θα κοιμηθούμε τώρα για να ξυπνήσουμε το βραδάκι ή αν θα το πάρουμε σερί μα πριν προλάβουμε να καταλήξουμε κάπου βυθιστήκαμε όλοι συγχρονισμένα στη διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας (δηλαδή στον ύπνο). Όλοι και όλες εκτός από την Ελίζα η οποία για κάποιο λόγο σε όλο το ταξίδι κοιμόταν τελευταία και ξυπνούσε πρώτη.
Μετά από ένα 3ωρο περίπου ξυπνήσαμε κάπως πιο κοιμισμένοι από πριν και αποφασίσαμε να κάνουμε τη βραδινή μας βόλτα για να ελέγξουμε την περιοχή, μιας και ήταν Σάββατο. Η πόλη άδεια, το μπαρ που μας πρότεινε ο ακαθόριστος τύπος είχε κλείσει κι έτσι μετά από κάποιες γύρες στο κέντρο αποφασίσαμε να μπούμε σε ένα μπαρ που είχε κόσμο. Η νυχτερινή ζωή είναι για μένα δυστυχώς ή ευτυχώς σημαντικο κριτήριο και η Γεωργία δεν έλεγε πολλά σ’αυτό το κομμάτι ομολογουμένως. Παρόλαυτα το μαγαζί είχε όμορφα διακοσμημένα τα τραπέζια του και κάποιες διόλου αδιάφορες εικαστικές παρεμβάσεις που σε συνδυασμό με τη φθηνή μπύρα (στον πόλεμο μπύρα vs κρασί τάσσομαι ξεκάθαρα και με πλήρη συνείδηση των πράξεών μου υπέρ της μπύρας) έκαναν πιο ευχάριστη τη βραδινή μας έξοδο. Δυστυχώς το μαγαζί έκλεινε, το ίδιο και τα μάτια μου βέβαια. Κάποιοι κατευθύνθηκαν προς αναζήτηση τροφής, η Αλεξία είχε ήδη πάει για ύπνο κι εγώ με την Ελίζα κάναμε μια επίσκεψη στο μίνιμάρκετ για να τσιμπήσουμε κάτι. Το γιαούρτι έκατσε σα πέτρα στο τσοπανίσιο μου στομάχι κι έτσι βαριά κι ασήκωτη βυθίστηκα για άλλη μια φορά σε ύπνο βαθύ.
Το πρωί έμαθα πως οι υπόλοιποι εντόπισαν αρκετά κοντά στο χόστελ ένα μαγαζί που έφτιαχνε shawarma η οποία λένε ότι ήτο εξαιρετική. Το φαγητό αυτό έμελλε να είναι το κυρίως γεύμα αρκετών σε σχεδόν όλο το ταξίδι. Συνεχίζοντας λοιπόν με τα του φαγητού, καθίσαμε σε ένα πολύ ζεστό μαγαζάκι για πρωινό. Εδώ να αναφέρω, σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη καταλάβει, ότι η σχέση μου με την τουαλέτα για το number 2 είναι μια σχέση μίσους και πάθους που εκτός από ένταση και φλόγα έχει και τακτικότητα και συνέπεια και κυρίως συχνότητα. Να το πω πιο απλά το πρωί με το που ξυπνήσω άντε στο πρώτο μισάωρο, αν δεν επισκεφτώ την τουαλέτα, πάει να πει ότι έχει αναστηθεί ο Καποδίστριας, ότι ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα πάρει πίσω την Πόλη και άλλοι τέτοιοι αστικοί μύθοι. Το σιγουράκι μου λοιπόν ήταν ότι κάθομαι αφήνω τα μπογαλάκια μου πίνω μια τζούρα καφέ και φεύγω για τη νεκρανάσταση. Ελάτε όμως που το μαγαζί δεν είχε τουαλέτα. Ναι! Καλά ακούσατε. Ολόκληρο μαγαζί εστίασης και δεν είχε τουαλέτα! Και τί έκανε η τσοπάνα κυρίες και κύριοι γι αυτό; Παρήγγειλε έναν αμερικάνο και όλο τον κατάλογο σε φαγητό! Και όπως θα μαντεύετε μετά έφυγε τρέχοντας για το χόστελ.
Μετά τη συνεδρία το μενού είχε επίσκεψη στο βοτανικό κήπο που ήταν και ο κύριος λόγος που επιλέξαμε να επισκεφτούμε το Μπατούμι, πέραν του ότι θέλαμε να δούμε όπωσδήποτε και μια παραθαλάσσια πόλη. Ο οδηγός μας έκλεψε για ακόμη μια φορά στα εισιτήρια αλλά μικρό το κακό, πληρώσαμε την είσοδο και ξεχυθήκαμε για τον μεγάλο βοτανικό κήπο με τα τροπικά φυτά και την όμορφη θέα.
Η βόλτα στο Mtsvane-Kontskhi διήρκησε αρκετά δεδομένου ότι η έκταση είναι αρκετά μεγάλη και με ποικιλλομορφία ως προς τα είδη φυτών και ανθέων. Το τοπίο ήταν όμορφο και απρόσμενα «τροπικό» αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω όμως, δε νομίζω να επισκεπτόμασταν αυτή την πόλη που δε μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα.
Από το μέρος όπου μας υπέδειξαν βρήκαμε ένα βανάκι και αρχίσαμε δια του κινητού να κάνουμε παζάρια για να φτασουμε στην Τιφλίδα. Γενικά χαρήκαμε αρκετά που καταφέραμε να πετύχουμε την τιμή που θέλαμε (125 λάρι συνολικά αν δεν απατώμεν) αλλά εν τέλει συνειδητοποιήσαμε ότι τα λεφτά δεν ήταν καθόλου λίγα για τα δεδομένα της χώρας. Η διαδρομή διήρκησε ~5 ώρες και ο οδηγός αποδείχτηκε συγγενής της Βίκυς της γκαζιάρας, σε βαθμό που οι μισοί φρίκαραν υπερβολικά. Κάθε τρεις και λίγο του έκαναν παρατήρηση να πάει πιο σιγά, αν και το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι συνεχόμενες προσπεράσεις στις στροφές και μάλιστα με οχήματα από την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που οι ίδιοι μάλλον θεωρούν φυσιολογικό. Ο οδηγός δε μιλούσε γρι αγγλικά προφανώς και αφού δοκίμασε τα πάντα, απ’ το να χαμηλώσει το –ρεγκετόν-στυλ-ντεσπασίτο ράδιο μέχρι να ανοιγοκλείσει 30 φορές τα παράθυρα έπαιξε το μεγάλο του χαρτί και πήρε τηλέφωνο μια αγγλομαθή γυναίκα. Η τσοπάνα κλήθηκε να μεταφέρει τις ανησυχίες ολόκληρης της παρέας στη δύσμοιρη τούτη γυναίκα που έπρεπε στις 3 τα ξημερώματα να μιλάει με μια βοσκοπούλα και αυτή με τη σειρά της εξέφρασε τις ανησυχίες στο Ραϊκόνεν της Γεωργίας. Αφού χαμογέλασε όλο σιγουριά ότι θα αφήσει τους πελάτες ευχαριστημένους, χαμήλωσε ταχύτητα για τα επόμενα 3 λεπτά και μετά συνέχισε όλο χάρη να πετά στον ουρανό εεε στον κακοτράχαλο γεωργιανό δρόμο.
Κατα τις 5 το πρωί λοιπόν φτάνουμε σε έναν έρημο δρόμο όπου ο κυρ-οδηγός σταματά και μας λέει ότι φτάσαμε και ότι πρέπει να πάρουμε από εδώ έναν απ’τους φίλους του τους ταρίφες για να μας πάει κέντρο. Μα μου εμείς του λέγαμε ότι μας πήρε απ το κέντρο του Μπατουμίου άρα να μας πάει στο κέντρο της Τιφλίδας παρακαλώ ανένδοτος αυτός, απειλητικοί οι συνάδελφοι έτοιμοι να μας πιούν το αίμα, ζητώντας μας σχεδόν όσα λεφτά πληρώσαμε για 5 ώρες για διαδρομή 10 λεπτών. Όχι ευχαριστούμε εμείς όλο πείσμα, βρε πάρτε δε θα βρείτε καλύτερα αυτοί, η επιμονή έγινε εκνευρισμός από αμφότερες τις πλευρές οπότε ξεκίνησαν οι φωνές και οι προσπάθειες από εμάς να βρούμε άλλα ταξί. Οι κύριοι όμως δεν παρέδιδαν τα όπλα, έλεγαν κάτι σε όλους αυτούς που μας έκαναν μια σχετικά λογική προσφορά και οι δεύτεροι έφευγαν χωρίς να συνεργαστούμε. Δε ξέρω αν όλο αυτό είναι κάποιος άτυπος κανόνας, αν ήταν τα ταξί-γκέτο ή ο,τιδήποτε αλλά χρυσή συμβουλή, αν πάρετε βανάκι(μασρούτκα) από τη Γεωργία διασαφηνίστε από την αρχή που θα σας αφήσει. Με τα πολλά βρήκαμε έναν καλό όπως πιστεύαμε άνθρωπο να μας πάει με σχετικά λίγα χρήματα ( που και πάλι απ’ότι μάθαμε μετά καθόλου λίγα δεν ήταν) και ο κύριος αφού μας άφησε έξω από το χόστελ όπου θα μέναμε το 1ο βράδυ (τα υπόλοιπα θα παίρναμε airbnb απλά λόγω μιας ασυνεννοησίας το 1ο ξεμείναμε) ανέβηκε μαζί μας μέχρι την πόρτα. Όταν άνοιξε η κοπέλα που ήταν στη ρεσεψιόν της είπε κάτι στα γεωργιανά, το πρόσωπο της κοπέλας κάπως άλλαξε κι εμείς ανησυχήσαμε ότι κάτι συμβαίνει. Μίλησαν για λίγο, η ρεσεψιονίστ πήρε ένα τηλέφωνο και ύστερα από λίγο ο ταξιτζής έφυγε. Τότε η κοπέλα μας είπε ότι ο τύπος της είπε ότι είχε συμφωνία με το αφεντικό του χόστελ να μας μεταφέρει και να τα πληρώσουν αυτοί και ότι ήθελε τα λεφτά, κάτι που φυσικά δε συνέβαινε. Η ώρα είχε περάσει και όλοι έσπευσαν να κοιμηθούν εκτός από τη μικρή τσοπάνα, η οποία για ακόμη μία φορά έμελλε να κάνει ολονυχτία στην τουαλέτα, επιβεβαιώνοντας το χρυσό κανόνα ότι για να πάει καλά ένα ταξίδι, πρέπει να συνοδεύεται από διάρροια.


Η όμορφη διακόσμηση στους τοίχους του μπαρ το πρώτο βράδυ.


Και το λάητ πρωινό το αμέσως επόμενο πρωί









Αρκετά γραφικός,