mikrh tsopana
Member
- Μηνύματα
- 1.794
- Likes
- 8.438
- Επόμενο Ταξίδι
- Ελλάδα-Παλέρμο-Μπιλμπάο
- Ταξίδι-Όνειρο
- θα το αποφασίσω αύριο
Τιφλίδα vol.1: Αργά και βασανιστικά
7 νομά σ’ένα δωμά δεν είναι και λίγο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πόση ώρα θέλει κάθε πρωί ο κάθε νομά για να κάνει τις βασικές του ανάγκες και να ετοιμαστεί. Αυτό συνέβη τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας, το επόμενο πρωινό στο airbnb όπου θα μέναμε για τις επόμενες τέσσερις ημέρες και αυτό θα συνέβαινε φυσικά και κάθε πρωί στη γεωργιανή πρωτεύουσα. Μέχρι λοιπόν και οι 7 νομά να ετοιμαστούν, να αφήσουν τα πράγματα και να βγάλουν τις απαραίτητες φωτογραφίες καθώς το σπίτι είχε ομολογουμένως γούστο, είχε φύγει η μισή μέρα κι έτσι δεν είχαμε περιθώρια για τρέλες.
Το σπίτι
Απλά κατηφορίζοντας το δρόμο στον οποίο μέναμε και στρίβοντας σε κάποια στιγμή δεξιά όπου αρχίζει η «ανάβαση» μέσα από σκαλιά κυρίως, βρεθήκαμε σύντομα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο στο φρούριο Ναρικάλα, όπου θαυμάσαμε την πόλη από ψηλά, μένοντας λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο για να απολαύσουμε τη θέα με τον ποταμό Mtkvari και τη –διάσημη πλέον- σερβιετογέφυρα να κλέβει τις εντυπώσεις. Κατεβαίνοντας στην παλιά πόλη είδαμε διάφορα μαγαζάκια με πολύχρωμα κρεμαστάρια, που όπως μάθαμε και διαπιστώσαμε είναι καραμελωμένοι ξηροί καρποί με χρώμα ας πούμε ζαχαροπλαστικής. Εντάξει δεν είναι και τιραμισού αλλά για τη λιγούρα ήταν ό,τι πρέπει.
Κατάβαση
Το γλυκό.
Και μιας και είπα λιγούρα, σα να είχαμε πεινάσει, οπότε κάναμε στάση σε ένα από τα πολλά μαγαζάκια για να τσιμπήσουμε κάτι. Καθίσαμε σε ένα, δε θυμάμαι το όνομά του, φαινόταν αρκετά γκουρμεδιάρικο αλλά τελικά είχε απλά γκουρμεδιάρικες μερίδες και τίποτα άλλο. Η νυχτερινή ζωή τη Δευτέρα αυτή του Απρίλη δεν ήταν ό,τι πιο δυνατό έχουμε δει, για την ακρίβεια ψάχναμε και ψάχναμε στο γκουγκλ μαπς για να κάνουμε κύκλους κοντά στο σπίτι και να καταλήξουμε σε ένα μαγαζί στην πλατεία (Gorgasali θαρρώ πως λεγόταν) για καναδυό μπυρίτσες.
Το μαγαζί στο οποίο καθίσαμε.
Ντεμέκ γκουρμέ.
Ήταν απίστευτο αλλά ήταν το πρώτο βράδυ που δεν είχαμε περιπέτειες. Δεν είμαι σίγουρη αν μας άρεσε αυτή η ηρεμία, μάλλον όχι, αλλά δε θα έπρεπε να ανησυχούμε γιατί...
Δεύτερο πρωινό στην ευρασιατική πρωτεύουσα και το μέλλον διαγραφόταν θολό, σαν το νερό του βάλτου. Και τώρα που είπα νερό, καλέ, δεν έχουμε νερό; Συνειδητοποιήσαμε ότι είχε γίνει διακοπή νερού κάτι που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την βραδυκίνητη ετοιμασία μας και κυρίως ανησυχούσε εμένα, τη βασίλισσα της πρωινής και όχι μόνο τουαλέτας. Με τα πολλά και μέχρι να φάμε και οι 7 νοματαίοι τα πρωινά μας (η τσο με ρέγουλα είχε κι ένα εντεράκι να προσέχει) τα οποία τα αγοράζαμε από τους τρεις(3) φούρνους στον ίδιο δρόμο στον οποίο μέναμε είχε πάλι φύγει σχεδόν η μισή μέρα. Να πω στο σημείο αυτό πως και στους 3 ας πούμε φούρνους δούλευαν κάτι γιαγιάδες και παρά το προχώ της ηλικίας τους το ψωμί και το τυρί μια χαρά είχαν μάθει να το λένε στα αγγλικά, οπότε φαντάζομαι ότι τα μαγαζιά είχαν τουριστοπερατζάδα. Προσωπικά έπαιρνα συνεχώς ένα φλατμπρεντ με τυρί αποφεύγοντας τις πομπώδεις και ριψοκίνδυνες επιλογές των συνταξιδιωτών μου, όπως ψωμί γεμιστό με φασόλια, σβαν και αυγό(ίου!).
Μας είχαν πει για ένα υπαίθριο παζάρι στις όχθες του ποταμού Mtskvane και πήγαμε να το ελέγξουμε ιδίοις όμασοι. Το παζάρι λάμβανε χώρα κατα μήκος της μίας από τις γέφυρες της πόλης και συνέχιζε στις όχθες του ποταμού. Στη διαδρομή υπήρχαν πάμπολλοι πίνακες από επίδοξους καλλιτέχνες, βινύλια και διάφορα διακοσμητικά αυτό όμως που μας έκανε εντύπωση είναι η σοβιετική παλιατζούρα και οι αντίστοιχες σοβιετόφατσες που τις πουλούσαν. Πάμπολλες εικόνες του Στάλιν, μπερέδες και σοβιετικές στολές, παλιές φωτογραφικές μηχανές, βιβλία στα ρωσικά ήταν μόνο μερικά από τα καλούδια που μείναμε να θαυμάζουμε. Γενικώς απ’ότι καταλάβαμε ό,τι είχε ο καθένας στο σπίτι το πουλούσε από ένα μαχαίρι ας πούμε μέχρι το πιγκάλ. Τα ασημικά πάντως δεν ήταν γυαλισμένα δε ξέρω αν ήταν άποψη ή όχι, μπορώ να πω πως ταίριαζε πάντως με το ύφος του όλου εγχειρήματος. Μετά από πολύωρη βόλτα και αγορά κάποιων σουβενίρ, καθίσαμε στην καφετέρια στις όχθες του ποταμού κάτω από τη γέφυρα πριν να ξεκινήσουμε για τη Fabrika.
Το χίπστερ εγχείρημα της Τιφλίδας δε μας ενθουσίασε ιδιαίτερα, καθίσαμε όμως αρκετή ώρα για να κάνουμε βόλτες σε μία πλατεϊτσα γεμάτη νέους, γεωργιανούς και αμιγώς δυτικούς, περιστοιχισμένη από μαγαζιά όπως μπυραρίες, μπουτίκ με ρούχα και φυσικά χίπστερ κουρεία(μπλιαχ). Απογοητευμένες και απογοητευμένοι φύγαμε για να φάμε την καθιερωμένη shawarma, το φθηνή και χορταστική επιλογή μας. Στην ουρά πιάσαμε κουβέντα με κάτι γεωργιανούς οι οποίοι μας είπαν ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα είναι τα 100 λάρι, δηλαδή περί τα 30 ευρώ. Δεν ξέρω αν κάτι καταλάβαμε λάθος, αλλά το ποσό αυτό είναι υπερβολικά μικρό, ειδικά σκεπτόμενοι πόσα είχαμε δώσει συνολικά τις προηγούμενες μέρες στις μεταφορές-μας είχαν κατακλέψει γαρ. Αφού φάγαμε τη shawarma μας, πήγαμε σε ένα μπαρ το οποίο είχαμε τσεκάρει στον γούγλη, το πιο εναλλακτικό που βρήκαμε στην περιοχή. Ήταν όμορφο, σε ένα χώρο τύπου γκαράζ. Το είχαμε επιλέξει για την υποτιθέμενη πανκ μουσική που θα έπαιζε, την οποία δεν έπαιξε ποτέ, έπαιζε όμως γενικά καλή μουσική και ο κόσμος ήταν αρκετά συμπαθητικός. Στα χάηλάητς του μαγαζιού, η επιλογή κανάτας μπύρας όπου για 10 –αν θυμάμαι καλά- λάρι έπαιρνες μια πλαστική κανάτα, όπως αυτές τις γιαγιάς στο χωριό, γεμάτη μπύρα.
7 νομά σ’ένα δωμά δεν είναι και λίγο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πόση ώρα θέλει κάθε πρωί ο κάθε νομά για να κάνει τις βασικές του ανάγκες και να ετοιμαστεί. Αυτό συνέβη τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας, το επόμενο πρωινό στο airbnb όπου θα μέναμε για τις επόμενες τέσσερις ημέρες και αυτό θα συνέβαινε φυσικά και κάθε πρωί στη γεωργιανή πρωτεύουσα. Μέχρι λοιπόν και οι 7 νομά να ετοιμαστούν, να αφήσουν τα πράγματα και να βγάλουν τις απαραίτητες φωτογραφίες καθώς το σπίτι είχε ομολογουμένως γούστο, είχε φύγει η μισή μέρα κι έτσι δεν είχαμε περιθώρια για τρέλες.



Το σπίτι
Απλά κατηφορίζοντας το δρόμο στον οποίο μέναμε και στρίβοντας σε κάποια στιγμή δεξιά όπου αρχίζει η «ανάβαση» μέσα από σκαλιά κυρίως, βρεθήκαμε σύντομα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο στο φρούριο Ναρικάλα, όπου θαυμάσαμε την πόλη από ψηλά, μένοντας λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο για να απολαύσουμε τη θέα με τον ποταμό Mtkvari και τη –διάσημη πλέον- σερβιετογέφυρα να κλέβει τις εντυπώσεις. Κατεβαίνοντας στην παλιά πόλη είδαμε διάφορα μαγαζάκια με πολύχρωμα κρεμαστάρια, που όπως μάθαμε και διαπιστώσαμε είναι καραμελωμένοι ξηροί καρποί με χρώμα ας πούμε ζαχαροπλαστικής. Εντάξει δεν είναι και τιραμισού αλλά για τη λιγούρα ήταν ό,τι πρέπει.




Το γλυκό.
Και μιας και είπα λιγούρα, σα να είχαμε πεινάσει, οπότε κάναμε στάση σε ένα από τα πολλά μαγαζάκια για να τσιμπήσουμε κάτι. Καθίσαμε σε ένα, δε θυμάμαι το όνομά του, φαινόταν αρκετά γκουρμεδιάρικο αλλά τελικά είχε απλά γκουρμεδιάρικες μερίδες και τίποτα άλλο. Η νυχτερινή ζωή τη Δευτέρα αυτή του Απρίλη δεν ήταν ό,τι πιο δυνατό έχουμε δει, για την ακρίβεια ψάχναμε και ψάχναμε στο γκουγκλ μαπς για να κάνουμε κύκλους κοντά στο σπίτι και να καταλήξουμε σε ένα μαγαζί στην πλατεία (Gorgasali θαρρώ πως λεγόταν) για καναδυό μπυρίτσες.




Ντεμέκ γκουρμέ.
Ήταν απίστευτο αλλά ήταν το πρώτο βράδυ που δεν είχαμε περιπέτειες. Δεν είμαι σίγουρη αν μας άρεσε αυτή η ηρεμία, μάλλον όχι, αλλά δε θα έπρεπε να ανησυχούμε γιατί...
Δεύτερο πρωινό στην ευρασιατική πρωτεύουσα και το μέλλον διαγραφόταν θολό, σαν το νερό του βάλτου. Και τώρα που είπα νερό, καλέ, δεν έχουμε νερό; Συνειδητοποιήσαμε ότι είχε γίνει διακοπή νερού κάτι που δυσχέραινε ακόμη περισσότερο την βραδυκίνητη ετοιμασία μας και κυρίως ανησυχούσε εμένα, τη βασίλισσα της πρωινής και όχι μόνο τουαλέτας. Με τα πολλά και μέχρι να φάμε και οι 7 νοματαίοι τα πρωινά μας (η τσο με ρέγουλα είχε κι ένα εντεράκι να προσέχει) τα οποία τα αγοράζαμε από τους τρεις(3) φούρνους στον ίδιο δρόμο στον οποίο μέναμε είχε πάλι φύγει σχεδόν η μισή μέρα. Να πω στο σημείο αυτό πως και στους 3 ας πούμε φούρνους δούλευαν κάτι γιαγιάδες και παρά το προχώ της ηλικίας τους το ψωμί και το τυρί μια χαρά είχαν μάθει να το λένε στα αγγλικά, οπότε φαντάζομαι ότι τα μαγαζιά είχαν τουριστοπερατζάδα. Προσωπικά έπαιρνα συνεχώς ένα φλατμπρεντ με τυρί αποφεύγοντας τις πομπώδεις και ριψοκίνδυνες επιλογές των συνταξιδιωτών μου, όπως ψωμί γεμιστό με φασόλια, σβαν και αυγό(ίου!).
Μας είχαν πει για ένα υπαίθριο παζάρι στις όχθες του ποταμού Mtskvane και πήγαμε να το ελέγξουμε ιδίοις όμασοι. Το παζάρι λάμβανε χώρα κατα μήκος της μίας από τις γέφυρες της πόλης και συνέχιζε στις όχθες του ποταμού. Στη διαδρομή υπήρχαν πάμπολλοι πίνακες από επίδοξους καλλιτέχνες, βινύλια και διάφορα διακοσμητικά αυτό όμως που μας έκανε εντύπωση είναι η σοβιετική παλιατζούρα και οι αντίστοιχες σοβιετόφατσες που τις πουλούσαν. Πάμπολλες εικόνες του Στάλιν, μπερέδες και σοβιετικές στολές, παλιές φωτογραφικές μηχανές, βιβλία στα ρωσικά ήταν μόνο μερικά από τα καλούδια που μείναμε να θαυμάζουμε. Γενικώς απ’ότι καταλάβαμε ό,τι είχε ο καθένας στο σπίτι το πουλούσε από ένα μαχαίρι ας πούμε μέχρι το πιγκάλ. Τα ασημικά πάντως δεν ήταν γυαλισμένα δε ξέρω αν ήταν άποψη ή όχι, μπορώ να πω πως ταίριαζε πάντως με το ύφος του όλου εγχειρήματος. Μετά από πολύωρη βόλτα και αγορά κάποιων σουβενίρ, καθίσαμε στην καφετέρια στις όχθες του ποταμού κάτω από τη γέφυρα πριν να ξεκινήσουμε για τη Fabrika.



Το χίπστερ εγχείρημα της Τιφλίδας δε μας ενθουσίασε ιδιαίτερα, καθίσαμε όμως αρκετή ώρα για να κάνουμε βόλτες σε μία πλατεϊτσα γεμάτη νέους, γεωργιανούς και αμιγώς δυτικούς, περιστοιχισμένη από μαγαζιά όπως μπυραρίες, μπουτίκ με ρούχα και φυσικά χίπστερ κουρεία(μπλιαχ). Απογοητευμένες και απογοητευμένοι φύγαμε για να φάμε την καθιερωμένη shawarma, το φθηνή και χορταστική επιλογή μας. Στην ουρά πιάσαμε κουβέντα με κάτι γεωργιανούς οι οποίοι μας είπαν ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα είναι τα 100 λάρι, δηλαδή περί τα 30 ευρώ. Δεν ξέρω αν κάτι καταλάβαμε λάθος, αλλά το ποσό αυτό είναι υπερβολικά μικρό, ειδικά σκεπτόμενοι πόσα είχαμε δώσει συνολικά τις προηγούμενες μέρες στις μεταφορές-μας είχαν κατακλέψει γαρ. Αφού φάγαμε τη shawarma μας, πήγαμε σε ένα μπαρ το οποίο είχαμε τσεκάρει στον γούγλη, το πιο εναλλακτικό που βρήκαμε στην περιοχή. Ήταν όμορφο, σε ένα χώρο τύπου γκαράζ. Το είχαμε επιλέξει για την υποτιθέμενη πανκ μουσική που θα έπαιζε, την οποία δεν έπαιξε ποτέ, έπαιζε όμως γενικά καλή μουσική και ο κόσμος ήταν αρκετά συμπαθητικός. Στα χάηλάητς του μαγαζιού, η επιλογή κανάτας μπύρας όπου για 10 –αν θυμάμαι καλά- λάρι έπαιρνες μια πλαστική κανάτα, όπως αυτές τις γιαγιάς στο χωριό, γεμάτη μπύρα.

