psilos3
Member
- Μηνύματα
- 7.094
- Likes
- 56.051
- Επόμενο Ταξίδι
- ;
- Ταξίδι-Όνειρο
- Αναζητείται!
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Προετοιμασία πριν το ταξίδι - Έξοδα
- Επιτέλους αναχώρηση
- Άφιξη στο Ανόι
- Η δεύτερη αλλά πρώτη (ουσιαστικά) γεμάτη μέρα στο Ανόι
- Ανόι για τρίτη και τελευταία μέρα
- Hoi An με στάση σε Marble mountains
- Golden bridge – Ba na Hills & An Bang
- Χούε, Απαγορευμένη πόλη & διαδρομή
- Ho Chi Minh City – Οι πρώτες βόλτες
- Στο παλάτι και το πολεμικό μουσείο του Ho Chi Minh City
- Στις στοές των Βιετκόνγκ
- Τελευταίες στιγμές στη Σαϊγκόν
- Απολογισμός – σύνοψη
Στις στοές των Βιετκόνγκ
Η τελευταία μας ουσιαστικά ολόκληρη μέρα στο Βιετνάμ είχε έρθει, και αποφασίσαμε να ξυπνήσουμε νωρίς για να προλάβουμε το πρωϊνό στο ξενοδοχείο που ήταν μέχρι τις 9:30. Το εστιατόριο αποτελούσε ακόμα ένα πολύ ωραίο σημείο με θέα στη πόλη, κι ο μπουφές στο 50% Ασιατικός και στο υπόλοιπο ποσοστό ευρωπαϊκός – Αμερικάνικος. Σαν γνήσιοι πολιτισμένοι Έλληνες, φάγαμε μέχρι και τα φίλτρα απ’ τις καφετιέρες και μετά αράξαμε για καφέ με απώτερο σκοπό τη βουτιά στη πισίνα μιας και είχαμε χρόνο.
Στις 12 και κάτι αναχωρήσαμε για τη Đường Đề Thám, που ήταν το πρακτορείο μας και θα ξεκινούσε η εκδρομή. Το 20λεπτο που είχαμε στη διάθεση μας το αφιερώσαμε σε μερικά σύντομα ψώνια για τους φίλους μας με μπλουζάκια, καπελάκια και τα σχετικά.
Κοντά στη μία μας παρέλαβαν και μας πήγαν λίγο πιο πάνω, όπου ήταν άλλο κεντρικότερο πρακτορείο, και τέλος μας συγκέντρωσαν όλους και μας ανέβασαν στο λεωφορείο για τις κατακόμβες «Củ Chi tunnels». Σε απόσταση μιάμισης περίπου ώρας θα είχαμε μπροστά μας το σημαντικότερο ίσως αξιοθέατο της εκδρομής. Στο μέσο της διαδρομής έγινε μια στάση σε ένα χώρο που είχε αναψυκτήριο, καθώς εργαστήριο αλλά και εκθεσιακό χώρο όπου άνθρωποι με αναπηρία ζωγράφιζαν και πωλούσαν τα εκθέματα τους σε αρκετά υψηλές τιμές βέβαια.
Εκεί γνωρίσαμε και το ξεναγό της εκδρομής, Βιετναμέζος, πολύγλωσσος κοντά στα 70, ο οποίος καθ΄ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς μας μιλούσε για τη χώρα του, έκανε συγκρίσεις με άλλες χώρες όπως η Κούβα και η Βόρειος Κορέα, και αναφερόταν συχνά στη προπαγάνδα της κυβέρνησης. Το παράπονο που έκανε με το που συστηθήκαμε είναι ότι δεν του δίνουν άδεια να φύγει απ’ τη χώρα, και απορήσαμε αρχικά γι’ αυτό.
Μας κίνησε τη περιέργεια και καθώς τον γνωρίσαμε και μιλήσαμε, μας ανέφερε ότι όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στη Σαϊγκόν έστειλε την οικογένεια στη Κίνα, και αυτός έγινε ουσιαστικά δωσίλογος, πήγε παρουσιάστηκε στους Αμερικάνους και τέθηκε υπό τις υπηρεσίες τους, καθώς μετά από λίγο καιρό έλαβε και βαθμό. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως όλο αυτό, αλλά εν τέλει νομίζω ότι σταθήκαμε τυχεροί, μιας και η ξενάγηση συμπεριλάμβανε τη ματιά της αντίθετης πλευράς. Πάντως αν και δε τον συμπάθησα, οφείλω να αναγνωρίσω το γεγονός ότι τα έζησε πολύ εκ των έσω τα πράγματα, αλλά και ότι έπλεξε το εγκώμιο των Βιετκογκ, παρόλο που στην ουσία ήταν αντίπαλοι.
Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, και αφού περάσαμε το χώρο με τα εισιτήρια και μας κόλλησαν το ειδικό αυτοκόλλητο, ήμασταν έτοιμοι και ακολουθήσαμε το ξεναγό μας.
Είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάποιον να σου εξηγεί στο συγκεκριμένο χώρο. Νομίζω ότι ήταν πολύ σωστή αυτή μας επιλογή, της οργανωμένης δηλαδή μετακίνησης και εκδρομής.
Αφού έγινε μια αναφορά σχετικά με το 3πλό επίπεδο από υπόγειες σήραγγες και πως αυτές χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και στο χάρτη της περιοχής που έδειχνε τη κατάσταση με τις Αμερικάνικες μεραρχίες τριγύρω, αρχίζεις και καταλαβαίνεις το πείσμα που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ώστε να πετύχουν ουσιαστικά το ακατόρθωτο, να νικήσουν μία υπερδύναμη με σύγχρονο εξοπλισμό.
Αρχικά οι επιθέσεις λάμβαναν χώρα στη ζούγκλα, την οποία εξαφάνισαν σχεδόν οι Αμερικανοί με τη χρήση του αερίου, οπότε και οι Βιετκόνγκ αναγκάστηκαν να πολεμήσουν ανοίγοντας τρύπες στο έδαφος. Εξίσου ευρηματικοί ήταν σε παγίδες, ανορθόδοξο πόλεμο, αλλά και το σύστημα φυσικά με τις σήραγγες, στο οποίο δε χωρούσαν οι Αμερικανοί και στέλνανε το συμμαχικό στρατό τους π.χ. Φιλιππινέζους κ.α.
Οι σήραγγες χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα εξαερισμού εφάμιλλο με αυτό των μυρμηγκιών, και αποτελούσαν ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα από το οποίο δε μπορούσες να βγεις εύκολα αν δεν ήξερες τον τρόπο.
Ο ξεναγός χαρακτηριστικά μας είπε ότι «ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά, και δε μπορούσαμε να προβλέψουμε τι θα κάνουν, αλλά ούτε και να τους καταλάβουμε. Έκαναν την αφέλεια μας, πλεονέκτημα τους». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής των σηράγγων ήταν όταν πήγαν οι Αμερικάνοι να τις πλημμυρίσουν (με το νου τους), ότι υπήρχε πρόβλεψη για εξαγωγή των υδάτων, και οι Βιετκογκ είπαν απλά «Ευχαριστούμε για το ντους».
Επίσης όταν έβαλαν στο παιχνίδι τα σκυλιά, προκειμένου να βρουν τους αεραγωγούς και να τους φράξουν, οι Βιετκόνγκ χρησιμοποίησαν υπολείμματα τροφών από τους Αμερικάνους, αποτσίγαρα, και φυσικά πιπεριές τσίλι, με αποτέλεσμα να μη μπορούν τα σκυλιά να μυρίσουν και να καίγονται. Πραγματικά δαιμόνια μυαλά.
Αναφορά γίνεται και στον τρόπο εύρεσης πυρομαχικών. Αυτό που έκαναν είναι να περισυλλέγουν τις βόμβες που δεν είχαν εκραγεί, να τις κόβουν με προσοχή για να βγάλουν τη πυρίτιδα, και να κατασκευάσουν τις δικές τους. Ανατινάζανε με λίγα λόγια τα άρματα των Αμερικάνων με τα ίδια τους τα πυρομαχικά!
Όπως καταλαβαίνετε οι ιστορίες που ακούσαμε ήταν εντυπωσιακές. Ότι έχαναν οι Βιετκογκ σε δύναμη και εξοπλισμό, το κέρδιζαν με το μυαλό τους. Μέχρι και τα περίφημα σανδάλια τους από παλιά ελαστικά τα οποία χρησιμοποιούσαν κάθε μέρα, στη διαδικασία των επιθέσεων σε αμερικάνικες βάσεις, τα φορούσαν ανάποδα για να χάνονται τα ίχνη τους και να μη καταλάβουν οι αντίπαλοι που ακριβώς πηγαίνουν!
Δε χόρταινα το συγκεκριμένο τουρ με τίποτα, και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε κάτι, και να ρίξουν με όπλο όποιοι επιθυμούν (προσωπικά δεν έχω ρίξει ποτέ και σιχαίνομαι τα όπλα), συνεχίσαμε προς το εντυπωσιακότερο σίγουρα κομμάτι της ξενάγησης:
Για λόγους καθαρά τουριστικούς, μιας και οι Ευρωπαίοι/Αμερικανοί είμαστε ιδιαίτερα χοντροκώληδες - έτσι ακριβώς το είπε και το επανέλαβε ο ξεναγός – έχουν προχωρήσει στη διάνοιξη τμήματος της στοάς για να είναι επισκέψιμη για το κοινό. Περίπου 60 μέτρα και δύο επίπεδα, σε ένα σκηνικό ιδιαιτέρως ακατάλληλο για κλειστοφοβικούς, αλλά και ιδιαίτερα δύσκολο για ψηλούς σαν εμένα. Κάθε 15 περίπου μέτρα υπήρχε έξοδος κινδύνου για όποιον δε μπορέσει να το καταφέρει. Εννοείται πως δε θα έχανα την ευκαιρία να μπω, καθώς θα ήταν μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες που έχω ζήσει.
Περίμενα υπομονετικά στην ουρά και μπήκα προτελευταίος και καθυστερημένος, επίτηδες για να αποτυπώσω φωτογραφικά όσο πιο καλά γινόταν τη διαδικασία. Πίσω μου μόνο ένας αντίστοιχα περίεργος σαν εμένα που ήθελε να βιντεοσκοπήσει το όλο εγχείρημα. Κατέβηκα τα σκαλάκια, και λίγο μετά ξεκίνησα να προχωράω εντός του τούνελ. Η κατάσταση δύσκολη, υγρασία φουλ και ζέστη, όχι τόσο αποπνιχτική όμως γιατί είχαν φροντίσει για εξαερισμό, αλλά και για καλό φωτισμό.
Να σας πω ότι ήμουν αναγκαστικά γονατιστός και δεν είχα περιθώριο πάνω απ’ το κεφάλι μου, αλλά ούτε και αριστερά – δεξιά μου. Δε μπορώ παρά να τους θαυμάσω που ζήσανε και πολεμήσανε σε τέτοιες συνθήκες. Προχώρησα αρκετά, με ιδιαίτερη δυσκολία καθώς το σακίδιο στη πλάτη μου και η βαριά φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη απ’ το λαιμό μου, έκαναν το έργο μου δύσκολο. Με στεναχώρια βγήκα έξω, ευτυχώς αφού είχα διανύσει κάτι παραπάνω από τα 2/3 της στοάς, ωστόσο δε μπορούσα να ανέβω επίπεδο έτσι φορτωμένος κι έπρεπε να βγω. Όπως και να ‘χει όμως, παρόλο που δε τερμάτισα δε μειώνεται την αξία της εμπειρίας. Ο Νίκος ήταν από τους λίγους του γκρουπ που το πέρασε όλο!
Μας πήρε λίγα λεπτά να συνέλθουμε, να πλυθούμε και να αλλάξουμε, καθώς είχαμε προνοήσει να φέρουμε μαζί μας δεύτερο μπλουζάκι, καθώς αυτό που φορούσαμε είχε γίνει μούσκεμα, αλλά είχε λερωθεί κιόλας από τη τριβή στα τοιχώματα της στοάς. Για καλή μας τύχη υπήρχε αναψυκτήριο πριν την έξοδο. Για ακόμα καλύτερη τύχη, οι μπύρες του ήταν παγωμένες…
Επιστρέψαμε περασμένες επτά πλέον στη Σαϊγκόν, έχοντας συνηθίσει πλέον τη κίνηση της, θεωρήσαμε ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να πάμε για τα τελευταία ψώνια στη νυχτερινή αγορά, δίπλα ακριβώς από τη ‘’Ben Thanh’’ όπου και προμηθευτήκαμε δώρα, αναμνηστικά για τους δικούς μας, αλλά και από ένα αδιάβροχο north face για μας γιατί μας άξιζε. Πάντα και όλα με το απαραίτητο παζάρι φυσικά. Ο κακός χαμός από κόσμο και σ’ αυτό το σημείο.
Αποφασίσαμε το τελευταίο γεύμα να είναι σε ένα πιο καλό ρεστοράν, και κατευθυνθήκαμε προς τη backpackers street όπου είχε αρκετά. Αφού διαλέξαμε αυτό που μας άρεσε περισσότερο, δοκιμάσαμε κάποια πολύ ωραία πιάτα, ήπιαμε τις μπύρες μας, πληρώσαμε το εξαιρετικά μεγάλο ποσό των 310.000 dong (11,90€) και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο όπου μετά τη καθιερωμένη στάση στο bar της ταράτσας που ήπιαμε ένα χωνευτικό χαζεύοντας ουρανοξύστες, ετοιμαστήκαμε και κατευθυνθήκαμε στη Bùi Viện, πιάνοντας θέση στο αγαπημένο μας τραπεζάκι.
Η παρατήρηση σήμερα είχε να κάνει πέραν όλων των άλλων με το φαγητό τους μετά τα ξύδια... Πλανόδια καροτσάκια με εγκατεστημένη εστία για μαγείρεμα, μηχανάκια υπερπαραγωγή, όστρακα, σαλιγκάρια, χόρτα, καλαμάρια κρεμασμένα σε μανταλάκι, και γενικά εικόνες φαγητού τόσο ξένες και διαφορετικές! Δε μπορώ να καταλάβω πως γίνεται μετά το ποτό να κάθεσαι στην ουρά για να περιμένεις να φας σαλιγκάρια π.χ. Αδιανόητο. Με τις απορίες αυτές έκλεισε και η τελευταία νύχτα μας στη Σαϊγκόν και γενικά στο Βιετνάμ…
Η τελευταία μας ουσιαστικά ολόκληρη μέρα στο Βιετνάμ είχε έρθει, και αποφασίσαμε να ξυπνήσουμε νωρίς για να προλάβουμε το πρωϊνό στο ξενοδοχείο που ήταν μέχρι τις 9:30. Το εστιατόριο αποτελούσε ακόμα ένα πολύ ωραίο σημείο με θέα στη πόλη, κι ο μπουφές στο 50% Ασιατικός και στο υπόλοιπο ποσοστό ευρωπαϊκός – Αμερικάνικος. Σαν γνήσιοι πολιτισμένοι Έλληνες, φάγαμε μέχρι και τα φίλτρα απ’ τις καφετιέρες και μετά αράξαμε για καφέ με απώτερο σκοπό τη βουτιά στη πισίνα μιας και είχαμε χρόνο.

Στις 12 και κάτι αναχωρήσαμε για τη Đường Đề Thám, που ήταν το πρακτορείο μας και θα ξεκινούσε η εκδρομή. Το 20λεπτο που είχαμε στη διάθεση μας το αφιερώσαμε σε μερικά σύντομα ψώνια για τους φίλους μας με μπλουζάκια, καπελάκια και τα σχετικά.
Κοντά στη μία μας παρέλαβαν και μας πήγαν λίγο πιο πάνω, όπου ήταν άλλο κεντρικότερο πρακτορείο, και τέλος μας συγκέντρωσαν όλους και μας ανέβασαν στο λεωφορείο για τις κατακόμβες «Củ Chi tunnels». Σε απόσταση μιάμισης περίπου ώρας θα είχαμε μπροστά μας το σημαντικότερο ίσως αξιοθέατο της εκδρομής. Στο μέσο της διαδρομής έγινε μια στάση σε ένα χώρο που είχε αναψυκτήριο, καθώς εργαστήριο αλλά και εκθεσιακό χώρο όπου άνθρωποι με αναπηρία ζωγράφιζαν και πωλούσαν τα εκθέματα τους σε αρκετά υψηλές τιμές βέβαια.
Εκεί γνωρίσαμε και το ξεναγό της εκδρομής, Βιετναμέζος, πολύγλωσσος κοντά στα 70, ο οποίος καθ΄ όλη τη διάρκεια της μεταφοράς μας μιλούσε για τη χώρα του, έκανε συγκρίσεις με άλλες χώρες όπως η Κούβα και η Βόρειος Κορέα, και αναφερόταν συχνά στη προπαγάνδα της κυβέρνησης. Το παράπονο που έκανε με το που συστηθήκαμε είναι ότι δεν του δίνουν άδεια να φύγει απ’ τη χώρα, και απορήσαμε αρχικά γι’ αυτό.
Μας κίνησε τη περιέργεια και καθώς τον γνωρίσαμε και μιλήσαμε, μας ανέφερε ότι όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στη Σαϊγκόν έστειλε την οικογένεια στη Κίνα, και αυτός έγινε ουσιαστικά δωσίλογος, πήγε παρουσιάστηκε στους Αμερικάνους και τέθηκε υπό τις υπηρεσίες τους, καθώς μετά από λίγο καιρό έλαβε και βαθμό. Στην αρχή μου φάνηκε κάπως όλο αυτό, αλλά εν τέλει νομίζω ότι σταθήκαμε τυχεροί, μιας και η ξενάγηση συμπεριλάμβανε τη ματιά της αντίθετης πλευράς. Πάντως αν και δε τον συμπάθησα, οφείλω να αναγνωρίσω το γεγονός ότι τα έζησε πολύ εκ των έσω τα πράγματα, αλλά και ότι έπλεξε το εγκώμιο των Βιετκογκ, παρόλο που στην ουσία ήταν αντίπαλοι.
Κατεβήκαμε από το λεωφορείο, και αφού περάσαμε το χώρο με τα εισιτήρια και μας κόλλησαν το ειδικό αυτοκόλλητο, ήμασταν έτοιμοι και ακολουθήσαμε το ξεναγό μας.
Είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάποιον να σου εξηγεί στο συγκεκριμένο χώρο. Νομίζω ότι ήταν πολύ σωστή αυτή μας επιλογή, της οργανωμένης δηλαδή μετακίνησης και εκδρομής.
Αφού έγινε μια αναφορά σχετικά με το 3πλό επίπεδο από υπόγειες σήραγγες και πως αυτές χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και στο χάρτη της περιοχής που έδειχνε τη κατάσταση με τις Αμερικάνικες μεραρχίες τριγύρω, αρχίζεις και καταλαβαίνεις το πείσμα που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ώστε να πετύχουν ουσιαστικά το ακατόρθωτο, να νικήσουν μία υπερδύναμη με σύγχρονο εξοπλισμό.
Αρχικά οι επιθέσεις λάμβαναν χώρα στη ζούγκλα, την οποία εξαφάνισαν σχεδόν οι Αμερικανοί με τη χρήση του αερίου, οπότε και οι Βιετκόνγκ αναγκάστηκαν να πολεμήσουν ανοίγοντας τρύπες στο έδαφος. Εξίσου ευρηματικοί ήταν σε παγίδες, ανορθόδοξο πόλεμο, αλλά και το σύστημα φυσικά με τις σήραγγες, στο οποίο δε χωρούσαν οι Αμερικανοί και στέλνανε το συμμαχικό στρατό τους π.χ. Φιλιππινέζους κ.α.
Οι σήραγγες χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα εξαερισμού εφάμιλλο με αυτό των μυρμηγκιών, και αποτελούσαν ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα από το οποίο δε μπορούσες να βγεις εύκολα αν δεν ήξερες τον τρόπο.

Ο ξεναγός χαρακτηριστικά μας είπε ότι «ήταν πάντα ένα βήμα μπροστά, και δε μπορούσαμε να προβλέψουμε τι θα κάνουν, αλλά ούτε και να τους καταλάβουμε. Έκαναν την αφέλεια μας, πλεονέκτημα τους». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής των σηράγγων ήταν όταν πήγαν οι Αμερικάνοι να τις πλημμυρίσουν (με το νου τους), ότι υπήρχε πρόβλεψη για εξαγωγή των υδάτων, και οι Βιετκογκ είπαν απλά «Ευχαριστούμε για το ντους».
Επίσης όταν έβαλαν στο παιχνίδι τα σκυλιά, προκειμένου να βρουν τους αεραγωγούς και να τους φράξουν, οι Βιετκόνγκ χρησιμοποίησαν υπολείμματα τροφών από τους Αμερικάνους, αποτσίγαρα, και φυσικά πιπεριές τσίλι, με αποτέλεσμα να μη μπορούν τα σκυλιά να μυρίσουν και να καίγονται. Πραγματικά δαιμόνια μυαλά.
Αναφορά γίνεται και στον τρόπο εύρεσης πυρομαχικών. Αυτό που έκαναν είναι να περισυλλέγουν τις βόμβες που δεν είχαν εκραγεί, να τις κόβουν με προσοχή για να βγάλουν τη πυρίτιδα, και να κατασκευάσουν τις δικές τους. Ανατινάζανε με λίγα λόγια τα άρματα των Αμερικάνων με τα ίδια τους τα πυρομαχικά!
Όπως καταλαβαίνετε οι ιστορίες που ακούσαμε ήταν εντυπωσιακές. Ότι έχαναν οι Βιετκογκ σε δύναμη και εξοπλισμό, το κέρδιζαν με το μυαλό τους. Μέχρι και τα περίφημα σανδάλια τους από παλιά ελαστικά τα οποία χρησιμοποιούσαν κάθε μέρα, στη διαδικασία των επιθέσεων σε αμερικάνικες βάσεις, τα φορούσαν ανάποδα για να χάνονται τα ίχνη τους και να μη καταλάβουν οι αντίπαλοι που ακριβώς πηγαίνουν!
Δε χόρταινα το συγκεκριμένο τουρ με τίποτα, και μετά από ένα σύντομο διάλειμμα για να πιούμε κάτι, και να ρίξουν με όπλο όποιοι επιθυμούν (προσωπικά δεν έχω ρίξει ποτέ και σιχαίνομαι τα όπλα), συνεχίσαμε προς το εντυπωσιακότερο σίγουρα κομμάτι της ξενάγησης:
Για λόγους καθαρά τουριστικούς, μιας και οι Ευρωπαίοι/Αμερικανοί είμαστε ιδιαίτερα χοντροκώληδες - έτσι ακριβώς το είπε και το επανέλαβε ο ξεναγός – έχουν προχωρήσει στη διάνοιξη τμήματος της στοάς για να είναι επισκέψιμη για το κοινό. Περίπου 60 μέτρα και δύο επίπεδα, σε ένα σκηνικό ιδιαιτέρως ακατάλληλο για κλειστοφοβικούς, αλλά και ιδιαίτερα δύσκολο για ψηλούς σαν εμένα. Κάθε 15 περίπου μέτρα υπήρχε έξοδος κινδύνου για όποιον δε μπορέσει να το καταφέρει. Εννοείται πως δε θα έχανα την ευκαιρία να μπω, καθώς θα ήταν μία από τις πιο συγκλονιστικές εμπειρίες που έχω ζήσει.
Περίμενα υπομονετικά στην ουρά και μπήκα προτελευταίος και καθυστερημένος, επίτηδες για να αποτυπώσω φωτογραφικά όσο πιο καλά γινόταν τη διαδικασία. Πίσω μου μόνο ένας αντίστοιχα περίεργος σαν εμένα που ήθελε να βιντεοσκοπήσει το όλο εγχείρημα. Κατέβηκα τα σκαλάκια, και λίγο μετά ξεκίνησα να προχωράω εντός του τούνελ. Η κατάσταση δύσκολη, υγρασία φουλ και ζέστη, όχι τόσο αποπνιχτική όμως γιατί είχαν φροντίσει για εξαερισμό, αλλά και για καλό φωτισμό.
Να σας πω ότι ήμουν αναγκαστικά γονατιστός και δεν είχα περιθώριο πάνω απ’ το κεφάλι μου, αλλά ούτε και αριστερά – δεξιά μου. Δε μπορώ παρά να τους θαυμάσω που ζήσανε και πολεμήσανε σε τέτοιες συνθήκες. Προχώρησα αρκετά, με ιδιαίτερη δυσκολία καθώς το σακίδιο στη πλάτη μου και η βαριά φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη απ’ το λαιμό μου, έκαναν το έργο μου δύσκολο. Με στεναχώρια βγήκα έξω, ευτυχώς αφού είχα διανύσει κάτι παραπάνω από τα 2/3 της στοάς, ωστόσο δε μπορούσα να ανέβω επίπεδο έτσι φορτωμένος κι έπρεπε να βγω. Όπως και να ‘χει όμως, παρόλο που δε τερμάτισα δε μειώνεται την αξία της εμπειρίας. Ο Νίκος ήταν από τους λίγους του γκρουπ που το πέρασε όλο!
Μας πήρε λίγα λεπτά να συνέλθουμε, να πλυθούμε και να αλλάξουμε, καθώς είχαμε προνοήσει να φέρουμε μαζί μας δεύτερο μπλουζάκι, καθώς αυτό που φορούσαμε είχε γίνει μούσκεμα, αλλά είχε λερωθεί κιόλας από τη τριβή στα τοιχώματα της στοάς. Για καλή μας τύχη υπήρχε αναψυκτήριο πριν την έξοδο. Για ακόμα καλύτερη τύχη, οι μπύρες του ήταν παγωμένες…
Επιστρέψαμε περασμένες επτά πλέον στη Σαϊγκόν, έχοντας συνηθίσει πλέον τη κίνηση της, θεωρήσαμε ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να πάμε για τα τελευταία ψώνια στη νυχτερινή αγορά, δίπλα ακριβώς από τη ‘’Ben Thanh’’ όπου και προμηθευτήκαμε δώρα, αναμνηστικά για τους δικούς μας, αλλά και από ένα αδιάβροχο north face για μας γιατί μας άξιζε. Πάντα και όλα με το απαραίτητο παζάρι φυσικά. Ο κακός χαμός από κόσμο και σ’ αυτό το σημείο.
Αποφασίσαμε το τελευταίο γεύμα να είναι σε ένα πιο καλό ρεστοράν, και κατευθυνθήκαμε προς τη backpackers street όπου είχε αρκετά. Αφού διαλέξαμε αυτό που μας άρεσε περισσότερο, δοκιμάσαμε κάποια πολύ ωραία πιάτα, ήπιαμε τις μπύρες μας, πληρώσαμε το εξαιρετικά μεγάλο ποσό των 310.000 dong (11,90€) και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο όπου μετά τη καθιερωμένη στάση στο bar της ταράτσας που ήπιαμε ένα χωνευτικό χαζεύοντας ουρανοξύστες, ετοιμαστήκαμε και κατευθυνθήκαμε στη Bùi Viện, πιάνοντας θέση στο αγαπημένο μας τραπεζάκι.

Η παρατήρηση σήμερα είχε να κάνει πέραν όλων των άλλων με το φαγητό τους μετά τα ξύδια... Πλανόδια καροτσάκια με εγκατεστημένη εστία για μαγείρεμα, μηχανάκια υπερπαραγωγή, όστρακα, σαλιγκάρια, χόρτα, καλαμάρια κρεμασμένα σε μανταλάκι, και γενικά εικόνες φαγητού τόσο ξένες και διαφορετικές! Δε μπορώ να καταλάβω πως γίνεται μετά το ποτό να κάθεσαι στην ουρά για να περιμένεις να φας σαλιγκάρια π.χ. Αδιανόητο. Με τις απορίες αυτές έκλεισε και η τελευταία νύχτα μας στη Σαϊγκόν και γενικά στο Βιετνάμ…


Last edited: