fenia42
Member
- Μηνύματα
- 3.883
- Likes
- 14.445
- Επόμενο Ταξίδι
- Азербайджан
- Ταξίδι-Όνειρο
- Γροιλανδία,Σβάλμπαρντ
Με τον Ρεζά βρεθήκαμε στην πλατεία του Ιμάμη και καθίσαμε να γνωριστούμε καλύτερα και να μιλήσουμε τρώγοντας ένα ιρανικό παγωτό που έμοιαζε με παγωμένο κανταΐφι σε χυμό σορμπέ λεμόνι. Οι Ιρανοί είναι γενικά ήρεμοι και πράοι αλλά ο Ρεζά είχε ξεπεράσει όλους όσους είχα γνωρίσει.
Μιλούσαμε για τη ζωή του , είχε σπουδάσει και ζήσει αρκετά χρόνια στον Καναδά και εργαζόταν στο Εσφαχάν ως καθηγητής πανεπιστημίου . Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια και είχε επισκεφτεί αρκετά μέρη, με αγαπημένο το Άμστερνταμ για τον τρόπο ζωής των Ολλανδών.Ήταν παντρεμένος με την Αχού, επίσης καθηγήτρια.
Αφού κάναμε μια μικρή βόλτα στην πλατεία αποφασίσαμε να φύγουμε εγκαίρως γιατί η ώρα περνούσε, είχε βραδιάσει για τα καλά και το κρύο ήταν αμείλικτο στο Εσφαχάν, Νοέμβρη μήνα. Το πρόγραμμα περιελάμβανε διανυχτέρευση στο σπίτι του Ρεζά και της γυναίκας του.
Το Εσφαχάν, πέρα από το ιστορικό κέντρο δεν παύει να είναι και αυτό μια τεράστια μεγαλούπολη όπου οι αποστάσεις είναι τεράστιες . Η έκπληξή μου όμως ήταν τεράστια όταν διαπίστωσα ότι το σπίτι των παιδιών είναι δίπλα στο σταθμό από όπου θα’ παιρνα την άλλη μέρα το λεωφορείο για Τεχεράνη . Και αυτό λέγεται ταξιδιωτικό κάρμα, όταν έχω φιλοξενήσει κόσμο και κοσμάκη από τις πέντε ηπείρους, στο σπίτι μου !
Η Αχού είναι μια μοντέρνα κοπέλα που νιώθει να πνίγεται από το καθεστώς. Είναι σχετικά ευκατάστατη και το σπίτι της είναι σε καθαρά ευρωπαϊκό στυλ, τίποτα δε θυμίζει ότι είμαστε στο Ιράν , δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό δείγμα στη διακόσμιση.
Το μόνο που μου θύμισε ότι με φιλοξενεί ιρανό ζευγάρι ήταν όταν ζήτησα ένα καφέ από τον Ρεζά όσο η Αχού έκανε μπάνιο, κι εκείνος δεν ήξερε να τον φτιάξει (!) .
Η Αχού μας μαγείρεψε κατεψυγμένα λαχανικά (!) - είπαμε οι Ιρανοί δε το’ χουν και πολύ με τη νοικοκυροσύνη. Φυσικά στο χώρο υπήρχε τραπέζι κανονικά και όχι χαλιά για να φας κάτω. Οπότε καθίσαμε στο τραπέζι και συζητούσαμε για τις ζωές μας . Μια γλυκιά μελαγχολία με κυρίεψε οφείλω να ομολογήσω ,μιας και ήταν η προτελευταία μου νύχτα στο Ιράν και δεν επρόκειτο να επικοινωνήσω με άλλους ντόπιους. Αλλά έτσι είναι πάντα, όταν κάποιον ξέρεις ότι δε θα τον ξαναδείς.
Την ίδια μελαγχολία είχαν και τα παιδιά στα πρόσωπά τους όταν μου εξηγούσαν πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς να ταξιδεύουν, να ζητούν κάθε φορά βίζα, να χρυσοπληρώνουν αεροπορικά εισιτήρια.
Η βραδιά κυλούσε ευχάριστα αλλά η κούραση κάποια στιγμή μας νίκησε μιας και η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Αποσύρθηκε ο καθένας στα ενδότερα κι εγώ κοιμήθηκα για μια ακόμη φορά σα κούτσουρο στα σκληρά ιρανικά στρώματα.
Το πρωί έσυρα τη βαλίτσα μου μέχρι το σταθμό που απείχε ούτε 300 μέτρα, πήρα το πρώτο κτελ για Τεχεράνη όπου και έφτασα μετά περίπου 6 ώρες. Η κίνηση ήταν αφόρητη, το ταξί ήθελε μία ώρα να φτάσει στο ξενοδοχείο. Το μόνο που έκανα ήταν να τσακίσω μια ιρανική πίτσα (περίεργη γεύση) και να λιώσω στον ύπνο μιας κι αισθανόμουν κατάκοπη.
Σε κάθε ταξίδι κάνω τον απολογισμό μου. Τι είδα, τι αποκόμισα, τι ήμουν έτοιμη να δω, τι έμαθα, τι παρέλειψα. Αν και νωπά ακόμα όλα στο μυαλό και στην καρδιά, ήξερα πως το Ιράν θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο ως ένα μοναδικό ταξίδι, κι ας με τράβηξε απλά ένα καπρίτσιο να το επισκεφτώ. Άξιζε οπωσδήποτε. Άξιζε και η ταλαιπωρία με τη μαντίλα και τα πολλά ρούχα και τα σεντόνια στα τζαμιά. Άξιζε να δω αυτούς τους ανθρώπους από κοντά, να τους γνωρίσω, να τους μιλήσω, να μπω στα σπίτια τους. Και σίγουρα όταν θα μεγαλώσει η κόρη μου θα της πρότεινα να δει και το Ιράν.
Ξημέρωμα και για τελευταία φορά σέρνω τη βαλίτσα με προορισμό το αεροδρόμιο. Η αναμονή στο baggage drop off μεγάλη, η ζέστη αποπνικτική και νιώθω την κρίση πανικού να πλησιάζει. Με πιάνει μια σκοτοδίνη και τραβιέμαι στο πλάι, κάπου απόμερα. Βγάζω τη μαντίλα διακριτικά και το βαρύ μου πουλόβερ. Προσπαθώ να συνέλθω αλλά δεν είναι εύκολο. Ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου και καταφέρνω μετά από κανα τέταρτο να ξαναμπώ στην ουρά για τις βαλίτσες. Δε βλέπω την ώρα να μπω στο αεροπλάνο, δε βλέπω την ώρα να πετάξω την κωλομαντίλα .
Η μαντίλα μου έμεινε μες το αεροπλάνο. Δεν ήθελα να την ξαναδω, να την ξαναφορέσω, ούτε καν στο λαιμό. Δε θέλω τίποτα που να με πνίγει, κι ελπίζω σύντομα και οι πανέμορφες Ιρανές να καταφέρουν να πετάξουν τις μαντίλες τους και να μη χρειαστεί να τις φορέσουν ποτέ ξανά...
1950s
Μιλούσαμε για τη ζωή του , είχε σπουδάσει και ζήσει αρκετά χρόνια στον Καναδά και εργαζόταν στο Εσφαχάν ως καθηγητής πανεπιστημίου . Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια και είχε επισκεφτεί αρκετά μέρη, με αγαπημένο το Άμστερνταμ για τον τρόπο ζωής των Ολλανδών.Ήταν παντρεμένος με την Αχού, επίσης καθηγήτρια.
Αφού κάναμε μια μικρή βόλτα στην πλατεία αποφασίσαμε να φύγουμε εγκαίρως γιατί η ώρα περνούσε, είχε βραδιάσει για τα καλά και το κρύο ήταν αμείλικτο στο Εσφαχάν, Νοέμβρη μήνα. Το πρόγραμμα περιελάμβανε διανυχτέρευση στο σπίτι του Ρεζά και της γυναίκας του.
Το Εσφαχάν, πέρα από το ιστορικό κέντρο δεν παύει να είναι και αυτό μια τεράστια μεγαλούπολη όπου οι αποστάσεις είναι τεράστιες . Η έκπληξή μου όμως ήταν τεράστια όταν διαπίστωσα ότι το σπίτι των παιδιών είναι δίπλα στο σταθμό από όπου θα’ παιρνα την άλλη μέρα το λεωφορείο για Τεχεράνη . Και αυτό λέγεται ταξιδιωτικό κάρμα, όταν έχω φιλοξενήσει κόσμο και κοσμάκη από τις πέντε ηπείρους, στο σπίτι μου !
Η Αχού είναι μια μοντέρνα κοπέλα που νιώθει να πνίγεται από το καθεστώς. Είναι σχετικά ευκατάστατη και το σπίτι της είναι σε καθαρά ευρωπαϊκό στυλ, τίποτα δε θυμίζει ότι είμαστε στο Ιράν , δεν υπάρχει ούτε ένα μικρό δείγμα στη διακόσμιση.
Το μόνο που μου θύμισε ότι με φιλοξενεί ιρανό ζευγάρι ήταν όταν ζήτησα ένα καφέ από τον Ρεζά όσο η Αχού έκανε μπάνιο, κι εκείνος δεν ήξερε να τον φτιάξει (!) .
Η Αχού μας μαγείρεψε κατεψυγμένα λαχανικά (!) - είπαμε οι Ιρανοί δε το’ χουν και πολύ με τη νοικοκυροσύνη. Φυσικά στο χώρο υπήρχε τραπέζι κανονικά και όχι χαλιά για να φας κάτω. Οπότε καθίσαμε στο τραπέζι και συζητούσαμε για τις ζωές μας . Μια γλυκιά μελαγχολία με κυρίεψε οφείλω να ομολογήσω ,μιας και ήταν η προτελευταία μου νύχτα στο Ιράν και δεν επρόκειτο να επικοινωνήσω με άλλους ντόπιους. Αλλά έτσι είναι πάντα, όταν κάποιον ξέρεις ότι δε θα τον ξαναδείς.
Την ίδια μελαγχολία είχαν και τα παιδιά στα πρόσωπά τους όταν μου εξηγούσαν πόσο δύσκολο είναι γι’ αυτούς να ταξιδεύουν, να ζητούν κάθε φορά βίζα, να χρυσοπληρώνουν αεροπορικά εισιτήρια.
Η βραδιά κυλούσε ευχάριστα αλλά η κούραση κάποια στιγμή μας νίκησε μιας και η ώρα ήταν ήδη περασμένη. Αποσύρθηκε ο καθένας στα ενδότερα κι εγώ κοιμήθηκα για μια ακόμη φορά σα κούτσουρο στα σκληρά ιρανικά στρώματα.
Το πρωί έσυρα τη βαλίτσα μου μέχρι το σταθμό που απείχε ούτε 300 μέτρα, πήρα το πρώτο κτελ για Τεχεράνη όπου και έφτασα μετά περίπου 6 ώρες. Η κίνηση ήταν αφόρητη, το ταξί ήθελε μία ώρα να φτάσει στο ξενοδοχείο. Το μόνο που έκανα ήταν να τσακίσω μια ιρανική πίτσα (περίεργη γεύση) και να λιώσω στον ύπνο μιας κι αισθανόμουν κατάκοπη.
Σε κάθε ταξίδι κάνω τον απολογισμό μου. Τι είδα, τι αποκόμισα, τι ήμουν έτοιμη να δω, τι έμαθα, τι παρέλειψα. Αν και νωπά ακόμα όλα στο μυαλό και στην καρδιά, ήξερα πως το Ιράν θα μου μείνει για πάντα χαραγμένο ως ένα μοναδικό ταξίδι, κι ας με τράβηξε απλά ένα καπρίτσιο να το επισκεφτώ. Άξιζε οπωσδήποτε. Άξιζε και η ταλαιπωρία με τη μαντίλα και τα πολλά ρούχα και τα σεντόνια στα τζαμιά. Άξιζε να δω αυτούς τους ανθρώπους από κοντά, να τους γνωρίσω, να τους μιλήσω, να μπω στα σπίτια τους. Και σίγουρα όταν θα μεγαλώσει η κόρη μου θα της πρότεινα να δει και το Ιράν.
Ξημέρωμα και για τελευταία φορά σέρνω τη βαλίτσα με προορισμό το αεροδρόμιο. Η αναμονή στο baggage drop off μεγάλη, η ζέστη αποπνικτική και νιώθω την κρίση πανικού να πλησιάζει. Με πιάνει μια σκοτοδίνη και τραβιέμαι στο πλάι, κάπου απόμερα. Βγάζω τη μαντίλα διακριτικά και το βαρύ μου πουλόβερ. Προσπαθώ να συνέλθω αλλά δεν είναι εύκολο. Ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου και καταφέρνω μετά από κανα τέταρτο να ξαναμπώ στην ουρά για τις βαλίτσες. Δε βλέπω την ώρα να μπω στο αεροπλάνο, δε βλέπω την ώρα να πετάξω την κωλομαντίλα .
Η μαντίλα μου έμεινε μες το αεροπλάνο. Δεν ήθελα να την ξαναδω, να την ξαναφορέσω, ούτε καν στο λαιμό. Δε θέλω τίποτα που να με πνίγει, κι ελπίζω σύντομα και οι πανέμορφες Ιρανές να καταφέρουν να πετάξουν τις μαντίλες τους και να μη χρειαστεί να τις φορέσουν ποτέ ξανά...
1950s