traveladdict
Member
- Μηνύματα
- 1.380
- Likes
- 1.345
- Επόμενο Ταξίδι
- Λος Άντζελες
- Ταξίδι-Όνειρο
- ΣριΛάνκα,Βενεζουέλα ξανά!
Αγαπημένο μου ημερολόγιο:
Σήμερα πολύ λυπήθηκα γιατί ο Κωστάκης μού 'φαγε το σάντουιτς στο σχολείο και γιατί ξυπνήσαμε νωρίς λόγω χιόνι και βαλθήκαμε να ανεβαίνουμε σαν τις κατσίκες στους γκρεμοί.
Προορισμός μας το πασίγνωστο και κοσμοπολίτικο ορεινό θέρετρο Pheriche, πως είναι το Aspen? Ουδεμία σχέσις.
Λοιπόν αυτό το Pheriche είναι ένα ανεπανάληπτο σύνολο από μουλαροστάβλους και ξενώνες που βρωμοκοπάνε κοπριά, σε υψόμετρο 3.900 μέτρα και σε μια κοιλάδα που τη βαράνε αλύπητα οι άνεμοι και περιτριγυρισμένη από τα ψηλά βουνά και παγετώνες.
Νύχτα ακόμα και είμαστε με την τσίμπλα στο μάτι και σερνόμαστε στην κυριολεξία στο λασπωμένο μονοπάτι, καθότι ξενυχτήσαμε την προηγούμενη και ριπές παγωμένου αέρα μας κάνουν να ριγούμε, παρ' όλα τα ορειβατικά ρούχα που φοράμε.
Το ποτάμι ορμητικό κυλάει στα αριστερά μας τώρα και σε κάποια στιγμή φτάνουμε στην 3.256ή γέφυρα της διαδρομής μας.
Αυτή η γέφυρα, κοίτα να δεις τώρα, είχε το εξής κουφό: δεν είχε πλαϊνά συρματόσχοινα για να πιανόμαστε, γιατί κάποιος τα είχε κλέψει, έτσι μας είπε ο νεπαλέζος οδηγός, να λέμε και το όνομα του: Νταλίτ.
Πως τώρα ο κλέφτης έκοψε ολόκληρα συρματόσχοινα και η γέφυρα δεν έπεσε, αυτό είναι ένα μυστήριο, που καθόλου δεν έλυσα...
Πάμε σαν τη καλή χαρά, όλοι μαζί παιδιά, που να την περάσεις...
Να κουνιέται πέρα δώθε και από κάτω το ποτάμι να είναι μισοπαγωμένο, κάτασπροι σταλακτίτες πάγου να κρέμονται από τους βράχους και δίπλα στους αφρισμένους και εξαιρετικά δυνατούς καταρράκτες.
Ένας-ένας και με βοήθεια περνούσαμε, γιατί δεν ήταν που ταλαντευότανε η γέφυρα μόνο από τα βαριά μας βήματα ( φορούσαμε και άρβυλα), κουνιόταν και από τον δυνατό αέρα. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει τη νύχτα, αλλά τα πάντα ήταν ντυμένα στα λευκά και έκανε ψόφο.
Και εκεί που περάσαμε τη γέφυρα, νάσου κάτι πτωχοί.
Λαθρέμποροι Θιβετιανοί που έφερναν στο Νεπάλ καλούδια από την Κίνα, μέσα από τις ορεινές διαβάσεις στο καταχείμωνο. Σιγά μην είχε φρουρούς το διαλυμένο από τον πόλεμο Νεπάλ...
Που πάτε ωρε παιδιά? Πάμε να πατήσουμε την Τροπολιτσά, αλλά ενίοτε είμεθα και λαχειοπώλαι. Α, πουλάμε και χαλιά. Καλού κακού δεν παίρνετε και κανένα κάρπετ, που έχουμε κάτι φτηνούλια να σας βρίσκεται?
Έχουμε κάρπετ στην Ελλάδα, α από το Ελλάντα είστε? Οου Ντέσπινος Μιραουράκι!
Η άλλη η τρελή να θέλει να πάρει κάρπετ και να τον τραβά τον δικό της από το μανίκι:
Θέλω!
Τι θέλεις καλό μου?
Θέλω σου λέω!
Τι? Έρωτα ή πόλεμο?
Στα πρόθυρα εγκεφαλικού η γκόμενα και που να βρεις πάπιες και πιεσόμετρα στη λαλάκα...
Θέλω χαλί! Εκείνο το πράσινο.
Από όλα τα έθνικ, διάλεξε ένα πράσινο που θύμιζε τη Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη.
Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, που να το κουβαλάμε τώρα στα ρουμάνια, τίποτα αυτή, εμείς να κάνουμε συμβούλιο παρακάτω που να τη θάψουμε μετά το φόνο, γιατί θα μας άλλαζε τον αδόξαστο μέχρι να πάμε επάνω.
Τελικά το χαλί δεν αγοράστηκε.
Αυτή να έχει μούτρα και να μη μιλάει σε κανέναν. Σκυλομετάνιωνε που τον παντρεύτηκε τον άσχετο, που δεν μπορούσε να εκτιμήσει το χαλί-κέρμιτ.
Αυτή στη ζωή της ήθελε έναν ωραίο, πλούσιο, ευγενικό, γυμνασμένο, καλό, ειλικρινή, σοβαρό, τρυφερό, ψηλό, ελαφρώς-τριχωτό-άνδρα, που να ξέρει τι θέλει, για να την πάρει και να χαθούν στο ηλιοβασίλεμα. Επίσης σιχαίνεται το ψέμα,την υποκρισία, είναι ο εαυτός της και ψάχνει καλή παρέα, και γιατί όχι, σχέση.
Και τώρα πάει το χαλί...Θα της το πάρει καμιά άλλη πιο καπάτσα και τι θα κάνει?????
Με βλέπει να περπατάω ατάραχος και αγέρωχος, ένας κούκλος και μου'ρχεται και αρχίζει το πίτσι-πίτσι:
Αχ που να σου τα λέω κύριε traveladdict μου, τι χαλί ήταν αυτό? Πως την πάτησα έτσι? Και αυτό το γομάρι ο άντρας μου. Πες του !!!!
Τι να του πω μαντάμ?
Να γυρίσει να τους προλάβει και εμείς, να! εδώ θα κάτσουμε να τον περιμένουμε.
Σιγά μη του πω να πάει να κάνει και ανταύγειες.
Μα γιατίίί?
Α, πρέπει να μειώσεις τη δόση των Πρόζακ καλή μου, γιατί αν συνεχίσεις έτσι, θα πάθεις ότι έπαθε και η καριέρα της Βίσση. Άσε με.
Σούφρωσε τα χείλια της και έφυγε. Τις επόμενες 1.500 ώρες κατάστρωνε σχέδια πως να μας καταστρέψει όλους και να μας κληρονομήσει. Παντοιοτρόπως.
Στο μεταξύ, η ανηφόρα, ανηφόρα. Περάσαμε από κάτι παραδεισένια χωριά με χεσμένα μωρά, μαύρα από την κάπνα να μπουσουλάνε στα παγωμένα λασπόνερα.
Α, να πιούμε τσάι!
Που? εδώ?
Εδώ.
Είναι κάτι Ρώσοι και τρώνε αηδίες. Από που είστε? Ρούσια, εντ γιου? Από την Ελλάδα. Οου αι λοβ Γκρίτσιγια! μένυ άϊλαντς! Mykonos, Amorgos, Pentakatharos, Axeperastos, κλπ κλπ.
Καθόμαστε να ξεκουραστούμε λίγο, αρχίζει το δούλεμα:
Ψιτ, Νταλίτ δεν θα τραγουδήσεις? Τίποτα αυτός, αν τραγουδούσε θα έχανε το φιλοδώρημα. Αχ τι κρίμα που δεν τραγουδάς, να μας φτιάξεις λίγο, να πάρουμε δυνάμεις να ανεβούμε στα όρεα και στα άγρια βουνά! Μούγγα αυτός.
Άξιος, άξιος! μπράβο σ'αυτόν που θα βγάλει κάτι παραπάνω και μπράβο σε μας που δεν θα τον ακούγαμε να τσιροκοπάει στα φαράγγια που κάνουν και αντίλαλο και πολλαπλασιάζεται η άρια...
Αρχίζει να χιονίζει πάλι. Ένα χιόνι ψιλό και παγωμένο, σκληρό σαν ρύζι, που μας μαστίγωνε ξεπερνώντας τα όρια του πόνου στα παγωμένα μας πρόσωπα. Ο αέρας που ήταν το λιγότερο 1000 μποφόρ, τόριχνε πάνω μας σαν αμμοβολή. Α ωραία, θα κάνουμε και πίλινγκ.
Ο αρχηγός μας μαζεύει και μας λέει να βάλουμε τις μπαλακλάβες ( τις κουκούλες που καλύπτουν το πρόσωπο εκτός από τα μάτια) και τα γυαλιά. Το κρύο να είναι ανυπόφορο, η θερμοκρασία νάχει πέσει στους -5 και νάναι μεσημέρι! Είχα παγώσει, έφταιγε και το ότι δεν καλοκοιμήθηκα και η κούραση άρχισε να παίζει παιχνίδια μαζί μου.
Οι άλλοι άρχισαν να ανησυχούν: Που είναι αυτό το Pheriche επιτέλους? Είναι πολλή ώρα που περάσαμε τη ζώνη του δάσους και είμαστε πλέον σε αλπικά -ή μάλλον Ιμαλαϊκά - παγωμένα λειβάδια, χωρίς δέντρα, εκτεθειμένοι σε δυνατό παγωμένο αέρα. Από μέσα να είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Όσος ιδρώτας έβγαινε από το σκούφο, πάγωνε πάνω στα μαλλιά μου και ήμουν σαν τον Αι Βασίλη: Κόκκινο μπουφάν, κόκκινος σκούφος και άσπρο τσουλούφι.
Μαζί με το κρύο και την κούραση, άρχισε να μας γυροφέρνει και το υψόμετρο. Οι ανάσες να γίνονται βαριές και έντονες και οι στάσεις περισσότερες. Ο αρχηγός μπροστά, ο Νταλίτ ανύπαρκτος - τραγουδούσε από μέσα του σίγουρα - οι κοπελιές πίσω με τους αχθοφόρους και οι υπόλοιποι στη μέση. Ένα κουρασμένο κονβόι μισού χιλιομέτρου.
Κια ξαφνικά ένα πανόραμα άνοιξε μπροστά μας: η κοιλάδα του Pheriche. Καλά, το θέαμα μας αποζημίωσε και για την κούραση και για τον εκνευρισμό και για όλα. Μια τεράστια κοιλάδα με γύρω-γύρω βουνά τόσο ψηλά, που νόμιζες ότι εκτοξεύονταν στον ουρανό. Τα χιόνια έφταναν μέχρι κάτω και μέσα στο γαλάζιο/άσπρο/γκρι τοπίο φάνηκαν τα πρώτα σπιτάκια του οικισμού. Χαρά, κακό, σιγά παιδιά μην ενθουσιάζεστε γιατί θα τραγουδήσει αυτός, μην εξαγριώσει κανένα γιακ και μας κουτουλήσει.
Ο ξενώνας πολύ καλύτερος από ότι περιμέναμε, μέχρι και ζεστό νερό μας ετοίμασαν. Λόγω της παντελούς απουσίας δέντρων,δεν καίνε ξύλα αλλά σβουνιές, κοπριά ξεραμένη δηλαδή, που γεμίζει το δωμάτιο με μια υπέροχη αρωματισμένη κάπνα, που κάνει και ατμόσφαιρα...
Αφού τακτοποιηθήκαμε, καθήσαμε για χαλάρωμα στην τραπεζαρία.
Είμασταν οι μόνοι πελάτες. Αρχίσαμε την κουβέντα, άρχισαν τα ποδοσφαιρικά, οι φωνές, τα συνήθη των ελλήνων.
Οι δυο γυναίκες καθόταν πιο πέρα και ήταν στο ψου-ψου, σχολίαζαν τα γεγονότα του χαλιού και η άλουστη το φυσούσε και δεν κρύωνε, γιατί το μπάνισε αυτή το χαλί γιατί είναι από την Καλαμάτα και ξέρει από καλό λάδι.
Αρχίζουν οι ερωτήσεις: τι ζώα θα δούμε?
Καμιά λεοπάρδαλη των χιονιών, αλλά αν δείτε λεοπάρδαλη, και σιγουρευτείτε ότι δεν είναι κανένας ουκρανός ορειβάτης με λεοπάρ σαλοπέτα, μόλις γυρίσετε στην Ελλάδα, παίξτε και κανένα τζόκερ, γιατί τέτοια τύχη, ούτε ο Γκαστόνε Ντακ.
Πετιέται η μία: Α, εγώ μόλις γυρίσουμε στο Κατμαντού, θέλω να δω ελέφαντες!
Απαντάει η άλλη: Α πα πα, μη μου μιλάς για ελέφαντες, δεν τους μπορώ!
Γιατί δεν τους μπορείς?
Δεν τους θέλω σου λέω, δεν τους μπορώ.
Λέω μέσα μου, ελέφαντας θα την τσίμπησε όταν ήταν μικρή, δεν γίνεται αλλιώς, και της έμεινε το ψυχολογικό...
Γυρνάνε σε μένα: Εσύ με τα τόσα ταξίδια, τι ζώα πιστεύεις ότι θα δούμε?
Α, εγώ δίνω συμβουλές σε άλλη στήλη, ρωτήστε το παληκάρι από δω. Ο αρχηγός να θέλει να γελάσει, αλλά κρατιότανε.
Έρχεται το φαγητό.
Κάτι η ζέστη, κάτι το φαγητό, κάτι που χαλαρώσαμε, το ζευγάρι τα ξαναβρήκε: Τζου τζου τζου, χι χι χι, τσουκου-τσουκου κλπ. Ξεράσογλου.
Πέσαμε να κοιμηθούμε με τη χιονοθύελλα να λυσσομανάει έξω.
Σήμερα πολύ λυπήθηκα γιατί ο Κωστάκης μού 'φαγε το σάντουιτς στο σχολείο και γιατί ξυπνήσαμε νωρίς λόγω χιόνι και βαλθήκαμε να ανεβαίνουμε σαν τις κατσίκες στους γκρεμοί.
Προορισμός μας το πασίγνωστο και κοσμοπολίτικο ορεινό θέρετρο Pheriche, πως είναι το Aspen? Ουδεμία σχέσις.
Λοιπόν αυτό το Pheriche είναι ένα ανεπανάληπτο σύνολο από μουλαροστάβλους και ξενώνες που βρωμοκοπάνε κοπριά, σε υψόμετρο 3.900 μέτρα και σε μια κοιλάδα που τη βαράνε αλύπητα οι άνεμοι και περιτριγυρισμένη από τα ψηλά βουνά και παγετώνες.
Νύχτα ακόμα και είμαστε με την τσίμπλα στο μάτι και σερνόμαστε στην κυριολεξία στο λασπωμένο μονοπάτι, καθότι ξενυχτήσαμε την προηγούμενη και ριπές παγωμένου αέρα μας κάνουν να ριγούμε, παρ' όλα τα ορειβατικά ρούχα που φοράμε.
Το ποτάμι ορμητικό κυλάει στα αριστερά μας τώρα και σε κάποια στιγμή φτάνουμε στην 3.256ή γέφυρα της διαδρομής μας.
Αυτή η γέφυρα, κοίτα να δεις τώρα, είχε το εξής κουφό: δεν είχε πλαϊνά συρματόσχοινα για να πιανόμαστε, γιατί κάποιος τα είχε κλέψει, έτσι μας είπε ο νεπαλέζος οδηγός, να λέμε και το όνομα του: Νταλίτ.
Πως τώρα ο κλέφτης έκοψε ολόκληρα συρματόσχοινα και η γέφυρα δεν έπεσε, αυτό είναι ένα μυστήριο, που καθόλου δεν έλυσα...
Πάμε σαν τη καλή χαρά, όλοι μαζί παιδιά, που να την περάσεις...
Να κουνιέται πέρα δώθε και από κάτω το ποτάμι να είναι μισοπαγωμένο, κάτασπροι σταλακτίτες πάγου να κρέμονται από τους βράχους και δίπλα στους αφρισμένους και εξαιρετικά δυνατούς καταρράκτες.
Ένας-ένας και με βοήθεια περνούσαμε, γιατί δεν ήταν που ταλαντευότανε η γέφυρα μόνο από τα βαριά μας βήματα ( φορούσαμε και άρβυλα), κουνιόταν και από τον δυνατό αέρα. Το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει τη νύχτα, αλλά τα πάντα ήταν ντυμένα στα λευκά και έκανε ψόφο.
Και εκεί που περάσαμε τη γέφυρα, νάσου κάτι πτωχοί.
Λαθρέμποροι Θιβετιανοί που έφερναν στο Νεπάλ καλούδια από την Κίνα, μέσα από τις ορεινές διαβάσεις στο καταχείμωνο. Σιγά μην είχε φρουρούς το διαλυμένο από τον πόλεμο Νεπάλ...
Που πάτε ωρε παιδιά? Πάμε να πατήσουμε την Τροπολιτσά, αλλά ενίοτε είμεθα και λαχειοπώλαι. Α, πουλάμε και χαλιά. Καλού κακού δεν παίρνετε και κανένα κάρπετ, που έχουμε κάτι φτηνούλια να σας βρίσκεται?
Έχουμε κάρπετ στην Ελλάδα, α από το Ελλάντα είστε? Οου Ντέσπινος Μιραουράκι!
Η άλλη η τρελή να θέλει να πάρει κάρπετ και να τον τραβά τον δικό της από το μανίκι:
Θέλω!
Τι θέλεις καλό μου?
Θέλω σου λέω!
Τι? Έρωτα ή πόλεμο?
Στα πρόθυρα εγκεφαλικού η γκόμενα και που να βρεις πάπιες και πιεσόμετρα στη λαλάκα...
Θέλω χαλί! Εκείνο το πράσινο.
Από όλα τα έθνικ, διάλεξε ένα πράσινο που θύμιζε τη Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη.
Βρε καλό μου, βρε χρυσό μου, που να το κουβαλάμε τώρα στα ρουμάνια, τίποτα αυτή, εμείς να κάνουμε συμβούλιο παρακάτω που να τη θάψουμε μετά το φόνο, γιατί θα μας άλλαζε τον αδόξαστο μέχρι να πάμε επάνω.
Τελικά το χαλί δεν αγοράστηκε.
Αυτή να έχει μούτρα και να μη μιλάει σε κανέναν. Σκυλομετάνιωνε που τον παντρεύτηκε τον άσχετο, που δεν μπορούσε να εκτιμήσει το χαλί-κέρμιτ.
Αυτή στη ζωή της ήθελε έναν ωραίο, πλούσιο, ευγενικό, γυμνασμένο, καλό, ειλικρινή, σοβαρό, τρυφερό, ψηλό, ελαφρώς-τριχωτό-άνδρα, που να ξέρει τι θέλει, για να την πάρει και να χαθούν στο ηλιοβασίλεμα. Επίσης σιχαίνεται το ψέμα,την υποκρισία, είναι ο εαυτός της και ψάχνει καλή παρέα, και γιατί όχι, σχέση.
Και τώρα πάει το χαλί...Θα της το πάρει καμιά άλλη πιο καπάτσα και τι θα κάνει?????
Με βλέπει να περπατάω ατάραχος και αγέρωχος, ένας κούκλος και μου'ρχεται και αρχίζει το πίτσι-πίτσι:
Αχ που να σου τα λέω κύριε traveladdict μου, τι χαλί ήταν αυτό? Πως την πάτησα έτσι? Και αυτό το γομάρι ο άντρας μου. Πες του !!!!
Τι να του πω μαντάμ?
Να γυρίσει να τους προλάβει και εμείς, να! εδώ θα κάτσουμε να τον περιμένουμε.
Σιγά μη του πω να πάει να κάνει και ανταύγειες.
Μα γιατίίί?
Α, πρέπει να μειώσεις τη δόση των Πρόζακ καλή μου, γιατί αν συνεχίσεις έτσι, θα πάθεις ότι έπαθε και η καριέρα της Βίσση. Άσε με.
Σούφρωσε τα χείλια της και έφυγε. Τις επόμενες 1.500 ώρες κατάστρωνε σχέδια πως να μας καταστρέψει όλους και να μας κληρονομήσει. Παντοιοτρόπως.
Στο μεταξύ, η ανηφόρα, ανηφόρα. Περάσαμε από κάτι παραδεισένια χωριά με χεσμένα μωρά, μαύρα από την κάπνα να μπουσουλάνε στα παγωμένα λασπόνερα.
Α, να πιούμε τσάι!
Που? εδώ?
Εδώ.
Είναι κάτι Ρώσοι και τρώνε αηδίες. Από που είστε? Ρούσια, εντ γιου? Από την Ελλάδα. Οου αι λοβ Γκρίτσιγια! μένυ άϊλαντς! Mykonos, Amorgos, Pentakatharos, Axeperastos, κλπ κλπ.
Καθόμαστε να ξεκουραστούμε λίγο, αρχίζει το δούλεμα:
Ψιτ, Νταλίτ δεν θα τραγουδήσεις? Τίποτα αυτός, αν τραγουδούσε θα έχανε το φιλοδώρημα. Αχ τι κρίμα που δεν τραγουδάς, να μας φτιάξεις λίγο, να πάρουμε δυνάμεις να ανεβούμε στα όρεα και στα άγρια βουνά! Μούγγα αυτός.
Άξιος, άξιος! μπράβο σ'αυτόν που θα βγάλει κάτι παραπάνω και μπράβο σε μας που δεν θα τον ακούγαμε να τσιροκοπάει στα φαράγγια που κάνουν και αντίλαλο και πολλαπλασιάζεται η άρια...
Αρχίζει να χιονίζει πάλι. Ένα χιόνι ψιλό και παγωμένο, σκληρό σαν ρύζι, που μας μαστίγωνε ξεπερνώντας τα όρια του πόνου στα παγωμένα μας πρόσωπα. Ο αέρας που ήταν το λιγότερο 1000 μποφόρ, τόριχνε πάνω μας σαν αμμοβολή. Α ωραία, θα κάνουμε και πίλινγκ.
Ο αρχηγός μας μαζεύει και μας λέει να βάλουμε τις μπαλακλάβες ( τις κουκούλες που καλύπτουν το πρόσωπο εκτός από τα μάτια) και τα γυαλιά. Το κρύο να είναι ανυπόφορο, η θερμοκρασία νάχει πέσει στους -5 και νάναι μεσημέρι! Είχα παγώσει, έφταιγε και το ότι δεν καλοκοιμήθηκα και η κούραση άρχισε να παίζει παιχνίδια μαζί μου.
Οι άλλοι άρχισαν να ανησυχούν: Που είναι αυτό το Pheriche επιτέλους? Είναι πολλή ώρα που περάσαμε τη ζώνη του δάσους και είμαστε πλέον σε αλπικά -ή μάλλον Ιμαλαϊκά - παγωμένα λειβάδια, χωρίς δέντρα, εκτεθειμένοι σε δυνατό παγωμένο αέρα. Από μέσα να είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Όσος ιδρώτας έβγαινε από το σκούφο, πάγωνε πάνω στα μαλλιά μου και ήμουν σαν τον Αι Βασίλη: Κόκκινο μπουφάν, κόκκινος σκούφος και άσπρο τσουλούφι.
Μαζί με το κρύο και την κούραση, άρχισε να μας γυροφέρνει και το υψόμετρο. Οι ανάσες να γίνονται βαριές και έντονες και οι στάσεις περισσότερες. Ο αρχηγός μπροστά, ο Νταλίτ ανύπαρκτος - τραγουδούσε από μέσα του σίγουρα - οι κοπελιές πίσω με τους αχθοφόρους και οι υπόλοιποι στη μέση. Ένα κουρασμένο κονβόι μισού χιλιομέτρου.
Κια ξαφνικά ένα πανόραμα άνοιξε μπροστά μας: η κοιλάδα του Pheriche. Καλά, το θέαμα μας αποζημίωσε και για την κούραση και για τον εκνευρισμό και για όλα. Μια τεράστια κοιλάδα με γύρω-γύρω βουνά τόσο ψηλά, που νόμιζες ότι εκτοξεύονταν στον ουρανό. Τα χιόνια έφταναν μέχρι κάτω και μέσα στο γαλάζιο/άσπρο/γκρι τοπίο φάνηκαν τα πρώτα σπιτάκια του οικισμού. Χαρά, κακό, σιγά παιδιά μην ενθουσιάζεστε γιατί θα τραγουδήσει αυτός, μην εξαγριώσει κανένα γιακ και μας κουτουλήσει.
Ο ξενώνας πολύ καλύτερος από ότι περιμέναμε, μέχρι και ζεστό νερό μας ετοίμασαν. Λόγω της παντελούς απουσίας δέντρων,δεν καίνε ξύλα αλλά σβουνιές, κοπριά ξεραμένη δηλαδή, που γεμίζει το δωμάτιο με μια υπέροχη αρωματισμένη κάπνα, που κάνει και ατμόσφαιρα...
Αφού τακτοποιηθήκαμε, καθήσαμε για χαλάρωμα στην τραπεζαρία.
Είμασταν οι μόνοι πελάτες. Αρχίσαμε την κουβέντα, άρχισαν τα ποδοσφαιρικά, οι φωνές, τα συνήθη των ελλήνων.
Οι δυο γυναίκες καθόταν πιο πέρα και ήταν στο ψου-ψου, σχολίαζαν τα γεγονότα του χαλιού και η άλουστη το φυσούσε και δεν κρύωνε, γιατί το μπάνισε αυτή το χαλί γιατί είναι από την Καλαμάτα και ξέρει από καλό λάδι.
Αρχίζουν οι ερωτήσεις: τι ζώα θα δούμε?
Καμιά λεοπάρδαλη των χιονιών, αλλά αν δείτε λεοπάρδαλη, και σιγουρευτείτε ότι δεν είναι κανένας ουκρανός ορειβάτης με λεοπάρ σαλοπέτα, μόλις γυρίσετε στην Ελλάδα, παίξτε και κανένα τζόκερ, γιατί τέτοια τύχη, ούτε ο Γκαστόνε Ντακ.
Πετιέται η μία: Α, εγώ μόλις γυρίσουμε στο Κατμαντού, θέλω να δω ελέφαντες!
Απαντάει η άλλη: Α πα πα, μη μου μιλάς για ελέφαντες, δεν τους μπορώ!
Γιατί δεν τους μπορείς?
Δεν τους θέλω σου λέω, δεν τους μπορώ.
Λέω μέσα μου, ελέφαντας θα την τσίμπησε όταν ήταν μικρή, δεν γίνεται αλλιώς, και της έμεινε το ψυχολογικό...
Γυρνάνε σε μένα: Εσύ με τα τόσα ταξίδια, τι ζώα πιστεύεις ότι θα δούμε?
Α, εγώ δίνω συμβουλές σε άλλη στήλη, ρωτήστε το παληκάρι από δω. Ο αρχηγός να θέλει να γελάσει, αλλά κρατιότανε.
Έρχεται το φαγητό.
Κάτι η ζέστη, κάτι το φαγητό, κάτι που χαλαρώσαμε, το ζευγάρι τα ξαναβρήκε: Τζου τζου τζου, χι χι χι, τσουκου-τσουκου κλπ. Ξεράσογλου.
Πέσαμε να κοιμηθούμε με τη χιονοθύελλα να λυσσομανάει έξω.