Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
Προσγειώνομαι κι επειδή δεν έχω αποσκευές, ούτε επισήμους να περιμένουν να μου σφίξουν το χέρι όπως γίνεται με την κορεάτικη αποστολή, περνάω πρώτος-πρώτος στο γκισέ της Υπηρεσίας Μετανάστευσης, όπου πληρώνω το φόρο εισόδου 10$, με αντάλλαγμα να μου σφραγίσουν το διαβατήριο και να μου δώσουν ένα χαρτάκι που θα πρέπει να διατηρήσω κατά τη διάρκεια της διαμονής μου στη χώρα. Κοιτάω καλά και διαπιστώνω ότι στο πεδίο που έπρεπε να αναγράφεται το όνομά μου έχουν σκαλιστεί κάτι ιερογλυφικά που είναι μια διασταύρωση των ορνιθοσκαλισμάτων των Ταϊνος και απόπειρας αντιγραφής των… ελληνικών χαρακτήρων του διαβατηρίου μου. Αντί να αντιγράψει τα λατινικά στοιχεία ο Αϊτινός υπάλληλος προσπάθησε να αντιγράψει τα ελληνικά, ό,τι να’ ναι.
Κάνω να βγω από το μικροσκοπικό αεροδρόμιο, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Την τραβάω, τη σπρώχνω, τίποτε. Ένας βαριεστημένος γκλομποφέρων αστυνομικός που στην πρώτη φασαρία θα γίνει η μετενσάρκωση του “του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ” μου λέει σε κάτι Κρεολέ που προσποιούνται πως είναι Γαλλικά ότι ψάχνουν την κυρία με τα κλειδιά, η οποία τελικώς εβρέθη, περιέφερε το παχύδερμο κορμί της με περισσή βαρεμάρα και μου έγνεψε ξινισμένα, υποδηλώνοντας την αντιπάθειά της γι αυτόν τον αγενή ξένο που τη σήκωσε από την ηρωική της καρέκλα επειδή έχει το θράσος να θέλει να βγει από το αεροδρόμιο.
Περίμενα καμιά επίθεση από επίμονους ταξιτζήδες, επίδοξους ξεναγούς και λοιπούς ενοχλητικούς, αλλά ενθυμουμενος ότι τουρίστες δεν υπάρχουν σε αυτή τη χώρα, τελικώς διαπίστωσα ότι υπήρχαν-δεν υπήρχαν 15 άτομα έξω από το αεροδρόμιο, περιμένοντας ως φαινόταν τους Κορεάτες, Αμερικανούς και λοιπούς επιβάτες για τράνσφερ. Πίσω από αυτούς, στεκόταν η στωική αγέρωχη μορφή του ύψους 1.90 Κώστα. Πιο κουρασμένο δεν τον έχω ξαναδεί, ενώ χιλιοταλαιπωρημένο φαινόταν και το τζιπ στο οποίο στήριζε το πρων αρσιβαρίστικο κορμί του. Χαιρετηθήκαμε και πληροφορήθηκα αμέσως ότι οι δρόμοι που πήρε για να κάνει την Οδύσσεια μέχρι το CapHaitien είναι χάλια, δεν έχουν άσφαλτο, το αμάξι δεν του εμπνέει καμία εμπιστοσύνη γιατί τρίζει ολόκληρο, το gps τον έστειλε σε κάτι απίθανα κατσάβραχα και δεν έχει κοιμηθεί από το σοκ της δολοφονίας. Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, Κώστα μου.
Υποτίθεται ότι έχουμε κλείσει δωμάτιο σε κάποιο Hotel Imperial, για να πάμε στο οποίο θα πρέπει να διασχίσουμε τη μισή πόλη, το οποίο μας δίνει την ευκαιρία να ρίξουμε και μια πρώτη ματιά. Οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου ήταν “σε λάθος ήπειρο είναι αυτό το κράτος”. Απίστευτο, αλλά ΟΛΑ θυμίζουν Αφρική: τα πρόσωπα, το άναρχο των καταστημάτων-παραγκών, η σκουπιδίλα, η κίνηση, η οχλαγωγία, η έλλειψη χαμόγελου, ακόμη και η βίαιη μουσική που ακούγεται στη διαπασών από παντού μου έφεραν ένα dejavu από το Τόγκο και το Μπενίν. Είχα την αίσθηση πως κάπως είχε βελτιωθεί η χώρα, παρότι από τη διεθνή βοήθεια τελικώς έφτασε μόλις το 40% των χρημάτων, αυτά ήταν τόσα που τέλος πάντων κάτι θα έχει βελτιωθεί. Μετά συνειδητοποίησα ότι αυτό που βλέπαμε ΗΤΑΝ η βελτιωμένη Αϊτή.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, το οποίο και βρήκαμε εύκολα, παρκάραμε το αυτοκίνητο στην αυλή του, υπό το βλέμμα δύο βαριεστημένων φυλάκων με Καλάσνικοφ. Η νεαρή ρεσεψιονίστ μας έδειξε το δωμάτιό μας, που όντως είχε και κλιματισμό και τέλος πάντων ήταν μια χαρά αξιοπρεπές, άλλωστε έχουμε μάθει σε πολύ πολύ χειρότερα, αλλά η τιμή –όπως για όλα τα καταλύματα στην Αϊτή- ήταν σαφώς δυσανάλογη της τιμής, όπως συμβαίνει σε κράτη με μηδαμινό τουρισμό κι ελάχιστο ανταγωνισμό. Πασαλειφτήκαμε με αντικουνουπικό, ελπίζοντας ότι θα είμαστε αρκετά προστατευμένοι από κάποια από όλες αυτές τις απειλές που κυκλοφορούν στην Αϊτή και ξεκινήσαμε για την πόλη, έχοντας στη διάθεσή μας περίπου 3 ώρες μέχρι τη δύση του ηλίου.
Το Cap Haitien είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη αυτής της χώρας που έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα και κάποτε ήταν η πλουσιότερη πόλη της Καραϊβικής, με αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική. Παρότι αυτή έχει πληγεί από αλλεπάλληλους σεισμούς και η οικονομία της πόλης καταποντίστηκε ήδη από την εποχή της αμερικάνικης κατοχής, το Cap Haitien γνωρίζει μια μίνι άνθιση χάρη στις επενδύσεις Βενεζουέλας και Κούβας στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης καυσίμων και στο αεροδρόμιο, καθώς και στο βιομηχανικό και βιοτεχνικό πάρκο που λέγαμε με τον υπεύθυνο της Interamerican Bank.
Όσο πιο πολύ περπατούσαμε πάντως, τόσο πιο πολλά κοινά στοιχεία έβλεπα με τη Δυτική Αφρική, σε βαθμό που πίστευα πως βρίσκομαι σε προάστειο του Ντακάρ, του Λομέ ή του Ουαγκαντούγκου. Ο δε κόσμος πραγματικά βγαλμένος από άλλη ήπειρο: πολύχρωμα αλλά και φτωχικά, βρώμικα φορέματα, γυναίκες να μεταφέρουν τα εμπορεύματα στο κεφάλι τους, μπαμπού αντί για σκαλωσιές στις οικοδομές, κακοφωνία από μηχανάκια και ατέλειωτο σπρώξιμο για να περάσει κανείς ανάμεσα στους πλανώδιους που φαίνεται να έχουν καταλάβει κάθε τετραγωνικό εκατοστό των δρόμων. Η αρχιτεκτονική της πόλης ήταν εντελώς αδιάφορη, με τετραγωνισμένα, μονοκόμματα κτίρια και τη λαμαρίνα να πρωταγωνιστεί στο αστικό και δύσοσμο τοπίο.
Κινηθήκαμε προς την αγορά (MarchedeFer), όπου υπήρχε το αδιαχώρητο, κυριολεκτικά έπρεπε να σπρώξεις τους πάντες αν ήθελες να κινηθείς, ενώ πατούσες πάνω σε μπανανόφλουδες, πεταμένα χαρτιά, εκλογικές αφίσες, περιττώματα, σάπια φρούτα ή απλά λιμνούλες από λάσπη. Στην πρώτη υπόνοια φωτιάς θα θρηνούσαμε εκατοντάδες θύματα αφού προφανής τρόπος εκκένωσης δεν υπήρχε, θα ποδοπατούταν ο κόσμος. Η δυσοσμία ήταν πολύ έντονη και το όλο περιβάλλον έμοιαζε ιδανικό για την ανάπτυξη εστιών μόλυνσης παντός είδους. Το πολυαναμενόμενο κτίριο της σιδερένιας αγοράς, ανάλογο με αυτό της πρωτεύουσας, αποδείχθηκε σκέτη απογοήτευση: βρώμικο, εγκαταλελειμένο και κυρίως πνιγμένο από τους μιρκοπωλητές στο εξωτερικό του, δυσκολευτήκαμε ακόμη και να το πάρουμε φωτογραφία λόγω του αλαλούμ της πολυκοσμίας.
Βρήκαμε έναν ανθρώπινο καθολικό ναό στον οποίο μπήκαμε για να απολαύσουμε μερικές στιγμές χωρίς δυσοσμία και ξαναβγήκαμε, ψάχοντας απεγνωσμένα να βρούμε κάποι από τα αποικιακά σπίτια της εποχής, αλλά είδαμε ελάχιστα και τα περισσότερα με άσχημες επίκτιστες προσθέσεις που αφαιρούσαν την όποια υπόνοια ότι το κτίριο έχει μια κάποια ιστορία. Παρίσι της Καραϊβικής; Χα, μάλλον με το Λομέ έμοιαζε…
Απομακρυνόμενοι από την αγορά φτάσαμε στην κεντρική πλατεία, όπου είχαν συνανθροιστεί μερικές δεκάδες νέοι, υποθέτω λόγω πολιτικής συγκέντρωσης και υπήρχε μια σχετική ένταση, οπότε αποφασίσαμε να τηρήσουμε μια απόσταση ως οι μόνοι λευκοί σε δημόσια θέα. Σύντομα πάντως είδαμε άλλους δύο, που αποδείχθηκε ότι έμεναν κι αυτοί στο ξενοδοχείο μας, που έπιναν μια μπύρα στις πλαστικές καρέκλες του μόνου καταστήματος που φάνηκε να είναι κάτι σαν καφετέρια ή μπαρ εκεί. Τα βλέμματα που συγκεντρώναμε ήταν μάλλον αγριεμένα, έναν άνθρωπο δεν είδαμε να χαμογελάει, οι άστεγοι πολλοί, οι μεθυσμένοι αρκετοί και γενικά υπήρχε μια αίσθηση κακομοιριάς κι εχθρικότητας.
Τελικώς βρήκαμε ένα μίνι μάρκετ όπου ψωνίσαμε νερό για 2,5€ το 1,5 λίτρο και… ό,τι βρήκαμε για φαγητό, δηλαδή κονσέρβες από ανανά και σαρδέλα, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Με τη χολέρα να θερίζει στη χώρα δεν ήμασταν για πολλά ρίσκα και τα κρατήσαμε για την αυριανή ημέρα.
Αποφασίσαμε να δειπνήσουμε στο ξενοδοχείο μας παραγγέλνοντας τη μόνη διαθέσιμη από τις 6 επιλογές του μενού, όπου 10 μετρημένες γαρίδες κόστισαν 12$, αλλά τουλάχιστον εισπράξαμε το μοναδικό χαμόγελο της ημέρας από το σερβιτόρο. Διαπιστώσαμε ότι τα κουνούπια μας τσιμπούσαν κανονικά, ότι τα πατζούρια του δωματίου δεν έκλειναν, οπότε όλο το βράδυ θα ήμασταν στο έλεος του ενδεχομένου να κολλήσουμε καμιά ελονοσία ή δάγγειο πυρετό, αλλά ήμασταν τόσο κουρασμένοι που απλά πέσαμε ξεροί για ύπνο, γνωρίζοντας ότι η αυριανή μέρα θα ήταν ίσως το χάιλάιτ του ταξιδιού, αφού θα επισκεπτόμασταν το Sans Souci και τη Citadelle la Ferriere, τα δυο φαραωνικά κτίσματα που σήμερα κρέμονται σα φαντάσματα πάνω από την πόλη.
Πριν πέσω ξερός για ύπνο άκουσα τον Κώστα… να με ευχαριστεί για την εμπειρία, ότι παρότι ξέρει ότι δε θα είναι το καλύτερο ταξίδι όλων των εποχών, είναι ευγνώμων για την εμπειρία, ότι αν δεν του το είχα προτείνει δε θα επισκεπτόταν ποτέ τη χώρα κι ότι η όλη εμπειρία του φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χαίρεται που τη μοιραζόμαστε. Αυτός είναι ο Κώστας, που με ευχαριστεί εκεί που άλλοι θα με είχαν καρυδώσει.
Κάνω να βγω από το μικροσκοπικό αεροδρόμιο, αλλά η πόρτα δεν ανοίγει. Την τραβάω, τη σπρώχνω, τίποτε. Ένας βαριεστημένος γκλομποφέρων αστυνομικός που στην πρώτη φασαρία θα γίνει η μετενσάρκωση του “του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ” μου λέει σε κάτι Κρεολέ που προσποιούνται πως είναι Γαλλικά ότι ψάχνουν την κυρία με τα κλειδιά, η οποία τελικώς εβρέθη, περιέφερε το παχύδερμο κορμί της με περισσή βαρεμάρα και μου έγνεψε ξινισμένα, υποδηλώνοντας την αντιπάθειά της γι αυτόν τον αγενή ξένο που τη σήκωσε από την ηρωική της καρέκλα επειδή έχει το θράσος να θέλει να βγει από το αεροδρόμιο.
Περίμενα καμιά επίθεση από επίμονους ταξιτζήδες, επίδοξους ξεναγούς και λοιπούς ενοχλητικούς, αλλά ενθυμουμενος ότι τουρίστες δεν υπάρχουν σε αυτή τη χώρα, τελικώς διαπίστωσα ότι υπήρχαν-δεν υπήρχαν 15 άτομα έξω από το αεροδρόμιο, περιμένοντας ως φαινόταν τους Κορεάτες, Αμερικανούς και λοιπούς επιβάτες για τράνσφερ. Πίσω από αυτούς, στεκόταν η στωική αγέρωχη μορφή του ύψους 1.90 Κώστα. Πιο κουρασμένο δεν τον έχω ξαναδεί, ενώ χιλιοταλαιπωρημένο φαινόταν και το τζιπ στο οποίο στήριζε το πρων αρσιβαρίστικο κορμί του. Χαιρετηθήκαμε και πληροφορήθηκα αμέσως ότι οι δρόμοι που πήρε για να κάνει την Οδύσσεια μέχρι το CapHaitien είναι χάλια, δεν έχουν άσφαλτο, το αμάξι δεν του εμπνέει καμία εμπιστοσύνη γιατί τρίζει ολόκληρο, το gps τον έστειλε σε κάτι απίθανα κατσάβραχα και δεν έχει κοιμηθεί από το σοκ της δολοφονίας. Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, Κώστα μου.
Υποτίθεται ότι έχουμε κλείσει δωμάτιο σε κάποιο Hotel Imperial, για να πάμε στο οποίο θα πρέπει να διασχίσουμε τη μισή πόλη, το οποίο μας δίνει την ευκαιρία να ρίξουμε και μια πρώτη ματιά. Οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου ήταν “σε λάθος ήπειρο είναι αυτό το κράτος”. Απίστευτο, αλλά ΟΛΑ θυμίζουν Αφρική: τα πρόσωπα, το άναρχο των καταστημάτων-παραγκών, η σκουπιδίλα, η κίνηση, η οχλαγωγία, η έλλειψη χαμόγελου, ακόμη και η βίαιη μουσική που ακούγεται στη διαπασών από παντού μου έφεραν ένα dejavu από το Τόγκο και το Μπενίν. Είχα την αίσθηση πως κάπως είχε βελτιωθεί η χώρα, παρότι από τη διεθνή βοήθεια τελικώς έφτασε μόλις το 40% των χρημάτων, αυτά ήταν τόσα που τέλος πάντων κάτι θα έχει βελτιωθεί. Μετά συνειδητοποίησα ότι αυτό που βλέπαμε ΗΤΑΝ η βελτιωμένη Αϊτή.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο, το οποίο και βρήκαμε εύκολα, παρκάραμε το αυτοκίνητο στην αυλή του, υπό το βλέμμα δύο βαριεστημένων φυλάκων με Καλάσνικοφ. Η νεαρή ρεσεψιονίστ μας έδειξε το δωμάτιό μας, που όντως είχε και κλιματισμό και τέλος πάντων ήταν μια χαρά αξιοπρεπές, άλλωστε έχουμε μάθει σε πολύ πολύ χειρότερα, αλλά η τιμή –όπως για όλα τα καταλύματα στην Αϊτή- ήταν σαφώς δυσανάλογη της τιμής, όπως συμβαίνει σε κράτη με μηδαμινό τουρισμό κι ελάχιστο ανταγωνισμό. Πασαλειφτήκαμε με αντικουνουπικό, ελπίζοντας ότι θα είμαστε αρκετά προστατευμένοι από κάποια από όλες αυτές τις απειλές που κυκλοφορούν στην Αϊτή και ξεκινήσαμε για την πόλη, έχοντας στη διάθεσή μας περίπου 3 ώρες μέχρι τη δύση του ηλίου.
Το Cap Haitien είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη αυτής της χώρας που έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό με την Ελλάδα και κάποτε ήταν η πλουσιότερη πόλη της Καραϊβικής, με αξιοζήλευτη αρχιτεκτονική. Παρότι αυτή έχει πληγεί από αλλεπάλληλους σεισμούς και η οικονομία της πόλης καταποντίστηκε ήδη από την εποχή της αμερικάνικης κατοχής, το Cap Haitien γνωρίζει μια μίνι άνθιση χάρη στις επενδύσεις Βενεζουέλας και Κούβας στις εγκαταστάσεις αποθήκευσης καυσίμων και στο αεροδρόμιο, καθώς και στο βιομηχανικό και βιοτεχνικό πάρκο που λέγαμε με τον υπεύθυνο της Interamerican Bank.
Όσο πιο πολύ περπατούσαμε πάντως, τόσο πιο πολλά κοινά στοιχεία έβλεπα με τη Δυτική Αφρική, σε βαθμό που πίστευα πως βρίσκομαι σε προάστειο του Ντακάρ, του Λομέ ή του Ουαγκαντούγκου. Ο δε κόσμος πραγματικά βγαλμένος από άλλη ήπειρο: πολύχρωμα αλλά και φτωχικά, βρώμικα φορέματα, γυναίκες να μεταφέρουν τα εμπορεύματα στο κεφάλι τους, μπαμπού αντί για σκαλωσιές στις οικοδομές, κακοφωνία από μηχανάκια και ατέλειωτο σπρώξιμο για να περάσει κανείς ανάμεσα στους πλανώδιους που φαίνεται να έχουν καταλάβει κάθε τετραγωνικό εκατοστό των δρόμων. Η αρχιτεκτονική της πόλης ήταν εντελώς αδιάφορη, με τετραγωνισμένα, μονοκόμματα κτίρια και τη λαμαρίνα να πρωταγωνιστεί στο αστικό και δύσοσμο τοπίο.
Κινηθήκαμε προς την αγορά (MarchedeFer), όπου υπήρχε το αδιαχώρητο, κυριολεκτικά έπρεπε να σπρώξεις τους πάντες αν ήθελες να κινηθείς, ενώ πατούσες πάνω σε μπανανόφλουδες, πεταμένα χαρτιά, εκλογικές αφίσες, περιττώματα, σάπια φρούτα ή απλά λιμνούλες από λάσπη. Στην πρώτη υπόνοια φωτιάς θα θρηνούσαμε εκατοντάδες θύματα αφού προφανής τρόπος εκκένωσης δεν υπήρχε, θα ποδοπατούταν ο κόσμος. Η δυσοσμία ήταν πολύ έντονη και το όλο περιβάλλον έμοιαζε ιδανικό για την ανάπτυξη εστιών μόλυνσης παντός είδους. Το πολυαναμενόμενο κτίριο της σιδερένιας αγοράς, ανάλογο με αυτό της πρωτεύουσας, αποδείχθηκε σκέτη απογοήτευση: βρώμικο, εγκαταλελειμένο και κυρίως πνιγμένο από τους μιρκοπωλητές στο εξωτερικό του, δυσκολευτήκαμε ακόμη και να το πάρουμε φωτογραφία λόγω του αλαλούμ της πολυκοσμίας.
Βρήκαμε έναν ανθρώπινο καθολικό ναό στον οποίο μπήκαμε για να απολαύσουμε μερικές στιγμές χωρίς δυσοσμία και ξαναβγήκαμε, ψάχοντας απεγνωσμένα να βρούμε κάποι από τα αποικιακά σπίτια της εποχής, αλλά είδαμε ελάχιστα και τα περισσότερα με άσχημες επίκτιστες προσθέσεις που αφαιρούσαν την όποια υπόνοια ότι το κτίριο έχει μια κάποια ιστορία. Παρίσι της Καραϊβικής; Χα, μάλλον με το Λομέ έμοιαζε…
Απομακρυνόμενοι από την αγορά φτάσαμε στην κεντρική πλατεία, όπου είχαν συνανθροιστεί μερικές δεκάδες νέοι, υποθέτω λόγω πολιτικής συγκέντρωσης και υπήρχε μια σχετική ένταση, οπότε αποφασίσαμε να τηρήσουμε μια απόσταση ως οι μόνοι λευκοί σε δημόσια θέα. Σύντομα πάντως είδαμε άλλους δύο, που αποδείχθηκε ότι έμεναν κι αυτοί στο ξενοδοχείο μας, που έπιναν μια μπύρα στις πλαστικές καρέκλες του μόνου καταστήματος που φάνηκε να είναι κάτι σαν καφετέρια ή μπαρ εκεί. Τα βλέμματα που συγκεντρώναμε ήταν μάλλον αγριεμένα, έναν άνθρωπο δεν είδαμε να χαμογελάει, οι άστεγοι πολλοί, οι μεθυσμένοι αρκετοί και γενικά υπήρχε μια αίσθηση κακομοιριάς κι εχθρικότητας.
Τελικώς βρήκαμε ένα μίνι μάρκετ όπου ψωνίσαμε νερό για 2,5€ το 1,5 λίτρο και… ό,τι βρήκαμε για φαγητό, δηλαδή κονσέρβες από ανανά και σαρδέλα, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Με τη χολέρα να θερίζει στη χώρα δεν ήμασταν για πολλά ρίσκα και τα κρατήσαμε για την αυριανή ημέρα.
Αποφασίσαμε να δειπνήσουμε στο ξενοδοχείο μας παραγγέλνοντας τη μόνη διαθέσιμη από τις 6 επιλογές του μενού, όπου 10 μετρημένες γαρίδες κόστισαν 12$, αλλά τουλάχιστον εισπράξαμε το μοναδικό χαμόγελο της ημέρας από το σερβιτόρο. Διαπιστώσαμε ότι τα κουνούπια μας τσιμπούσαν κανονικά, ότι τα πατζούρια του δωματίου δεν έκλειναν, οπότε όλο το βράδυ θα ήμασταν στο έλεος του ενδεχομένου να κολλήσουμε καμιά ελονοσία ή δάγγειο πυρετό, αλλά ήμασταν τόσο κουρασμένοι που απλά πέσαμε ξεροί για ύπνο, γνωρίζοντας ότι η αυριανή μέρα θα ήταν ίσως το χάιλάιτ του ταξιδιού, αφού θα επισκεπτόμασταν το Sans Souci και τη Citadelle la Ferriere, τα δυο φαραωνικά κτίσματα που σήμερα κρέμονται σα φαντάσματα πάνω από την πόλη.
Πριν πέσω ξερός για ύπνο άκουσα τον Κώστα… να με ευχαριστεί για την εμπειρία, ότι παρότι ξέρει ότι δε θα είναι το καλύτερο ταξίδι όλων των εποχών, είναι ευγνώμων για την εμπειρία, ότι αν δεν του το είχα προτείνει δε θα επισκεπτόταν ποτέ τη χώρα κι ότι η όλη εμπειρία του φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χαίρεται που τη μοιραζόμαστε. Αυτός είναι ο Κώστας, που με ευχαριστεί εκεί που άλλοι θα με είχαν καρυδώσει.