Yorgos
Member
- Μηνύματα
- 10.218
- Likes
- 55.379
- Επόμενο Ταξίδι
- Nipon-Αλάσκα-Yellowstone
- Ταξίδι-Όνειρο
- Περού τότε, τώρα, πάντα
To πρωινό που συμπεριλαμβάνεται στην τιμή του καταλύματός μας ήταν μία ολόκληρη φέτα τοστ και ομελέτα, η οποία πάντως ήταν αρκετή. Αποδείχθηκε ότι οι δύο λευκοί τουρίστες που είχαμε δει την προηγούμενη στην πόλη έμεναν στο ξενοδοχείο μας, πιάσαμε την κουβεντα για λίγο και διαπιστώσαμε ότι ήταν στη Δομηνικανή Δημοκρατία για διακοπές και αποφάσισαν να περάσουν τα σύνορα για μια μέρα προκειμένου να επισκεφθούν το Sans Souci και τη Citadelle, δηλαδή τα δυο βασικά αξιοθέατα της χώρας, τα οποία αγωνιούσαμε να δούμε κι εμείς σήμερα. Χάρηκα που είδα άλλους δυο τουρίστες, έστω κι αν ήταν “περαστικοί” οι άνθρωποι, ήταν η απόδειξη ότι πλέον υπάρχουν τουλάχιστον ΤΕΣΣΕΡΙΣ τουρίστες στην Αϊτή ταυτόχρονα. Πάμε καλά, δεν είμαστε οι μόνοι ανώμαλοι ταξιδιώτες.
Ο Κώστας, ένας dedicated γκατζετάκιας, έβαλε όλο χαρά το gps στο κινητό του και ξεκινήσαμε με το σαραβαλιασμένο τζιπ προς το Milot, το χωριό από το οποίο φτάνει κανείς στο Sans Souci και τη Citadelle. Μετά από μια άσκοπη περιήγηση, το αναθεματισμένο μηχάνημα του Σατανά μας οδήγησε… στο αεροδρόμιο. Άρχισα να καταριέμαι τα gps γενικώς, να επιμένω ότι για να πας από το Α στο Β το πιο απλό είναι να ρωτάς τους ντόπιους, αλλά ο Κώστας όλο χαμόγελο και πίστη στην τεχνολογία επέμενε ότι θα το φτιάξει και σε χρόνο dt θα ήμασταν στο Milot.
Η αλήθεια είναι ότι σύντομα μπήκαμε στο σωστό δρόμο και μπόρεσα να ανασάνω βγαίνοντας από τη μπίχλα της πόλης. Πράσινοι λόφοι, φοίνικες και η αντίθεση ανάμεσα στο έντονο πράσινο των βουνών και το βαθύ γαλάζιο του ουρανού μου υπενθύμισαν ότι βρίσκομαι μόλις 2 ώρες μακριά από την Κούβα, ότι στην Καραϊβική ταξιδεύω κι ότι τέλος πάντων ίσως και να είναι μια χαρά αυτή η Αϊτή.
ToMilot αποδείχθηκε ένα μάλλον τακτοποιημένο χωριουδάκι, αν και το σταυροδρόμι Carrefour La Mort που οδηγεί εκεί θα μπορούσε να έχει ένα πιο αισιόδοξο όνομα νομίζω. Πριν το καταλάβουμε, μπροστά μας ορθωνόταν ένας τεράστιος τρούλος: είχαμε φτάσει στον καθεδρικό του Cristophe, που σηματοδοτεί την είσοδο στο Sans Souci. Επιτέλους φτάσαμε!
Το SansSouci είναι μάλλον το πιο γνωστό αξιοθέατο της χώρας, αν μπορεί κανείς ότι υπάρχει κάτι το διεθνώς γνωστό σε αυτό το ξεχασμένο μέρος του πλανήτη. Η ιστορία των στοιχειωμένων ερειπίων του κατεστραμμένου παλατιού είναι μάλλον αντιπροσωπευτική της ιστορίας της χώρας: Όταν ανέλαβε ο Henri Cristophe, κι αφού όπως είπαμε αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αϊτής το 1811, ζήτησε να του φτιάξουν ένα παλάτι καθ’ εικόνα και ομοίωση αυτών της κλασικής Ευρώπης. Μπορεί κανείς να το θεωρήσει μεγαλομανία για ένα κράτος που μόλις ξεκινούσε να ορθοποδεί, αλλά είχε και συμβολικό χαρακτήρα, για μια χώρα που πλέον θεωρούσε τον εαυτό της ανεξάρτητο και το παλάτι σύμβολο αυτής της ανεξαρτησίας. Απ’ ό,τι φαίνεται το πρότυπο για το SansSouci ήταν το παλάτι του Φρειδερίκου του Β’ της Πρωσίας, ενώ προτιμήθηκε το Milot αντί του προφανούς Cap Haitien, για να βρίσκεται ο βασιλιάς σε ασφαλή απόσταση από τα κανόνια των πλοίων των Γάλλων, το οποίο και υποδήλωνε τον τεράστιο ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο για τον οποίο δε μιλούσε κανείς: ότι η Γαλλική παρουσία που απειλούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα θα ανάγκαζε το νεοσύστατο κράτος σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό που στο τέλος θα το κατέστρεφε. Το παλάτι ολοκληρώθηκε(σχεδόν) αλλά η ύπαρξή του δε διήρκησε και πολύ: ο Cristophe, εξουθενωμένος από τις συνεχείς εξεγέρσεις απέναντι στην τυραννική του πολιτική και από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, τελικώς αυτοκτόνησε αυτοπυροβολούμενος μέσα στο φαραωνικό του δημιούργημα παλάτι το 1820, οπότε και αυτό εγκαταλείφθηκε, με τα απομεινάρια του να αποτελούν ένα πέτρινο φάντασμα. Ε, αυτό το φάντασμα ήρθαμε να δούμε.
Το πρώτο κτίριο που αντικρύσαμε λοιπόν ήταν ο καθεδρικός του Cristophe, αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία. Μπορεί να κατέρρευσε από το σεισμό του 1842, αλλά αναδομήθηκε το 1933, άρα δεν είχε αυτή το μελαγχολικό ρομαντισμό που περιμέναμε να δούμε στα ερείπια, κι επιπλέον ήταν κλειστός. Πίσω του ορθονόταν μια τεράστια σκουριασμένη καγκελόπορτα, στο βάθος της οποίας διαφαινόταν το Sans Souci. Καταβάλαμε το αντίτιμο των 5$ έκαστος για την είσοδο, αρνηθήκαμε τις υπηρεσίες των καθόλου ενοχλητικών επίδοξων ξεναγών και αφού περάσαμε μπροστά από το άγαλμα του Cristophe, διαβήκαμε την καγκελόπορτα.
Το πρώτο θέαμα δεν απογοητεύει: μια τεράστια διχαλωτή σκάλα οδηγεί σε ένα ερείπιο που μοιάζει ταυτόχρονα στοιχειωμένο κι εκτός τόπου, χωρίς οροφή, με τεράστια κενά παράθυρα, ενώ ανεβαίνοντας τις σκάλες αντικρύζει κανείς ένα συντριβάνι, δίπλα στο οποίο βρίσκονταν δυο μπρούτζινα λιοντάρια, που αποτελούσαν και το θυρεό του Christophe. Η όλη σουρεάλ εμπειρία του να αντικρύζεις ένα τετραόροφο οικοδομικό γίγαντα σε πλήρη έκθεση στα στοιχεία της φύσης, με αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειες όπως μεσογειακοί αδριάντες, νοσκομείο και σχολείο που λειτουργούσαν με σκωτσέζους γιατρούς και ισπανούς καθηγητές, τυπογραφείο, εγκαταστάσεις για τη βασιλική φρουρά, κανάλια που μετέφεραν κρύο νερό από τους λόφους ως πρόγονο του κλιματισμού, γίνεται ακόμη πιο σουρεάλ από το γεγονός πως ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες και πως οι μόνοι άλλοι παραβρισκόμενοι ήταν μια ντόπια που διέσχιζε ένα από τα πολυτελέστερα παλάτια στον κόσμο κάποτε για να πάει να απλώσει τη μπουγάδα της ή ένας πιτσιρίκος που πήγε πρωινιάτικα να κάτσει στη γκρεμισμένη οροφή για να κάνει τις ασκήσεις μαθηματικών του σχολείου.
Έχουν κάτι το επικό τα κτίρια σε ντεκαντάνς, ανέκαθεν με μάγευαν. Πόλεις όπως η Αβάνα, η Λισσαβώνα, η Φενγκχουάνγκ είναι φετίχ για μένα, ο συνδυασμός σήψης, μελαγχολίας και ρομαντισμού με συγκινεί αφάνταστα κι αυτό ακριβώς βρήκα στο SansSouci: σκάλες που οδηγούν στο πουθενά, αγάλματα που σαπίζουν κάτω από τα στοιχεία της φύσης, τοίχοι μισογκρεμισμένοι που σε κάνουν να θες να φανταστείς πώς ήταν όταν το κτίριο ήταν ένα από τα εντυπωσιακότερα στην ήπειρο, κι όλα αυτά με background ένα καταπράσινο τοπίο υπό καταγάλανους ουρανούς, καλύτερα δε γίνεται.
Ανεβήκαμε σκάλες, σκαρφαλώσαμε ορόφους, φωτογραφίσαμε τα ερείπια από κάθε πιθανή γωνία κι ένιωσα σα παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο, ρουφώντας κάθε εικόνα που βρσκόταν μπροστά μου. Σύντομα όμως έπρεπε να αποχωρήσουμε διότι λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα υπήρχε το έτερον ήμισυ, το άλλο φαραωνικό δημιούργημα: η Citadelle la Ferriere.
Ο Κώστας, ένας dedicated γκατζετάκιας, έβαλε όλο χαρά το gps στο κινητό του και ξεκινήσαμε με το σαραβαλιασμένο τζιπ προς το Milot, το χωριό από το οποίο φτάνει κανείς στο Sans Souci και τη Citadelle. Μετά από μια άσκοπη περιήγηση, το αναθεματισμένο μηχάνημα του Σατανά μας οδήγησε… στο αεροδρόμιο. Άρχισα να καταριέμαι τα gps γενικώς, να επιμένω ότι για να πας από το Α στο Β το πιο απλό είναι να ρωτάς τους ντόπιους, αλλά ο Κώστας όλο χαμόγελο και πίστη στην τεχνολογία επέμενε ότι θα το φτιάξει και σε χρόνο dt θα ήμασταν στο Milot.
Η αλήθεια είναι ότι σύντομα μπήκαμε στο σωστό δρόμο και μπόρεσα να ανασάνω βγαίνοντας από τη μπίχλα της πόλης. Πράσινοι λόφοι, φοίνικες και η αντίθεση ανάμεσα στο έντονο πράσινο των βουνών και το βαθύ γαλάζιο του ουρανού μου υπενθύμισαν ότι βρίσκομαι μόλις 2 ώρες μακριά από την Κούβα, ότι στην Καραϊβική ταξιδεύω κι ότι τέλος πάντων ίσως και να είναι μια χαρά αυτή η Αϊτή.
ToMilot αποδείχθηκε ένα μάλλον τακτοποιημένο χωριουδάκι, αν και το σταυροδρόμι Carrefour La Mort που οδηγεί εκεί θα μπορούσε να έχει ένα πιο αισιόδοξο όνομα νομίζω. Πριν το καταλάβουμε, μπροστά μας ορθωνόταν ένας τεράστιος τρούλος: είχαμε φτάσει στον καθεδρικό του Cristophe, που σηματοδοτεί την είσοδο στο Sans Souci. Επιτέλους φτάσαμε!
Το SansSouci είναι μάλλον το πιο γνωστό αξιοθέατο της χώρας, αν μπορεί κανείς ότι υπάρχει κάτι το διεθνώς γνωστό σε αυτό το ξεχασμένο μέρος του πλανήτη. Η ιστορία των στοιχειωμένων ερειπίων του κατεστραμμένου παλατιού είναι μάλλον αντιπροσωπευτική της ιστορίας της χώρας: Όταν ανέλαβε ο Henri Cristophe, κι αφού όπως είπαμε αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Αϊτής το 1811, ζήτησε να του φτιάξουν ένα παλάτι καθ’ εικόνα και ομοίωση αυτών της κλασικής Ευρώπης. Μπορεί κανείς να το θεωρήσει μεγαλομανία για ένα κράτος που μόλις ξεκινούσε να ορθοποδεί, αλλά είχε και συμβολικό χαρακτήρα, για μια χώρα που πλέον θεωρούσε τον εαυτό της ανεξάρτητο και το παλάτι σύμβολο αυτής της ανεξαρτησίας. Απ’ ό,τι φαίνεται το πρότυπο για το SansSouci ήταν το παλάτι του Φρειδερίκου του Β’ της Πρωσίας, ενώ προτιμήθηκε το Milot αντί του προφανούς Cap Haitien, για να βρίσκεται ο βασιλιάς σε ασφαλή απόσταση από τα κανόνια των πλοίων των Γάλλων, το οποίο και υποδήλωνε τον τεράστιο ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο για τον οποίο δε μιλούσε κανείς: ότι η Γαλλική παρουσία που απειλούσε να τινάξει τα πάντα στον αέρα θα ανάγκαζε το νεοσύστατο κράτος σε έναν οδυνηρό συμβιβασμό που στο τέλος θα το κατέστρεφε. Το παλάτι ολοκληρώθηκε(σχεδόν) αλλά η ύπαρξή του δε διήρκησε και πολύ: ο Cristophe, εξουθενωμένος από τις συνεχείς εξεγέρσεις απέναντι στην τυραννική του πολιτική και από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, τελικώς αυτοκτόνησε αυτοπυροβολούμενος μέσα στο φαραωνικό του δημιούργημα παλάτι το 1820, οπότε και αυτό εγκαταλείφθηκε, με τα απομεινάρια του να αποτελούν ένα πέτρινο φάντασμα. Ε, αυτό το φάντασμα ήρθαμε να δούμε.
Το πρώτο κτίριο που αντικρύσαμε λοιπόν ήταν ο καθεδρικός του Cristophe, αφιερωμένος στην Παρθένο Μαρία. Μπορεί να κατέρρευσε από το σεισμό του 1842, αλλά αναδομήθηκε το 1933, άρα δεν είχε αυτή το μελαγχολικό ρομαντισμό που περιμέναμε να δούμε στα ερείπια, κι επιπλέον ήταν κλειστός. Πίσω του ορθονόταν μια τεράστια σκουριασμένη καγκελόπορτα, στο βάθος της οποίας διαφαινόταν το Sans Souci. Καταβάλαμε το αντίτιμο των 5$ έκαστος για την είσοδο, αρνηθήκαμε τις υπηρεσίες των καθόλου ενοχλητικών επίδοξων ξεναγών και αφού περάσαμε μπροστά από το άγαλμα του Cristophe, διαβήκαμε την καγκελόπορτα.
Το πρώτο θέαμα δεν απογοητεύει: μια τεράστια διχαλωτή σκάλα οδηγεί σε ένα ερείπιο που μοιάζει ταυτόχρονα στοιχειωμένο κι εκτός τόπου, χωρίς οροφή, με τεράστια κενά παράθυρα, ενώ ανεβαίνοντας τις σκάλες αντικρύζει κανείς ένα συντριβάνι, δίπλα στο οποίο βρίσκονταν δυο μπρούτζινα λιοντάρια, που αποτελούσαν και το θυρεό του Christophe. Η όλη σουρεάλ εμπειρία του να αντικρύζεις ένα τετραόροφο οικοδομικό γίγαντα σε πλήρη έκθεση στα στοιχεία της φύσης, με αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειες όπως μεσογειακοί αδριάντες, νοσκομείο και σχολείο που λειτουργούσαν με σκωτσέζους γιατρούς και ισπανούς καθηγητές, τυπογραφείο, εγκαταστάσεις για τη βασιλική φρουρά, κανάλια που μετέφεραν κρύο νερό από τους λόφους ως πρόγονο του κλιματισμού, γίνεται ακόμη πιο σουρεάλ από το γεγονός πως ήμασταν οι μόνοι επισκέπτες και πως οι μόνοι άλλοι παραβρισκόμενοι ήταν μια ντόπια που διέσχιζε ένα από τα πολυτελέστερα παλάτια στον κόσμο κάποτε για να πάει να απλώσει τη μπουγάδα της ή ένας πιτσιρίκος που πήγε πρωινιάτικα να κάτσει στη γκρεμισμένη οροφή για να κάνει τις ασκήσεις μαθηματικών του σχολείου.
Έχουν κάτι το επικό τα κτίρια σε ντεκαντάνς, ανέκαθεν με μάγευαν. Πόλεις όπως η Αβάνα, η Λισσαβώνα, η Φενγκχουάνγκ είναι φετίχ για μένα, ο συνδυασμός σήψης, μελαγχολίας και ρομαντισμού με συγκινεί αφάνταστα κι αυτό ακριβώς βρήκα στο SansSouci: σκάλες που οδηγούν στο πουθενά, αγάλματα που σαπίζουν κάτω από τα στοιχεία της φύσης, τοίχοι μισογκρεμισμένοι που σε κάνουν να θες να φανταστείς πώς ήταν όταν το κτίριο ήταν ένα από τα εντυπωσιακότερα στην ήπειρο, κι όλα αυτά με background ένα καταπράσινο τοπίο υπό καταγάλανους ουρανούς, καλύτερα δε γίνεται.
Ανεβήκαμε σκάλες, σκαρφαλώσαμε ορόφους, φωτογραφίσαμε τα ερείπια από κάθε πιθανή γωνία κι ένιωσα σα παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο, ρουφώντας κάθε εικόνα που βρσκόταν μπροστά μου. Σύντομα όμως έπρεπε να αποχωρήσουμε διότι λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα υπήρχε το έτερον ήμισυ, το άλλο φαραωνικό δημιούργημα: η Citadelle la Ferriere.