galat
Member
- Μηνύματα
- 851
- Likes
- 2.126
- Επόμενο Ταξίδι
- ...
- Ταξίδι-Όνειρο
- Λατινική Αμερική
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- Κεφάλαιο 2ο][B]Στη Σκόδρα [/B
- Κεφάλαιο 3ο][B]Στην ορεινά φιόρδ του Κομάν[/B
- Κεφάλαιο 4ο][B] Φωτογραφίες από την λίμνη του Κομάν[/B
- Κεφάλαιο 5ο][B]Πρώτη μέρα στο Κόσοβο : Πριζρένη[/B
- Κεφάλαιο 6ο][B]Δεύτερη μέρα στο Κόσοβο : Στον δρόμο για το Πέκ[/B
- Κεφάλαιο 7ο][B]Στα βουνά του Μαυροβουνίου[/B
- Κεφάλαιο 8ο][B]Σαράγιεβο : Μεταξύ Δύσης και Ανατολής[/B
- Κεφάλαιο 9ο][B]Σαράγιεβο : Η πόλη με τα περισσότερα νεκροταφεία[/B
- Κεφάλαιο 10ο][B]ΜΟΣΤΑΡ : Bridge over troubled water[/B] [I][SIZE=1][1][/SIZE][/I
- Κεφάλαιο 11ο][B]Δαλματικές ακτές[/B
- Κεφάλαιο 12ο][B]Από το Κότορ στην λίμνη της Σκόδρας και στα Τίρανα[/B
- Κεφάλαιο 13ο
Εγκαταλείψαμε μεσημεράκι την Πριζρένη με προορισμό μας όχι την Πρωτεύουσα Πρίστινα, την οποία δεν ήταν προγραμματισμένο να δούμε στο ταξίδι αυτό, αλλά για το Ιπέκιο ή Πέκ, σύμφωνα με την ελληνική του ονομασία (στα Αλβανικά Peje και στα Σέρβικα Pec). Η διαδρομή ήταν μικρή και εύκολη. Μόλις 75 χλμ σε πεδιάδα. Και όμως στην μικρή αυτή διαδρομή είχαμε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα να δούμε.
Στην αρχή του ταξιδιού μας λίγο πριν φτάσουμε στην Τζάκοβα κάναμε μια σύντομη στάση για να θαυμάσουμε την οθωμανική γέφυρα των «ραφτάδων» (Ura e Terzive) του 1750 με τα δέκα τοξωτά ανοίγματα, που πιθανολογείται ότι ονομάστηκε έτσι επειδή η κατασκευή της χρηματοδοτήθηκε από την συντεχνία των ραφτάδων.
Η γέφυρα των «ραφτάδων» - Ura e Terzive
Στην συνέχεια επισκεφτήκαμε την Τζάκοβα (Gjakove ή Djakovica), η οποία είναι μια πόλη 90.000 περίπου κατοίκων, που στο παρελθόν, την εποχή της μεγάλης ακμής των Δαλματικών πόλεων, υπήρξε κέντρο διέλευσης του εμπορίου προς την Πρίστινα και από εκεί προς Ανατολάς. Λόγω ίσως αυτής της εμπορικής της παράδοσης, η Τζάκοβα διαθέτει σήμερα ένα ονομαστό ανοικτό παζάρι, που συγκεντρώνει όλους τους κατοίκους της περιοχής. Δυστυχώς όμως βρεθήκαμε στην πόλη ημέρα Κυριακή και το παζάρι ήταν κλειστό. Όμως παρ’όλα αυτά ήταν ιδιαίτερα γραφικό με ένα πολύ μεγάλο αριθμό μικρών μαγαζιών, το ένα δίπλα στο άλλο, κατασκευασμένα κύρια από ξύλο και καταλαμβάνοντας μία πολύ μεγάλη έκταση μέσα στην πόλη. Το παζάρι υπέστη σοβαρές ζημιές στην διάρκεια του πολέμου, οι οποίες όμως ήδη έχουν αποκατασταθεί. Χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο της πόλης οι παλιές ξύλινες στεγασμένες αυλόπορτες, που οδηγούν στις εσωτερικές αυλές των παλαιών παραδοσιακών οθωμανικών σπιτιών, όπως αυτές που είχαμε ήδη συναντήσει στην Σκόδρα, στην Αλβανία.
Μια σκεπαστή αυλόπορτα στην οδό του Αλή πασά του Τεπελενλή….
Σε όλη την διαδρομή που κάναμε προς Τζάκοβα συναντήσαμε στην άκρη του δρόμου πολλά σημεία με αφημένα λουλούδια. Σε κάποια από αυτά βρίσκονταν κόκκινες κορδέλες ή στεφάνια με το σήμα του UCK, του στρατού των Αλβανόφωνων του Κοσόβου, που πολέμησε για την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Σε κάποια τέλος υπήρχαν και φωτογραφίες με τα ονόματα των πεσόντων του UCK στην μάχη για την ανεξαρτησία.
Επόμενη προγραμματισμένη στάση μας ήταν στα παραδοσιακά χωριά Dranoc και Isniq. Για το πρώτο πήραμε μία λοξή αριστερή διασταύρωση δέκα επτά περίπου χλμ μετά την Τζάκοβα. Χίλια διακόσια μέτρα μετά βρήκαμε τα πρώτα σπίτια του χωριού, το οποίο είναι αρκετά καλοδιατηρημένο και διαθέτει παραδοσιακά αγροτόσπιτα πυργοειδούς μορφής. Χαρακτηριστικό τους τα μικρά παράθυρα, οι στεγασμένες αυλόπορτες αλλά και οι στεγασμένες ξύλινες σκάλες, που οδηγούν στον όροφο και που σίγουρα στο παρελθόν σε περίπτωση απειλής μπορούσαν να αφαιρεθούν. Το χωριό είναι μικρό, αρκετά ενδιαφέρον και τελευταία αναπτύσσεται σε κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Την εποχή, που πήγαμε, δεν υπήρχε κίνηση στο χωριό, ούτε ήταν δυνατόν να επισκεφτεί κανείς κάποια από τα πυργόσπιτα, που έχουν πρόσφατα επισκευαστεί.
Το παραδοσιακό χωριό Dranoc
Για το Isniq (προσοχή μην μπερδέψετε το Isniq με το Izniq, που επίσης ευρίσκεται στην περιοχή) πήραμε μία δεξιά διασταύρωση, χίλια διακόσια μέτρα περίπου μετά το Decan, αμέσως μετά το ποτάμι. Το χωριό ευρίσκεται χίλια μέτρα μετά την διασταύρωση και δεν είναι τόσο καλοδιατηρημένο, όπως το Dranoc. Διαθέτει και αυτό μερικά διάσπαρτα πυργόσπιτα. Ενδιαφέρον ήταν ότι μπορέσαμε να δούμε το εσωτερικό ενός από αυτά.
Το παραδοσιακό χωριό Isniq
Όμως πριν το Isniq περάσαμε από το Decan, στο οποίο κάναμε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επισκέψεις στο Κόσοβο στην περίφημη ορθόδοξη μονή του Ντετσάνι. Κτισμένη τον 14ο αιώνα με υπέροχες αγιογραφίες, περιλαμβάνεται στην λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO μαζί με το Πατριαρχείο του Πέκ, το μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα και την Παναγίας της Λιέβισκα στα «μεσαιωνικά μνημεία του Κοσσυφοπέδιου» (που ακόμα αναφέρονται στην λίστα της UNESCO ότι περιλαμβάνονται στην Σερβία).
Ήταν ήδη μεσημεράκι, ο οδηγός έλεγε ότι το μοναστήρι είναι κλειστό τις μεσημεριανές ώρες, είπαμε όμως να κάνουμε μια σύντομη βόλτα μέχρι αυτό, με σκοπό εάν το βρίσκαμε κλειστό να επανέλθουμε το απόγευμα από το Πέκ. Πήραμε με βορειοδυτική κατεύθυνση τον δρόμο προς το μοναστήρι του Ντετσάνι, που βρίσκεται δυο χλμ έξω από το Decan. Ο δρόμος δεν είχε καθόλου κυκλοφορία και λίγο έξω από το χωριό συναντήσαμε στρατιωτικές εγκαταστάσεις της KFOR. Αντιαρματικά εμπόδια στον δρόμο υποχρέωναν τα αυτοκίνητα να κάνουν ζιγκ ζαγκ πριν σταματήσουν για έλεγχο στο φυλάκιο. Δεν ξέραμε εάν επιτρέπονταν να προχωρήσουμε. Στο φυλάκιο όμως σχεδόν ούτε μας έδωσαν σημασία και έτσι προχωρήσαμε προς το μοναστήρι. Βρισκόμασταν σε μία κοιλάδα, που λίγο μετά θα εξελίσσονταν στο περίφημο φαράγγι του Decan. Όλη η κοιλάδα ήταν υποδειγματικά καλλιεργημένη και προφανώς όλες οι εκτάσεις ανήκαν στην μονή. Είναι γνωστό ότι όλη η περιοχή του Δυτικού Κοσόβου, ονομάζονταν για αιώνες από τους Σέρβους, ως Μετόχια, γιατί αποτελούσαν εκτάσεις, που είχαν παραχωρηθεί από τους Βυζαντινούς στο πατριαρχείο του Πέκ και στο μοναστήρι του Ντετσάνι.
Φτάνοντας έξω από το μοναστήρι υπήρχε και νέο φυλάκιο της KFOR. Εδώ πλέον ο έλεγχος ήταν σχολαστικός. Παραδώσαμε τα διαβατήριά μας, καταγραφήκαμε στους καταλόγους των επισκεπτών και ειδοποιήθηκε ο υπεύθυνος της μονής για να μας παραλάβει. Πράγματι μας υποδέχτηκε ένας νεαρός σέρβος καλόγερος με άπταιστα αγγλικά, ο οποίος και ανάλαβε να ανοίξει για εμάς (ούτε ωράριο, ούτε τίποτα) και να μας ξεναγήσει στην κεντρική εκκλησία της μονής Βισόκι Ντετσάνι, που κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Η εκκλησία ήταν εντυπωσιακή με τις 1000 υπέροχες τοιχογραφίες της με θέματα από την Καινή διαθήκη. Όλο το μοναστήρι αποτελούσε έναν περίκλειστο χώρο, με τα κτίσματα της μονής περιμετρικά και μία υπέροχη αυλή στο κέντρο, στην οποία βρισκόταν ο κεντρικός ναός της μονής. Η αυλή ήταν ιδιαίτερα περιποιημένη με γρασίδι και ψηλά ωραία δέντρα. Ο καιρός ήταν καλός, με μια ελαφριά δροσιά και όμως σποραδικά στην αυλή βρίσκονταν άλιωτα κομμάτια από χιόνι. Δεν συναντήσαμε άλλον κόσμο στην μονή, πέρα από μερικούς στρατιωτικούς, ένας από τους οποίους με στολή εκστρατείας είχε μπει νωρίτερα στον ναό, όταν μας ξεναγούσε σε αυτόν ο εκπρόσωπος της μονής.
Δεν δώσαμε σημασία, όταν όμως βγήκαμε από την μονή μας περίμενε μία έκπληξη. Όταν είχαμε έρθει νωρίτερα, είχαμε παρκάρει δέκα περίπου μέτρα μακριά από το φυλάκιο, πιστεύοντας ότι δεν ενοχλούσαμε κανένα, αφού στην περιοχή δεν βρισκόταν ούτε ένα άλλο αυτοκίνητο. Μας είχε κάνει εντύπωση ότι από την KFOR επέμεναν να μετακινήσουμε το αυτοκίνητο στο πάρκιγκ, που βρίσκονταν παραπάνω. Τώρα βγαίνοντας, καμιά δεκαριά θηριώδη στρατιωτικά τζίπ, κάποια πανάκριβα με φιμέ τζάμια είχαν καταλάβει όλο τον χώρο μπροστά από το φυλάκιο, ενώ καμιά εικοσαριά στρατιώτες περίμεναν με προεντεταμένα τα όπλα τους. Τι είχαμε κάνει; Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι ο στρατιωτικός, που συναντήσαμε στον ναό ήταν κάποιος επίσημος του ΝΑΤΟ και όλοι αυτοί η συνοδεία του. Παραλάβαμε τα διαβατήριά μας και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Το μοναστήρι Ντετσάνι
Φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού από το Σέρβικο λήμμα της Wikipedia
Φτάσαμε στο Πεκ, μια πόλη 90.000 κατοίκων, που και αυτή διασχίζεται από ποτάμι και περιτριγυρίζεται από ψηλά βουνά, που την εποχή που πήγαμε ήταν χιονισμένα. Μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, με σύγχρονα ως επί το πλείστον κτίρια χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μείναμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης κοντά στο ξενοδοχείο Dukagjini, στο οποίο θα είχαμε προτιμήσει να μείνουμε, αλλά δυστυχώς ήταν κλειστό λόγω επισκευών. Βρήκαμε όμως ανοικτό το εστιατόριό του, στο οποίο και φάγαμε πολύ καλά, αλλά σχετικά ακριβά για Κόσοβο, αφού για γεύμα 2 ατόμων με κρασί δώσαμε 44 ευρώ, ενώ την προηγουμένη στο Πρίζρεν (με μπύρα) είχαμε δώσει 18 ευρώ. Όμως άξιζε τα λεφτά του.
Το Πέκ
Την επομένη μέρα το πρωί, πριν φύγουμε είχαμε προγραμματίσει μία επίσκεψη στο ονομαστό φαράγγι του ποταμού Ρούγκοβα και στο πατριαρχείο του Πέκ, που βρίσκεται στην αρχή του φαραγγιού. Κανονικά η διαδρομή που διασχίζει το φαράγγι του Ρούγκοβα φτάνει μέχρι το Μαυροβούνιο και θα είχαμε προτιμήσει αυτή την είσοδο στο Μαυροβούνιο, αφού η διαδρομή φημίζεται για το ιδιαίτερο φυσικό της κάλος. Όμως το πέρασμα αυτό είναι κλειστό επειδή δεν έχει ακόμα αποναρκοθετηθεί η περιοχή. Η περιοχή συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών, ντόπιων και ξένων και είναι γνωστό κέντρο οικολογικών και φυσιολατρικών δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να την επισκεφτείτε και μάλιστα να αφιερώσετε λίγη τουλάχιστον ώρα σε περπάτημα για να μπορέσετε να απολαύσετε το υπέροχο τοπίο με τα κατακόρυφα βράχια εκατοντάδων μέτρων, που κρέμονται πάνω από το φαράγγι, με τα ορμητικά νερά του ποταμού και τις πολλές πηγές και καταρράκτες να αναβλύζουν από τα βράχια και τον δρόμο να περνάει κάτω από τον λαξευμένο βράχο. Τα λόγια είναι όμως φτωχά, όπως δυστυχώς και οι φωτογραφίες. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο εντυπωσιακή.
Το φαράγγι του Ρούγκοβα
Το πατριαρχείο του Πέκ, που όπως ήδη αναφέραμε περιλαμβάνεται στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, φυλάσσονταν και αυτό από την KFOR. Για άλλη μία φορά παραδώσαμε τα διαβατήρια μας, ειδοποιήθηκαν οι υπεύθυνοι και μας παρέλαβε μία γυναίκα καλόγρια αυτή την φορά, που μας άνοιξε την εκκλησία της μονής και μας ξενάγησε σε άπταιστα αγγλικά. Για την ακρίβεια όμως δεν πρόκειται για μία μόνον εκκλησία, αλλά για τρείς παράλληλες και συνεχόμενες εκκλησίες, που διαθέτουν είσοδο από έναν κοινό πρόναο. Στη μέση ο ναός των αγίων Αποστόλων, στον οποίο μέχρι την απόσχιση του Κοσόβου από την Σερβία γινόταν η ενθρόνιση του πατριάρχη της Σέρβικης εκκλησίας. Προς βορρά ο ναός του Αγίου Δημητρίου και προς νότο ο κύριος ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας, όπου φυλάσσεται και η εικόνα της Θεοτόκου του Πέκ. Όλο το συγκρότημα διαθέτει και αυτό υπέροχες τοιχογραφίες.
Το πατριαρχείο του Πέκ (φώτο από τη Wikipedia)
Φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού από το Σέρβικο λήμμα της Wikipedia
Με την επίσκεψη στο πατριαρχείο του Πέκ ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η επίσκεψή μας στο Κόσοβο και κατευθυνθήκαμε προς τα σύνορα με το Μαυροβούνιο. Φύγαμε με ανάμικτα συναισθήματα, όπως και είχαμε έρθει. Από τη μια το αναφαίρετο δικαίωμα ενός λαού στην αυτοδιάθεση, από την άλλη ένας γειτονικός λαός να νιώθει ότι του έχει αποκοπεί βάναυσα κάτι από τα σπλάχνα του. Τόσο το μοναστήρι του Ντετσάνι, όσο και το πατριαρχείο του Πέκ με την πλούσια ιστορία τους, αλλά και οι υπόλοιποι σέρβικοι ναοί στο Κόσοβο κάνουν προφανές γιατί οι Σέρβοι νιώθουν έτσι για το Κόσοβο. Ένα άλυτο πρόβλημα, που θα αποτελεί πάντα μία εν δυνάμει βραδυφλεγή βόμβα για την ειρήνη στα Βαλκάνια. Θα μπορέσει άραγε να επικρατήσει κάποτε η λογική της συνεργασίας, της συνύπαρξης, του κοινού συμφέροντος για παράλληλη και από κοινού ανάπτυξη; Δυστυχώς τα πρόσφατα επεισόδια στις σέρβικες περιοχές του Κοσόβου και στα σύνορα με την Σερβία δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμα δυνατό.

Στην αρχή του ταξιδιού μας λίγο πριν φτάσουμε στην Τζάκοβα κάναμε μια σύντομη στάση για να θαυμάσουμε την οθωμανική γέφυρα των «ραφτάδων» (Ura e Terzive) του 1750 με τα δέκα τοξωτά ανοίγματα, που πιθανολογείται ότι ονομάστηκε έτσι επειδή η κατασκευή της χρηματοδοτήθηκε από την συντεχνία των ραφτάδων.
Η γέφυρα των «ραφτάδων» - Ura e Terzive


Στην συνέχεια επισκεφτήκαμε την Τζάκοβα (Gjakove ή Djakovica), η οποία είναι μια πόλη 90.000 περίπου κατοίκων, που στο παρελθόν, την εποχή της μεγάλης ακμής των Δαλματικών πόλεων, υπήρξε κέντρο διέλευσης του εμπορίου προς την Πρίστινα και από εκεί προς Ανατολάς. Λόγω ίσως αυτής της εμπορικής της παράδοσης, η Τζάκοβα διαθέτει σήμερα ένα ονομαστό ανοικτό παζάρι, που συγκεντρώνει όλους τους κατοίκους της περιοχής. Δυστυχώς όμως βρεθήκαμε στην πόλη ημέρα Κυριακή και το παζάρι ήταν κλειστό. Όμως παρ’όλα αυτά ήταν ιδιαίτερα γραφικό με ένα πολύ μεγάλο αριθμό μικρών μαγαζιών, το ένα δίπλα στο άλλο, κατασκευασμένα κύρια από ξύλο και καταλαμβάνοντας μία πολύ μεγάλη έκταση μέσα στην πόλη. Το παζάρι υπέστη σοβαρές ζημιές στην διάρκεια του πολέμου, οι οποίες όμως ήδη έχουν αποκατασταθεί. Χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο της πόλης οι παλιές ξύλινες στεγασμένες αυλόπορτες, που οδηγούν στις εσωτερικές αυλές των παλαιών παραδοσιακών οθωμανικών σπιτιών, όπως αυτές που είχαμε ήδη συναντήσει στην Σκόδρα, στην Αλβανία.
Μια σκεπαστή αυλόπορτα στην οδό του Αλή πασά του Τεπελενλή….


Σε όλη την διαδρομή που κάναμε προς Τζάκοβα συναντήσαμε στην άκρη του δρόμου πολλά σημεία με αφημένα λουλούδια. Σε κάποια από αυτά βρίσκονταν κόκκινες κορδέλες ή στεφάνια με το σήμα του UCK, του στρατού των Αλβανόφωνων του Κοσόβου, που πολέμησε για την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Σε κάποια τέλος υπήρχαν και φωτογραφίες με τα ονόματα των πεσόντων του UCK στην μάχη για την ανεξαρτησία.


Επόμενη προγραμματισμένη στάση μας ήταν στα παραδοσιακά χωριά Dranoc και Isniq. Για το πρώτο πήραμε μία λοξή αριστερή διασταύρωση δέκα επτά περίπου χλμ μετά την Τζάκοβα. Χίλια διακόσια μέτρα μετά βρήκαμε τα πρώτα σπίτια του χωριού, το οποίο είναι αρκετά καλοδιατηρημένο και διαθέτει παραδοσιακά αγροτόσπιτα πυργοειδούς μορφής. Χαρακτηριστικό τους τα μικρά παράθυρα, οι στεγασμένες αυλόπορτες αλλά και οι στεγασμένες ξύλινες σκάλες, που οδηγούν στον όροφο και που σίγουρα στο παρελθόν σε περίπτωση απειλής μπορούσαν να αφαιρεθούν. Το χωριό είναι μικρό, αρκετά ενδιαφέρον και τελευταία αναπτύσσεται σε κέντρο πολιτιστικών εκδηλώσεων. Την εποχή, που πήγαμε, δεν υπήρχε κίνηση στο χωριό, ούτε ήταν δυνατόν να επισκεφτεί κανείς κάποια από τα πυργόσπιτα, που έχουν πρόσφατα επισκευαστεί.
Το παραδοσιακό χωριό Dranoc




Για το Isniq (προσοχή μην μπερδέψετε το Isniq με το Izniq, που επίσης ευρίσκεται στην περιοχή) πήραμε μία δεξιά διασταύρωση, χίλια διακόσια μέτρα περίπου μετά το Decan, αμέσως μετά το ποτάμι. Το χωριό ευρίσκεται χίλια μέτρα μετά την διασταύρωση και δεν είναι τόσο καλοδιατηρημένο, όπως το Dranoc. Διαθέτει και αυτό μερικά διάσπαρτα πυργόσπιτα. Ενδιαφέρον ήταν ότι μπορέσαμε να δούμε το εσωτερικό ενός από αυτά.
Το παραδοσιακό χωριό Isniq




Όμως πριν το Isniq περάσαμε από το Decan, στο οποίο κάναμε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επισκέψεις στο Κόσοβο στην περίφημη ορθόδοξη μονή του Ντετσάνι. Κτισμένη τον 14ο αιώνα με υπέροχες αγιογραφίες, περιλαμβάνεται στην λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO μαζί με το Πατριαρχείο του Πέκ, το μοναστήρι της Γκρατσάνιτσα και την Παναγίας της Λιέβισκα στα «μεσαιωνικά μνημεία του Κοσσυφοπέδιου» (που ακόμα αναφέρονται στην λίστα της UNESCO ότι περιλαμβάνονται στην Σερβία).
Ήταν ήδη μεσημεράκι, ο οδηγός έλεγε ότι το μοναστήρι είναι κλειστό τις μεσημεριανές ώρες, είπαμε όμως να κάνουμε μια σύντομη βόλτα μέχρι αυτό, με σκοπό εάν το βρίσκαμε κλειστό να επανέλθουμε το απόγευμα από το Πέκ. Πήραμε με βορειοδυτική κατεύθυνση τον δρόμο προς το μοναστήρι του Ντετσάνι, που βρίσκεται δυο χλμ έξω από το Decan. Ο δρόμος δεν είχε καθόλου κυκλοφορία και λίγο έξω από το χωριό συναντήσαμε στρατιωτικές εγκαταστάσεις της KFOR. Αντιαρματικά εμπόδια στον δρόμο υποχρέωναν τα αυτοκίνητα να κάνουν ζιγκ ζαγκ πριν σταματήσουν για έλεγχο στο φυλάκιο. Δεν ξέραμε εάν επιτρέπονταν να προχωρήσουμε. Στο φυλάκιο όμως σχεδόν ούτε μας έδωσαν σημασία και έτσι προχωρήσαμε προς το μοναστήρι. Βρισκόμασταν σε μία κοιλάδα, που λίγο μετά θα εξελίσσονταν στο περίφημο φαράγγι του Decan. Όλη η κοιλάδα ήταν υποδειγματικά καλλιεργημένη και προφανώς όλες οι εκτάσεις ανήκαν στην μονή. Είναι γνωστό ότι όλη η περιοχή του Δυτικού Κοσόβου, ονομάζονταν για αιώνες από τους Σέρβους, ως Μετόχια, γιατί αποτελούσαν εκτάσεις, που είχαν παραχωρηθεί από τους Βυζαντινούς στο πατριαρχείο του Πέκ και στο μοναστήρι του Ντετσάνι.
Φτάνοντας έξω από το μοναστήρι υπήρχε και νέο φυλάκιο της KFOR. Εδώ πλέον ο έλεγχος ήταν σχολαστικός. Παραδώσαμε τα διαβατήριά μας, καταγραφήκαμε στους καταλόγους των επισκεπτών και ειδοποιήθηκε ο υπεύθυνος της μονής για να μας παραλάβει. Πράγματι μας υποδέχτηκε ένας νεαρός σέρβος καλόγερος με άπταιστα αγγλικά, ο οποίος και ανάλαβε να ανοίξει για εμάς (ούτε ωράριο, ούτε τίποτα) και να μας ξεναγήσει στην κεντρική εκκλησία της μονής Βισόκι Ντετσάνι, που κτίστηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Η εκκλησία ήταν εντυπωσιακή με τις 1000 υπέροχες τοιχογραφίες της με θέματα από την Καινή διαθήκη. Όλο το μοναστήρι αποτελούσε έναν περίκλειστο χώρο, με τα κτίσματα της μονής περιμετρικά και μία υπέροχη αυλή στο κέντρο, στην οποία βρισκόταν ο κεντρικός ναός της μονής. Η αυλή ήταν ιδιαίτερα περιποιημένη με γρασίδι και ψηλά ωραία δέντρα. Ο καιρός ήταν καλός, με μια ελαφριά δροσιά και όμως σποραδικά στην αυλή βρίσκονταν άλιωτα κομμάτια από χιόνι. Δεν συναντήσαμε άλλον κόσμο στην μονή, πέρα από μερικούς στρατιωτικούς, ένας από τους οποίους με στολή εκστρατείας είχε μπει νωρίτερα στον ναό, όταν μας ξεναγούσε σε αυτόν ο εκπρόσωπος της μονής.
Δεν δώσαμε σημασία, όταν όμως βγήκαμε από την μονή μας περίμενε μία έκπληξη. Όταν είχαμε έρθει νωρίτερα, είχαμε παρκάρει δέκα περίπου μέτρα μακριά από το φυλάκιο, πιστεύοντας ότι δεν ενοχλούσαμε κανένα, αφού στην περιοχή δεν βρισκόταν ούτε ένα άλλο αυτοκίνητο. Μας είχε κάνει εντύπωση ότι από την KFOR επέμεναν να μετακινήσουμε το αυτοκίνητο στο πάρκιγκ, που βρίσκονταν παραπάνω. Τώρα βγαίνοντας, καμιά δεκαριά θηριώδη στρατιωτικά τζίπ, κάποια πανάκριβα με φιμέ τζάμια είχαν καταλάβει όλο τον χώρο μπροστά από το φυλάκιο, ενώ καμιά εικοσαριά στρατιώτες περίμεναν με προεντεταμένα τα όπλα τους. Τι είχαμε κάνει; Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε ότι ο στρατιωτικός, που συναντήσαμε στον ναό ήταν κάποιος επίσημος του ΝΑΤΟ και όλοι αυτοί η συνοδεία του. Παραλάβαμε τα διαβατήριά μας και συνεχίσαμε την πορεία μας.
Το μοναστήρι Ντετσάνι



Φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού από το Σέρβικο λήμμα της Wikipedia
Φτάσαμε στο Πεκ, μια πόλη 90.000 κατοίκων, που και αυτή διασχίζεται από ποτάμι και περιτριγυρίζεται από ψηλά βουνά, που την εποχή που πήγαμε ήταν χιονισμένα. Μια ήσυχη επαρχιακή πόλη, με σύγχρονα ως επί το πλείστον κτίρια χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μείναμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης κοντά στο ξενοδοχείο Dukagjini, στο οποίο θα είχαμε προτιμήσει να μείνουμε, αλλά δυστυχώς ήταν κλειστό λόγω επισκευών. Βρήκαμε όμως ανοικτό το εστιατόριό του, στο οποίο και φάγαμε πολύ καλά, αλλά σχετικά ακριβά για Κόσοβο, αφού για γεύμα 2 ατόμων με κρασί δώσαμε 44 ευρώ, ενώ την προηγουμένη στο Πρίζρεν (με μπύρα) είχαμε δώσει 18 ευρώ. Όμως άξιζε τα λεφτά του.
Το Πέκ


Την επομένη μέρα το πρωί, πριν φύγουμε είχαμε προγραμματίσει μία επίσκεψη στο ονομαστό φαράγγι του ποταμού Ρούγκοβα και στο πατριαρχείο του Πέκ, που βρίσκεται στην αρχή του φαραγγιού. Κανονικά η διαδρομή που διασχίζει το φαράγγι του Ρούγκοβα φτάνει μέχρι το Μαυροβούνιο και θα είχαμε προτιμήσει αυτή την είσοδο στο Μαυροβούνιο, αφού η διαδρομή φημίζεται για το ιδιαίτερο φυσικό της κάλος. Όμως το πέρασμα αυτό είναι κλειστό επειδή δεν έχει ακόμα αποναρκοθετηθεί η περιοχή. Η περιοχή συγκεντρώνει πλήθος επισκεπτών, ντόπιων και ξένων και είναι γνωστό κέντρο οικολογικών και φυσιολατρικών δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση αξίζει να την επισκεφτείτε και μάλιστα να αφιερώσετε λίγη τουλάχιστον ώρα σε περπάτημα για να μπορέσετε να απολαύσετε το υπέροχο τοπίο με τα κατακόρυφα βράχια εκατοντάδων μέτρων, που κρέμονται πάνω από το φαράγγι, με τα ορμητικά νερά του ποταμού και τις πολλές πηγές και καταρράκτες να αναβλύζουν από τα βράχια και τον δρόμο να περνάει κάτω από τον λαξευμένο βράχο. Τα λόγια είναι όμως φτωχά, όπως δυστυχώς και οι φωτογραφίες. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο εντυπωσιακή.
Το φαράγγι του Ρούγκοβα





Το πατριαρχείο του Πέκ, που όπως ήδη αναφέραμε περιλαμβάνεται στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, φυλάσσονταν και αυτό από την KFOR. Για άλλη μία φορά παραδώσαμε τα διαβατήρια μας, ειδοποιήθηκαν οι υπεύθυνοι και μας παρέλαβε μία γυναίκα καλόγρια αυτή την φορά, που μας άνοιξε την εκκλησία της μονής και μας ξενάγησε σε άπταιστα αγγλικά. Για την ακρίβεια όμως δεν πρόκειται για μία μόνον εκκλησία, αλλά για τρείς παράλληλες και συνεχόμενες εκκλησίες, που διαθέτουν είσοδο από έναν κοινό πρόναο. Στη μέση ο ναός των αγίων Αποστόλων, στον οποίο μέχρι την απόσχιση του Κοσόβου από την Σερβία γινόταν η ενθρόνιση του πατριάρχη της Σέρβικης εκκλησίας. Προς βορρά ο ναός του Αγίου Δημητρίου και προς νότο ο κύριος ναός της Παναγίας της Οδηγήτριας, όπου φυλάσσεται και η εικόνα της Θεοτόκου του Πέκ. Όλο το συγκρότημα διαθέτει και αυτό υπέροχες τοιχογραφίες.
Το πατριαρχείο του Πέκ (φώτο από τη Wikipedia)

Φωτογραφίες από το εσωτερικό του ναού από το Σέρβικο λήμμα της Wikipedia
Με την επίσκεψη στο πατριαρχείο του Πέκ ολοκληρώθηκε ουσιαστικά η επίσκεψή μας στο Κόσοβο και κατευθυνθήκαμε προς τα σύνορα με το Μαυροβούνιο. Φύγαμε με ανάμικτα συναισθήματα, όπως και είχαμε έρθει. Από τη μια το αναφαίρετο δικαίωμα ενός λαού στην αυτοδιάθεση, από την άλλη ένας γειτονικός λαός να νιώθει ότι του έχει αποκοπεί βάναυσα κάτι από τα σπλάχνα του. Τόσο το μοναστήρι του Ντετσάνι, όσο και το πατριαρχείο του Πέκ με την πλούσια ιστορία τους, αλλά και οι υπόλοιποι σέρβικοι ναοί στο Κόσοβο κάνουν προφανές γιατί οι Σέρβοι νιώθουν έτσι για το Κόσοβο. Ένα άλυτο πρόβλημα, που θα αποτελεί πάντα μία εν δυνάμει βραδυφλεγή βόμβα για την ειρήνη στα Βαλκάνια. Θα μπορέσει άραγε να επικρατήσει κάποτε η λογική της συνεργασίας, της συνύπαρξης, του κοινού συμφέροντος για παράλληλη και από κοινού ανάπτυξη; Δυστυχώς τα πρόσφατα επεισόδια στις σέρβικες περιοχές του Κοσόβου και στα σύνορα με την Σερβία δείχνει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμα δυνατό.
Last edited by a moderator: