χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 172
- Likes
- 807
Ημέρα 1η:
Η πτήση μου προσγειώθηκε στη Βενετία στις 9:30 ακριβώς, χωρίς προβλήματα ή καθυστερήσεις και περίπου 10 λεπτά αργότερα βρισκόμουν ήδη στο λεωφορείο που με εισιτήριο 8 ευρώ με μετέφερε στην Piazzale Roma, απ' όπου συνέχισα με το βαπορέττο μέχρι τη στάση San Zaccaria. Το βαπορέττο ήταν γεμάτο, όμως τα κομμάτια θέας που κατάφερνα να δω ανάμεσα στα κεφάλια των συνεπιβατών ήταν αρκετά για να με ενθουσιάσουν. Όταν πια αποβιβάστηκα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Οι καινούριες εικόνες ήταν πάρα πολλές για να τις επεξεργαστώ. Το γαλάζιο, οι γόνδολες, οι προβλήτες, τα απέναντι νησιά, οι γέφυρες, και από την άλλη ο κόσμος (μα πόσος κόσμος), πολυπληθή γκρουπ με ξεναγούς με σημαιούλες, πάγκοι με σουβενίρ και καρτ ποστάλ, παγωτά, ζευγάρια, τουρίστες... Ήμουν στη Βενετία!
O ιδιοκτήτης του χόστελ μου είχε δώσει ακριβέστατες οδηγίες, οπότε δε δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω το διαμέρισμα. Τον ίδιο τον ιδιοκτήτη δεν τον είδα ποτέ. Μου έδωσε τον κωδικό του κουτιού όπου βρισκόταν το κλειδί, μου είχε αφήσει την απόδειξη στο κρεβάτι και μου είχε στείλει φωτογραφία ενός χρηματοκιβωτίου όπου θα έπρεπε να αφήσω τα κλειδιά. Το χόστελ (San Marco flat) ήταν συμπαθέστατο, με καθαρά δωμάτια, προσωπικά ντουλαπάκια, αξιοπρεπέστατο μπάνιο και κουζίνα, ενώ η τοποθεσία του ήταν εξαιρετική. Σύντομα έφτασε και η Ιταλίδα φίλη, που επίσης επισκεπτόταν την πόλη για πρώτη φορά, και μαζί ξεκινήσαμε την εξερεύνηση. Όταν έβγαλε τη μηχανή της για να βγάλει την πρώτη φωτογραφία, συνειδητοποίησε ότι είχε καταφέρει να ξεχάσει και την μπαταρία και την κάρτα μνήμης. Δυστυχώς λοιπόν, θα πρέπει να αρκεστείτε σε φωτογραφίες από τα κινητά μας.
Ξεκινήσαμε τη βόλτα μας δίπλα στην προκυμαία, όπου κάναμε μία στάση στη γέφυρα απέναντι από τη Γέφυρα των Στεναγμών, όπου καταφέραμε να σταθούμε για περίπου πέντε δευτερόλεπτα πριν αναγκαστούμε να φύγουμε λόγω κινδύνου καταπάτησης από ένα τεράστια γκρουπ Γιαπωνέζων τουριστών και κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Πρόκειται ίσως για την πιο εντυπωσιακή πλατεία που έχω δει ποτέ, όμως και πάλι, ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που ήταν αδύνατο να την απολαύσεις. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα πιο γνωστά μέρη της πόλης το απόγευμα, όπου ελπίζαμε πως τα πλήθη θα είχαν αραιώσει, και στρίβοντας στο πρώτο στενό που βρήκαμε μπροστά μας, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στην πόλη χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ε λοιπόν, όπου και να στρίβαμε, όποιον δρόμο και να παίρναμε, η εικόνα που θα βρισκόταν μπροστά μας θα ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Ο κόσμος μέσα στα στενά της Βενετίας δεν ήταν πολύς κι έτσι μπορούσαμε να απολαύσουμε το θέαμα με την ησυχία μας. Και το θέαμα ήταν υπέροχο: κάθε γέφυρα, κάθε κανάλι, κάθε κτίριο ήταν πιο όμορφο από το προηγούμενο, ενώ οι γόνδολες συμπλήρωναν τη μαγεία της εικόνας. Λέγαμε πως ανακαλύψατε το πιο γραφικό στενό της πόλης κι έπειτα στρίβαμε στο επόμενο και ανακαλύπταμε ακόμη περισσότερη μαγεία. Είχαμε στο πρόγραμμα μουσεία, παλάτια και walking tours, αλλά έχοντας πια πάρει μια γεύση από την απίστευτη ομορφιά της πόλης, αποφασίσαμε πως δε θα κάναμε τίποτε από αυτά και πως απλά θα περάσουμε δυο ολόκληρες μέρες περπατώντας και ρουφώντας της υπέροχες εικόνες.
Μετά από περίπου δύο ώρες περιήγησης, χωρίς καν να καταλάβουμε πώς, είχαμε βρεθεί και πάλι μπροστά στις στάσεις των vaporetti και το επόμενο για Burano έφευγε μόλις σε 2 λεπτά. Τρέξαμε να επιβιβαστούμε και ήμασταν αρκετά τυχερές ώστε να προλάβουμε ελεύθερες δύο από τις λίγες θέσεις στο εξωτερικό του. Η μία περίπου ώρα του ταξιδιού πέρασε ευχάριστα, με τον ήλιο και τη θάλασσα να μας χαϊδεύουν το πρόσωπο. Το Μπουράνο ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Χρώματα παντού! Ακολουθώντας τον κόσμο βρεθήκαμε στους γνωστούς δρόμους με τα πολύχρωμα σπιτάκια γύρω από τα κανάλια. Κάθε εικόνα ήταν βγαλμένη από καρτ ποστάλ, ενώ η αντανάκλαση των σπιτιών στο νερό ήταν το κάτι άλλο. Ήταν λες και ολόκληρο το νησί ήταν ένα τεράστιο στούντιο φωτογράφησης. Πάρα πολλές κοπέλες, ντυμένες και βαμμένες στην τρίχα έβαζαν τις φίλες και τα αγόρια τους να τις φωτογραφίζουν από κάθε οπτική γωνία, ενώ εκείνες κοίταζαν μελαγχολικά στο κενό, ενώ σε κάθε γέφυρα έπρεπε να σκύψεις για να περάσεις κάτω από τα χιλιάδες σέλφι στικ. Δεν κατηγορώ κανέναν που ήθελε να βγάλει την τέλεια φωτογραφία σε ένα τόσο υπέροχο μέρος (άλλωστε κι εμείς φωτογραφηθήκαμε ουκ ολίγες φορές), αλλά σίγουρα η όλη κατάσταση χαλάει λίγο την ατμόσφαιρα του νησιού, ενώ φανερά ενοχλούσε τους λίγους ντόπιους που συναντήσαμε.
Αφού χορτάσαμε τα πιο κεντρικά κανάλια, χωθήκαμε στα εξίσου πολύχρωμα αλλά λιγότερο πολυσύχναστα στενά του νησιού, τα οποία δεν υστερούσαν σε τίποτα σε ομορφιά. Περπατήσαμε αθόρυβα ανάμεσα σε μικρές αυλές, όπου Ιταλίδες γιαγιάδες έπιναν τον καφέ τους και μικρά παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο, ανακαλύψαμε υπέροχα σπίτια και χαθήκαμε σε μαγευτικά σοκάκια. Η προσοχή στη λεπτομέρεια σε κάθε σπίτι ήταν απίστευτη. Οι κουρτίνες, τα λουλούδια στα περβάζια, οι καρέκλες στις αυλές... όλα φαίνονταν να είναι ειδικά επιλεγμένα, ώστε να ταιριάζουν στο χρώμα του σπιτιού.
Η ώρα είχε πάει σχεδόν τέσσερις κι εμείς, μαγεμένες από την ομορφιά του τοπίου, είχαμε ξεχάσει να φάμε το οτιδήποτε από το πρωί. Έτσι, όταν τα στομάχια μας άρχισαν να παραπονιούνται, βγήκαμε πάλι στον κεντρικό δρόμο του νησιού, αναζητώντας φτηνό φαγητό. Στο δρόμο μας περάσαμε από πολλά μαγαζιά με δαντέλες και σουβενίρ, που στις βιτρίνες τους είχαν ταμπέλες που έγραφαν no photos στα αγγλικά και στα... κινέζικα! Περάσαμε από κάποια εστιατόρια που φαίνονταν υπέροχα (και ακριβά) και από πολλά κακόγουστα, τουριστικά καφέ και τελικά καταλήξαμε να αγοράζουμε δύο τεράστια κομμάτια πίτσας από έναν φούρνο. Τα φάγαμε καθισμένες σε ένα παγκάκι μπροστά στο κανάλι, κάναμε μια τελευταία βόλτα στο παραμυθένιο νησί και γεμάτες υπέροχες εικόνες πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας τον απογευματινό ήλιο να αγγίζει τη Βενετία.
Ο κόσμος ήταν αισθητά λιγότερος, οπότε αυτή τη φορά μπορέσαμε να θαυμάσουμε τη γέφυρα των στεναγμών για 5 ολόκληρα λεπτά και στη συνέχεια να απολαύσουμε μια βόλτα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Έχοντας κάνει Erasmus στο Wroclaw της Πολωνίας, και οι δύο είχαμε πεισμώσει ότι το Rynek του Wroclaw είναι η ομορφότερη πλατεία της Ευρώπης. Και διατηρήσαμε αυτή την άποψη ακόμη και μετά από επισκέψεις στην Κρακοβία, την Πράγα, τη Βουδαπέστη, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, ακόμη και τις Βρυξέλλες και τη Ρώμη. Όμως, όσο απίστευτα προκατειλημμένες και να είμαστε, έπρεπε να παραδεχτούμε ότι η πλατεία του Αγίου Μάρκου διεκδικεί άξια τα πρωτεία. Σταθήκαμε μπροστά από το επιβλητικό Campanile, επεξεργαστήκαμε την περίτεχνη διακόσμηση της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, θαυμάσαμε το παλάτι των Δόγηδων, κοντοσταθήκαμε να απολαύσουμε την υπέροχη μουσική και κυριολεκτικά κλοτσήσαμε ένα περιστέρι (είναι τόσο μαθημένα στον κόσμο που δεν κουνιούνται τα άτιμα). Όταν ο ήλιος είχε σχεδόν πέσει, επιστρέψαμε στην προκυμαία, όπου είδαμε τη θάλασσα να βάφεται χρυσαφιά κι έπειτα επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας για λίγη ξεκούραση.
Παρά την κούρασή μας, δυο ώρες αργότερα βγήκαμε για μια σύντομη βραδινή βόλτα στη Βενετία. Ήταν λες και ήμασταν σε άλλη πόλη. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και βασίλευε ησυχία. Περπατήσαμε στις άδειες γέφυρες, απολαύσαμε τη γαλήνη του τοπίου, περιπλανηθήκαμε για άλλη μια φορά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου κι έπειτα πήραμε το βαπορέττο για μια νυχτερινή κρουαζιέρα. Πήραμε έτσι μια γεύση από το Grande Canal, στο οποίο σκοπεύαμε να αφιερώσουμε την αυριανή μέρα, και θαυμάσαμε τα φώτα της πόλης να καθρεπτίζονται στο νερό. Η φωτισμένη γέφυρα Rialto άρχισε να αχνοφαίνεται στο βάθος, κι όσο πιο κοντά πλησιάζαμε, τόσο πιο μαγική γινόταν η εικόνα. Κατεβήκαμε στην αντίστοιχη στάση και ανεβήκαμε στη γέφυρα που μας φάνηκε ότι ήταν γεμάτη κόσμο (πού να ξέραμε ότι το επόμενο πρωί ο κόσμος θα ήταν δεκαπλάσιος). Διεκδικήσαμε λίγο χώρο και απολαύσαμε το θέαμα του νυχτερινού καναλιού. Κάναμε μια βόλτα στη γύρω περιοχή, πήραμε ένα σάντουιτς κι ένα παγωτό από ένα από τα τουριστικά μαγαζιά και έπειτα σιγά - σιγά πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας την απόλυτη ηρεμία. Περάσαμε από κάποιες πλατειούλες και δρόμους με όμορφα εστιατόρια και από ένα δυο δρομάκια στα οποία έφτανε η μουσική κάποιου κοντινού μπαρ, αλλά γενικά, επικρατούσε μια υπέροχη ησυχία, που δημιουργούσε όμορφη ατμόσφαιρα. Γυρίσαμε στο χόστελ μας κατά τις 12 και μέχρι τις 12:05 μας είχε ήδη πάρει ο ύπνος.
Η πτήση μου προσγειώθηκε στη Βενετία στις 9:30 ακριβώς, χωρίς προβλήματα ή καθυστερήσεις και περίπου 10 λεπτά αργότερα βρισκόμουν ήδη στο λεωφορείο που με εισιτήριο 8 ευρώ με μετέφερε στην Piazzale Roma, απ' όπου συνέχισα με το βαπορέττο μέχρι τη στάση San Zaccaria. Το βαπορέττο ήταν γεμάτο, όμως τα κομμάτια θέας που κατάφερνα να δω ανάμεσα στα κεφάλια των συνεπιβατών ήταν αρκετά για να με ενθουσιάσουν. Όταν πια αποβιβάστηκα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Οι καινούριες εικόνες ήταν πάρα πολλές για να τις επεξεργαστώ. Το γαλάζιο, οι γόνδολες, οι προβλήτες, τα απέναντι νησιά, οι γέφυρες, και από την άλλη ο κόσμος (μα πόσος κόσμος), πολυπληθή γκρουπ με ξεναγούς με σημαιούλες, πάγκοι με σουβενίρ και καρτ ποστάλ, παγωτά, ζευγάρια, τουρίστες... Ήμουν στη Βενετία!
O ιδιοκτήτης του χόστελ μου είχε δώσει ακριβέστατες οδηγίες, οπότε δε δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω το διαμέρισμα. Τον ίδιο τον ιδιοκτήτη δεν τον είδα ποτέ. Μου έδωσε τον κωδικό του κουτιού όπου βρισκόταν το κλειδί, μου είχε αφήσει την απόδειξη στο κρεβάτι και μου είχε στείλει φωτογραφία ενός χρηματοκιβωτίου όπου θα έπρεπε να αφήσω τα κλειδιά. Το χόστελ (San Marco flat) ήταν συμπαθέστατο, με καθαρά δωμάτια, προσωπικά ντουλαπάκια, αξιοπρεπέστατο μπάνιο και κουζίνα, ενώ η τοποθεσία του ήταν εξαιρετική. Σύντομα έφτασε και η Ιταλίδα φίλη, που επίσης επισκεπτόταν την πόλη για πρώτη φορά, και μαζί ξεκινήσαμε την εξερεύνηση. Όταν έβγαλε τη μηχανή της για να βγάλει την πρώτη φωτογραφία, συνειδητοποίησε ότι είχε καταφέρει να ξεχάσει και την μπαταρία και την κάρτα μνήμης. Δυστυχώς λοιπόν, θα πρέπει να αρκεστείτε σε φωτογραφίες από τα κινητά μας.
Ξεκινήσαμε τη βόλτα μας δίπλα στην προκυμαία, όπου κάναμε μία στάση στη γέφυρα απέναντι από τη Γέφυρα των Στεναγμών, όπου καταφέραμε να σταθούμε για περίπου πέντε δευτερόλεπτα πριν αναγκαστούμε να φύγουμε λόγω κινδύνου καταπάτησης από ένα τεράστια γκρουπ Γιαπωνέζων τουριστών και κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Πρόκειται ίσως για την πιο εντυπωσιακή πλατεία που έχω δει ποτέ, όμως και πάλι, ο κόσμος ήταν τόσο πολύς που ήταν αδύνατο να την απολαύσεις. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα πιο γνωστά μέρη της πόλης το απόγευμα, όπου ελπίζαμε πως τα πλήθη θα είχαν αραιώσει, και στρίβοντας στο πρώτο στενό που βρήκαμε μπροστά μας, αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε στην πόλη χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ε λοιπόν, όπου και να στρίβαμε, όποιον δρόμο και να παίρναμε, η εικόνα που θα βρισκόταν μπροστά μας θα ήταν βγαλμένη από παραμύθι. Ο κόσμος μέσα στα στενά της Βενετίας δεν ήταν πολύς κι έτσι μπορούσαμε να απολαύσουμε το θέαμα με την ησυχία μας. Και το θέαμα ήταν υπέροχο: κάθε γέφυρα, κάθε κανάλι, κάθε κτίριο ήταν πιο όμορφο από το προηγούμενο, ενώ οι γόνδολες συμπλήρωναν τη μαγεία της εικόνας. Λέγαμε πως ανακαλύψατε το πιο γραφικό στενό της πόλης κι έπειτα στρίβαμε στο επόμενο και ανακαλύπταμε ακόμη περισσότερη μαγεία. Είχαμε στο πρόγραμμα μουσεία, παλάτια και walking tours, αλλά έχοντας πια πάρει μια γεύση από την απίστευτη ομορφιά της πόλης, αποφασίσαμε πως δε θα κάναμε τίποτε από αυτά και πως απλά θα περάσουμε δυο ολόκληρες μέρες περπατώντας και ρουφώντας της υπέροχες εικόνες.
Μετά από περίπου δύο ώρες περιήγησης, χωρίς καν να καταλάβουμε πώς, είχαμε βρεθεί και πάλι μπροστά στις στάσεις των vaporetti και το επόμενο για Burano έφευγε μόλις σε 2 λεπτά. Τρέξαμε να επιβιβαστούμε και ήμασταν αρκετά τυχερές ώστε να προλάβουμε ελεύθερες δύο από τις λίγες θέσεις στο εξωτερικό του. Η μία περίπου ώρα του ταξιδιού πέρασε ευχάριστα, με τον ήλιο και τη θάλασσα να μας χαϊδεύουν το πρόσωπο. Το Μπουράνο ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Χρώματα παντού! Ακολουθώντας τον κόσμο βρεθήκαμε στους γνωστούς δρόμους με τα πολύχρωμα σπιτάκια γύρω από τα κανάλια. Κάθε εικόνα ήταν βγαλμένη από καρτ ποστάλ, ενώ η αντανάκλαση των σπιτιών στο νερό ήταν το κάτι άλλο. Ήταν λες και ολόκληρο το νησί ήταν ένα τεράστιο στούντιο φωτογράφησης. Πάρα πολλές κοπέλες, ντυμένες και βαμμένες στην τρίχα έβαζαν τις φίλες και τα αγόρια τους να τις φωτογραφίζουν από κάθε οπτική γωνία, ενώ εκείνες κοίταζαν μελαγχολικά στο κενό, ενώ σε κάθε γέφυρα έπρεπε να σκύψεις για να περάσεις κάτω από τα χιλιάδες σέλφι στικ. Δεν κατηγορώ κανέναν που ήθελε να βγάλει την τέλεια φωτογραφία σε ένα τόσο υπέροχο μέρος (άλλωστε κι εμείς φωτογραφηθήκαμε ουκ ολίγες φορές), αλλά σίγουρα η όλη κατάσταση χαλάει λίγο την ατμόσφαιρα του νησιού, ενώ φανερά ενοχλούσε τους λίγους ντόπιους που συναντήσαμε.
Αφού χορτάσαμε τα πιο κεντρικά κανάλια, χωθήκαμε στα εξίσου πολύχρωμα αλλά λιγότερο πολυσύχναστα στενά του νησιού, τα οποία δεν υστερούσαν σε τίποτα σε ομορφιά. Περπατήσαμε αθόρυβα ανάμεσα σε μικρές αυλές, όπου Ιταλίδες γιαγιάδες έπιναν τον καφέ τους και μικρά παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο, ανακαλύψαμε υπέροχα σπίτια και χαθήκαμε σε μαγευτικά σοκάκια. Η προσοχή στη λεπτομέρεια σε κάθε σπίτι ήταν απίστευτη. Οι κουρτίνες, τα λουλούδια στα περβάζια, οι καρέκλες στις αυλές... όλα φαίνονταν να είναι ειδικά επιλεγμένα, ώστε να ταιριάζουν στο χρώμα του σπιτιού.
Η ώρα είχε πάει σχεδόν τέσσερις κι εμείς, μαγεμένες από την ομορφιά του τοπίου, είχαμε ξεχάσει να φάμε το οτιδήποτε από το πρωί. Έτσι, όταν τα στομάχια μας άρχισαν να παραπονιούνται, βγήκαμε πάλι στον κεντρικό δρόμο του νησιού, αναζητώντας φτηνό φαγητό. Στο δρόμο μας περάσαμε από πολλά μαγαζιά με δαντέλες και σουβενίρ, που στις βιτρίνες τους είχαν ταμπέλες που έγραφαν no photos στα αγγλικά και στα... κινέζικα! Περάσαμε από κάποια εστιατόρια που φαίνονταν υπέροχα (και ακριβά) και από πολλά κακόγουστα, τουριστικά καφέ και τελικά καταλήξαμε να αγοράζουμε δύο τεράστια κομμάτια πίτσας από έναν φούρνο. Τα φάγαμε καθισμένες σε ένα παγκάκι μπροστά στο κανάλι, κάναμε μια τελευταία βόλτα στο παραμυθένιο νησί και γεμάτες υπέροχες εικόνες πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας τον απογευματινό ήλιο να αγγίζει τη Βενετία.
Ο κόσμος ήταν αισθητά λιγότερος, οπότε αυτή τη φορά μπορέσαμε να θαυμάσουμε τη γέφυρα των στεναγμών για 5 ολόκληρα λεπτά και στη συνέχεια να απολαύσουμε μια βόλτα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Έχοντας κάνει Erasmus στο Wroclaw της Πολωνίας, και οι δύο είχαμε πεισμώσει ότι το Rynek του Wroclaw είναι η ομορφότερη πλατεία της Ευρώπης. Και διατηρήσαμε αυτή την άποψη ακόμη και μετά από επισκέψεις στην Κρακοβία, την Πράγα, τη Βουδαπέστη, το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, ακόμη και τις Βρυξέλλες και τη Ρώμη. Όμως, όσο απίστευτα προκατειλημμένες και να είμαστε, έπρεπε να παραδεχτούμε ότι η πλατεία του Αγίου Μάρκου διεκδικεί άξια τα πρωτεία. Σταθήκαμε μπροστά από το επιβλητικό Campanile, επεξεργαστήκαμε την περίτεχνη διακόσμηση της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου, θαυμάσαμε το παλάτι των Δόγηδων, κοντοσταθήκαμε να απολαύσουμε την υπέροχη μουσική και κυριολεκτικά κλοτσήσαμε ένα περιστέρι (είναι τόσο μαθημένα στον κόσμο που δεν κουνιούνται τα άτιμα). Όταν ο ήλιος είχε σχεδόν πέσει, επιστρέψαμε στην προκυμαία, όπου είδαμε τη θάλασσα να βάφεται χρυσαφιά κι έπειτα επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μας για λίγη ξεκούραση.
Παρά την κούρασή μας, δυο ώρες αργότερα βγήκαμε για μια σύντομη βραδινή βόλτα στη Βενετία. Ήταν λες και ήμασταν σε άλλη πόλη. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι και βασίλευε ησυχία. Περπατήσαμε στις άδειες γέφυρες, απολαύσαμε τη γαλήνη του τοπίου, περιπλανηθήκαμε για άλλη μια φορά στην πλατεία του Αγίου Μάρκου κι έπειτα πήραμε το βαπορέττο για μια νυχτερινή κρουαζιέρα. Πήραμε έτσι μια γεύση από το Grande Canal, στο οποίο σκοπεύαμε να αφιερώσουμε την αυριανή μέρα, και θαυμάσαμε τα φώτα της πόλης να καθρεπτίζονται στο νερό. Η φωτισμένη γέφυρα Rialto άρχισε να αχνοφαίνεται στο βάθος, κι όσο πιο κοντά πλησιάζαμε, τόσο πιο μαγική γινόταν η εικόνα. Κατεβήκαμε στην αντίστοιχη στάση και ανεβήκαμε στη γέφυρα που μας φάνηκε ότι ήταν γεμάτη κόσμο (πού να ξέραμε ότι το επόμενο πρωί ο κόσμος θα ήταν δεκαπλάσιος). Διεκδικήσαμε λίγο χώρο και απολαύσαμε το θέαμα του νυχτερινού καναλιού. Κάναμε μια βόλτα στη γύρω περιοχή, πήραμε ένα σάντουιτς κι ένα παγωτό από ένα από τα τουριστικά μαγαζιά και έπειτα σιγά - σιγά πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας την απόλυτη ηρεμία. Περάσαμε από κάποιες πλατειούλες και δρόμους με όμορφα εστιατόρια και από ένα δυο δρομάκια στα οποία έφτανε η μουσική κάποιου κοντινού μπαρ, αλλά γενικά, επικρατούσε μια υπέροχη ησυχία, που δημιουργούσε όμορφη ατμόσφαιρα. Γυρίσαμε στο χόστελ μας κατά τις 12 και μέχρι τις 12:05 μας είχε ήδη πάρει ο ύπνος.
Last edited by a moderator: