χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 172
- Likes
- 807
Μέρα 3η: Ζάγκρεμπ
Ο οδηγός του λεωφορείου μας ξύπνησε όταν φτάσαμε στα κροατικά σύνορα και έπρεπε να βγούμε από το λεωφορείο δύο φορές για έλεγχο διαβατηρίων. Περίπου μία ώρα ύπνου ακόμη και βρισκόμασταν στο Ζάγκρεμπ. Κάναμε συνάλλαγμα στο σταθμό των λεωφορείων, που παραδόξως πρόσφερε πολύ καλή ισοτιμία, αφήσαμε τα πράγματά μας στο χόστελ, στο οποίο φυσικά δε μπορούσαμε να κάνουμε ακόμη τσεκ ιν. Εκεί μας περίμεναν ήδη δυο Τούρκοι φίλοι που είχαν φτάσει οδικώς από Βουδαπέστη και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για μια πρώτη βόλτα στην πόλη, ελπίζοντας να ξυπνήσουμε. Από την πρώτη στιγμή, πάθαμε πλάκα με την ευγένεια και τη φιλική διάθεση των Κροατών. Αρχικά, μπήκαμε σε ένα σούπερ μάρκετ με στόχο να προμηθευτούμε σαμπουάν και νερό. Αναγκαστικά, δώσαμε ένα κατοστάρικο στην κοπέλα στο ταμείο για προϊόντα αξίας 12 kuna και ζητήσαμε συγγνώμη, εξηγώντας ότι μόλις είχαμε πάρει συνάλλαγμα. Εκείνη όχι μόνο δε μας διαολόστειλε, αλλά μας ρώτησε αν χρειαζόμαστε οδηγίες για το κέντρο της πόλης και μας έδειξε πώς να πάμε σε έναν ωραίο φούρνο για να πάρουμε πρωινό. Ακολουθήσαμε το δρόμο που μας έδειξε και σε 5 λεπτά βρισκόμασταν μπροστά από έναν πάγκο γεμάτο φρέσκες λιχουδιές. Η κοπέλα στο φούρνο μας είδε που συζητούσαμε στα αγγλικά τι να πάρουμε και χωρίς καν να τη ρωτήσουμε, άρχισε να μας εξηγεί τι είναι το κάθε προϊόν και να μας υποδεικνύει τις παραδοσιακές νοστιμιές που έπρεπε οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε. Τελικά, επιλέξαμε κάποια κρουασανοειδή με βανίλια και κρέμα βατόμουρο, ψωμάκια με σοκολάτα, κάτι γλυκά που θύμιζαν ντόνατς (νομίζω λέγονται Krafne) και κρέπες. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να χορτάσουν ολόκληρο στρατό και μας κόστισαν γύρω στα 10 ευρώ για 4 άτομα. Η κοπέλα, φανερά χαρούμενη που ακολουθήσαμε τη συμβουλή της μας είπε πως περίπου 500 μέτρα μακριά υπήρχε ένα πάρκο, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε πικ νικ με όσα είχαμε αγοράσει.
Όταν αργότερα μιλήσαμε στους Κροάτες φίλους μας για την καλοσύνη των συμπατριωτών τους, εκείνοι γέλασαν ειρωνικά και ισχυρίστηκαν πως αυτή η συμπεριφορά είναι μόνο προς τους τουρίστες και πως αν εκείνoi έδιναν 100 kuna για ένα μπουκαλάκι νερό, η πωλήτρια απλά θα τους άφηνε να πεθάνουν από τη δίψα. Με την άποψη αυτή συμφώνησε και η φίλη από τα Σκόπια που ζει πλέον στο Ζάγκρεμπ, υποστηρίζοντας ότι οι ντόπιοι δεν είναι εξίσου φιλικοί ούτε προς τα άτομα από τις μικρότερες χώρες της πρώην Γιουκοσλαβίας. Σίγουρα αυτοί ξέρουν καλύτερα από μένα, αλλά έχω να πω πως γνώρισα καμιά δεκαριά παιδιά από την Κροατία όσο ήμουν στο Erasmus και παρά τις τελείως διαφορετικές τους προσωπικότητες ήταν όλοι απίστευτα πρόθυμοι να ανοίξουν το σπίτι τους, να μαγειρέψουν και να κεράσουν, να βοηθήσουν. Γενικά, έχω την καλύτερη γνώμη για τους Κροάτες.
Ακολουθώντας τη συμβουλή της κοπέλας, κάναμε ένα μικρό πικ νικ στο μικρό και καταπράσινο πάρκο Ribnjak Park, κάτω από τον Καθεδρικό Ναό του Ζάγκρεμπ. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, οπότε στο πάρκο υπήρχαν μόνο 2 – 3 άνθρωποι που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους και κανά δυο γονείς με μικρά παιδιά ή καροτσάκια. Καθισμένοι στο γρασίδι απολαύσαμε το πρωινό μας το οποίο ήταν όντως πεντανόστιμο. Έχοντας πια ξυπνήσει για τα καλά, προχωρήσαμε προς τον Καθεδρικό του Ζάγκρεμπ. Το εξωτερικό του ναού είναι εντυπωσιακό, παρόλο που ένα μέρος του είναι καλυμμένο με σκαλωσιές, ενώ το εσωτερικό του είναι εξίσου όμορφο. Ο αριθμός των πιστών που βρίσκονταν στην εκκλησία στις 10 το πρωί μιας καθημερινής μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Υπήρχαν 10 – 15 άνθρωποι καθισμένοι στα στασίδια, ενώ υπήρχε και μια μικρή ουρά 5 – 6 ατόμων. Υποθέσαμε ότι οι τελευταίοι θα περίμεναν να ανέβουν σε κάποιο καμπαναριό που προσφέρει πανοραμική θέα της πόλης, όπως συμβαίνει σε πολλούς Καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης, αλλά όχι, περίμεναν να εξομολογηθούν! Η πλατεία μπροστά από την εκκλησία είναι επίσης πολύ όμορφη, με το άγαλμα της Παναγίας να στέκεται μπροστά από όμορφα κτίρια.
Κάναμε μία όμορφη βόλτα στα γραφικά δρομάκια της περιοχής και κατεβαίνοντας κάποια σκαλιά, συναντήσαμε την υπαίθρια αγορά της πόλης. Χαζέψαμε τα ξύλινα παιχνίδια και τα λουλούδια, αγοράσαμε λαχταριστές φρέσκες φράουλες και συνεχίσαμε προς την κεντρική πλατεία του Ζάγκρεμπ όπου γινόταν ένας χαμός από ανθρώπους και τραμ. Το άγαλμα του Josip Jelačić μπροστά από το πολύχρωμα κτίρια δημιουργούσε μια όμορφη εικόνα και φυσικά, δεν παραλείψαμε να βγάλουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας σε μεγάλους πεζόδρομους, γεμάτους μουσικούς του δρόμου και γεμάτα τραπεζάκια εστιατορίων και καφέ. Η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη και ήμασταν ενθουσιασμένοι. Νιώθαμε πως είχαμε ξυπνήσει μετά από δυο μέρες ονείρου στη μαγική Βενετία και βρισκόμασταν και πάλι σε μια πραγματική, ζωντανή πόλη.
Κάπου εκεί συναντήσαμε επιτέλους την πρώτη φίλη, την Σκοπιανή συγκάτοικό μου από την Πολωνία, που σπουδάζει στο Ζάγκρεμπ με πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών και είχε μόλις τελειώσει το μάθημά της. Μετά τον ενθουσιασμό του reunion αποφασίσαμε ότι ήταν η ώρα να κάτσουμε κάπου και την ακολουθήσαμε μέχρι την όπερα του Ζάγκρεμπ. Θαυμάσαμε το όμορφο κτίριο και καθίσαμε στα εξωτερικά τραπεζάκια ενός συμπαθητικού καφέ ακριβώς δίπλα. Είχαμε όλοι να πούμε τόσο πολλά, που ούτε που καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή, οι σερβιτόροι ξεκίνησαν να κλείνουν τις ομπρέλες, μιας και ο ήλιος πια είχε πέσει. Με το που τελείωσαν, ξέσπασε μία ξαφνική καταιγίδα που μας έκανε όλους μούσκεμα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Παραδόξως, οι σερβιτόροι δεν επιχείρησαν καν να ξανανοίξουν τις ομπρέλες και βιάστηκαν να πληρωθούν από όλους τους πελάτες, μην αφήνοντας μας άλλη επιλογή παρά το να φύγουμε. Έτσι, μετακινηθήκαμε στην απέναντι καφετέρια όπου συνεχίσαμε τη συζήτησή μας.
Ευτυχώς, η βροχή κράτησε μόλις σαράντα λεπτά και σύντομα μπορούσαμε να βγούμε πάλι έξω και να συνεχίσουμε την περιήγηση στην πόλη. Συναντήσαμε ΄δυο ακόμη φίλες, η μία Ρουμάνα που μόλις είχε φτάσει αεροπορικώς κι η άλλη ντόπια, που μόλις είχαν σχολάσει από τη δουλειά και όλοι μαζί αρχίσαμε να ανηφορίζουμε σε γραφικά δρομάκια. Περνώντας δρόμους γεμάτους υπέροχα μαγαζιά, φτάσαμε στην Kamenita Vrata, χώρο προσκυνήματος της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας που επιβίωσε από μια μεγάλη φωτιά. Για τα λίγα μέτρα της μικρής πύλης, η βαβούρα της πόλης εξαφανίζεται και επικρατεί ευλαβική ατμόσφαιρα, με αρκετούς πιστούς να προσκυνάνε την εικόνα. Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι τη διάσημη εκκλησία του Αγίου Μάρκου και την πραγματικά ιδιαίτερη σκεπή της. Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες μπροστά στο σήμα κατατεθέν της πόλης και προχωρήσαμε προς την «Άνω πόλη», όπου είδαμε το μικρότερο τελεφερίκ του κόσμου και θαυμάσαμε την υπέροχη θέα της πόλης από ψηλά. Καθίσαμε για λίγο στο πεζούλι απολαμβάνοντας τη θέα και χαζεύοντας τις δυο νύφες όπου φωτογραφίζονταν στην περιοχή.
Εκεί μας συνάντησαν δύο ακόμη Κροάτες φίλοι, η οποίοι δήλωσαν ότι πεθαίνουν της πείνας, πρότειναν να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό Strukli, και μας οδήγησε στο La Štruk, ένα όμορφο μαγαζάκι με υπέροχη αυλή. Μας πρότεινε την ψητή εκδοχή έναντι της τηγανιτής και το δοκιμάσαμε με τυρί, κρέας, κολοκύθα, μέλι και μήλο και κανέλα. Όλα ήταν νοστιμότατα, αλλά το μήλο και κανέλα ήταν αυτό που μου έκλεψε την καρδιά. Μετά το φαγητό, περπατήσαμε μέχρι την όμορφη εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης και περάσαμε το Grič Tunnel. Η ώρα ήταν πια 7:30, ήμασταν όλοι εξαντλημένοι (άλλοι από τη δουλειά κι άλλοι από το ταξίδι) και οι περισσότεροι από εμάς χρειάζονταν απεγνωσμένα ένα μπάνιο. Οπότε, αποφασίσαμε να πάμε για λίγες ώρες ξεκούρασης και να ξανασυναντηθούμε για βραδινή έξοδο. Γυρίσαμε με τα πόδια στο hostel μας και επιτέλους κάναμε το check in. Είχαμε επιλέξει το Palmers Lodge Hostel, το οποίο δε μας απογοήτευσε. Κόστιζε μόλις 8 ευρώ την βραδιά (νομίζω υπήρχε κάποια προσφορά), ήταν σε εξαιρετική τοποθεσία και είχε ό,τι χρειαζόμασταν. Πλυθήκαμε, ξεβρομίσαμε, κοιμηθήκαμε για λίγο και κατά τις 10 αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Ο καιρός ήταν καλός οπότε οι Κροάτες φίλοι πρότειναν να πάρουμε ποτό από το σούπερ μάρκετ και να καθίσουμε σε κάποιο πάρκο. Έτσι, βρεθήκαμε μπροστά στον κεντρικό σταθμό των τραίνων, κατεβήκαμε στο σούπερ μάρκετ της υπόγειας στοάς, προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα ποτά καθώς και ένα πελώρια κομμάτια πίτσας που κόστιζαν γύρω στο 1.60 και αντιστοιχούσαν σε τρία κομμάτια κανονικής πίτσας το καθένα και καθίσαμε στο πάρκο κοντά στην King Tomislav Square. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά, πίνοντας και γελώντας και φέρνοντας στο μυαλό αγαπημένες αναμνήσεις από το Erasmus. Στη συνέχεια, πήραμε το δρόμο για το κέντρο της πόλης, όπου γυρίσαμε διάφορα μπαρ. Κάποια ονόματα που θυμάμαι είναι το Thalia, το Alcatraz και το Funk. Η νυχτερινή ζωή τους μου άρεσε πολύ. Άπειρες παρέες να πίνουν σε πάρκα και πεζόδρομους, γεμάτα μαγαζιά, χαλαρή ατμόσφαιρά, μουσική για όλες τις προτιμήσεις και ωραίος κόσμος. Η πρώτη μας μέρα στην Κροατία είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.
Ο οδηγός του λεωφορείου μας ξύπνησε όταν φτάσαμε στα κροατικά σύνορα και έπρεπε να βγούμε από το λεωφορείο δύο φορές για έλεγχο διαβατηρίων. Περίπου μία ώρα ύπνου ακόμη και βρισκόμασταν στο Ζάγκρεμπ. Κάναμε συνάλλαγμα στο σταθμό των λεωφορείων, που παραδόξως πρόσφερε πολύ καλή ισοτιμία, αφήσαμε τα πράγματά μας στο χόστελ, στο οποίο φυσικά δε μπορούσαμε να κάνουμε ακόμη τσεκ ιν. Εκεί μας περίμεναν ήδη δυο Τούρκοι φίλοι που είχαν φτάσει οδικώς από Βουδαπέστη και όλοι μαζί ξεκινήσαμε για μια πρώτη βόλτα στην πόλη, ελπίζοντας να ξυπνήσουμε. Από την πρώτη στιγμή, πάθαμε πλάκα με την ευγένεια και τη φιλική διάθεση των Κροατών. Αρχικά, μπήκαμε σε ένα σούπερ μάρκετ με στόχο να προμηθευτούμε σαμπουάν και νερό. Αναγκαστικά, δώσαμε ένα κατοστάρικο στην κοπέλα στο ταμείο για προϊόντα αξίας 12 kuna και ζητήσαμε συγγνώμη, εξηγώντας ότι μόλις είχαμε πάρει συνάλλαγμα. Εκείνη όχι μόνο δε μας διαολόστειλε, αλλά μας ρώτησε αν χρειαζόμαστε οδηγίες για το κέντρο της πόλης και μας έδειξε πώς να πάμε σε έναν ωραίο φούρνο για να πάρουμε πρωινό. Ακολουθήσαμε το δρόμο που μας έδειξε και σε 5 λεπτά βρισκόμασταν μπροστά από έναν πάγκο γεμάτο φρέσκες λιχουδιές. Η κοπέλα στο φούρνο μας είδε που συζητούσαμε στα αγγλικά τι να πάρουμε και χωρίς καν να τη ρωτήσουμε, άρχισε να μας εξηγεί τι είναι το κάθε προϊόν και να μας υποδεικνύει τις παραδοσιακές νοστιμιές που έπρεπε οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε. Τελικά, επιλέξαμε κάποια κρουασανοειδή με βανίλια και κρέμα βατόμουρο, ψωμάκια με σοκολάτα, κάτι γλυκά που θύμιζαν ντόνατς (νομίζω λέγονται Krafne) και κρέπες. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να χορτάσουν ολόκληρο στρατό και μας κόστισαν γύρω στα 10 ευρώ για 4 άτομα. Η κοπέλα, φανερά χαρούμενη που ακολουθήσαμε τη συμβουλή της μας είπε πως περίπου 500 μέτρα μακριά υπήρχε ένα πάρκο, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε πικ νικ με όσα είχαμε αγοράσει.
Όταν αργότερα μιλήσαμε στους Κροάτες φίλους μας για την καλοσύνη των συμπατριωτών τους, εκείνοι γέλασαν ειρωνικά και ισχυρίστηκαν πως αυτή η συμπεριφορά είναι μόνο προς τους τουρίστες και πως αν εκείνoi έδιναν 100 kuna για ένα μπουκαλάκι νερό, η πωλήτρια απλά θα τους άφηνε να πεθάνουν από τη δίψα. Με την άποψη αυτή συμφώνησε και η φίλη από τα Σκόπια που ζει πλέον στο Ζάγκρεμπ, υποστηρίζοντας ότι οι ντόπιοι δεν είναι εξίσου φιλικοί ούτε προς τα άτομα από τις μικρότερες χώρες της πρώην Γιουκοσλαβίας. Σίγουρα αυτοί ξέρουν καλύτερα από μένα, αλλά έχω να πω πως γνώρισα καμιά δεκαριά παιδιά από την Κροατία όσο ήμουν στο Erasmus και παρά τις τελείως διαφορετικές τους προσωπικότητες ήταν όλοι απίστευτα πρόθυμοι να ανοίξουν το σπίτι τους, να μαγειρέψουν και να κεράσουν, να βοηθήσουν. Γενικά, έχω την καλύτερη γνώμη για τους Κροάτες.
Ακολουθώντας τη συμβουλή της κοπέλας, κάναμε ένα μικρό πικ νικ στο μικρό και καταπράσινο πάρκο Ribnjak Park, κάτω από τον Καθεδρικό Ναό του Ζάγκρεμπ. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, οπότε στο πάρκο υπήρχαν μόνο 2 – 3 άνθρωποι που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους και κανά δυο γονείς με μικρά παιδιά ή καροτσάκια. Καθισμένοι στο γρασίδι απολαύσαμε το πρωινό μας το οποίο ήταν όντως πεντανόστιμο. Έχοντας πια ξυπνήσει για τα καλά, προχωρήσαμε προς τον Καθεδρικό του Ζάγκρεμπ. Το εξωτερικό του ναού είναι εντυπωσιακό, παρόλο που ένα μέρος του είναι καλυμμένο με σκαλωσιές, ενώ το εσωτερικό του είναι εξίσου όμορφο. Ο αριθμός των πιστών που βρίσκονταν στην εκκλησία στις 10 το πρωί μιας καθημερινής μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Υπήρχαν 10 – 15 άνθρωποι καθισμένοι στα στασίδια, ενώ υπήρχε και μια μικρή ουρά 5 – 6 ατόμων. Υποθέσαμε ότι οι τελευταίοι θα περίμεναν να ανέβουν σε κάποιο καμπαναριό που προσφέρει πανοραμική θέα της πόλης, όπως συμβαίνει σε πολλούς Καθεδρικούς ναούς της Ευρώπης, αλλά όχι, περίμεναν να εξομολογηθούν! Η πλατεία μπροστά από την εκκλησία είναι επίσης πολύ όμορφη, με το άγαλμα της Παναγίας να στέκεται μπροστά από όμορφα κτίρια.
Κάναμε μία όμορφη βόλτα στα γραφικά δρομάκια της περιοχής και κατεβαίνοντας κάποια σκαλιά, συναντήσαμε την υπαίθρια αγορά της πόλης. Χαζέψαμε τα ξύλινα παιχνίδια και τα λουλούδια, αγοράσαμε λαχταριστές φρέσκες φράουλες και συνεχίσαμε προς την κεντρική πλατεία του Ζάγκρεμπ όπου γινόταν ένας χαμός από ανθρώπους και τραμ. Το άγαλμα του Josip Jelačić μπροστά από το πολύχρωμα κτίρια δημιουργούσε μια όμορφη εικόνα και φυσικά, δεν παραλείψαμε να βγάλουμε τις απαραίτητες φωτογραφίες. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας σε μεγάλους πεζόδρομους, γεμάτους μουσικούς του δρόμου και γεμάτα τραπεζάκια εστιατορίων και καφέ. Η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη και ήμασταν ενθουσιασμένοι. Νιώθαμε πως είχαμε ξυπνήσει μετά από δυο μέρες ονείρου στη μαγική Βενετία και βρισκόμασταν και πάλι σε μια πραγματική, ζωντανή πόλη.
Κάπου εκεί συναντήσαμε επιτέλους την πρώτη φίλη, την Σκοπιανή συγκάτοικό μου από την Πολωνία, που σπουδάζει στο Ζάγκρεμπ με πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών και είχε μόλις τελειώσει το μάθημά της. Μετά τον ενθουσιασμό του reunion αποφασίσαμε ότι ήταν η ώρα να κάτσουμε κάπου και την ακολουθήσαμε μέχρι την όπερα του Ζάγκρεμπ. Θαυμάσαμε το όμορφο κτίριο και καθίσαμε στα εξωτερικά τραπεζάκια ενός συμπαθητικού καφέ ακριβώς δίπλα. Είχαμε όλοι να πούμε τόσο πολλά, που ούτε που καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα. Κάποια στιγμή, οι σερβιτόροι ξεκίνησαν να κλείνουν τις ομπρέλες, μιας και ο ήλιος πια είχε πέσει. Με το που τελείωσαν, ξέσπασε μία ξαφνική καταιγίδα που μας έκανε όλους μούσκεμα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Παραδόξως, οι σερβιτόροι δεν επιχείρησαν καν να ξανανοίξουν τις ομπρέλες και βιάστηκαν να πληρωθούν από όλους τους πελάτες, μην αφήνοντας μας άλλη επιλογή παρά το να φύγουμε. Έτσι, μετακινηθήκαμε στην απέναντι καφετέρια όπου συνεχίσαμε τη συζήτησή μας.
Ευτυχώς, η βροχή κράτησε μόλις σαράντα λεπτά και σύντομα μπορούσαμε να βγούμε πάλι έξω και να συνεχίσουμε την περιήγηση στην πόλη. Συναντήσαμε ΄δυο ακόμη φίλες, η μία Ρουμάνα που μόλις είχε φτάσει αεροπορικώς κι η άλλη ντόπια, που μόλις είχαν σχολάσει από τη δουλειά και όλοι μαζί αρχίσαμε να ανηφορίζουμε σε γραφικά δρομάκια. Περνώντας δρόμους γεμάτους υπέροχα μαγαζιά, φτάσαμε στην Kamenita Vrata, χώρο προσκυνήματος της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας που επιβίωσε από μια μεγάλη φωτιά. Για τα λίγα μέτρα της μικρής πύλης, η βαβούρα της πόλης εξαφανίζεται και επικρατεί ευλαβική ατμόσφαιρα, με αρκετούς πιστούς να προσκυνάνε την εικόνα. Συνεχίσαμε το δρόμο μας μέχρι τη διάσημη εκκλησία του Αγίου Μάρκου και την πραγματικά ιδιαίτερη σκεπή της. Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες μπροστά στο σήμα κατατεθέν της πόλης και προχωρήσαμε προς την «Άνω πόλη», όπου είδαμε το μικρότερο τελεφερίκ του κόσμου και θαυμάσαμε την υπέροχη θέα της πόλης από ψηλά. Καθίσαμε για λίγο στο πεζούλι απολαμβάνοντας τη θέα και χαζεύοντας τις δυο νύφες όπου φωτογραφίζονταν στην περιοχή.
Εκεί μας συνάντησαν δύο ακόμη Κροάτες φίλοι, η οποίοι δήλωσαν ότι πεθαίνουν της πείνας, πρότειναν να δοκιμάσουμε το παραδοσιακό Strukli, και μας οδήγησε στο La Štruk, ένα όμορφο μαγαζάκι με υπέροχη αυλή. Μας πρότεινε την ψητή εκδοχή έναντι της τηγανιτής και το δοκιμάσαμε με τυρί, κρέας, κολοκύθα, μέλι και μήλο και κανέλα. Όλα ήταν νοστιμότατα, αλλά το μήλο και κανέλα ήταν αυτό που μου έκλεψε την καρδιά. Μετά το φαγητό, περπατήσαμε μέχρι την όμορφη εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης και περάσαμε το Grič Tunnel. Η ώρα ήταν πια 7:30, ήμασταν όλοι εξαντλημένοι (άλλοι από τη δουλειά κι άλλοι από το ταξίδι) και οι περισσότεροι από εμάς χρειάζονταν απεγνωσμένα ένα μπάνιο. Οπότε, αποφασίσαμε να πάμε για λίγες ώρες ξεκούρασης και να ξανασυναντηθούμε για βραδινή έξοδο. Γυρίσαμε με τα πόδια στο hostel μας και επιτέλους κάναμε το check in. Είχαμε επιλέξει το Palmers Lodge Hostel, το οποίο δε μας απογοήτευσε. Κόστιζε μόλις 8 ευρώ την βραδιά (νομίζω υπήρχε κάποια προσφορά), ήταν σε εξαιρετική τοποθεσία και είχε ό,τι χρειαζόμασταν. Πλυθήκαμε, ξεβρομίσαμε, κοιμηθήκαμε για λίγο και κατά τις 10 αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε.
Ο καιρός ήταν καλός οπότε οι Κροάτες φίλοι πρότειναν να πάρουμε ποτό από το σούπερ μάρκετ και να καθίσουμε σε κάποιο πάρκο. Έτσι, βρεθήκαμε μπροστά στον κεντρικό σταθμό των τραίνων, κατεβήκαμε στο σούπερ μάρκετ της υπόγειας στοάς, προμηθευτήκαμε τα απαραίτητα ποτά καθώς και ένα πελώρια κομμάτια πίτσας που κόστιζαν γύρω στο 1.60 και αντιστοιχούσαν σε τρία κομμάτια κανονικής πίτσας το καθένα και καθίσαμε στο πάρκο κοντά στην King Tomislav Square. Περάσαμε μια υπέροχη βραδιά, πίνοντας και γελώντας και φέρνοντας στο μυαλό αγαπημένες αναμνήσεις από το Erasmus. Στη συνέχεια, πήραμε το δρόμο για το κέντρο της πόλης, όπου γυρίσαμε διάφορα μπαρ. Κάποια ονόματα που θυμάμαι είναι το Thalia, το Alcatraz και το Funk. Η νυχτερινή ζωή τους μου άρεσε πολύ. Άπειρες παρέες να πίνουν σε πάρκα και πεζόδρομους, γεμάτα μαγαζιά, χαλαρή ατμόσφαιρά, μουσική για όλες τις προτιμήσεις και ωραίος κόσμος. Η πρώτη μας μέρα στην Κροατία είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.
Last edited by a moderator: