χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 172
- Likes
- 807
Ημέρα 7η: Ζάγκρεμπ - Βελιγράδι
Την τελευταία μέρα ξυπνήσαμε νωρίς για να φάμε το τελευταίο πρωτινό με τους Κροάτες φίλους πριν πάνε στη δουλειά. Κάτι ο αποχωρισμός, κάτι που ξέραμε πόσο δύσκολο θα ήταν να ξανακανονίσουμε να βρεθούμε όλοι μαζί (κάοια στιγμή τελειώνουν τα φοιτητικά χρόνια, τα Erasmus και τα EVS κι αρχίζει η ενήλικη ζωή), κάτι η νύστα στις 7:30 το πρωί, καταλήξαμε να τρώμε μπούρεκ και να κλαίμε σε μια άδεια καφετέρια. Αφού έφυγαν τα παιδιά, πήγαμε στο σταθμό του τραίνου να βγάλουμε εισιτήρια, τα οποία δεν είχαμε κλείσει επειδή υπήρχε μια συζήτηση να πάμε και στη Ριέκα. Κόστιζαν περίπου 20 ευρώ. Μετά, έπρεπε να τρέξουμε λίγο σε ένα από τα μπαρ που είχαμε πάει προηγούμενο βράδυ επειδή εγώ η πανέξυπνη είχα ξεχάσει το μπουφάν μου και το συνειδητοποίησα 2 μέρες αργότερα. Ευτυχώς, όλα πήγαν με βάση το πρόγραμμα, πήραμε το μπουφάν και φτάσαμε στο τραίνο δέκα ολόκληρα λεπτά νωρίτερα. Το Ζάγκρεμπ μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Να είμαι ειλικρινής, δεν είχε καθόλου υψηλές προσδοκίες, μιας και ακόμη και οι φίλοι που ζουν εκεί είχαν πει ότι υπάρχουν πολύ ωραιότερες πόλεις στην Κροατία. Τελικά όμως, είχε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και η όμορφη παλιά πόλη, τα υπέροχα πάρκα και η νυχτερινή ζωή, σε συνδυασμό με τους υπέροχους φούρνους, τους εξαιρετικούς ανθρώπους και τη ζωντάνια της πόλης με έκαναν να ερωτευτώ. Τώρα, σειρά είχε το Βελιγράδι.
Γενικά μου αρέσουν τα ταξίδια με τραίνο, αλλά το συγκεκριμένο τραίνο δεν το έλεγες και άνετο. Στο βαγόνι ήμασταν εμείς και μία συμπαθέστατη παρέα οχτώ ηλικιωμένων Γερμανών, που πραγματικά τους ζηλέψαμε. Ήταν σίγουρα γύρω στα ογδόντα, αλλά είχαν τα μπαστουνάκια τους, τα αθλητικά τους, τα ταπεράκια τους με κομμένα φρούτα για το ταξίδι και γύριζαν τα Βαλκάνια. Η διαδρομή ήταν σχετικά μονότονη, με έναν έλεγχο διαβατηρίων όταν περάσαμε τα σύνορα και κράτησε 1.5 παραπάνω ώρα απ’ ότι ήταν προγραμματισμένο. Η πρώτη εικόνα από το Βελιγράδι ήταν μάλλον άσχημη: ένα γκρίζο, μια μουντίλα, κανένα ίχνος χρώματος, αδιάφορα κτίρια, μεγάλες κακόγουστες ταμπέλες, αυτοκίνητα. Από συνήθεια, άνοιξα τα δεδομένα μου και στα έξι λεπτά που μου πήρε να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήμασταν πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνε τέσσερα ευρώ.
Επειδή είχαμε πιαστεί καθιστοί για τόσες ώρες, αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι το ξενοδοχείο, που ήταν περίπου 25 λεπτά μακριά, για να πάρουμε και μια πρώτη γεύση της πόλης όσο είχε ακόμη φως. Ε λοιπόν, όσο ανηφορίζαμε το πρόσωπο της πόλης άλλαζε. Τώρα περπατούσαμε σε μεγάλους κεντρικούς δρόμους, με όμορφα κτίρια και εστιατόρια, όμορφες πλατείες και μεγάλα πάρκα, γεμάτα παιδιά που έπαιζαν σε πολύχρωμες παιδικές χαρές. Το χόστελ που είχαμε επιλέξει ήταν το City Break hostel, το οποίο κλείσαμε στην εξωφρενική τιμή των 4.5 ευρώ το άτομο ανά βραδιά. Δυσκολευτήκαμε λίγο να το βρούμε, μιας και στεγάζεται σε μια πολυκατοικία και δεν έχει ταμπέλα και μας βγήκε λίγο η ψυχή να ανέβουμε τις πολλές σκάλες, όμως αφού φτάσαμε στο δωμάτιο, μείναμε απόλυτα ευχαριστημένοι. Ο ιδιοκτήτης ήταν ευγενέστατος και πρόθυμος να μας παρέχει κάθε λογής πληροφορίες για την πόλη και το δωμάτιο ήταν πολύ καλόγουστο, με άνετα πουφ και πολύ ατμοσφαιρικά παράθυρα πάνω στη στέγη. Βέβαια, όταν πήγαμε να ανοίξουμε ένα από τα ξεκλείδωτα ντουλάπια για να αφήσουμε τα πράγματά μας βρήκαμε κάτι βρώμικα εσώρουχα πεταμένα, αλλά οκ, όλα καλά. Το μπάνιο επίσης πολύ καθαρό και τεράστιο, αν και ανάλογα με την ώρα υπήρχε λίγος συνωστισμός. Γενικά, το προτείνω ανεπιφύλακτα ως μία καλή, φτηνή επιλογή, αρκεί να μην έχετε θέμα να ανεβείτε πολλές σκάλες.
Ο συνδυασμός του βρώμικο τραίνου και του ιδρώτα που είχε προκύψει από το περπάτημα σε ανηφορικούς λόφους και το ανέβασμα στις σκάλες μας έκανε όλους να νιώθουμε αηδιαστικοί. Μέχρι να κάνουμε όλοι το απαραίτητο μπάνιο είχε αρχίσει να βρέχει και είχαμε αράξει στα υπερβοικά άνετα πουφ, οπότε σκεφτήκαμε ότι ίσως θα έπρεπε να μοιραστούμε τις 2.5 σακούλες πατατάκια, 1/3 σοκολάτας και ένα πακέτο μπισκότα που μας είχε μείνει και ξεκουραστούμε για απόψε, ώστε να έχουμε δυνάμεις να ανακαλύψουμε την πόλη την επόμενη μέρα. Όμως, πριν πάρουμε αυτή την απόφαση, οι συγκάτοικοί μας για τις δύο επόμενες μέρες, ένα συμπαθέστατο ζευγάρι Δανών που γύρναγαν τα Βαλκάνια με interail μας πρότειναν να πάμε μαζί για φαγητό και φυσικά δεχθήκαμε. Το εστιατόριο που διάλεξαν τα παιδιά ήταν το Zlatno Burence το οποίο ήταν περίπου 15 λεπτά μακριά. Κάναμε λοιπόν μια ωραία βόλτα στην πόλη, ενώ είχε αρχίσει να σουρώνει, είδαμε το όμορφο pionirski park και το εντυπωσιακό Stari dvor και φάγαμε νοστιμότατα κρέατα. Η κούραση του ταξιδιού είχε δώσει τη θέση της στον ενθουσιασμό κι έτσι, αντί να μοιραζόμαστε πατατάκια στο χόστελ, καταλήξαμε να πίνουμε ράκυα στο άκουσμα ζωντανής μουσικής τη Cetinjska. Πήγα σε 2 - 3 μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο κι η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη, με ωραία μουσική, ατμοσφαιρικά μαγαζιά με τραπέζια έξω και πολύ κόσμο, παρόλο που ήταν βράδυ καθημερινής. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κατά τις 2 και πέσαμε ξεροί για ύπνο, αφού πρώτα βάλαμε ξυπνητήρι για τις 8 το πρωί. Είχαμε μία μέρα στο Βελιγράδι και θέλαμε να την εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Την τελευταία μέρα ξυπνήσαμε νωρίς για να φάμε το τελευταίο πρωτινό με τους Κροάτες φίλους πριν πάνε στη δουλειά. Κάτι ο αποχωρισμός, κάτι που ξέραμε πόσο δύσκολο θα ήταν να ξανακανονίσουμε να βρεθούμε όλοι μαζί (κάοια στιγμή τελειώνουν τα φοιτητικά χρόνια, τα Erasmus και τα EVS κι αρχίζει η ενήλικη ζωή), κάτι η νύστα στις 7:30 το πρωί, καταλήξαμε να τρώμε μπούρεκ και να κλαίμε σε μια άδεια καφετέρια. Αφού έφυγαν τα παιδιά, πήγαμε στο σταθμό του τραίνου να βγάλουμε εισιτήρια, τα οποία δεν είχαμε κλείσει επειδή υπήρχε μια συζήτηση να πάμε και στη Ριέκα. Κόστιζαν περίπου 20 ευρώ. Μετά, έπρεπε να τρέξουμε λίγο σε ένα από τα μπαρ που είχαμε πάει προηγούμενο βράδυ επειδή εγώ η πανέξυπνη είχα ξεχάσει το μπουφάν μου και το συνειδητοποίησα 2 μέρες αργότερα. Ευτυχώς, όλα πήγαν με βάση το πρόγραμμα, πήραμε το μπουφάν και φτάσαμε στο τραίνο δέκα ολόκληρα λεπτά νωρίτερα. Το Ζάγκρεμπ μου άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Να είμαι ειλικρινής, δεν είχε καθόλου υψηλές προσδοκίες, μιας και ακόμη και οι φίλοι που ζουν εκεί είχαν πει ότι υπάρχουν πολύ ωραιότερες πόλεις στην Κροατία. Τελικά όμως, είχε μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και η όμορφη παλιά πόλη, τα υπέροχα πάρκα και η νυχτερινή ζωή, σε συνδυασμό με τους υπέροχους φούρνους, τους εξαιρετικούς ανθρώπους και τη ζωντάνια της πόλης με έκαναν να ερωτευτώ. Τώρα, σειρά είχε το Βελιγράδι.
Γενικά μου αρέσουν τα ταξίδια με τραίνο, αλλά το συγκεκριμένο τραίνο δεν το έλεγες και άνετο. Στο βαγόνι ήμασταν εμείς και μία συμπαθέστατη παρέα οχτώ ηλικιωμένων Γερμανών, που πραγματικά τους ζηλέψαμε. Ήταν σίγουρα γύρω στα ογδόντα, αλλά είχαν τα μπαστουνάκια τους, τα αθλητικά τους, τα ταπεράκια τους με κομμένα φρούτα για το ταξίδι και γύριζαν τα Βαλκάνια. Η διαδρομή ήταν σχετικά μονότονη, με έναν έλεγχο διαβατηρίων όταν περάσαμε τα σύνορα και κράτησε 1.5 παραπάνω ώρα απ’ ότι ήταν προγραμματισμένο. Η πρώτη εικόνα από το Βελιγράδι ήταν μάλλον άσχημη: ένα γκρίζο, μια μουντίλα, κανένα ίχνος χρώματος, αδιάφορα κτίρια, μεγάλες κακόγουστες ταμπέλες, αυτοκίνητα. Από συνήθεια, άνοιξα τα δεδομένα μου και στα έξι λεπτά που μου πήρε να συνειδητοποιήσω ότι δεν ήμασταν πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνε τέσσερα ευρώ.
Επειδή είχαμε πιαστεί καθιστοί για τόσες ώρες, αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι το ξενοδοχείο, που ήταν περίπου 25 λεπτά μακριά, για να πάρουμε και μια πρώτη γεύση της πόλης όσο είχε ακόμη φως. Ε λοιπόν, όσο ανηφορίζαμε το πρόσωπο της πόλης άλλαζε. Τώρα περπατούσαμε σε μεγάλους κεντρικούς δρόμους, με όμορφα κτίρια και εστιατόρια, όμορφες πλατείες και μεγάλα πάρκα, γεμάτα παιδιά που έπαιζαν σε πολύχρωμες παιδικές χαρές. Το χόστελ που είχαμε επιλέξει ήταν το City Break hostel, το οποίο κλείσαμε στην εξωφρενική τιμή των 4.5 ευρώ το άτομο ανά βραδιά. Δυσκολευτήκαμε λίγο να το βρούμε, μιας και στεγάζεται σε μια πολυκατοικία και δεν έχει ταμπέλα και μας βγήκε λίγο η ψυχή να ανέβουμε τις πολλές σκάλες, όμως αφού φτάσαμε στο δωμάτιο, μείναμε απόλυτα ευχαριστημένοι. Ο ιδιοκτήτης ήταν ευγενέστατος και πρόθυμος να μας παρέχει κάθε λογής πληροφορίες για την πόλη και το δωμάτιο ήταν πολύ καλόγουστο, με άνετα πουφ και πολύ ατμοσφαιρικά παράθυρα πάνω στη στέγη. Βέβαια, όταν πήγαμε να ανοίξουμε ένα από τα ξεκλείδωτα ντουλάπια για να αφήσουμε τα πράγματά μας βρήκαμε κάτι βρώμικα εσώρουχα πεταμένα, αλλά οκ, όλα καλά. Το μπάνιο επίσης πολύ καθαρό και τεράστιο, αν και ανάλογα με την ώρα υπήρχε λίγος συνωστισμός. Γενικά, το προτείνω ανεπιφύλακτα ως μία καλή, φτηνή επιλογή, αρκεί να μην έχετε θέμα να ανεβείτε πολλές σκάλες.
Ο συνδυασμός του βρώμικο τραίνου και του ιδρώτα που είχε προκύψει από το περπάτημα σε ανηφορικούς λόφους και το ανέβασμα στις σκάλες μας έκανε όλους να νιώθουμε αηδιαστικοί. Μέχρι να κάνουμε όλοι το απαραίτητο μπάνιο είχε αρχίσει να βρέχει και είχαμε αράξει στα υπερβοικά άνετα πουφ, οπότε σκεφτήκαμε ότι ίσως θα έπρεπε να μοιραστούμε τις 2.5 σακούλες πατατάκια, 1/3 σοκολάτας και ένα πακέτο μπισκότα που μας είχε μείνει και ξεκουραστούμε για απόψε, ώστε να έχουμε δυνάμεις να ανακαλύψουμε την πόλη την επόμενη μέρα. Όμως, πριν πάρουμε αυτή την απόφαση, οι συγκάτοικοί μας για τις δύο επόμενες μέρες, ένα συμπαθέστατο ζευγάρι Δανών που γύρναγαν τα Βαλκάνια με interail μας πρότειναν να πάμε μαζί για φαγητό και φυσικά δεχθήκαμε. Το εστιατόριο που διάλεξαν τα παιδιά ήταν το Zlatno Burence το οποίο ήταν περίπου 15 λεπτά μακριά. Κάναμε λοιπόν μια ωραία βόλτα στην πόλη, ενώ είχε αρχίσει να σουρώνει, είδαμε το όμορφο pionirski park και το εντυπωσιακό Stari dvor και φάγαμε νοστιμότατα κρέατα. Η κούραση του ταξιδιού είχε δώσει τη θέση της στον ενθουσιασμό κι έτσι, αντί να μοιραζόμαστε πατατάκια στο χόστελ, καταλήξαμε να πίνουμε ράκυα στο άκουσμα ζωντανής μουσικής τη Cetinjska. Πήγα σε 2 - 3 μαγαζιά, το ένα δίπλα στο άλλο κι η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη, με ωραία μουσική, ατμοσφαιρικά μαγαζιά με τραπέζια έξω και πολύ κόσμο, παρόλο που ήταν βράδυ καθημερινής. Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο κατά τις 2 και πέσαμε ξεροί για ύπνο, αφού πρώτα βάλαμε ξυπνητήρι για τις 8 το πρωί. Είχαμε μία μέρα στο Βελιγράδι και θέλαμε να την εκμεταλλευτούμε στο έπακρο.
Last edited by a moderator: