χριστίναα95
Member
- Μηνύματα
- 172
- Likes
- 807
Μέρα 6η: Λίμνες Plitvice
Η εκδρομή στις λίμνες Plitvice ήταν ίσως το πιο πολυαναμενόμενο κομμάτι του ταξιδιού. Το καθυστερούσαμε από μέρα σε μέρα επειδή προβλέπονταν βροχές, αλλά σύντομα καταλάβαμε ότι ο καιρός της Κροατίας είναι απρόβλεπτος κι αλλάζει συνεχώς, οπότε δεν είχε νόημα να βασιζόμαστε στις προβλέψεις. Τα εισιτήρια του λεωφορείου κλείστηκαν μέσω ίντερνετ την προηγούμενη ημέρα με αναχώρηση από Ζάγκρεμπ στις 9 το πρωί και με επιστροφή στις 6 το απόγευμα, γεγονός που σήμαινε ότι θα είχαμε περίπου 7 ώρες στις λίμνες. Αν είχαμε τη δυνατότητα θα φεύγαμε πιο αργά, αλλά το επόμενο λεωφορείο ήταν ήδη γεμάτο όταν κάναμε την κράτηση. Το κόστος των εισιτηρίων ήταν 16 ευρώ. Ξεκινήσαμε από το χόστελ μας νωρίς το πρωί, ώστε να έχουμε αρκετό χρόνο να προμηθευτούμε φαγητό από (πού αλλού) κάποιον φούρνο. Μετά από ένα μικρό μπέρδεμα σχετικά με την αποβάθρα επιβιβαστήκαμε σε ένα μισοάδειο λεωφορείο, το οποίο μας πήγε μέχρι μία κοντινή πόλη, απ' όπου πήραμε αμέσως το επόμενο λεωφορείο για τις λίμνες. Εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την προθυμία των οδηγών, που παρόλο που μίλαγαν ελάχιστα αγγλικά προσπάθησαν με κάθε τρόπο να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας. Στις 11 είχαμε ήδη βγάλει φοιτητικό εισιτήριο για το πάρκο (γύρω στα 16 ευρώ) και είχαμε πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στον παράδεισο. Μπήκαμε από την είσοδο δύο, διασχίσαμε την καταγάλανη λίμνη με το καραβάκι που πέρναγε κάθε δέκα λεπτά και ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση ακούγαμε ήδη το βουητό των καταρρακτών. Ενθουσιασμένοι, σχεδόν τρέχαμε προς τον ήχο του νερού και το θέαμα πραγματικά δε μας απογοήτευσε. Το καταγάλανο χρώμα του νερού, οι καταρράκτες που έπεφταν από ψηλά, και το πράσινο τον δέντρων δημιουργούσαν μαγικές εικόνες, οι οποίες δύσκολα αποτυπώνονται από το φακό. Περπατάγαμε αργά, βγάζαμε φωτογραφίες και δε χορταίναμε την ομορφιά γύρω μας. Είχαμε ακόμη αρκετό χρόνο μπροστά μας οπότε δε νοιαζόμασταν ιδιαίτερα για το πού πηγαίναμε. Απλά ακολουθούσαμε όποιο μονοπάτι βρισκόταν μπροστά μας, αναπνέαμε τον καθαρό αέρα και θαυμάζαμε τις υπέροχες εικόνες που εμφανίζονταν συνεχώς μπροστά μας. Μετά από περίπου δύο ώρες περπατήματος είχαμε ανακαλύψει μικρούς και μεγάλους καταρράκτες και είχαμε ακολουθήσει υπέροχες διαδρομές ανάμεσα στα δέντρα. Βρήκαμε μια μικρή λιμνούλα κρυμμένη ανάμεσα σε τεράστιους κορμούς δέντρων και καθίσαμε εκεί για την πρώτη μας στάση για φαγητό. Ήταν πια 13:30, οπότε αποφασίσαμε να οργανωθούμε λίγο παραπάνω και να αρχίσουμε την πορεία μας προς το πιο διάσημο κομμάτι του πάρκου, το μεγάλο καταρράκτη. Έτσι, περπατήσαμε μέχρι την πιο κοντινή στάση λεωφορείου και σε περίπου 15 λεπτά βρισκόμασταν στο σημείο εκκίνησης της επόμενης διαδρομής μας. Γενικά, το πάρκο είναι τεράστιο και τα καραβάκια και τα λεωφορεία συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του εισιτηρίου, οπότε δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει κανείς να το διασχίσει ολόκληρο με τα πόδια.
Ο κόσμος ήταν τώρα αισθητά περισσότερος κι εμείς αποφασίσαμε να αφήσουμε για αργότερα τα μπαλκόνια που υπόσχονταν μαγευτική θέα και να κατηφορίσουμε προς τους υπόλοιπους καταρράκτες. Σύντομα φτάσαμε στην είσοδο της σπηλιάς και προσεχτικά κατεβήκαμε τα γλιστερά σκαλοπάτια, εξερευνήσαμε το σκοτάδι, θαυμάσαμε τη θέα των λιμών μέσα από τους βράχους και σύντομα βρισκόμασταν δίπλα στο νερό. Μπορούσαμε ήδη να διακρίνουμε ορδές κόσμου να περιμένουν μπροστά από το μεγάλο καταρράκτη, οπότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε προς τα κει, μην και χρειαστεί να περιμένουμε ώρα στην ουρά και δεν προλάβουμε να τον δούμε. Στόχος μας ήταν να βιαστούμε, αλλά τελικά μας πήρε τουλάχιστον 45 λεπτά να περπατήσουμε περίπου ένα χιλιόμετρο επειδή σταματάγαμε κάθε λίγο και λιγάκι να θαυμάσουμε κάποιον άλλον καταρράκτη.
Ακόμη δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς περίμενε ο κόσμος στη σειρά, μιας και δεν υπήρχε πράγματι ουρά. Το μονοπάτι πριν από το μεγάλο καταρράκτη ήταν σχετικά στενό και πρόσφερε θέα που έκοβε την ανάσα, αλλά ο κόσμος που περίμενε φαινόταν να έχει την εντύπωση ότι περίμενε κάποιο σήμα για να προχωρήσει, κάτι που σίγουρα δεν ήταν απαραίτητο. Έτσι λοιπόν τους προσπεράσαμε και σύντομα μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Ο καταρράκτης ήταν όσο μεγαλοπρεπής όσο τον περιμέναμε, με τα νερά να πέφτουν ορμητικά από έναν τεράστιο βράχο.
Αφού απολαύσαμε το θέαμα για αρκετή ώρα και φωτογραφηθήκαμε από κάθε πιθανή γωνία, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, με στόχο να δούμε τους καταρράκτες από την άλλη πλευρά της σπηλιάς. Αν και μικρότεροι, ήταν όλοι τους πανέμορφοι, ιδίως χάρη στο καταγάλανο χρώμα της λίμνης όπου έπεφταν. Ο κόσμος είχε αρχίσει να γίνεται πολύς, και αναγκαστήκαμε να πούμε αρκετά excuse me και να καταστρέψουμε άθελά μας φωτογραφίες τουριστών στο πέρασμά μας. Το πλήθος των τουριστών δεν ήταν ακόμη αρκετό για να χαλάσει το μέρος, όμως φαντάζομαι ότι η κατάσταση θα είναι ανυπόφορη τους καλοκαιρινούς μήνες, ειδικά επειδή τα μονοπάτια είναι πολύ στενά και μετά βίας χωράνε δύο άτομα να περπατάνε δίπλα - δίπλα. Χαρήκαμε λοιπόν που είχαμε προλάβει να έρθουμε όσο τα πράγματα ήταν ακόμη υποφερτά και που είχαμε επιλέξει να το κάνουμε καθημερινή και όχι Κυριακή, όπως αρχικά υπολογίζαμε. Μετά το δεύτερο διάλειμμα για φαγητό είχαμε περίπου δύο ώρες μέχρι την αναχώρηση του λεωφορείου μας και σκοπεύαμε να της περάσουμε θαυμάζοντας τη θέα των λιμών από ψηλά. Ανηφορίσαμε λοιπόν και πάλι και προς μεγάλη μας ευχαρίστηση είδαμε ότι τα περισσότερα μπαλκόνια ήταν σχεδόν άδεια. Η πανοραμική θέα ήταν ασύλληπτα όμορφη απ' όπου και να σταματούσαμε να τη θαυμάσουμε. Οι δύο λίμνες απλώνονταν κάτω από τα πόδια μας καταγάλανες, πλαισιωμένες από καταπράσινα δέντρα, ενώ οι καταρράκτες ήταν λευκές γραμμές που έσπαγαν τη μαγεία του γαλάζιου. Μετά την εξερεύνηση του τοπίου, περάσαμε την τελευταία μας μισή ώρα καθισμένη στην άκρη ενός βράχου, τρώγοντας παγωτό και απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα.
Απογοητευμένοι που έπρεπε να φύγουμε, σηκωθήκαμε για να κατευθυνθούμε προς την έξοδο, που όπως είχαμε δει ήταν μόλις 10 λεπτά μακριά. Έλα όμως που τελικά εκεί δεν ήταν η έξοδος, αλλά απλά και μόνο η στάση των εσωτερικών λεωφορείων και ένα - δύο κιόσκια. Κοιτάμε στο χάρτη, μας έλεγε πως η έξοδος που θέλαμε ήταν 18 λεπτά μακριά, ενώ εμείς στη διάθεσή μας είχαμε μόνο 10. Ε λοιπόν, αρχίζουμε όλοι να τρέχουμε σαν τρελοί, παλεύοντας να μην κοντοσταθούμε για μια παραπάνω φωτογραφία και όταν τελικά φτάσαμε στο σωστό σημείο ξεψυχισμένοι, λαχανιασμένοι και μισοπεθαμένοι, είδαμε με ανακούφιση πολύ κόσμο να περιμένει στη στάση. Πήγαμε λοιπόν κι εμείς εκεί και περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε... Όλοι είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται και να αναρωτιούνται αν βρίσκονται στο σωστό σημείο, ο κόσμος πλήθαινε και το λεωφορείο δεν έλεγε να φανεί. Άρχισαν οι ιστορίες για άρρωστα μικρά παιδιά που δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο στον ήλιο, φοιτητές που θα έφταναν μετά που είχε κλείσει η εστία τους και ταξιδιώτες που θα έχαναν την πτήση τους από το Ζάγκρεμπ. Όταν το λεωφορείο έφτασε με περίπου μία ώρα καθυστέρηση το σπρώξιμο και οι φωνές ήταν απερίγραπτες. Με κάποιον τρόπο καταφέραμε να χωθούμε από τους πρώτους και να βρούμε να κάτσουμε, ενώ ο διάδρομος ανάμεσα στα καθίσματα ήταν ασφυκτικά γεμάτος από όρθιους επιβάτες. Τελικά, μετά από λίγα μόλις χιλιόμετρα εμφανίστηκε ένα δεύτερο λεωφορείο στο οποίο μετεπιβιβάστηκαν οι όρθιοι. Μ' αυτά και μ' αυτά, μέχρι να φτάσουμε στο Ζάγκρεμπ είχε πάει 9:30, οπότε φάγαμε ένα γρήγορο βραδινό σε ένα μικρό εστιατόριο που ήταν στο δρόμο μας και ψόφιοι από την κούραση επιστρέψαμε στο χόστελ μας.
Η εκδρομή στις λίμνες Plitvice ήταν ίσως το πιο πολυαναμενόμενο κομμάτι του ταξιδιού. Το καθυστερούσαμε από μέρα σε μέρα επειδή προβλέπονταν βροχές, αλλά σύντομα καταλάβαμε ότι ο καιρός της Κροατίας είναι απρόβλεπτος κι αλλάζει συνεχώς, οπότε δεν είχε νόημα να βασιζόμαστε στις προβλέψεις. Τα εισιτήρια του λεωφορείου κλείστηκαν μέσω ίντερνετ την προηγούμενη ημέρα με αναχώρηση από Ζάγκρεμπ στις 9 το πρωί και με επιστροφή στις 6 το απόγευμα, γεγονός που σήμαινε ότι θα είχαμε περίπου 7 ώρες στις λίμνες. Αν είχαμε τη δυνατότητα θα φεύγαμε πιο αργά, αλλά το επόμενο λεωφορείο ήταν ήδη γεμάτο όταν κάναμε την κράτηση. Το κόστος των εισιτηρίων ήταν 16 ευρώ. Ξεκινήσαμε από το χόστελ μας νωρίς το πρωί, ώστε να έχουμε αρκετό χρόνο να προμηθευτούμε φαγητό από (πού αλλού) κάποιον φούρνο. Μετά από ένα μικρό μπέρδεμα σχετικά με την αποβάθρα επιβιβαστήκαμε σε ένα μισοάδειο λεωφορείο, το οποίο μας πήγε μέχρι μία κοντινή πόλη, απ' όπου πήραμε αμέσως το επόμενο λεωφορείο για τις λίμνες. Εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την προθυμία των οδηγών, που παρόλο που μίλαγαν ελάχιστα αγγλικά προσπάθησαν με κάθε τρόπο να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας. Στις 11 είχαμε ήδη βγάλει φοιτητικό εισιτήριο για το πάρκο (γύρω στα 16 ευρώ) και είχαμε πάρει το μονοπάτι που οδηγούσε στον παράδεισο. Μπήκαμε από την είσοδο δύο, διασχίσαμε την καταγάλανη λίμνη με το καραβάκι που πέρναγε κάθε δέκα λεπτά και ακολουθώντας το μονοπάτι ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση ακούγαμε ήδη το βουητό των καταρρακτών. Ενθουσιασμένοι, σχεδόν τρέχαμε προς τον ήχο του νερού και το θέαμα πραγματικά δε μας απογοήτευσε. Το καταγάλανο χρώμα του νερού, οι καταρράκτες που έπεφταν από ψηλά, και το πράσινο τον δέντρων δημιουργούσαν μαγικές εικόνες, οι οποίες δύσκολα αποτυπώνονται από το φακό. Περπατάγαμε αργά, βγάζαμε φωτογραφίες και δε χορταίναμε την ομορφιά γύρω μας. Είχαμε ακόμη αρκετό χρόνο μπροστά μας οπότε δε νοιαζόμασταν ιδιαίτερα για το πού πηγαίναμε. Απλά ακολουθούσαμε όποιο μονοπάτι βρισκόταν μπροστά μας, αναπνέαμε τον καθαρό αέρα και θαυμάζαμε τις υπέροχες εικόνες που εμφανίζονταν συνεχώς μπροστά μας. Μετά από περίπου δύο ώρες περπατήματος είχαμε ανακαλύψει μικρούς και μεγάλους καταρράκτες και είχαμε ακολουθήσει υπέροχες διαδρομές ανάμεσα στα δέντρα. Βρήκαμε μια μικρή λιμνούλα κρυμμένη ανάμεσα σε τεράστιους κορμούς δέντρων και καθίσαμε εκεί για την πρώτη μας στάση για φαγητό. Ήταν πια 13:30, οπότε αποφασίσαμε να οργανωθούμε λίγο παραπάνω και να αρχίσουμε την πορεία μας προς το πιο διάσημο κομμάτι του πάρκου, το μεγάλο καταρράκτη. Έτσι, περπατήσαμε μέχρι την πιο κοντινή στάση λεωφορείου και σε περίπου 15 λεπτά βρισκόμασταν στο σημείο εκκίνησης της επόμενης διαδρομής μας. Γενικά, το πάρκο είναι τεράστιο και τα καραβάκια και τα λεωφορεία συμπεριλαμβάνονται στην τιμή του εισιτηρίου, οπότε δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσει κανείς να το διασχίσει ολόκληρο με τα πόδια.
Ο κόσμος ήταν τώρα αισθητά περισσότερος κι εμείς αποφασίσαμε να αφήσουμε για αργότερα τα μπαλκόνια που υπόσχονταν μαγευτική θέα και να κατηφορίσουμε προς τους υπόλοιπους καταρράκτες. Σύντομα φτάσαμε στην είσοδο της σπηλιάς και προσεχτικά κατεβήκαμε τα γλιστερά σκαλοπάτια, εξερευνήσαμε το σκοτάδι, θαυμάσαμε τη θέα των λιμών μέσα από τους βράχους και σύντομα βρισκόμασταν δίπλα στο νερό. Μπορούσαμε ήδη να διακρίνουμε ορδές κόσμου να περιμένουν μπροστά από το μεγάλο καταρράκτη, οπότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε προς τα κει, μην και χρειαστεί να περιμένουμε ώρα στην ουρά και δεν προλάβουμε να τον δούμε. Στόχος μας ήταν να βιαστούμε, αλλά τελικά μας πήρε τουλάχιστον 45 λεπτά να περπατήσουμε περίπου ένα χιλιόμετρο επειδή σταματάγαμε κάθε λίγο και λιγάκι να θαυμάσουμε κάποιον άλλον καταρράκτη.
Ακόμη δεν κατάλαβα γιατί ακριβώς περίμενε ο κόσμος στη σειρά, μιας και δεν υπήρχε πράγματι ουρά. Το μονοπάτι πριν από το μεγάλο καταρράκτη ήταν σχετικά στενό και πρόσφερε θέα που έκοβε την ανάσα, αλλά ο κόσμος που περίμενε φαινόταν να έχει την εντύπωση ότι περίμενε κάποιο σήμα για να προχωρήσει, κάτι που σίγουρα δεν ήταν απαραίτητο. Έτσι λοιπόν τους προσπεράσαμε και σύντομα μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Ο καταρράκτης ήταν όσο μεγαλοπρεπής όσο τον περιμέναμε, με τα νερά να πέφτουν ορμητικά από έναν τεράστιο βράχο.
Αφού απολαύσαμε το θέαμα για αρκετή ώρα και φωτογραφηθήκαμε από κάθε πιθανή γωνία, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, με στόχο να δούμε τους καταρράκτες από την άλλη πλευρά της σπηλιάς. Αν και μικρότεροι, ήταν όλοι τους πανέμορφοι, ιδίως χάρη στο καταγάλανο χρώμα της λίμνης όπου έπεφταν. Ο κόσμος είχε αρχίσει να γίνεται πολύς, και αναγκαστήκαμε να πούμε αρκετά excuse me και να καταστρέψουμε άθελά μας φωτογραφίες τουριστών στο πέρασμά μας. Το πλήθος των τουριστών δεν ήταν ακόμη αρκετό για να χαλάσει το μέρος, όμως φαντάζομαι ότι η κατάσταση θα είναι ανυπόφορη τους καλοκαιρινούς μήνες, ειδικά επειδή τα μονοπάτια είναι πολύ στενά και μετά βίας χωράνε δύο άτομα να περπατάνε δίπλα - δίπλα. Χαρήκαμε λοιπόν που είχαμε προλάβει να έρθουμε όσο τα πράγματα ήταν ακόμη υποφερτά και που είχαμε επιλέξει να το κάνουμε καθημερινή και όχι Κυριακή, όπως αρχικά υπολογίζαμε. Μετά το δεύτερο διάλειμμα για φαγητό είχαμε περίπου δύο ώρες μέχρι την αναχώρηση του λεωφορείου μας και σκοπεύαμε να της περάσουμε θαυμάζοντας τη θέα των λιμών από ψηλά. Ανηφορίσαμε λοιπόν και πάλι και προς μεγάλη μας ευχαρίστηση είδαμε ότι τα περισσότερα μπαλκόνια ήταν σχεδόν άδεια. Η πανοραμική θέα ήταν ασύλληπτα όμορφη απ' όπου και να σταματούσαμε να τη θαυμάσουμε. Οι δύο λίμνες απλώνονταν κάτω από τα πόδια μας καταγάλανες, πλαισιωμένες από καταπράσινα δέντρα, ενώ οι καταρράκτες ήταν λευκές γραμμές που έσπαγαν τη μαγεία του γαλάζιου. Μετά την εξερεύνηση του τοπίου, περάσαμε την τελευταία μας μισή ώρα καθισμένη στην άκρη ενός βράχου, τρώγοντας παγωτό και απολαμβάνοντας την υπέροχη θέα.
Απογοητευμένοι που έπρεπε να φύγουμε, σηκωθήκαμε για να κατευθυνθούμε προς την έξοδο, που όπως είχαμε δει ήταν μόλις 10 λεπτά μακριά. Έλα όμως που τελικά εκεί δεν ήταν η έξοδος, αλλά απλά και μόνο η στάση των εσωτερικών λεωφορείων και ένα - δύο κιόσκια. Κοιτάμε στο χάρτη, μας έλεγε πως η έξοδος που θέλαμε ήταν 18 λεπτά μακριά, ενώ εμείς στη διάθεσή μας είχαμε μόνο 10. Ε λοιπόν, αρχίζουμε όλοι να τρέχουμε σαν τρελοί, παλεύοντας να μην κοντοσταθούμε για μια παραπάνω φωτογραφία και όταν τελικά φτάσαμε στο σωστό σημείο ξεψυχισμένοι, λαχανιασμένοι και μισοπεθαμένοι, είδαμε με ανακούφιση πολύ κόσμο να περιμένει στη στάση. Πήγαμε λοιπόν κι εμείς εκεί και περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε... Όλοι είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται και να αναρωτιούνται αν βρίσκονται στο σωστό σημείο, ο κόσμος πλήθαινε και το λεωφορείο δεν έλεγε να φανεί. Άρχισαν οι ιστορίες για άρρωστα μικρά παιδιά που δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο στον ήλιο, φοιτητές που θα έφταναν μετά που είχε κλείσει η εστία τους και ταξιδιώτες που θα έχαναν την πτήση τους από το Ζάγκρεμπ. Όταν το λεωφορείο έφτασε με περίπου μία ώρα καθυστέρηση το σπρώξιμο και οι φωνές ήταν απερίγραπτες. Με κάποιον τρόπο καταφέραμε να χωθούμε από τους πρώτους και να βρούμε να κάτσουμε, ενώ ο διάδρομος ανάμεσα στα καθίσματα ήταν ασφυκτικά γεμάτος από όρθιους επιβάτες. Τελικά, μετά από λίγα μόλις χιλιόμετρα εμφανίστηκε ένα δεύτερο λεωφορείο στο οποίο μετεπιβιβάστηκαν οι όρθιοι. Μ' αυτά και μ' αυτά, μέχρι να φτάσουμε στο Ζάγκρεμπ είχε πάει 9:30, οπότε φάγαμε ένα γρήγορο βραδινό σε ένα μικρό εστιατόριο που ήταν στο δρόμο μας και ψόφιοι από την κούραση επιστρέψαμε στο χόστελ μας.
Last edited by a moderator: