St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
Στη Bora Bora κάνω την πρώτη μου γνωριμία με το ριφ, το κοραλλένιο τείχος που σφίγγει σαν κορσές τα. Νησιά του Ειρηνικού και για πρώτη φορά θα βρεθώ φάτσα φάτσα με το θυμό του Ωκεανού. Ως τα τώρα βλέπω από κάμποσα χιλιόμετρα μακριά, τη μανία του να ξεψυχάει πάνω στα ύφαλα, ενώ τινάζει στα ύψη στήλες αφρισμένου νερού.
Το θέαμα που τόσες μέρες χαζεύω, είναι συναρπαστικό. Μου έχουν εξηγήσει το φαινόμενο. Το κατάλαβα – δεν είναι δα και το πυθαγόρειο θεώρημα!- όμως εγώ, όσες φορές θαυμάζω την εικόνα αυτή, ξεχνώ τα λογικά και τις εξηγήσεις και φαντάζομαι ό,τι θέλω εγώ. Γιατί η όλη εικόνα, είναι ένα μυστήριο. Και στην Ταϊτή το είδα τούτο το μυστήριο, σε όλο του το μεγαλείο. Το κύμα δε σκάει όλο μαζί συγχρόνως σε όλο του το μήκος, αλλά κομμάτι-κομμάτι, φτιάχνοντας γιρλάντες γύρω από το κοραλλένιο τειχί. Πώς τις φτιάχνει? Ξέρω να σας το περιγράψω, αλλά δεν ξέρω πώς θα το καταλάβετε, γιατί εδώ ποτέ μας δεν είδαμε κάτι ανάλογο για να πάει ο νους μας.
Απλά μονάχα μπορώ να πω πως τα κύματα σπάνε με τη σειρά, αλλά στο πλάι, σαν τον… κάβουρα. ΄Όχι το ένα πίσω από το άλλο, αλλά το ένα πλάι στο άλλο. Μόλις ξεφουσκώσει δηλαδή το πρώτο, φουσκώνει το δεύτερο, μόλις ξεφουσκώσει το δεύτερο, φουσκώνει το πρώτο και το τρίτο, πάντα σε οριζόντια διάταξη. Μικρές αφρισμένες γιρλάντες στο μέτωπο του κρυμμένου κάτω από τη θάλασσα βράχου, εκεί στην ούγια του νησιού. ΄Όταν είναι κάποιος ψηλά, το θέαμα αυτό είναι συναρπαστικό, τόσο, που μπορείς να το θεωρήσεις στ΄ αλήθεια… ξωτικό!!! Είχα την τύχη να είμαι σε παράθυρο και στην πλευρά που έπρεπε, στο αεροπλάνο για τη Bora Bora και το φωτογράφησα. Οι αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου στις παραλίες των νησιών οργιάζουν και φαίνεται ολοκάθαρα το νεροστέφανο να στολίζει το τελείωμα της στεριάς!!!
΄Ηταν κάτι το ασύλληπτο, γι΄ αυτό και δεν επιμένω σε περιγραφές. Μονάχα όταν το βλέπει κάποιος το χωνεύει, αλλά και τότε με κάποιαν απροθυμία.
Αλλά από κοντά πώς να ΄ναι? Αυτή η περιέργεια κάποτε θα με φάει. Από περιέργεια κολύμπησα στον Αμαζόνιο με τα πυράνχας και τους ανακόντες. Από περιέργεια βγήκα στο Kruger Park και έπαιζα αμάδες, αδιαφορώντας για τα λιοντάρια, αν και ήξερα ότι σε κάποιο ίδιο πάρκο, λίγες μέρες πριν ένας γερμανός πάει δουλειά του, από πεινασμένο λιοντάρι.
Και η περιέργεια ήταν αυτή που με έκανε να καβαλήσω το ξύλινο κάγκελο στους καταρράκτες του Ιγκουασού, για να εξακριβώσω πού στο καλό πήγαινε τόσο νερό. Λίγους μήνες μετά, το ίδιο κάγκελο μαζί με το μπαλκόνι και 30 τουρίστες, έκαναν βουτιά σε βάθος 100 μετρων.
Τώρα με έτρωγε πάλι η αδηφάγος περιέργεια.
Και να ʽμια στην πιρόγα, που ξεκινάει ακριβώς στις 9. Μέσα βρισκόμαστε εγώ -με μαγιό από κάτω, παρέο από πάνω, σαγιονάρες και με το αδιάβροχο στην τσάντα, κι ας ζεμάταγε ο ήλιος- ένα ζευγάρι αυστραλών που είναι ντυμένοι σαν να πρόκειται να πάνε στο σούπερ μάρκετ για ψώνια, κι ο πιρογέρης μας..
Διασχίζουμε τη λιμνοθάλασσα περνώντας από απανωτές διαύλους, που αφήνουν μεταξύ τους τα στρώματα των κοραλλιών και, επί τέλους, φτάνουμε στο ριφ που έχει πλάτος γύρω στα 20 με 30 μέτρα. Το νερό που το σκεπάζει μόλις, και φτάνει τη μια πιθαμή, κι από κάτω λαμπυρίζουν χρωματιστά κοράλλια, άλλα σε σχήμα νούφαρου σε αποχρώσεις του μωβ, άλλα σε σχήμα καρδιάς σε όλη τη γκάμα του ροζ,, άλλα σε σχήμα μαργαρίτας σε όλους τους τόνους του μπλε. Σκύβω με δέος πάνω από το νερό, που αντανακλά το φως του ήλιου και πιέζω το κουμπί της μηχανής μου, κάνοντας μέσα μου μια προσευχή να μη με προδώσει ο φακός μου. Και δε με πρόδωσε, ευτυχώς!!!
Κάποια στιγμή, καθώς εγώ, με το μαγιό και σαγιονάρες, σουλατσάρω πάνω στο περιβόλι των κοραλλιών, βλέπω πως οι αυστραλοί βρίσκονται ακόμα στην πιρόγα και… συσκέπτονται. «Πώς θα βγουν με τα παπούτσια και τα τακούνια στο ριφ…»
Με ρωτούν αν μπορούν να ξυποληθούν.
»Αδύνατον!!!» απαντώ
Κάποια στιγμή το αποφασίζουν. Ανεβάζουν τα μπατζάκια τους ως το γόνατο και τσαλαβουτούν με τα παπούτσια!!!!
Θέλουμε να μιλήσουμε, αλλά δεν ακουγόμαστε καθόλου. Ο ωκεανός μαίνεται.
Πλησιάζω όσο μπορώ στην ακτή και περιμένω. Το κύμα γεννιέται ξαφνικά. Μεγαλώνει πριν το καταλάβεις και ορμά καταπάνω σου σαν θεριό, που αντί φωτιάς, βγάζει αφρούς. Νοιώθω τα πόδια μου κολλημένα στο σωτήριο «τείχος» καθώς το γιγάντιο κύμα κουτουλάει πάνω στο ριφ και κυριολεκτικά διαλύεται σε αφρούς και ατμούς. Αισθάνομαι τρομαγμένη, ευτυχισμένη και γεμάτη διέγερση. Ο κίνδυνος, που τον βλέπω αλλά ξέρω πως δεν μπορεί να με φτάσει, μου δημιουργεί αίσθημα ευφορίας. Είναι σαν τονωτικό των νεύρων. Πλησιάζω ακόμα λίγο και μουσκεύω από τις σταγόνες που ξεστρατίζουν. Λίγο ακόμα! Μια σταλιά ακόμα! Και γίνομαι παπί! Πισοπλατώ έντομη. Ναι, το νερό δεν αστειεύεται. Δεν αντέχω για πολύ, από τόσο κοντά το θέαμα. Με ζαλίζει. Με κάνει να τα χάνω γιατί νοιώθω πως χάνομαι, ενώ ξέρω πως είμαι ασφαλής. Γυρνώ την πλάτη στα νερένια βουνά και μένει μονάχα ο βρόντος του Ειρηνικού στ΄ αφτιά μου. Ο πιρογέρης μας ετοιμάζει το γεύμα των καρχαριών. Τεράστια κεφάλια ψαριών, κομμένα στα δύο, μέσα σε κουβάδες.
Πάνω στην ώρα, φτάνει μια δεύτερη πιρόγα με 6 γάλλους. Αυτοί είναι πιο τρελλοί από μένα! ΄Εχουν φέρει και μάσκες για να βουτήξουν στο νερό, την ώρα του φαγητού των κητών, για να πλησιάσουν και να… απολαύσουν από κοντά το θέαμα… Εγώ ευτυχώς, δεν νοιώθω καθόλου άνετα με τα θηρία της θάλασσας. Γι΄ αυτό μπαίνω φρόνιμα φρόνιμα στο σκαφάκι και ετοιμάζομαι να δω από μακρυά τον ψαρικό αλληλοσπαραγμό.
Ο πιρογέρης φορεί τη μάσκα του, παίρνει κι έναν κουβά στην αγκαλιά του και βουτάει στα νερά. Στη στιγμή, μαζεύονται γύρω του χιλιάδες ψαράκια, όλων των χρωμάτων. Κυρίαρχο είδος, ένα ψάρι κίτρινο με μαύρες ραβδώσεις, μεγάλο όσο μια παλάμη. Αρπάζουν το τεράστιο κεφάλι, το ανεβάζουν στην επιφάνεια και το τσιμπολογούν με λύσσα. Ο πολυνήσιος βαρκάρης, βουτάει τον άδειο κουβά ανάμεσα στο ψαρικό πλήθος και τον ανασύρει με καμιάν εικοσαριά ψάρια μέσα, που τα πιάνουμε με τα χέρια, αλλά σε δυο λεπτά τινάζονται και μας φεύγουν. Κι εκεί που παίζουμε ωραία και καλά με τον ψαροπληθυσμό, ξαφνικά το νερό μπροστά μας αδειάζει. Τα ψάρια έγιναν καπνός.
Ο βαρκάρης μας παίρνει ένα μισό, ματωμένο κεφάλι και ξαναβουτάει, μακρύτερα όμως από τη βάρκα, σ΄ ένα σημείο που η θάλασσα έχει κάποιαν αναταραχή. Και τότε συνειδητοποιούμε ότι σ΄ ένα μέρος, καμιά τριανταριά μέτρα πιο κει από μας, τη θάλασσα σχίζουν σαν σφεντόνες, οι φοβερές ουρές των καρχαριών.
Πόσοι είναι? Αδύνατο να πεις, με σιγουριά. Δέκα? Είκοσι? Πενήντα?
Οι γάλλοι έντρομοι συμμαζεύτηκαν τρέχοντας στην άκρη της πιρόγας, έτοιμοι να σκαρφαλώσουν σε περίπτωση συναγερμού.
Απέναντί μας ο βαρκάρης ρίχνει τα ψαροκέφαλα το ένα πίσω από το άλλο και κάθε φορά γίνεται εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ των κητών, ποιο θα πρωτοαρπάξει τη λιχουδιά. Οι δυο πολυνήσιοι βαρκάριδες , φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνοι. ΄Όταν όμως οι κάδοι τους αδειάζουν, σπεύδουν στις πιρόγες τους τροχάδην!!!! Ξαναγεμίζουν τους κουβάδες και ξαναβγαίνουν να συνεχίσουν. Φωτογραφίζω από μακριά τις ουρές και τις σκιές των καρχαριών μέσα στο νερό.
«Πόσο μήκος νομίζετε ότι έχουν?» ρωτώ τον αυστραλό
«Α, δεν είναι μεγάλα! Μόλις 1,5 έως 2 μέτρα»
«Δεν είναι επικίνδυνα, όμως, ε?»
«Για να σε καταβροχθίσουν ολόκληρο, όχι, δεν νομίζω. ΄Ισως κανα χέρι, κανα πόδι… αλλά ολόκληρο, όχι….»
Ανατριχιάζω…
Το γεύμα τελειώνει κάποτε και οι πιρόγες ξεκινούν πάλι….
Το θέαμα που τόσες μέρες χαζεύω, είναι συναρπαστικό. Μου έχουν εξηγήσει το φαινόμενο. Το κατάλαβα – δεν είναι δα και το πυθαγόρειο θεώρημα!- όμως εγώ, όσες φορές θαυμάζω την εικόνα αυτή, ξεχνώ τα λογικά και τις εξηγήσεις και φαντάζομαι ό,τι θέλω εγώ. Γιατί η όλη εικόνα, είναι ένα μυστήριο. Και στην Ταϊτή το είδα τούτο το μυστήριο, σε όλο του το μεγαλείο. Το κύμα δε σκάει όλο μαζί συγχρόνως σε όλο του το μήκος, αλλά κομμάτι-κομμάτι, φτιάχνοντας γιρλάντες γύρω από το κοραλλένιο τειχί. Πώς τις φτιάχνει? Ξέρω να σας το περιγράψω, αλλά δεν ξέρω πώς θα το καταλάβετε, γιατί εδώ ποτέ μας δεν είδαμε κάτι ανάλογο για να πάει ο νους μας.
Απλά μονάχα μπορώ να πω πως τα κύματα σπάνε με τη σειρά, αλλά στο πλάι, σαν τον… κάβουρα. ΄Όχι το ένα πίσω από το άλλο, αλλά το ένα πλάι στο άλλο. Μόλις ξεφουσκώσει δηλαδή το πρώτο, φουσκώνει το δεύτερο, μόλις ξεφουσκώσει το δεύτερο, φουσκώνει το πρώτο και το τρίτο, πάντα σε οριζόντια διάταξη. Μικρές αφρισμένες γιρλάντες στο μέτωπο του κρυμμένου κάτω από τη θάλασσα βράχου, εκεί στην ούγια του νησιού. ΄Όταν είναι κάποιος ψηλά, το θέαμα αυτό είναι συναρπαστικό, τόσο, που μπορείς να το θεωρήσεις στ΄ αλήθεια… ξωτικό!!! Είχα την τύχη να είμαι σε παράθυρο και στην πλευρά που έπρεπε, στο αεροπλάνο για τη Bora Bora και το φωτογράφησα. Οι αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου στις παραλίες των νησιών οργιάζουν και φαίνεται ολοκάθαρα το νεροστέφανο να στολίζει το τελείωμα της στεριάς!!!
΄Ηταν κάτι το ασύλληπτο, γι΄ αυτό και δεν επιμένω σε περιγραφές. Μονάχα όταν το βλέπει κάποιος το χωνεύει, αλλά και τότε με κάποιαν απροθυμία.
Αλλά από κοντά πώς να ΄ναι? Αυτή η περιέργεια κάποτε θα με φάει. Από περιέργεια κολύμπησα στον Αμαζόνιο με τα πυράνχας και τους ανακόντες. Από περιέργεια βγήκα στο Kruger Park και έπαιζα αμάδες, αδιαφορώντας για τα λιοντάρια, αν και ήξερα ότι σε κάποιο ίδιο πάρκο, λίγες μέρες πριν ένας γερμανός πάει δουλειά του, από πεινασμένο λιοντάρι.
Και η περιέργεια ήταν αυτή που με έκανε να καβαλήσω το ξύλινο κάγκελο στους καταρράκτες του Ιγκουασού, για να εξακριβώσω πού στο καλό πήγαινε τόσο νερό. Λίγους μήνες μετά, το ίδιο κάγκελο μαζί με το μπαλκόνι και 30 τουρίστες, έκαναν βουτιά σε βάθος 100 μετρων.
Τώρα με έτρωγε πάλι η αδηφάγος περιέργεια.
Και να ʽμια στην πιρόγα, που ξεκινάει ακριβώς στις 9. Μέσα βρισκόμαστε εγώ -με μαγιό από κάτω, παρέο από πάνω, σαγιονάρες και με το αδιάβροχο στην τσάντα, κι ας ζεμάταγε ο ήλιος- ένα ζευγάρι αυστραλών που είναι ντυμένοι σαν να πρόκειται να πάνε στο σούπερ μάρκετ για ψώνια, κι ο πιρογέρης μας..
Διασχίζουμε τη λιμνοθάλασσα περνώντας από απανωτές διαύλους, που αφήνουν μεταξύ τους τα στρώματα των κοραλλιών και, επί τέλους, φτάνουμε στο ριφ που έχει πλάτος γύρω στα 20 με 30 μέτρα. Το νερό που το σκεπάζει μόλις, και φτάνει τη μια πιθαμή, κι από κάτω λαμπυρίζουν χρωματιστά κοράλλια, άλλα σε σχήμα νούφαρου σε αποχρώσεις του μωβ, άλλα σε σχήμα καρδιάς σε όλη τη γκάμα του ροζ,, άλλα σε σχήμα μαργαρίτας σε όλους τους τόνους του μπλε. Σκύβω με δέος πάνω από το νερό, που αντανακλά το φως του ήλιου και πιέζω το κουμπί της μηχανής μου, κάνοντας μέσα μου μια προσευχή να μη με προδώσει ο φακός μου. Και δε με πρόδωσε, ευτυχώς!!!
Κάποια στιγμή, καθώς εγώ, με το μαγιό και σαγιονάρες, σουλατσάρω πάνω στο περιβόλι των κοραλλιών, βλέπω πως οι αυστραλοί βρίσκονται ακόμα στην πιρόγα και… συσκέπτονται. «Πώς θα βγουν με τα παπούτσια και τα τακούνια στο ριφ…»
Με ρωτούν αν μπορούν να ξυποληθούν.
»Αδύνατον!!!» απαντώ
Κάποια στιγμή το αποφασίζουν. Ανεβάζουν τα μπατζάκια τους ως το γόνατο και τσαλαβουτούν με τα παπούτσια!!!!
Θέλουμε να μιλήσουμε, αλλά δεν ακουγόμαστε καθόλου. Ο ωκεανός μαίνεται.
Πλησιάζω όσο μπορώ στην ακτή και περιμένω. Το κύμα γεννιέται ξαφνικά. Μεγαλώνει πριν το καταλάβεις και ορμά καταπάνω σου σαν θεριό, που αντί φωτιάς, βγάζει αφρούς. Νοιώθω τα πόδια μου κολλημένα στο σωτήριο «τείχος» καθώς το γιγάντιο κύμα κουτουλάει πάνω στο ριφ και κυριολεκτικά διαλύεται σε αφρούς και ατμούς. Αισθάνομαι τρομαγμένη, ευτυχισμένη και γεμάτη διέγερση. Ο κίνδυνος, που τον βλέπω αλλά ξέρω πως δεν μπορεί να με φτάσει, μου δημιουργεί αίσθημα ευφορίας. Είναι σαν τονωτικό των νεύρων. Πλησιάζω ακόμα λίγο και μουσκεύω από τις σταγόνες που ξεστρατίζουν. Λίγο ακόμα! Μια σταλιά ακόμα! Και γίνομαι παπί! Πισοπλατώ έντομη. Ναι, το νερό δεν αστειεύεται. Δεν αντέχω για πολύ, από τόσο κοντά το θέαμα. Με ζαλίζει. Με κάνει να τα χάνω γιατί νοιώθω πως χάνομαι, ενώ ξέρω πως είμαι ασφαλής. Γυρνώ την πλάτη στα νερένια βουνά και μένει μονάχα ο βρόντος του Ειρηνικού στ΄ αφτιά μου. Ο πιρογέρης μας ετοιμάζει το γεύμα των καρχαριών. Τεράστια κεφάλια ψαριών, κομμένα στα δύο, μέσα σε κουβάδες.
Πάνω στην ώρα, φτάνει μια δεύτερη πιρόγα με 6 γάλλους. Αυτοί είναι πιο τρελλοί από μένα! ΄Εχουν φέρει και μάσκες για να βουτήξουν στο νερό, την ώρα του φαγητού των κητών, για να πλησιάσουν και να… απολαύσουν από κοντά το θέαμα… Εγώ ευτυχώς, δεν νοιώθω καθόλου άνετα με τα θηρία της θάλασσας. Γι΄ αυτό μπαίνω φρόνιμα φρόνιμα στο σκαφάκι και ετοιμάζομαι να δω από μακρυά τον ψαρικό αλληλοσπαραγμό.
Ο πιρογέρης φορεί τη μάσκα του, παίρνει κι έναν κουβά στην αγκαλιά του και βουτάει στα νερά. Στη στιγμή, μαζεύονται γύρω του χιλιάδες ψαράκια, όλων των χρωμάτων. Κυρίαρχο είδος, ένα ψάρι κίτρινο με μαύρες ραβδώσεις, μεγάλο όσο μια παλάμη. Αρπάζουν το τεράστιο κεφάλι, το ανεβάζουν στην επιφάνεια και το τσιμπολογούν με λύσσα. Ο πολυνήσιος βαρκάρης, βουτάει τον άδειο κουβά ανάμεσα στο ψαρικό πλήθος και τον ανασύρει με καμιάν εικοσαριά ψάρια μέσα, που τα πιάνουμε με τα χέρια, αλλά σε δυο λεπτά τινάζονται και μας φεύγουν. Κι εκεί που παίζουμε ωραία και καλά με τον ψαροπληθυσμό, ξαφνικά το νερό μπροστά μας αδειάζει. Τα ψάρια έγιναν καπνός.
Ο βαρκάρης μας παίρνει ένα μισό, ματωμένο κεφάλι και ξαναβουτάει, μακρύτερα όμως από τη βάρκα, σ΄ ένα σημείο που η θάλασσα έχει κάποιαν αναταραχή. Και τότε συνειδητοποιούμε ότι σ΄ ένα μέρος, καμιά τριανταριά μέτρα πιο κει από μας, τη θάλασσα σχίζουν σαν σφεντόνες, οι φοβερές ουρές των καρχαριών.
Πόσοι είναι? Αδύνατο να πεις, με σιγουριά. Δέκα? Είκοσι? Πενήντα?
Οι γάλλοι έντρομοι συμμαζεύτηκαν τρέχοντας στην άκρη της πιρόγας, έτοιμοι να σκαρφαλώσουν σε περίπτωση συναγερμού.
Απέναντί μας ο βαρκάρης ρίχνει τα ψαροκέφαλα το ένα πίσω από το άλλο και κάθε φορά γίνεται εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ των κητών, ποιο θα πρωτοαρπάξει τη λιχουδιά. Οι δυο πολυνήσιοι βαρκάριδες , φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνοι. ΄Όταν όμως οι κάδοι τους αδειάζουν, σπεύδουν στις πιρόγες τους τροχάδην!!!! Ξαναγεμίζουν τους κουβάδες και ξαναβγαίνουν να συνεχίσουν. Φωτογραφίζω από μακριά τις ουρές και τις σκιές των καρχαριών μέσα στο νερό.
«Πόσο μήκος νομίζετε ότι έχουν?» ρωτώ τον αυστραλό
«Α, δεν είναι μεγάλα! Μόλις 1,5 έως 2 μέτρα»
«Δεν είναι επικίνδυνα, όμως, ε?»
«Για να σε καταβροχθίσουν ολόκληρο, όχι, δεν νομίζω. ΄Ισως κανα χέρι, κανα πόδι… αλλά ολόκληρο, όχι….»
Ανατριχιάζω…
Το γεύμα τελειώνει κάποτε και οι πιρόγες ξεκινούν πάλι….
Attachments
-
44,4 KB Προβολές: 2.064