St.Adamantidou
Member
- Μηνύματα
- 245
- Likes
- 898
Περιεχόμενα
Συνήθως παίρνουμε τα βαλιτσάκια μας και φεύγουμε. ΄Ετσι απλά.. ΄Όχι όμως και στην Bora Bora.Το προηγούμενο βράδυ είχαμε μπάρμπεκιου, που η διαδικασία άρχισε από το πρωί.
Πρώτα σκάβεται ένας μεγάλος παραλληλόγραμμος λάκος, που μέσα του ανάβει μια καλή φωτιά, ανάμεσα σε πέτρες. ΄Όταν προς το μεσημέρι, η φωτιά χωνέψει, ρίχνουν πάνω της τεράστια χλωρά φύλλα μπανανιάς και πάνω τους βάζουν, σε κομμάτια, το κρέας, και το σκεπάζουν πάλι με φύλλα μπανανιάς σε πυκνές σειρές, και το σκεπάζουν με άμμο.
Ως το βράδυ, στις 8, η φωτιά σιγοκαίει και το κρέας ψήνεται πολύ σιγά.
Στις 7, ο Διευθυντής του ξενοδοχείου μας έχει καλεσμένους σε κοκτέιλ πάρτυ. Ο ίδιος μας υποδέχεται στην είσοδο της ρεσεψιόν και μας φοράει ένα λουλουδάτο στεφάνι στο κεφάλι. Στο μπουφέ έχει ένα σωρό μικρούς μεζέδες και ποτά. Κι οι ντόπιες καλλονές τριγυρίζουν ανάμεσά μας και μα ξαναγεμίζουν τα ποτήρια., ενώ η ορχήστρα παίζει ακούραστα χαρούμενες πολυνησιακές μελωδίες.
΄Εχουμε σχεδόν μεθύσει από τα απανωτά κοκτέιλς, όταν ο Διευθυντής αναφωνεί
« Πάμε όλοι τώρα στα ψητά!!!»
Είχε έρθει η ώρα της ανακομιδής. Η ορχήστρα, με τον Διευθυντή και τις κοπέλες του ξενοδοχείου μπρος και όλοι εμείς παραπατώντας από πίσω, φτάνουμε πάνω απ΄ το… λάκκο με τα φίδια - ωχχχχ! Να τι κάνει το μεθύσι – με το μπάρμπεκιου ήθελα να πω.
Με φτυάρια και με πολλή μεγάλη προσοχή, 6 άντρες τραβούν λίγη λίγη την άμμο από τα μπανανόφυλα.
Και μετά τραβούν σιγά σιγά τις στρώσεις των φύλλων.
Κι επί τέλους εμφανίζονται τα ... παραχωμένα... Δυο τεράστιες κατσαρόλες και ατέλειωτα ταψιά αραδιασμένα με τάξη.
Μοσχοβολάει ο κόσμος.. Κόβουν το κρεας σε μερίδες και τις μεταφέρουν στο μπουφέ του εστιατορίου. Κι εκεί γίνεται μέγα γλέντι. Μετά το φαί, κι όπως κάθε βράδυ, η ορχήστρα και το μπαλέτο, που το αποτελούν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, αρχίζουν το χορό, μέχρι τα μεσάνυχτα.
Φαγωμένοι και πιωμένοι σερνώμαστε στα κρεββάτια μας.
Την επομένη το μεσημέρι, φεύγουμε.
Στη ρεσεψιόν,μας περιμένει πάλι κοκτέιλ κι ο ίδιος ο Διευθυντής μας περνάει ένα κολλιέ από κοχύλια τούτη τη φορά, στο λαιμό, για να ‘λιγοστέψει’ όπως λέει ‘τη λύπη μας που αφήνουμε το παραδεισένιο νησί’.
Πώς να μην είμαστε λυπημένοι? Εδώ και στην Ταϊτή, φιλοξενηθήκαμε σαν μεγιστάνες και έκαναν τα πάντα, για να μην χαλάσει η φήμη που θέλει την Πολυνησία, μια φιλόξενη οικοδέσποινα, γιορταστική, χαρούμενη και ευγενική.
Μου ‘ρχεται να κλάψω.
Δεν θέλω να φύγω, δεν θέλω ν΄ αφήσω τη Μπόρα Μπόρα...
Δεν θέλω να τελειώσει το όνειρο...
Μάλιστα! Αυτό είναι!!!!
Στην Πολυνησία νοιώσαμε σαν να ονειρευόμαστε. Ούτε η ‘μαγεία’ του Μεξικού, ούτε το ‘δέος ‘ του Περού, ούτε το ‘μυστήριο’ της ανατολής, ούτε καν και το καλώς εννοούμενο, ‘εξωτικό’.
Το ‘Όνειρο’.... αυτό είναι η Πολυνησία.
Γιατί πες τε μου, πού αλλού μπορείς να βρεις μέρες γεμάτες λουλούδι και χρώμα, νύχτες σαν ζεστή αγκαλιά, ουρανό σαν οροφή διακοσμημένη με διαμάντια και μιαν ατμόσφαιρα όπου θαρρείς πως πετάς, πλέεις μεταξύ Αληθινού και Φανταστικού?
Κι είναι έτσι. ΄Οσο είσαι εκεί και το ζεις, είναι Αλήθεια. Η πάσα Αλήθεια.
Μόλις απογειωθεί το αεροπλάνο, όλα έχουν περάσει στη Φαντασία.
Και τσιμπιέσαι, μα τω Θεώ, για να καταλάβεις πού βρίσκεσαι, ποιος είσαι, και τι ήταν αυτό που είδες...
Είναι απλό. Είδες τον Παράδεισο και ήσουν τόσο χαζός, που έφυγες....
Πρώτα σκάβεται ένας μεγάλος παραλληλόγραμμος λάκος, που μέσα του ανάβει μια καλή φωτιά, ανάμεσα σε πέτρες. ΄Όταν προς το μεσημέρι, η φωτιά χωνέψει, ρίχνουν πάνω της τεράστια χλωρά φύλλα μπανανιάς και πάνω τους βάζουν, σε κομμάτια, το κρέας, και το σκεπάζουν πάλι με φύλλα μπανανιάς σε πυκνές σειρές, και το σκεπάζουν με άμμο.
Ως το βράδυ, στις 8, η φωτιά σιγοκαίει και το κρέας ψήνεται πολύ σιγά.
Στις 7, ο Διευθυντής του ξενοδοχείου μας έχει καλεσμένους σε κοκτέιλ πάρτυ. Ο ίδιος μας υποδέχεται στην είσοδο της ρεσεψιόν και μας φοράει ένα λουλουδάτο στεφάνι στο κεφάλι. Στο μπουφέ έχει ένα σωρό μικρούς μεζέδες και ποτά. Κι οι ντόπιες καλλονές τριγυρίζουν ανάμεσά μας και μα ξαναγεμίζουν τα ποτήρια., ενώ η ορχήστρα παίζει ακούραστα χαρούμενες πολυνησιακές μελωδίες.
΄Εχουμε σχεδόν μεθύσει από τα απανωτά κοκτέιλς, όταν ο Διευθυντής αναφωνεί
« Πάμε όλοι τώρα στα ψητά!!!»
Είχε έρθει η ώρα της ανακομιδής. Η ορχήστρα, με τον Διευθυντή και τις κοπέλες του ξενοδοχείου μπρος και όλοι εμείς παραπατώντας από πίσω, φτάνουμε πάνω απ΄ το… λάκκο με τα φίδια - ωχχχχ! Να τι κάνει το μεθύσι – με το μπάρμπεκιου ήθελα να πω.
Με φτυάρια και με πολλή μεγάλη προσοχή, 6 άντρες τραβούν λίγη λίγη την άμμο από τα μπανανόφυλα.
Και μετά τραβούν σιγά σιγά τις στρώσεις των φύλλων.
Κι επί τέλους εμφανίζονται τα ... παραχωμένα... Δυο τεράστιες κατσαρόλες και ατέλειωτα ταψιά αραδιασμένα με τάξη.
Μοσχοβολάει ο κόσμος.. Κόβουν το κρεας σε μερίδες και τις μεταφέρουν στο μπουφέ του εστιατορίου. Κι εκεί γίνεται μέγα γλέντι. Μετά το φαί, κι όπως κάθε βράδυ, η ορχήστρα και το μπαλέτο, που το αποτελούν οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου, αρχίζουν το χορό, μέχρι τα μεσάνυχτα.
Φαγωμένοι και πιωμένοι σερνώμαστε στα κρεββάτια μας.
Την επομένη το μεσημέρι, φεύγουμε.
Στη ρεσεψιόν,μας περιμένει πάλι κοκτέιλ κι ο ίδιος ο Διευθυντής μας περνάει ένα κολλιέ από κοχύλια τούτη τη φορά, στο λαιμό, για να ‘λιγοστέψει’ όπως λέει ‘τη λύπη μας που αφήνουμε το παραδεισένιο νησί’.
Πώς να μην είμαστε λυπημένοι? Εδώ και στην Ταϊτή, φιλοξενηθήκαμε σαν μεγιστάνες και έκαναν τα πάντα, για να μην χαλάσει η φήμη που θέλει την Πολυνησία, μια φιλόξενη οικοδέσποινα, γιορταστική, χαρούμενη και ευγενική.
Μου ‘ρχεται να κλάψω.
Δεν θέλω να φύγω, δεν θέλω ν΄ αφήσω τη Μπόρα Μπόρα...
Δεν θέλω να τελειώσει το όνειρο...
Μάλιστα! Αυτό είναι!!!!
Στην Πολυνησία νοιώσαμε σαν να ονειρευόμαστε. Ούτε η ‘μαγεία’ του Μεξικού, ούτε το ‘δέος ‘ του Περού, ούτε το ‘μυστήριο’ της ανατολής, ούτε καν και το καλώς εννοούμενο, ‘εξωτικό’.
Το ‘Όνειρο’.... αυτό είναι η Πολυνησία.
Γιατί πες τε μου, πού αλλού μπορείς να βρεις μέρες γεμάτες λουλούδι και χρώμα, νύχτες σαν ζεστή αγκαλιά, ουρανό σαν οροφή διακοσμημένη με διαμάντια και μιαν ατμόσφαιρα όπου θαρρείς πως πετάς, πλέεις μεταξύ Αληθινού και Φανταστικού?
Κι είναι έτσι. ΄Οσο είσαι εκεί και το ζεις, είναι Αλήθεια. Η πάσα Αλήθεια.
Μόλις απογειωθεί το αεροπλάνο, όλα έχουν περάσει στη Φαντασία.
Και τσιμπιέσαι, μα τω Θεώ, για να καταλάβεις πού βρίσκεσαι, ποιος είσαι, και τι ήταν αυτό που είδες...
Είναι απλό. Είδες τον Παράδεισο και ήσουν τόσο χαζός, που έφυγες....
Attachments
-
44,4 KB Προβολές: 2.064