Marios_Gr
Member
- Μηνύματα
- 559
- Likes
- 2.928
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 2 | καθ'οδον
- 3 | μια σύντομη στάση
- 4 | στη Λιθουανία
- 5 | ξύπνημα στο Βίλνιους
- 6 | εκκλησίες αγίας Άννας κ αγίων Πέτρου κ Παυλου
- 7 | κάστρο Trakai
- 8 | παλιά πόλη Βίλνιους
- 9 | Κάουνας
- 10 | Λεττονία
- 11 | η Ρίγα ένα βράδυ
- 12 | σφίγγες,λιοντάρια κ μαύρες γάτες
- 13 | φαγητό στη Βαλτική
- 14 | o κήπος του Thor
- 15 | Εσθονία
- 16 | Τάλιν
- 17 | λόφος Toompea
- 18 | ένα μεσημέρι το Tallin
- 19 | τεχνολογικός γίγαντας τσέπης
- 20 | μια κοπέλα πριν τα μεσάνυχτα
- 21 | τα μουσεία
- 22 | head ööd Tallinn ~ καληνύχτα Τάλιν
- 23 | απολογισμός
11 | η Ρίγα, ένα βράδυ
Είχα διαβάσει ότι την έλεγαν και Παρίσι της ανατολής και μου είχε φανεί μία ακόμα από τις υπερβολές των ταξιδιωτικών άρθρων που θέλουν να τραβήξουν αναγνώστες με τους ευφάνταστους τίτλους τους. Όμως η σύντομη από αέρος γνωριμία μου με την πρωτεύουσα της Λετονίας κατά την έλευση μας στην Βαλτική, είχε αρχίσει να μου δημιουργεί σοβαρές υποψίες ότι μπορεί και να υπήρχε βάση σε αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Στη Ρίγα φτάσαμε σε 1,5 περίπου ώρα από την αναχώρησή μας από το παλάτι Rundāle. Ήδη από την είσοδό μας στην πόλη η αίσθηση που σου δημιουργούσε ήταν διαφορετική από αυτή του Βίλνιους. Μία πόλη μεγαλύτερη (η πιο μεγάλη από τις τρεις βαλτικές πρωτεύουσες), με υψηλότερα κτήρια και με μία εντύπωση πιο στιβαρή και σύγχρονη. Το ξενοδοχείο μας θα ήταν το Radisson Blue Hotel Latvija (φαίνεται τα είχαμε πάρει εργολαβία…), επίσης τεσσάρων αστέρων και επίσης εξαιρετικά πολυώροφο (με 27 πατώματα), σε ένα κτήριο σοβιετικής κατασκευής του 1976, αλλά πολύ πιο πρόσφατης ανακατασκευής. Σε τοποθεσία στο κέντρο και με άμεση πρόσβαση με τα πόδια στην παλιά πόλη. Ένα ψιλομπέρδεμα υπήρξε αυτή τη φορά με τα δωμάτια, αλλά τακτοποιήθηκε σύντομα. Το δωμάτιό μας ήταν πιο ευρύχωρο από αυτό στο Βίλνιους και καλύτερο αισθητικά. Τακτοποίηση των αποσκευών μας, ένα γρήγορο ντους, αλλαγή ρούχων και κάθοδος για το δείπνο που σερβίρεται σχετικά νωρίς.
Νομίζω ότι εκείνο το βράδυ έπεσα στο χειρότερο δυνατό βαθμό στην παγίδα που μπορεί να σου βάλει το φαγητό σε έναν μπουφέ μεγάλης ποικιλίας, εμφάνισης και νοστιμιάς, πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ήδη προπληρωμένος και επομένως μοιραία εκείνη την ώρα σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση του «φάτε τζάμπα!». Η αλήθεια είναι ότι μετά το ομολογουμένως καλό πρωινό, το μεσημέρι όπως ανάφερα είχε περάσει με πρόχειρες λύσεις από το supermarket, οπότε τώρα το πιάτο μου δικαιωματικά γέμιζε και ξαναγέμιζε ασφυκτικά με κρέατα, διάφορες σάλτσες, σαλάτες, τυριά, αλλαντικά, ζυμαρικά, 2-3 είδη γλυκών και κάτι φράουλες με σαντιγί που πέτυχα στο διάβα μου. Καταπίνοντας την τελευταία φράουλα, ευτυχώς χωρίς το κοτσάνι, σκέφτηκα με τύψεις και αίσθημα εθνικής ευθύνης το πόσο είχα δικαιώσει στο παριστάμενο διεθνές κοινό την αντίληψη του «λιγούρη-έλληνα», πολύ περισσότερο όταν κάτι διπλανές κινεζούλες και μία παρέα γάλλων έτρωγαν με μέτρο και αξιοπρέπεια από το μισογεμάτο πιάτο τους.
Άποψη της Ρίγα από το ξενοδοχείο Radisson Blu Latvija
Οι σκέψεις όμως αυτές γρήγορα έμειναν πίσω καθώς η αναχώρηση για την πρώτη βόλτα μας στη Ρίγα ήταν ζήτημα μερικών λεπτών. Ξεκινήσαμε με τα πόδια από το ξενοδοχείο και περνώντας από το πάρκο Esplanāde και το μνημείο της Ελευθερίας γρήγορα φτάσαμε στην παλιά πόλη. Περπατήσαμε στον κεντρικό πεζόδρομο Kalku iela που διακλαδιζόταν σε στενότερα πλακόστρωτα δρομάκια, τα οποία με τη σειρά τους χώριζαν ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα με μαγαζάκια, καφέ, μπυραρίες, γοτθικές εκκλησίες και art nouveau κτήρια. Η Ρίγα απέπνεε ήδη τον αέρα μίας μητρόπολης της Βαλτικής, μίας κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης, με επιβλητική ατμόσφαιρα και έντονη ζωή.
Το μνημείο της Ελευθερίας
Ο πεζόδρομος Kalku iela
Προχωρώντας και παρατηρώντας κτήρια, κόσμο και συμπεριφορές, χωθήκαμε στα στενά των κεντρικών συνοικιών της παλιάς πόλης υπό τη σκιά που δημιουργούσαν τα μεγάλα παλιά κτήρια με τον ήλιο που σιγά σιγά έπεφτε. Οι άλλοι θέλησαν να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούν για τη νυχτερινή τους έξοδο. Εγώ μην έχοντας τα κουράγια για περισσότερο ξενύχτι από αυτό που αναγκαστικά είχα υποστεί τις δύο τελευταίες νύχτες, συνέχισα να βολτάρω για λίγο ακόμα μόνος μου στο ημίφως. Και εκεί αισθάνθηκα ότι η Ρίγα είχε μία ιδιαίτερη γοητεία. Μία βαριά σκανδιναβική ατμόσφαιρα που σου δημιουργούσε μία ακαθόριστη μελαγχολία, που όμως δεν σε έριχνε, αλλά σε μάγευε. Ο πολύβουος κεντρικός πεζόδρομος ήταν πια λίγα λεπτά μακριά και εγώ χανόμουν μέσα σε πιο ήσυχες γειτονιές, κάτω από επιβλητικά καμπαναριά, ταλαιπωρημένους πέτρινους τοίχους, αχνά φωτισμένα παράθυρα και βαριές ξύλινες πόρτες. Είναι κάποιες στιγμές που θες να μείνεις για πάντα μέσα τους. Τη μία την έζησα εκείνο το βράδυ στη Ρίγα. Τη δεύτερη θα τη ζούσα μερικές μέρες αργότερα στο Τάλιν.

Είχα διαβάσει ότι την έλεγαν και Παρίσι της ανατολής και μου είχε φανεί μία ακόμα από τις υπερβολές των ταξιδιωτικών άρθρων που θέλουν να τραβήξουν αναγνώστες με τους ευφάνταστους τίτλους τους. Όμως η σύντομη από αέρος γνωριμία μου με την πρωτεύουσα της Λετονίας κατά την έλευση μας στην Βαλτική, είχε αρχίσει να μου δημιουργεί σοβαρές υποψίες ότι μπορεί και να υπήρχε βάση σε αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Στη Ρίγα φτάσαμε σε 1,5 περίπου ώρα από την αναχώρησή μας από το παλάτι Rundāle. Ήδη από την είσοδό μας στην πόλη η αίσθηση που σου δημιουργούσε ήταν διαφορετική από αυτή του Βίλνιους. Μία πόλη μεγαλύτερη (η πιο μεγάλη από τις τρεις βαλτικές πρωτεύουσες), με υψηλότερα κτήρια και με μία εντύπωση πιο στιβαρή και σύγχρονη. Το ξενοδοχείο μας θα ήταν το Radisson Blue Hotel Latvija (φαίνεται τα είχαμε πάρει εργολαβία…), επίσης τεσσάρων αστέρων και επίσης εξαιρετικά πολυώροφο (με 27 πατώματα), σε ένα κτήριο σοβιετικής κατασκευής του 1976, αλλά πολύ πιο πρόσφατης ανακατασκευής. Σε τοποθεσία στο κέντρο και με άμεση πρόσβαση με τα πόδια στην παλιά πόλη. Ένα ψιλομπέρδεμα υπήρξε αυτή τη φορά με τα δωμάτια, αλλά τακτοποιήθηκε σύντομα. Το δωμάτιό μας ήταν πιο ευρύχωρο από αυτό στο Βίλνιους και καλύτερο αισθητικά. Τακτοποίηση των αποσκευών μας, ένα γρήγορο ντους, αλλαγή ρούχων και κάθοδος για το δείπνο που σερβίρεται σχετικά νωρίς.
Νομίζω ότι εκείνο το βράδυ έπεσα στο χειρότερο δυνατό βαθμό στην παγίδα που μπορεί να σου βάλει το φαγητό σε έναν μπουφέ μεγάλης ποικιλίας, εμφάνισης και νοστιμιάς, πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ήδη προπληρωμένος και επομένως μοιραία εκείνη την ώρα σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση του «φάτε τζάμπα!». Η αλήθεια είναι ότι μετά το ομολογουμένως καλό πρωινό, το μεσημέρι όπως ανάφερα είχε περάσει με πρόχειρες λύσεις από το supermarket, οπότε τώρα το πιάτο μου δικαιωματικά γέμιζε και ξαναγέμιζε ασφυκτικά με κρέατα, διάφορες σάλτσες, σαλάτες, τυριά, αλλαντικά, ζυμαρικά, 2-3 είδη γλυκών και κάτι φράουλες με σαντιγί που πέτυχα στο διάβα μου. Καταπίνοντας την τελευταία φράουλα, ευτυχώς χωρίς το κοτσάνι, σκέφτηκα με τύψεις και αίσθημα εθνικής ευθύνης το πόσο είχα δικαιώσει στο παριστάμενο διεθνές κοινό την αντίληψη του «λιγούρη-έλληνα», πολύ περισσότερο όταν κάτι διπλανές κινεζούλες και μία παρέα γάλλων έτρωγαν με μέτρο και αξιοπρέπεια από το μισογεμάτο πιάτο τους.

Άποψη της Ρίγα από το ξενοδοχείο Radisson Blu Latvija
Οι σκέψεις όμως αυτές γρήγορα έμειναν πίσω καθώς η αναχώρηση για την πρώτη βόλτα μας στη Ρίγα ήταν ζήτημα μερικών λεπτών. Ξεκινήσαμε με τα πόδια από το ξενοδοχείο και περνώντας από το πάρκο Esplanāde και το μνημείο της Ελευθερίας γρήγορα φτάσαμε στην παλιά πόλη. Περπατήσαμε στον κεντρικό πεζόδρομο Kalku iela που διακλαδιζόταν σε στενότερα πλακόστρωτα δρομάκια, τα οποία με τη σειρά τους χώριζαν ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα με μαγαζάκια, καφέ, μπυραρίες, γοτθικές εκκλησίες και art nouveau κτήρια. Η Ρίγα απέπνεε ήδη τον αέρα μίας μητρόπολης της Βαλτικής, μίας κοσμοπολίτικης μεγαλούπολης, με επιβλητική ατμόσφαιρα και έντονη ζωή.




Το μνημείο της Ελευθερίας

Ο πεζόδρομος Kalku iela


Προχωρώντας και παρατηρώντας κτήρια, κόσμο και συμπεριφορές, χωθήκαμε στα στενά των κεντρικών συνοικιών της παλιάς πόλης υπό τη σκιά που δημιουργούσαν τα μεγάλα παλιά κτήρια με τον ήλιο που σιγά σιγά έπεφτε. Οι άλλοι θέλησαν να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο για να ετοιμαστούν για τη νυχτερινή τους έξοδο. Εγώ μην έχοντας τα κουράγια για περισσότερο ξενύχτι από αυτό που αναγκαστικά είχα υποστεί τις δύο τελευταίες νύχτες, συνέχισα να βολτάρω για λίγο ακόμα μόνος μου στο ημίφως. Και εκεί αισθάνθηκα ότι η Ρίγα είχε μία ιδιαίτερη γοητεία. Μία βαριά σκανδιναβική ατμόσφαιρα που σου δημιουργούσε μία ακαθόριστη μελαγχολία, που όμως δεν σε έριχνε, αλλά σε μάγευε. Ο πολύβουος κεντρικός πεζόδρομος ήταν πια λίγα λεπτά μακριά και εγώ χανόμουν μέσα σε πιο ήσυχες γειτονιές, κάτω από επιβλητικά καμπαναριά, ταλαιπωρημένους πέτρινους τοίχους, αχνά φωτισμένα παράθυρα και βαριές ξύλινες πόρτες. Είναι κάποιες στιγμές που θες να μείνεις για πάντα μέσα τους. Τη μία την έζησα εκείνο το βράδυ στη Ρίγα. Τη δεύτερη θα τη ζούσα μερικές μέρες αργότερα στο Τάλιν.


Last edited: