Marios_Gr
Member
- Μηνύματα
- 559
- Likes
- 2.928
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 2 | καθ'οδον
- 3 | μια σύντομη στάση
- 4 | στη Λιθουανία
- 5 | ξύπνημα στο Βίλνιους
- 6 | εκκλησίες αγίας Άννας κ αγίων Πέτρου κ Παυλου
- 7 | κάστρο Trakai
- 8 | παλιά πόλη Βίλνιους
- 9 | Κάουνας
- 10 | Λεττονία
- 11 | η Ρίγα ένα βράδυ
- 12 | σφίγγες,λιοντάρια κ μαύρες γάτες
- 13 | φαγητό στη Βαλτική
- 14 | o κήπος του Thor
- 15 | Εσθονία
- 16 | Τάλιν
- 17 | λόφος Toompea
- 18 | ένα μεσημέρι το Tallin
- 19 | τεχνολογικός γίγαντας τσέπης
- 20 | μια κοπέλα πριν τα μεσάνυχτα
- 21 | τα μουσεία
- 22 | head ööd Tallinn ~ καληνύχτα Τάλιν
- 23 | απολογισμός
8 | η παλιά πόλη του Βίλνιους
Νωρίς το μεσημέρι επιστρέψαμε από το Τρακάι. Το λεωφορείο μας άφησε σε ένα μνημείο-σύμβολο της Πόλης του Βίλνιους, την Πύλη Ντάουν, μέρος των οχυρώσεων της πρωτεύουσας του Δουκάτου της Λιθουανίας κατά τον 16ο αιώνα και σημερινή είσοδο για την παλιά πόλη. Κατηφορίζοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς το κέντρο και βλέποντας εκκλησίες, παλιά κτήρια να συνυπάρχουν αρμονικά με νεότερα, περιποιημένα καφέ, εστιατόρια παντός είδους (από παραδοσιακά μέχρι σούσι bar), το Βίλνιους μου δημιούργησε την αίσθηση μίας κοσμικής, σικάτης κυρίας. Νομίζω ότι από τις τρεις πρωτεύουσες που επισκέφτηκα σε αυτό το ταξίδι, αυτή της Λιθουανίας ήταν η πιο «καθαρή» και φωτεινή αισθητικά.
H Πύλη Ντάουν
Η βόλτα μας μοιραία έπρεπε να διακοπεί για το μεσημεριανό μας φαγητό σε εστιατόριο της παλιάς πόλης. Τη λίγη ώρα που ο Αντώνης χρειάστηκε για να συνεννοηθεί με τους υπευθύνους του εστιατορίου, εμείς επισκεφτήκαμε ένα κοντινό supermarket για εφοδιασμό με προμήθειες για το ξενοδοχείο και φυσικά εμφιαλωμένο νερό, είδος ακριβό για τα ελληνικά δεδομένα και στις τρεις βαλτικές χώρες.
Στο εστιατόριο Lokys (www.lokys.lt/en) εγώ δέχθηκα και το τρίτο πλήγμα σε λιθουανικό έδαφος. Όχι για το ίδιο το εστιατόριο, που ήταν ένα συμπαθητικό μαγαζί σε παραδοσιακό λιθουανικό στυλ σε ένα στενό δρομάκι, αλλά για το μενού που είχε κανονιστεί να μας σερβιριστεί (την ημέρα εκείνη το μεσημεριανό γεύμα περιλαμβανόταν στο πακέτο, και όχι δείπνο στο ξενοδοχείο). Κυρίως πιάτο, ψάρι! Και όχι οτιδήποτε ψάρι, αλλά ποταμίσιο! Και ψάρι και από ποτάμι πήγαινε πολύ για τις ούτως ή άλλως πεπερασμένες ανοχές μου στα θαλασσινά εδέσματα. Κατέβαλα βέβαια μία φιλότιμη προσπάθεια να το δοκιμάσω, για να γευτώ ένα υπερβολικά μαλακό και αρκετά γλυφό πράγμα που δεν μου άφηνε περιθώρια για δεύτερη πιρουνιά. Η σαλάτα και το επιδόρπιο (με κρέμα και μύρτιλα, αν δεν απατώμαι) αποδείχθηκαν επίσης μέτρια, οπότε συνολικά η πρώτη απόπειρα επαφής μου με την παραδοσιακή λιθουανική κουζίνα κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Η ύστερη εξήγηση του Αντώνη ότι από λάθος σερβιρίστηκε ψάρι, γιατί κοτόπουλο είχε αρχικά κανονιστεί να φάμε, με καθησύχασε για τις μελλοντικές προθέσεις του γραφείου, αλλά καθόλου για την πείνα που ένιωθα.
Μετά το γεύμα μας η βόλτα μας συνεχίστηκε. Πέρασμα από το προεδρικό μέγαρο, ευκαιρία για αγορά κεχριμπαριού, προϊόν σήμα κατατεθέν της Βαλτικής, από υπαιθρίους πάγκους (μη με ρωτάτε γιατί πείστηκα ότι το κεχριμπάρι από εκεί και όχι από κανονικό μαγαζί θα ήταν γνήσιο, υποθέτω ότι η απαγορευτική τιμή του στα καταστήματα το έκανε), για να καταλήξουμε στον λευκό καθεδρικό ναό του Βίλνιους με το ρωμαικής αισθητικής εξωτερικό του και τους τεράστιους μεγαλοπρεπείς πίνακες, τις χρυσοποίκιλτες πόρτες και τα μεταλλικά αγάλματα βασιλιάδων του ένδοξου λιθουανικού παρελθόντος στο εσωτερικό του, στις κατακόμβες του οποίου έχουν θαφτεί πολλοί γαλαζοαίματοι της Λιθουανίας.
Το προεδρικό μέγαρο
Λουλούδια παντού... σε παρτέρια, μπαλκόνια, γλάστρες, ζαρντινιέρες.
Ο Καθεδρικός Ναός του Βίλνιους (Άγιος Στάνισλαβ)
Οι υπόλοιποι αποφάσισαν ότι ήθελαν να ανέβουν στον πύργο Gediminas στον λόφο της πόλης, για να δουν τη θέα (η οποία δεν τους ενθουσίασε ιδιαίτερα, όπως κατόπιν έμαθα), αλλά εμένα η αϋπνία μου, η κούρασή μου και η πείνα μου με είχαν ήδη πείσει να επιστρέψω στο ξενοδοχείο για μία μικρή ανάπαυλα και ανασυγκρότηση προκειμένου να συνεχίσω αργότερα για μία δεύτερη, βραδινή εξόρμηση στην πόλη. Δεν είχα την αυταπάτη ότι θα μπορούσα να κοιμηθώ, ήταν ήδη απόγευμα, αλλά το να μαζέψω τα κομμάτια μου και να μασουλήσω μερικά μπισκότα, που πολύ προνοητικά είχα ήδη αγοράσει το μεσημέρι, θα ήταν αρκετό προς το παρόν.
Στο κοντινό στο ξενοδοχείο μας εμπορικό κέντρο προμηθεύτηκα και το πρώτο μου σουβενίρ εκείνου του ταξιδιού. Ως αναμνηστικό από κάθε χώρα που επισκέπτομαι θέλω να παίρνω ένα φωτογραφικό λεύκωμα, ένα βιβλίο δηλαδή με εικόνες της χώρας, όχι όμως από τα πολύ τουριστικά με τις τυποποιημένες φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο «ψαγμένο» ει δυνατόν. Δεν είχα την τύχη να βρω μία πιο εναλλακτική εκδοχή αυτού που έψαχνα στο βιβλιοπωλείο του συγκεκριμένου εμπορικού κέντρου, αλλά τα μηδενικά κουράγια μου για πιο ενδελεχές ψάξιμο με έκαναν να συμβιβαστώ με ένα πιο τυπικό και ολιγοσέλιδο λεύκωμα με τοπία της Λιθουανίας.
. . . . . . . .
Ξεκούραση και ένα γρήγορο ντους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και αργά το απόγευμα ξεκίνησα για έναν χαλαρό βραδινό περίπατο παρέα με τον συνάδελφο-νυχτερινό ταραξία. Ήδη από την πρωινή μας ξενάγηση είχαμε εντοπίσει όμορφα μαγαζάκια κατά μήπως κεντρικών πεζοδρόμων της παλιάς πόλης για καφέ και φαγητό, που θα ήταν ιδανικά για τη βραδινή μας εξόρμηση. Η διαδρομή προς το κέντρο πλέον γνωστή, αν και δεν αποφύγαμε να μπερδευτούμε λίγο.
Με το απρόοπτο της διαρροή της αντικουνουπικής λοσιόν στη βαλίτσα μου το προηγούμενο βράδυ δεν είχα δώσει την πρέπουσα σημασία στο να έχω ετοιμάσει αρκετό συνάλλαγμα για δύο ημέρες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζω ήδη ζήτημα ρευστότητας. Και τότε διαπίστωσα αυτό που μας είχε πει ο Αντώνης ήδη από το αεροδρόμιο. Το συνάλλαγμα δεν είναι εύκολη υπόθεση στο Βίλνιους. Και όντως δεν ήταν. Δεν θέλησα να αλλάξω χρήματα στο ξενοδοχείο, γιατί ως συνήθως, η ισοτιμία δεν ήταν η πιο συμφέρουσα, ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να το κάνω στο κέντρο της πόλης. Αλλά, φευ. Τράπεζες κλειστές και ανταλλακτήρια πουθενά. Το γεγονός ότι τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές η Λιθουανία μπαίνει πλέον στο πρώτο στάδιο εισόδου στη ζώνη του ευρώ και το κοινό νόμισμα ήδη κυκλοφορεί μαζί με το τοπικό, με κάνει ίσως το τελευταίο θύμα της συναλλαγματικής της δυσκαμψίας που προφανώς είχε ταλαιπωρήσεις γενιές τουριστών τόσα χρόνια…
Αποφασίζοντας ότι με μία πιο συντηρητική διαχείριση των εναπομεινάντων χρημάτων μου (και με την ασφάλεια ότι στη χειρότερη περίπτωση ο πιο προνοητικός συγκάτοικός μου θα μπορούσε να μου δανείσει κάποια Litas) θα μπορούσα να περάσω άλλη μία βραδιά στο Βίλνιους, παράτησα τη μάταιη αναζήτηση ανταλλακτηρίου και ξεκινήσαμε να βολτάρουμε για να βρούμε κάπου να φάμε.
Στη Βαλτική, όπως και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, τα καφέ, οι μπυραρίες και πολλά εστιατόρια βγάζουν στα πεζοδρόμια υπερυψωμένες ξύλινες εξέδρες με καγκελάκια και ομπρέλες για τον ήλιο, και εκεί έχουν τα τραπεζάκια με τις καρέκλες τους τους ζεστούς μήνες του έτους. Ολόκληροι πεζόδρομοι πλαισιώνονται εκατέρωθεν από τέτοιες, ας τις πούμε, βεράντες με κατάφυτες ζαρντινιέρες στις προσόψεις τους, που σφύζουν από θαμώνες όλων των ηλικιών.
Αυτό ζήσαμε εκείνο το βράδυ στους δρόμους της παλιάς πόλης του Βίλνιους. Καθίσαμε σε ένα από τα γραφικά εστιατόρια, απολαμβάνοντας το φαγητό μας και χαζεύοντας τον κόσμο να περνά δίπλα μας, να συζητά, να γελά ή απλά να χαίρεται τη βόλτα του με φυσικό σκηνικό τα παλιά σπίτια με τις μεγάλες ξύλινες πόρτες και τα καταστήματα με τις περίτεχνες μεσαιωνικές πινακίδες.
Η παραμονή μου στο Βίλνιους ήταν σύντομη, η συντομότερη από αυτές στις τρεις βαλτικές πρωτεύουσες. Δεν θεωρώ ότι το γνώρισα όσο και όπως θα ήθελα. Αφήνω λοιπόν πίσω μου μία εκκρεμότητα για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι πιθανότατα δεν θα είναι σύντομη η επάνοδός μου εκεί, αφού άλλα μέρη έχουν προτεραιότητα. Αλλά είναι καλό να υπάρχει κάπου μία υπόσχεση που περιμένει να εκπληρωθεί, σαν οφειλή προς τον εαυτό σου.
Νωρίς το μεσημέρι επιστρέψαμε από το Τρακάι. Το λεωφορείο μας άφησε σε ένα μνημείο-σύμβολο της Πόλης του Βίλνιους, την Πύλη Ντάουν, μέρος των οχυρώσεων της πρωτεύουσας του Δουκάτου της Λιθουανίας κατά τον 16ο αιώνα και σημερινή είσοδο για την παλιά πόλη. Κατηφορίζοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς το κέντρο και βλέποντας εκκλησίες, παλιά κτήρια να συνυπάρχουν αρμονικά με νεότερα, περιποιημένα καφέ, εστιατόρια παντός είδους (από παραδοσιακά μέχρι σούσι bar), το Βίλνιους μου δημιούργησε την αίσθηση μίας κοσμικής, σικάτης κυρίας. Νομίζω ότι από τις τρεις πρωτεύουσες που επισκέφτηκα σε αυτό το ταξίδι, αυτή της Λιθουανίας ήταν η πιο «καθαρή» και φωτεινή αισθητικά.
H Πύλη Ντάουν




Η βόλτα μας μοιραία έπρεπε να διακοπεί για το μεσημεριανό μας φαγητό σε εστιατόριο της παλιάς πόλης. Τη λίγη ώρα που ο Αντώνης χρειάστηκε για να συνεννοηθεί με τους υπευθύνους του εστιατορίου, εμείς επισκεφτήκαμε ένα κοντινό supermarket για εφοδιασμό με προμήθειες για το ξενοδοχείο και φυσικά εμφιαλωμένο νερό, είδος ακριβό για τα ελληνικά δεδομένα και στις τρεις βαλτικές χώρες.
Στο εστιατόριο Lokys (www.lokys.lt/en) εγώ δέχθηκα και το τρίτο πλήγμα σε λιθουανικό έδαφος. Όχι για το ίδιο το εστιατόριο, που ήταν ένα συμπαθητικό μαγαζί σε παραδοσιακό λιθουανικό στυλ σε ένα στενό δρομάκι, αλλά για το μενού που είχε κανονιστεί να μας σερβιριστεί (την ημέρα εκείνη το μεσημεριανό γεύμα περιλαμβανόταν στο πακέτο, και όχι δείπνο στο ξενοδοχείο). Κυρίως πιάτο, ψάρι! Και όχι οτιδήποτε ψάρι, αλλά ποταμίσιο! Και ψάρι και από ποτάμι πήγαινε πολύ για τις ούτως ή άλλως πεπερασμένες ανοχές μου στα θαλασσινά εδέσματα. Κατέβαλα βέβαια μία φιλότιμη προσπάθεια να το δοκιμάσω, για να γευτώ ένα υπερβολικά μαλακό και αρκετά γλυφό πράγμα που δεν μου άφηνε περιθώρια για δεύτερη πιρουνιά. Η σαλάτα και το επιδόρπιο (με κρέμα και μύρτιλα, αν δεν απατώμαι) αποδείχθηκαν επίσης μέτρια, οπότε συνολικά η πρώτη απόπειρα επαφής μου με την παραδοσιακή λιθουανική κουζίνα κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Η ύστερη εξήγηση του Αντώνη ότι από λάθος σερβιρίστηκε ψάρι, γιατί κοτόπουλο είχε αρχικά κανονιστεί να φάμε, με καθησύχασε για τις μελλοντικές προθέσεις του γραφείου, αλλά καθόλου για την πείνα που ένιωθα.

Μετά το γεύμα μας η βόλτα μας συνεχίστηκε. Πέρασμα από το προεδρικό μέγαρο, ευκαιρία για αγορά κεχριμπαριού, προϊόν σήμα κατατεθέν της Βαλτικής, από υπαιθρίους πάγκους (μη με ρωτάτε γιατί πείστηκα ότι το κεχριμπάρι από εκεί και όχι από κανονικό μαγαζί θα ήταν γνήσιο, υποθέτω ότι η απαγορευτική τιμή του στα καταστήματα το έκανε), για να καταλήξουμε στον λευκό καθεδρικό ναό του Βίλνιους με το ρωμαικής αισθητικής εξωτερικό του και τους τεράστιους μεγαλοπρεπείς πίνακες, τις χρυσοποίκιλτες πόρτες και τα μεταλλικά αγάλματα βασιλιάδων του ένδοξου λιθουανικού παρελθόντος στο εσωτερικό του, στις κατακόμβες του οποίου έχουν θαφτεί πολλοί γαλαζοαίματοι της Λιθουανίας.
Το προεδρικό μέγαρο
Λουλούδια παντού... σε παρτέρια, μπαλκόνια, γλάστρες, ζαρντινιέρες.

Ο Καθεδρικός Ναός του Βίλνιους (Άγιος Στάνισλαβ)








Οι υπόλοιποι αποφάσισαν ότι ήθελαν να ανέβουν στον πύργο Gediminas στον λόφο της πόλης, για να δουν τη θέα (η οποία δεν τους ενθουσίασε ιδιαίτερα, όπως κατόπιν έμαθα), αλλά εμένα η αϋπνία μου, η κούρασή μου και η πείνα μου με είχαν ήδη πείσει να επιστρέψω στο ξενοδοχείο για μία μικρή ανάπαυλα και ανασυγκρότηση προκειμένου να συνεχίσω αργότερα για μία δεύτερη, βραδινή εξόρμηση στην πόλη. Δεν είχα την αυταπάτη ότι θα μπορούσα να κοιμηθώ, ήταν ήδη απόγευμα, αλλά το να μαζέψω τα κομμάτια μου και να μασουλήσω μερικά μπισκότα, που πολύ προνοητικά είχα ήδη αγοράσει το μεσημέρι, θα ήταν αρκετό προς το παρόν.
Στο κοντινό στο ξενοδοχείο μας εμπορικό κέντρο προμηθεύτηκα και το πρώτο μου σουβενίρ εκείνου του ταξιδιού. Ως αναμνηστικό από κάθε χώρα που επισκέπτομαι θέλω να παίρνω ένα φωτογραφικό λεύκωμα, ένα βιβλίο δηλαδή με εικόνες της χώρας, όχι όμως από τα πολύ τουριστικά με τις τυποποιημένες φωτογραφίες, αλλά κάτι πιο «ψαγμένο» ει δυνατόν. Δεν είχα την τύχη να βρω μία πιο εναλλακτική εκδοχή αυτού που έψαχνα στο βιβλιοπωλείο του συγκεκριμένου εμπορικού κέντρου, αλλά τα μηδενικά κουράγια μου για πιο ενδελεχές ψάξιμο με έκαναν να συμβιβαστώ με ένα πιο τυπικό και ολιγοσέλιδο λεύκωμα με τοπία της Λιθουανίας.
. . . . . . . .
Ξεκούραση και ένα γρήγορο ντους στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και αργά το απόγευμα ξεκίνησα για έναν χαλαρό βραδινό περίπατο παρέα με τον συνάδελφο-νυχτερινό ταραξία. Ήδη από την πρωινή μας ξενάγηση είχαμε εντοπίσει όμορφα μαγαζάκια κατά μήπως κεντρικών πεζοδρόμων της παλιάς πόλης για καφέ και φαγητό, που θα ήταν ιδανικά για τη βραδινή μας εξόρμηση. Η διαδρομή προς το κέντρο πλέον γνωστή, αν και δεν αποφύγαμε να μπερδευτούμε λίγο.
Με το απρόοπτο της διαρροή της αντικουνουπικής λοσιόν στη βαλίτσα μου το προηγούμενο βράδυ δεν είχα δώσει την πρέπουσα σημασία στο να έχω ετοιμάσει αρκετό συνάλλαγμα για δύο ημέρες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζω ήδη ζήτημα ρευστότητας. Και τότε διαπίστωσα αυτό που μας είχε πει ο Αντώνης ήδη από το αεροδρόμιο. Το συνάλλαγμα δεν είναι εύκολη υπόθεση στο Βίλνιους. Και όντως δεν ήταν. Δεν θέλησα να αλλάξω χρήματα στο ξενοδοχείο, γιατί ως συνήθως, η ισοτιμία δεν ήταν η πιο συμφέρουσα, ελπίζοντας ότι θα μπορούσα να το κάνω στο κέντρο της πόλης. Αλλά, φευ. Τράπεζες κλειστές και ανταλλακτήρια πουθενά. Το γεγονός ότι τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές η Λιθουανία μπαίνει πλέον στο πρώτο στάδιο εισόδου στη ζώνη του ευρώ και το κοινό νόμισμα ήδη κυκλοφορεί μαζί με το τοπικό, με κάνει ίσως το τελευταίο θύμα της συναλλαγματικής της δυσκαμψίας που προφανώς είχε ταλαιπωρήσεις γενιές τουριστών τόσα χρόνια…
Αποφασίζοντας ότι με μία πιο συντηρητική διαχείριση των εναπομεινάντων χρημάτων μου (και με την ασφάλεια ότι στη χειρότερη περίπτωση ο πιο προνοητικός συγκάτοικός μου θα μπορούσε να μου δανείσει κάποια Litas) θα μπορούσα να περάσω άλλη μία βραδιά στο Βίλνιους, παράτησα τη μάταιη αναζήτηση ανταλλακτηρίου και ξεκινήσαμε να βολτάρουμε για να βρούμε κάπου να φάμε.
Στη Βαλτική, όπως και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ευρώπης, τα καφέ, οι μπυραρίες και πολλά εστιατόρια βγάζουν στα πεζοδρόμια υπερυψωμένες ξύλινες εξέδρες με καγκελάκια και ομπρέλες για τον ήλιο, και εκεί έχουν τα τραπεζάκια με τις καρέκλες τους τους ζεστούς μήνες του έτους. Ολόκληροι πεζόδρομοι πλαισιώνονται εκατέρωθεν από τέτοιες, ας τις πούμε, βεράντες με κατάφυτες ζαρντινιέρες στις προσόψεις τους, που σφύζουν από θαμώνες όλων των ηλικιών.
Αυτό ζήσαμε εκείνο το βράδυ στους δρόμους της παλιάς πόλης του Βίλνιους. Καθίσαμε σε ένα από τα γραφικά εστιατόρια, απολαμβάνοντας το φαγητό μας και χαζεύοντας τον κόσμο να περνά δίπλα μας, να συζητά, να γελά ή απλά να χαίρεται τη βόλτα του με φυσικό σκηνικό τα παλιά σπίτια με τις μεγάλες ξύλινες πόρτες και τα καταστήματα με τις περίτεχνες μεσαιωνικές πινακίδες.

Η παραμονή μου στο Βίλνιους ήταν σύντομη, η συντομότερη από αυτές στις τρεις βαλτικές πρωτεύουσες. Δεν θεωρώ ότι το γνώρισα όσο και όπως θα ήθελα. Αφήνω λοιπόν πίσω μου μία εκκρεμότητα για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι πιθανότατα δεν θα είναι σύντομη η επάνοδός μου εκεί, αφού άλλα μέρη έχουν προτεραιότητα. Αλλά είναι καλό να υπάρχει κάπου μία υπόσχεση που περιμένει να εκπληρωθεί, σαν οφειλή προς τον εαυτό σου.
Last edited: