Marios_Gr
Member
- Μηνύματα
- 559
- Likes
- 2.928
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 2 | καθ'οδον
- 3 | μια σύντομη στάση
- 4 | στη Λιθουανία
- 5 | ξύπνημα στο Βίλνιους
- 6 | εκκλησίες αγίας Άννας κ αγίων Πέτρου κ Παυλου
- 7 | κάστρο Trakai
- 8 | παλιά πόλη Βίλνιους
- 9 | Κάουνας
- 10 | Λεττονία
- 11 | η Ρίγα ένα βράδυ
- 12 | σφίγγες,λιοντάρια κ μαύρες γάτες
- 13 | φαγητό στη Βαλτική
- 14 | o κήπος του Thor
- 15 | Εσθονία
- 16 | Τάλιν
- 17 | λόφος Toompea
- 18 | ένα μεσημέρι το Tallin
- 19 | τεχνολογικός γίγαντας τσέπης
- 20 | μια κοπέλα πριν τα μεσάνυχτα
- 21 | τα μουσεία
- 22 | head ööd Tallinn ~ καληνύχτα Τάλιν
- 23 | απολογισμός
13 | το φαγητό στη Βαλτική
Ήταν σχεδόν βέβαιο πια ότι στη Βαλτική δεν υπήρχαν ευτραφείς άνθρωποι. Η’ αν υπήρχαν, κάπου τους έκρυβαν επιμελώς. Όσους ντόπιους είχα δει από το Βίλνιους μέχρι τη Ρίγα, ήταν ψηλοί, λεπτοί, γυμνασμένοι και μαυρισμένοι. Ειδικά η νεότερη γενιά είχε απολέσει κάθε υποψία σχέσης με το πάχος και τη σωματική χαλάρωση. Υποθέτω ότι οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων και το πολύ και ξαφνικό χρήμα μετά από μία μακρά περίοδο κουμουνιστικής «αποστείρωσης», έχουν κάνει τους κατοίκους αυτών των χωρών να βγάζουν κάθε απωθημένο τους σε γυμναστήρια, ινστιτούτα και solarium, ενώ το σοβιετικό τους παρελθόν έχει διαμορφώσει μία νοοτροπία μέτρου και ολιγαρκείας στις ποταπές σωματικές απολαύσεις (λέγε με στα ελληνικά διπλό πιτόγυρο και πίτσα special με έξτρα τυρί…). Το αποτέλεσμα είναι μία καλοφτιαγμένη, εμφανίσιμη, άριων προδιαγραφών τολμώ να πω, γενιά.
Σε όλο το παραπάνω λαμπρό αισθητικό αποτέλεσμα υποψιαζόμουν ότι το τοπικό διαιτολόγιο έπαιζε τον δικό του σημαντικό ρόλο. Το φαγητό στα ξενοδοχεία που μας φιλοξένησαν ως τώρα δεν ήταν φυσικά αντιπροσωπευτικό, γιατί η κουζίνα τους είναι κυρίως διεθνής, με κάποιες τοπικές πινελιές. Οι εντυπώσεις μου από τα δύο εστιατόρια του Βίλνιους ήταν ανάμεικτες, όπως είδη έχω πει. Ήταν λοιπόν η ώρα να καταλήξω σε πιο ασφαλή συμπεράσματα δοκιμάζοντας και την λετονική κουζίνα στο εστιατόριο της παλιάς πόλης που θα έτρωγε όλο το group εκείνο το μεσημέρι.
Το εστιατόριο 4 Rooms (www.4rooms.lv) βρίσκεται κοντά στον κεντρικό πεζόδρομο της παλιάς πόλης. Τα μαγαζιά που συνήθως επιλέγονται από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι τυπικά τουριστικά και επομένως δεν έχεις προσδοκίες ούτε για εναλλακτική κουζίνα, ούτε για gourme καταστάσεις. Με αυτό κατά νου μπήκα στο εσωτερικό του μαγαζιού, το οποίο ήταν όμορφο αισθητικά, με το ξύλο να κυριαρχεί, αλλά και αρκετά υποφωτισμένο. Αυτή τη φορά το φαγητό ήταν παραπάνω από αξιοπρεπές, κυρίως πιάτο (χοιρινό, αν δεν απατώμαι), σαλάτα και επιδόρπιο. Νόστιμο, χωρίς να το λες και εξαιρετικό. Ολοκληρώθηκε με ένα ζεστό τσάι με γεύση, τι άλλο, βατόμουρο…
Τα συμπεράσματά που είχα πια βγάλει για την κουζίνα της Βαλτικής ήταν οι λογικές μερίδες (τόσες ώστε να χορταίνεις, χωρίς τις ελληνικές υπερβολές), το μέτρια ψημένο κρέας, οι πολλές και καλές σούπες, τα παντζάρια, το άφθονο κατσικίσιο τυρί και τα φρούτα του δάσους ως συστατικό όχι μόνο στα γλυκά, αλλά και στις σαλάτες και τα κυρίως πιάτα τους.
Φεύγοντας από το εστιατόριο, είπα τελικά να περάσω από μία σοκολατερία που είχα εντοπίσει ήδη από το προηγούμενο βράδυ, μιας και οι σοκολάτες είναι η αδυναμία μου. Και όσο και αν από ένα εξειδικευμένο μαγαζί με σοκολάτες, και μάλιστα στην τουριστική καρδιά της παλιάς πόλης, περιμένεις «τσιμπημένες τιμές», τα 7 και 8 ευρώ που είδα να χρεώνουν μία πλάκα σοκολάτας με ξηρούς καρπούς με έκανε να πω ότι προτιμώ να φάω ένα μαγκάλι κάρβουνα (μαζί με την τσιμπίδα) παρά να πληρώσω τόσα χρήματα. Εξάλλου μου είχαν πει για τις φημισμένες λετονικές σοκολάτες Laima που μπορούσα να βρω σε όλα τα supermarket και τα παντοπωλεία σε πολύ καλύτερη τιμή. Η εταιρία είχε στήσει και ένα διαφημιστικό ρολόι λίγο μετά το μνημείο της Ελευθερίας στο κέντρο της πόλης, που παρά τον κιτς χαρακτήρα του, είχε φτάσει με τα χρόνια να αποτελεί τουριστική ατραξιόν.
Έτσι πήρα το δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο με τα χέρια άδεια. Μία στάση για εφοδιασμό με εμφιαλωμένο νερό (είχα ήδη αρχίσει να προτιμώ το ανθρακούχο, που κυρίως πίνουν στο εξωτερικό) και επάνοδος στο δωμάτιό μας για λίγη ξεκούραση. Επειδή όμως η υπογλυκαιμία μου χτύπαγε κόκκινο, και η ιδέα της σοκολάτας είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, ξεφόρτωσα τα πράγματα που κουβάλαγα (είχα πάρει και κάποια λίγα ακόμα σουβενίρ εν τω μεταξύ) και βγήκα πάλι στην πόλη προς αναζήτηση γλυκού. Κατευθύνθηκα προς ένα μεγάλο supermarket κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο. Στο διάδρομο με τις σοκολάτες υπήρχε μεγάλη ποικιλία από φίρμες και είδη. Αλλά είπαμε, έπρεπε να δοκιμάσουμε τα τοπικά προϊόντα. Ανάμεσα στις γεύσεις των σοκολάτων Laima επέλεξα αυτή με τα φραγκοστάφυλα, ως πιο αντιπροσωπευτική βαλτική επιλογή.
Πήρα το «λάφυρό» μου, πέρασα από ένα υπαίθριο παζάρι σε ένα πάρκο κοντά στο ξενοδοχείο για να χαζέψω τους πάγκους με τα χειροποίητα προιόντα, και γύρισα στο δωμάτιο για να το δοκιμάσω. Απογοήτευση. Μία εντελώς άγλυκη, άνοστη, αδιάφορη σοκολάτα, με κάτι αφυδατωμένα μωβ κομμάτια υποτιθεμένων φραγκοστάφυλων έφτασε στον ουρανίσκο μου. Σταμάτησα στα 2-3 πρώτα κομμάτια, πραγματικό κατόρθωμα για εμένα που αποδεκατίζω ότι σοκολάτα ή σοκολατάκι πέσει στα χέρια μου.
Το απόγευμα βγήκα με τον συγκάτοικο προς αναζήτηση σουβενίρ από τη Ρίγα. Στο ίδιο τετράγωνο βρήκαμε ένα πολυκατάστημα με ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Αρκετές οι επιλογές για το φωτογραφικό λεύκωμα που έψαχνα. Κατέληξα σε ένα αρκετά μεγάλο με ολοσέλιδες φωτογραφίες των αξιοθέατων της πόλης και καθόλου κείμενα, και σε μερικά χαριτωμένα μαγνητάκια.
Συνεχίσαμε προς την παλιά πόλη. Θα βγαίναμε για φαγητό και κατόπιν για μπύρα. Φτάσαμε στην κεντρική πλατεία του καθεδρικού ναού και επιλέξαμε να κάτσουμε σε ένα από τα εστιατόρια που είχαν βγάλει τα τραπεζάκια τους πάνω στην πλατεία, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία.
Υπό την σκιά του καμπαναριού του καθεδρικού φάγαμε το δείπνο μας, εγώ ένα νοστιμότατο κοτόπουλο με σπαράγγια, ο φίλος μου βοδινό ψημένο σε πέτρα με λαχανικά, μία σαλάτα με κατσικίσιο τυρί και φρούτα του δάσους, μπράουνις και κρεμ μπριλέ για επιδόρπια. Μας συνόδευσε η ζωντανή μουσική από τους καλλιτέχνες του διπλανού μαγαζιού και η γλυκιά βαβούρα της περατζάδας των περαστικών της πλατείας.
Ήταν σχεδόν βέβαιο πια ότι στη Βαλτική δεν υπήρχαν ευτραφείς άνθρωποι. Η’ αν υπήρχαν, κάπου τους έκρυβαν επιμελώς. Όσους ντόπιους είχα δει από το Βίλνιους μέχρι τη Ρίγα, ήταν ψηλοί, λεπτοί, γυμνασμένοι και μαυρισμένοι. Ειδικά η νεότερη γενιά είχε απολέσει κάθε υποψία σχέσης με το πάχος και τη σωματική χαλάρωση. Υποθέτω ότι οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων και το πολύ και ξαφνικό χρήμα μετά από μία μακρά περίοδο κουμουνιστικής «αποστείρωσης», έχουν κάνει τους κατοίκους αυτών των χωρών να βγάζουν κάθε απωθημένο τους σε γυμναστήρια, ινστιτούτα και solarium, ενώ το σοβιετικό τους παρελθόν έχει διαμορφώσει μία νοοτροπία μέτρου και ολιγαρκείας στις ποταπές σωματικές απολαύσεις (λέγε με στα ελληνικά διπλό πιτόγυρο και πίτσα special με έξτρα τυρί…). Το αποτέλεσμα είναι μία καλοφτιαγμένη, εμφανίσιμη, άριων προδιαγραφών τολμώ να πω, γενιά.
Σε όλο το παραπάνω λαμπρό αισθητικό αποτέλεσμα υποψιαζόμουν ότι το τοπικό διαιτολόγιο έπαιζε τον δικό του σημαντικό ρόλο. Το φαγητό στα ξενοδοχεία που μας φιλοξένησαν ως τώρα δεν ήταν φυσικά αντιπροσωπευτικό, γιατί η κουζίνα τους είναι κυρίως διεθνής, με κάποιες τοπικές πινελιές. Οι εντυπώσεις μου από τα δύο εστιατόρια του Βίλνιους ήταν ανάμεικτες, όπως είδη έχω πει. Ήταν λοιπόν η ώρα να καταλήξω σε πιο ασφαλή συμπεράσματα δοκιμάζοντας και την λετονική κουζίνα στο εστιατόριο της παλιάς πόλης που θα έτρωγε όλο το group εκείνο το μεσημέρι.
Το εστιατόριο 4 Rooms (www.4rooms.lv) βρίσκεται κοντά στον κεντρικό πεζόδρομο της παλιάς πόλης. Τα μαγαζιά που συνήθως επιλέγονται από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι τυπικά τουριστικά και επομένως δεν έχεις προσδοκίες ούτε για εναλλακτική κουζίνα, ούτε για gourme καταστάσεις. Με αυτό κατά νου μπήκα στο εσωτερικό του μαγαζιού, το οποίο ήταν όμορφο αισθητικά, με το ξύλο να κυριαρχεί, αλλά και αρκετά υποφωτισμένο. Αυτή τη φορά το φαγητό ήταν παραπάνω από αξιοπρεπές, κυρίως πιάτο (χοιρινό, αν δεν απατώμαι), σαλάτα και επιδόρπιο. Νόστιμο, χωρίς να το λες και εξαιρετικό. Ολοκληρώθηκε με ένα ζεστό τσάι με γεύση, τι άλλο, βατόμουρο…


Τα συμπεράσματά που είχα πια βγάλει για την κουζίνα της Βαλτικής ήταν οι λογικές μερίδες (τόσες ώστε να χορταίνεις, χωρίς τις ελληνικές υπερβολές), το μέτρια ψημένο κρέας, οι πολλές και καλές σούπες, τα παντζάρια, το άφθονο κατσικίσιο τυρί και τα φρούτα του δάσους ως συστατικό όχι μόνο στα γλυκά, αλλά και στις σαλάτες και τα κυρίως πιάτα τους.
Φεύγοντας από το εστιατόριο, είπα τελικά να περάσω από μία σοκολατερία που είχα εντοπίσει ήδη από το προηγούμενο βράδυ, μιας και οι σοκολάτες είναι η αδυναμία μου. Και όσο και αν από ένα εξειδικευμένο μαγαζί με σοκολάτες, και μάλιστα στην τουριστική καρδιά της παλιάς πόλης, περιμένεις «τσιμπημένες τιμές», τα 7 και 8 ευρώ που είδα να χρεώνουν μία πλάκα σοκολάτας με ξηρούς καρπούς με έκανε να πω ότι προτιμώ να φάω ένα μαγκάλι κάρβουνα (μαζί με την τσιμπίδα) παρά να πληρώσω τόσα χρήματα. Εξάλλου μου είχαν πει για τις φημισμένες λετονικές σοκολάτες Laima που μπορούσα να βρω σε όλα τα supermarket και τα παντοπωλεία σε πολύ καλύτερη τιμή. Η εταιρία είχε στήσει και ένα διαφημιστικό ρολόι λίγο μετά το μνημείο της Ελευθερίας στο κέντρο της πόλης, που παρά τον κιτς χαρακτήρα του, είχε φτάσει με τα χρόνια να αποτελεί τουριστική ατραξιόν.

Έτσι πήρα το δρόμο της επιστροφής στο ξενοδοχείο με τα χέρια άδεια. Μία στάση για εφοδιασμό με εμφιαλωμένο νερό (είχα ήδη αρχίσει να προτιμώ το ανθρακούχο, που κυρίως πίνουν στο εξωτερικό) και επάνοδος στο δωμάτιό μας για λίγη ξεκούραση. Επειδή όμως η υπογλυκαιμία μου χτύπαγε κόκκινο, και η ιδέα της σοκολάτας είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, ξεφόρτωσα τα πράγματα που κουβάλαγα (είχα πάρει και κάποια λίγα ακόμα σουβενίρ εν τω μεταξύ) και βγήκα πάλι στην πόλη προς αναζήτηση γλυκού. Κατευθύνθηκα προς ένα μεγάλο supermarket κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο. Στο διάδρομο με τις σοκολάτες υπήρχε μεγάλη ποικιλία από φίρμες και είδη. Αλλά είπαμε, έπρεπε να δοκιμάσουμε τα τοπικά προϊόντα. Ανάμεσα στις γεύσεις των σοκολάτων Laima επέλεξα αυτή με τα φραγκοστάφυλα, ως πιο αντιπροσωπευτική βαλτική επιλογή.
Πήρα το «λάφυρό» μου, πέρασα από ένα υπαίθριο παζάρι σε ένα πάρκο κοντά στο ξενοδοχείο για να χαζέψω τους πάγκους με τα χειροποίητα προιόντα, και γύρισα στο δωμάτιο για να το δοκιμάσω. Απογοήτευση. Μία εντελώς άγλυκη, άνοστη, αδιάφορη σοκολάτα, με κάτι αφυδατωμένα μωβ κομμάτια υποτιθεμένων φραγκοστάφυλων έφτασε στον ουρανίσκο μου. Σταμάτησα στα 2-3 πρώτα κομμάτια, πραγματικό κατόρθωμα για εμένα που αποδεκατίζω ότι σοκολάτα ή σοκολατάκι πέσει στα χέρια μου.

Το απόγευμα βγήκα με τον συγκάτοικο προς αναζήτηση σουβενίρ από τη Ρίγα. Στο ίδιο τετράγωνο βρήκαμε ένα πολυκατάστημα με ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Αρκετές οι επιλογές για το φωτογραφικό λεύκωμα που έψαχνα. Κατέληξα σε ένα αρκετά μεγάλο με ολοσέλιδες φωτογραφίες των αξιοθέατων της πόλης και καθόλου κείμενα, και σε μερικά χαριτωμένα μαγνητάκια.
Συνεχίσαμε προς την παλιά πόλη. Θα βγαίναμε για φαγητό και κατόπιν για μπύρα. Φτάσαμε στην κεντρική πλατεία του καθεδρικού ναού και επιλέξαμε να κάτσουμε σε ένα από τα εστιατόρια που είχαν βγάλει τα τραπεζάκια τους πάνω στην πλατεία, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία.

Υπό την σκιά του καμπαναριού του καθεδρικού φάγαμε το δείπνο μας, εγώ ένα νοστιμότατο κοτόπουλο με σπαράγγια, ο φίλος μου βοδινό ψημένο σε πέτρα με λαχανικά, μία σαλάτα με κατσικίσιο τυρί και φρούτα του δάσους, μπράουνις και κρεμ μπριλέ για επιδόρπια. Μας συνόδευσε η ζωντανή μουσική από τους καλλιτέχνες του διπλανού μαγαζιού και η γλυκιά βαβούρα της περατζάδας των περαστικών της πλατείας.



Last edited: