Marios_Gr
Member
- Μηνύματα
- 559
- Likes
- 2.928
Περιεχόμενα
- Κεφάλαιο 1
- 2 | καθ'οδον
- 3 | μια σύντομη στάση
- 4 | στη Λιθουανία
- 5 | ξύπνημα στο Βίλνιους
- 6 | εκκλησίες αγίας Άννας κ αγίων Πέτρου κ Παυλου
- 7 | κάστρο Trakai
- 8 | παλιά πόλη Βίλνιους
- 9 | Κάουνας
- 10 | Λεττονία
- 11 | η Ρίγα ένα βράδυ
- 12 | σφίγγες,λιοντάρια κ μαύρες γάτες
- 13 | φαγητό στη Βαλτική
- 14 | o κήπος του Thor
- 15 | Εσθονία
- 16 | Τάλιν
- 17 | λόφος Toompea
- 18 | ένα μεσημέρι το Tallin
- 19 | τεχνολογικός γίγαντας τσέπης
- 20 | μια κοπέλα πριν τα μεσάνυχτα
- 21 | τα μουσεία
- 22 | head ööd Tallinn ~ καληνύχτα Τάλιν
- 23 | απολογισμός
4 | στη Λιθουανία
Ένα από τα μείζονα θέματα κάθε ταξιδιού στην βόρεια Ευρώπη είναι ο καιρός. Ακόμα και το καλοκαίρι, ο «καλός καιρός» όπως τον εννοούμε εμείς δεν είναι καθόλου αυτονόητος εκεί. Οι πληροφορίες που είχα συλλέξει για τη Βαλτική Ιούλιο μήνα ήταν ολίγον αντικρουόμενες. Από το «έσκασα από τη ζέστη» μέχρι το «πάγωσα». Εκεί που όλοι συνέκλιναν ήταν για τις συχνές ξαφνικές μπόρες. Εν πάση περιπτώσει, μακρυμάνικα πουκάμισα, ένα πουλοβεράκι και ένα σπορ σακάκι είχαν μπει στη βαλίτσα μου για παν ενδεχόμενο.
Από την Αθήνα ξεκινήσαμε με συννεφιά, κάτι που συνεχίστηκε και στη Ρίγα, αλλά παραδόξως φτάνοντας στο Βίλνιους ο ουρανός ήταν σχεδόν καθαρός, κάτι που ευτυχώς θα κρατούσε όλες τις επόμενες μέρες, με μία μόνο μικρή «παραφωνία».
Προσγειωθήκαμε στο Βίλνιους, πρωτεύουσα της Λιθουανίας, και ακολουθώντας μία κάπως δαιδαλώδη διαδρομή μέσα στο αεροδρόμιο, συναντήσαμε στην κεντρική είσοδο τον συνοδό μας, όπως ήδη μας είχε ενημερώσει το γραφείο από την Αθήνα, τον Αντώνη, έναν έλληνα παντρεμένο με λιθουανή που διέμενε πια μόνιμα στη Λιθουανία.
Την ώρα που πέρναμε σειρά στο γκισέ του συναλλάγματος του αεροδρομίου, αφού όπως μας είπε ο Αντώνης (και κατόπιν διαπίστωσα και προσωπικά) το συνάλλαγμα μέσα στο Βίλνιους είναι δύσκολη υπόθεση, υπέστην το πρώτο πλήγμα σε βαλτικό έδαφος. Μία έντονη μυρωδιά σιτρονέλλας και ευκαλύπτου από τη βαλίτσα μου με ανάγκασε να διαπιστώσω με οδύνη ότι κατά έναν περίεργο τρόπο από το μπουκαλάκι της αντικουνουπικής λοσιόν (γιατί «έχει κουνούπια η Βαλτική», μου είχαν πει…) είχε φύγει το καπάκι και με κάθε τράνταγμα της αποσκευής η ελαιώδης λοσιόν πεταγόταν μέσα στα ρούχα μου, προφανώς καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και το σακάκι για τα κρύα βράδια είχαν γίνει να τα κλαίνε οι ρέγγες.
Ευτυχώς μόνο αυτά. Ελαφρώς αποσυντονισμένος από το απρόοπτο επιβιβάστηκα στο πουλμανάκι για το ξενοδοχείο μας, το Radisson Blu Lietuva, με το όνομα, στις όχθες του ποταμού Neris που διασχίζει την πόλη.
Κατά τη διαδρομή μου έκαναν εντύπωση τα πολλά αερόστατα που έβλεπα στον ουρανό, μία συνηθισμένη ατραξιόν για τουρίστες και όχι μόνο, όπως μας εξήγησαν. Πλησιάζοντας στο ξενοδοχείο κινηθήκαμε κατά μήκος του ποταμού Neris και τότε είδα ότι οι καταπράσινες όχθες του φιλοξενούσαν εγκαταστάσεις για σπορ και άλλες δραστηριότητες, καφέ και εστιατόρια, με πλήθος κόσμου, κυρίως νεολαίας, να τις κατακλύζει σε μεγάλη έκταση, σαν να βλέπαμε μία δική μας πολυσύχναστη πλατεία. Ο κάθε λαός προσαρμόζει τελικά τη ζωή του και την ψυχαγωγία του σε αυτά που έχει στη διάθεσή του. Και οι λιθουανοί τα είχαν καταφέρει μία χαρά σε αυτό.
Γρήγορη τακτοποίηση στο αξιοπρεπές και -όσο δεν έπρεπε όπως αποδείχτηκε- φωτεινό δωμάτιό μας και κάθοδος στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο (το πακέτο προσέφερε ένα γεύμα ή δείπνο καθημερινά). Το οποίο δεν ήταν όμως καθόλου αυτό που περίμενα. Μικρή ποικιλία, πιθανώς λόγω και της αργοπορημένης προσέλευσής μας για τα βοριοευρωπαικά δεδομένα (ήταν πια περασμένες 8 το βράδυ), αλλά και γενικά άνοστο φαγητό. Τότε είναι που διαπίστωσα ότι και η επικοινωνία μας με την πατρίδα ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Δεχόμασταν κλήσεις από Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσαμε εμείς να πάρουμε, κάτι που εγώ τουλάχιστον το αντιμετώπισα και στις τρείς χώρες.
Τελειώσαμε γρήγορα το φαγητό μας (δεν ήταν και για να το απολαύσεις περισσότερο) και η πρώτη γνωριμία με το Βίλνιους ξεκινούσε. Περπατήσαμε από το ξενοδοχείο μέχρι το κέντρο της πόλης (περίπου 20λεπτά δρόμος) κατά μήκος του ποταμού. Οι πρώτες εικόνες αντιφατικές. Σύγχρονα ξενοδοχεία από τη μία και παλιά, ατημέλητα, πιθανώς σοβιετικών καταβολών κτήρια από την άλλη. Παντού όμως πολλοί νέοι άνθρωποι. Η Λιθουανία έχει υψηλούς δείκτες γεννητικότητας, μας είπε ο συνοδός μας, λόγω των μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης που σημειώνει τα τελευταία χρόνια. Παράδοξο 1: Ιδιαίτερα νέα παιδιά με πανάκριβα πολυτελή αυτοκίνητα. Παράδοξο 2: Άνθρωποι με μπουκάλια ποτών στο χέρι περπατούσαν στον δρόμο, αλλά κανένας δεν καθόταν κάπου να τα πιεί, αφού αυτό, όπως μας είπε ο Αντώνης, απαγορεύεται σε δημόσιους χώρους, λόγω του μεγάλου προβλήματος αλκοολισμού στη χώρα.
Φτάνοντας κοντά στο κέντρο τα κτήρια γίνονταν πιο περιποιημένα. Σε νεοκλασικό ύφος πολλά από αυτά, στέγαζαν δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα αλλά και απλά διαμερίσματα. Το κέντρο του Βίλνιους έδινε μία πρώτη εικόνα καθαρής και τακτοποιημένης πόλης, με πλατείες, φαρδύς δρόμους, πράσινο και λουλούδια. Ειδικά τα λουλούδια είναι ένα στοιχείο σε υπερπληθώρα σε όλες τις πόλεις της Βαλτικής. Πάμπολλα καφέ, εστιατόρια και μπαράκια με τραπεζάκια έξω σε πεζοδρόμια, πλατείες και πεζοδρόμους, έσφυζαν από θαμώνες κάθε ηλικίας. Το μόνο αρνητικό στοιχείο, οι περαστικοί με εμφανή την επήρεια του αλκοόλ που συναντήσαμε στο δρόμο μας. Εν τω μεταξύ, έχοντας φτάσει σχεδόν 11 η ώρα είχε αρχίσει επιτέλους και νύχτωνε. Η ελάχιστη διάρκεια της νύχτας, που θα γινόταν ακόμα ελαχιστότερη όσο θα οδεύαμε προς τη βορειότερη Εσθονία, είναι κάτι που ομολογώ με δυσκόλεψε εκείνες τις μέρες. Αναζητήσαμε -με κάποια δυσκολία- εμφιαλωμένο νερό για να πάρουμε μαζί μας για τη νύχτα και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.

Ένα από τα μείζονα θέματα κάθε ταξιδιού στην βόρεια Ευρώπη είναι ο καιρός. Ακόμα και το καλοκαίρι, ο «καλός καιρός» όπως τον εννοούμε εμείς δεν είναι καθόλου αυτονόητος εκεί. Οι πληροφορίες που είχα συλλέξει για τη Βαλτική Ιούλιο μήνα ήταν ολίγον αντικρουόμενες. Από το «έσκασα από τη ζέστη» μέχρι το «πάγωσα». Εκεί που όλοι συνέκλιναν ήταν για τις συχνές ξαφνικές μπόρες. Εν πάση περιπτώσει, μακρυμάνικα πουκάμισα, ένα πουλοβεράκι και ένα σπορ σακάκι είχαν μπει στη βαλίτσα μου για παν ενδεχόμενο.
Από την Αθήνα ξεκινήσαμε με συννεφιά, κάτι που συνεχίστηκε και στη Ρίγα, αλλά παραδόξως φτάνοντας στο Βίλνιους ο ουρανός ήταν σχεδόν καθαρός, κάτι που ευτυχώς θα κρατούσε όλες τις επόμενες μέρες, με μία μόνο μικρή «παραφωνία».
Προσγειωθήκαμε στο Βίλνιους, πρωτεύουσα της Λιθουανίας, και ακολουθώντας μία κάπως δαιδαλώδη διαδρομή μέσα στο αεροδρόμιο, συναντήσαμε στην κεντρική είσοδο τον συνοδό μας, όπως ήδη μας είχε ενημερώσει το γραφείο από την Αθήνα, τον Αντώνη, έναν έλληνα παντρεμένο με λιθουανή που διέμενε πια μόνιμα στη Λιθουανία.
Την ώρα που πέρναμε σειρά στο γκισέ του συναλλάγματος του αεροδρομίου, αφού όπως μας είπε ο Αντώνης (και κατόπιν διαπίστωσα και προσωπικά) το συνάλλαγμα μέσα στο Βίλνιους είναι δύσκολη υπόθεση, υπέστην το πρώτο πλήγμα σε βαλτικό έδαφος. Μία έντονη μυρωδιά σιτρονέλλας και ευκαλύπτου από τη βαλίτσα μου με ανάγκασε να διαπιστώσω με οδύνη ότι κατά έναν περίεργο τρόπο από το μπουκαλάκι της αντικουνουπικής λοσιόν (γιατί «έχει κουνούπια η Βαλτική», μου είχαν πει…) είχε φύγει το καπάκι και με κάθε τράνταγμα της αποσκευής η ελαιώδης λοσιόν πεταγόταν μέσα στα ρούχα μου, προφανώς καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Ένα κοντομάνικο μπλουζάκι και το σακάκι για τα κρύα βράδια είχαν γίνει να τα κλαίνε οι ρέγγες.
Κατά τη διαδρομή μου έκαναν εντύπωση τα πολλά αερόστατα που έβλεπα στον ουρανό, μία συνηθισμένη ατραξιόν για τουρίστες και όχι μόνο, όπως μας εξήγησαν. Πλησιάζοντας στο ξενοδοχείο κινηθήκαμε κατά μήκος του ποταμού Neris και τότε είδα ότι οι καταπράσινες όχθες του φιλοξενούσαν εγκαταστάσεις για σπορ και άλλες δραστηριότητες, καφέ και εστιατόρια, με πλήθος κόσμου, κυρίως νεολαίας, να τις κατακλύζει σε μεγάλη έκταση, σαν να βλέπαμε μία δική μας πολυσύχναστη πλατεία. Ο κάθε λαός προσαρμόζει τελικά τη ζωή του και την ψυχαγωγία του σε αυτά που έχει στη διάθεσή του. Και οι λιθουανοί τα είχαν καταφέρει μία χαρά σε αυτό.

Γρήγορη τακτοποίηση στο αξιοπρεπές και -όσο δεν έπρεπε όπως αποδείχτηκε- φωτεινό δωμάτιό μας και κάθοδος στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο (το πακέτο προσέφερε ένα γεύμα ή δείπνο καθημερινά). Το οποίο δεν ήταν όμως καθόλου αυτό που περίμενα. Μικρή ποικιλία, πιθανώς λόγω και της αργοπορημένης προσέλευσής μας για τα βοριοευρωπαικά δεδομένα (ήταν πια περασμένες 8 το βράδυ), αλλά και γενικά άνοστο φαγητό. Τότε είναι που διαπίστωσα ότι και η επικοινωνία μας με την πατρίδα ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Δεχόμασταν κλήσεις από Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσαμε εμείς να πάρουμε, κάτι που εγώ τουλάχιστον το αντιμετώπισα και στις τρείς χώρες.
Τελειώσαμε γρήγορα το φαγητό μας (δεν ήταν και για να το απολαύσεις περισσότερο) και η πρώτη γνωριμία με το Βίλνιους ξεκινούσε. Περπατήσαμε από το ξενοδοχείο μέχρι το κέντρο της πόλης (περίπου 20λεπτά δρόμος) κατά μήκος του ποταμού. Οι πρώτες εικόνες αντιφατικές. Σύγχρονα ξενοδοχεία από τη μία και παλιά, ατημέλητα, πιθανώς σοβιετικών καταβολών κτήρια από την άλλη. Παντού όμως πολλοί νέοι άνθρωποι. Η Λιθουανία έχει υψηλούς δείκτες γεννητικότητας, μας είπε ο συνοδός μας, λόγω των μεγάλων ρυθμών ανάπτυξης που σημειώνει τα τελευταία χρόνια. Παράδοξο 1: Ιδιαίτερα νέα παιδιά με πανάκριβα πολυτελή αυτοκίνητα. Παράδοξο 2: Άνθρωποι με μπουκάλια ποτών στο χέρι περπατούσαν στον δρόμο, αλλά κανένας δεν καθόταν κάπου να τα πιεί, αφού αυτό, όπως μας είπε ο Αντώνης, απαγορεύεται σε δημόσιους χώρους, λόγω του μεγάλου προβλήματος αλκοολισμού στη χώρα.
Φτάνοντας κοντά στο κέντρο τα κτήρια γίνονταν πιο περιποιημένα. Σε νεοκλασικό ύφος πολλά από αυτά, στέγαζαν δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα αλλά και απλά διαμερίσματα. Το κέντρο του Βίλνιους έδινε μία πρώτη εικόνα καθαρής και τακτοποιημένης πόλης, με πλατείες, φαρδύς δρόμους, πράσινο και λουλούδια. Ειδικά τα λουλούδια είναι ένα στοιχείο σε υπερπληθώρα σε όλες τις πόλεις της Βαλτικής. Πάμπολλα καφέ, εστιατόρια και μπαράκια με τραπεζάκια έξω σε πεζοδρόμια, πλατείες και πεζοδρόμους, έσφυζαν από θαμώνες κάθε ηλικίας. Το μόνο αρνητικό στοιχείο, οι περαστικοί με εμφανή την επήρεια του αλκοόλ που συναντήσαμε στο δρόμο μας. Εν τω μεταξύ, έχοντας φτάσει σχεδόν 11 η ώρα είχε αρχίσει επιτέλους και νύχτωνε. Η ελάχιστη διάρκεια της νύχτας, που θα γινόταν ακόμα ελαχιστότερη όσο θα οδεύαμε προς τη βορειότερη Εσθονία, είναι κάτι που ομολογώ με δυσκόλεψε εκείνες τις μέρες. Αναζητήσαμε -με κάποια δυσκολία- εμφιαλωμένο νερό για να πάρουμε μαζί μας για τη νύχτα και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο.
Last edited: